Αρθρογραφία

Ισαάκ Λαυρεντίδης: Ένας σύγχρονος ευπατρίδης της πολιτικής και θεματοφύλακας της ιστορίας και πολιτισμού του Πόντου

Ο Ισαάκ Λαυρεντίδης γεννήθηκε στο Ορτάκιοϊ της επαρχίας Καγισμάν του Κυβερνείου Καρς το 1911, όπου είχε μεταναστεύσει ο παππούς του Αβραάμ Λαυρεντίδης, το 1878, μαζί με δεκάδες χιλιάδες Έλληνες από τον Πόντο. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο σχολείο της γενέτειράς του, του Ορτάκιοϊ. Στην Ελλάδα, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στον Λευκώνα Σερρών το 1923.
Σε ηλικία 7 ετών ο Ισαάκ Λαυρεντίδης έμεινε ορφανός. Ο πατέρας του πέθανε στο Βλαντικαυκάς της Οσετίας και η μητέρα του στο Καραπουρνού της Θεσσαλονίκης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος στις Σέρρες από το 1938. Στον πόλεμο του 1940-41, όπου και τραυματίστηκε, υπηρέτησε ως διοικητής λόχου, με το βαθμό του εφέδρου υπολοχαγού πεζικού.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπως και πολλοί άλλοι Σερραίοι. Διετέλεσε γενικός γραμματέας της Επιτροπής Προσφύγων Σερρών, της οποίας πρόεδρος ήταν ο μητροπολίτης Κωνσταντίνος Μεγγρέλης. Πολιτεύτηκε από το 1946 και εξελέγη 10 φορές βουλευτής. Επίσης, διετέλεσε κοσμήτωρ και αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων. Το 1956 συμμετέχοντας σε 15μελή κοινοβουλευτική αποστολή επισκέφθηκε τη Σοβιετική Ένωση, ενώ το 1960 εκλέχτηκε πρόεδρος του Κοινοβουλευτικού Ομίλου Ελληνοτουρκικής φιλίας. Ήταν μέλος πολλών κοινοβουλευτικών Επιτροπών και επισκέφθηκε αρκετές χώρες ως επικεφαλής κοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών και αντιπρόεδρος της Βουλής. Ακόμη, αγωνίστηκε με αυταπάρνηση και θάρρος για την υπεράσπιση των εθνικών δικαίων και ιδιαίτερα του Ποντιακού Ελληνισμού.
Ο Ισαάκ Λαυρεντίδης ήταν αυστηρός αλλά και μειλίχιος. Σοβαρός αλλά και τρυφερός. Μια ευπρεπής και εξωστρεφής προσωπικότητα που δημιουργούσε κλίμα φιλικό και οικείο στην επικοινωνία με τους συνανθρώπους του. Ήταν άριστος συνομιλητής και ήξερε πως να αφοπλίζει τον άλλον με τα επιχειρήματά του. Ο Χρήστος Γ. Ανδρεάδης στην Ποντιακή Εστία (Ιαν. Φεβρ. Μάρτιος 2013, τεύχος 176) γράφει σχετικά: «Ο Ισαάκ Λαυρεντίδης ως άνθρωπος «πίσω από ένα σοβαρό, αυστηρό παρουσιαστικό έκρυβε μιαν ανθρωπιά και τρυφερότητα που τον έφερναν κοντά σου, έτσι, καθώς δημιουργούσε γύρο του ένα κλίμα οικειότητας βαθιάς, αβίαστης επικοινωνίας, ένα κλίμα ικανό να γεννήσει αισθήματα αγάπης και αφοσίωσης σε αυτόν που τον πλησίαζε. Είχε το μοναδικό χάρισμα να δημιουργεί την αίσθηση της ακραίας ευπρέπειας, σε συνδυασμό με την αμεσότητα που είχε την δύναμη να επιβάλλει στις επαφές του.
Ως συνομιλητής ήταν στο έπακρο θυμόσοφος. Δεν υπήρχε στιγμή που να μην διατυπώσει κάποιο θυμοσοφικό ρητό, πάντοτε με χαμογελαστό το πρόσωπο, άλλοτε με ύφος παιγνιώδες και ανάλαφρο και άλλοτε με μια συγκρατημένη αυστηρότητα, καλυμμένη με ύφος απλό και απέριττο που δεν επιδεχόταν αντιρρήσεις και τούτο, γιατί, προτού εκφέρει την γνώμη του (πάντοτε τελευταίος μεταξύ των συζητητών του), τη μελετούσε στοχαστικά, τη βασάνιζε στην σκέψη του και εκ των προτέρων είχε την ικανότητα να σε αφοπλίζει, όσο κι αν η φαρέτρα σου διέθετε αιχμηρότατα βέλη.
Ως στοχαστής και πνευματική προσωπικότητα ανησυχούσε πολύ για την έκπτωση των αξιών, τον αριβισμό, την προχειρότητα, την επιπολαιότητα και την ευτέλεια που εισχωρούσαν καθημερινά σχεδόν στο χώρο της καθημερινής του ζωής. Ιδιαιτέρως τον ενδιέφερε και η πνευματική κατάρτιση των Ελληνοπαίδων καθώς και γενικότερα η κατάσταση της παιδείας με τα αρνητικά φαινόμενα που παρατηρούσε σχετικά με την αμάθεια και την αγραμματοσύνη, τη λεκτική πενία και την κακοποίηση των λέξεων της ελληνικής.
Δεν υπήρχε εκδήλωση εθνική, πατριωτική στην οποία να μην συμμετέχει και να μην δίνει το δικό του «παρόν», αφού ως πατριώτης έχει γράψει την δική του θαυμαστή ιστορία στα βορειοηπειρωτικά βουνά στον πόλεμο του 1940, τιμημένος με χρυσό αριστείο ανδρείας στα πεδία των μαχών. Γι’ αυτό και οπουδήποτε υπήρχε γιορτή πατριωτική, και όχι μόνο ποντιακή, εκεί και ο Ισαάκ με το μετρημένο του λόγο, επίκαιρο, κατατοπιστικό, διαφωτιστικό. Λες και ξαναγεννιόταν. Στο πρόσωπό του έλαμπε και μια ικανοποίηση κυριαρχούσε σε όλο του το είναι.
Γεννημένος στο Καρς, πάντα νοσταλγούσε τα πάτρια, τον αξέχαστο Πόντο, τις προγονικές του ρίζες. Η ιστορία και τα πάθη του ποντιακού ελληνισμού ήταν ταυτισμένα με την ζωή του. Παράλληλα πρωτοστατούσε και σε κάθε εκδήλωση σχετική με την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ήταν συνεχής ο αγώνας του για την επικράτησή τους στις χώρες που τα καταπατούσαν, είτε για τον ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου επρόκειτο είτε για τους αδελφούς μας της Κωνσταντινουπόλεως, Ίμβρου και Τενέδου είτε για τους αδελφούς μας στην κατεχόμενη Κύπρο από τις ορδές του Αττίλα.
Ως βουλευτής και πολιτικός λάμπρυνε το ελληνικό κοινοβούλιο με τη διακριτική πάντοτε παρουσία του, τιμώντας τα αξιώματα που επιφορτίσθηκε με υποδειγματική ευσυνειδησία, υπευθυνότητα και σχολαστικότητα, ιδιαιτέρως ως αντιπρόεδρος της Βουλής, όπου υπεράνω κομμάτων και πολιτικών κατευθύνσεων, ανεπηρέαστος πάντοτε και ψύχραιμος διηύθυνε ήρεμος και ατάραχος τις εργασίες της Βουλής κατά τρόπον άψογο, γεγονός που επισημάνθηκε απ’ όλες τις πολιτικές παρατάξεις για την αμεροληψία του και το πνεύμα δικαιοσύνης και αντικειμενικότητας που κυριαρχούσε σε κάθε του ενέργεια.
Τέλος, ως επιστήμων και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής
Ποντιακών Μελετών (Ε.Π.Μ.) άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Τεράστια ήταν η συμβολή του στο έργο της, ιδιαιτέρως, μάλιστα, όταν βρισκόταν σε περίοδο «ισχνών αγελάδων» και ήταν ατελεύτητος ο μαραθώνιος των προσπαθειών του για την εξεύρεση πόρων από τα διάφορα Υπουργεία, δημόσιους οργανισμούς, Τράπεζες, επώνυμους και ανώνυμους ιδιώτες. Χάρη στις δικές του προσπάθειες η Ε.Π.Μ. σε καιρούς χαλεπούς επέζησε και επιζεί συνεχίζοντας το κολοσσιαίο επιστημονικό της έργο, στο οποίο «ουκ ολίγη» ήταν και η δική του συμβολή με τα πολλαπλά άρθρα και δημοσιεύματα του σε διάφορα ποντικά έντυπα και προπαντός στους τόμους του «Αρχείου Πόντου», της πολύτιμης αυτής κιβωτού της ποντιακής ιστορίας και λαογραφίας».
Ήταν κυριολεκτικά ο «ιεροφάντης της ποντικής ιδέας», οπουδήποτε και αν βρισκόταν, είτε στο Κοινοβούλιο, είτε σε διάφορα ποντιακά σωματεία και άλλους εθνικούς συλλόγους που τους συμβούλευε με εποικοδομητικούς πάντα λόγους.
Ο δημοσιογράφος-συγγραφέας, Πάνος Καϊσίδης, πηγή άντλησης γνώσεων για τον ποντιακό ελληνισμό, γράφει σχετικά: «Ο Ισαάκ Λαυρεντίδης ήταν ένας άνθρωπος που διέθετε μία από τις δυνατότερες αλλά, ταυτοχρόνως και συνετότερες φωνές…». (Ποντιακά, μηνιαίο περιοδικό τεύχος 27, έτος 2010).
«Την ανεκτίμητη παρουσία και προσφορά του την εμπλουτίζουν διαλέξεις, μελέτες και άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά και οι περισπούδαστες μελέτες του: « Πρόσφυγες εξ ανταλλαγής και ανταλλάξιμος περιουσία», «Τα πεπρωμένα της φυλής – Νέα ιστορική αφετηρία», «Η κατά το 1895-1907 μετοικεσία Ελλήνων Ποντίων του Καυκάσου εις Ελλάδα» (Αρχείον Πόντου, τόμος 31ος ), «Οι εκ της Σοβιετικής Ενώσεως Έλληνες Πόντιοι και ποντιακή διάλεκτος», «το χάσμα μεταξύ γενεών», κ.ά. Υπήρξε μέλος της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, της οποίας εκλέχτηκε και πρόεδρος για ένα διάστημα, επίτιμος πρόεδρος του Σωματείου «Παναγία Σουμελά» και άλλων ποντιακών σωματείων.
Τιμήθηκε με το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας και με το παράσημο Εθνικής Αντίστασης 1941-1944, ως μέλος της Οργάνωσης Αναστάσεως του Γένους (ΟΑΓ). (Παναγιώτης Γ. Τανιμανίδης, περιοδικό Ποντιακά, τεύχος 27, έτος 2010).
Ο Ισαάκ Λαυρεντίδης απεβίωσε στη Ν. Σμύρνη τον Ιούνιο του 1997, όπου ήταν μόνιμα εγκαταστημένος. (Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Ποντιακού Ελληνισμού, Αρχείο Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, Ποντιακή Εστία, Ποντιακά).

Περισσότερα
Δείτε ακόμα