Υποκρισία: Ένα εξ αρχαιοτήτων χρόνων… σύγχρονο νόσημα
Βασιλεύει παντού. Βρίσκει ρωγμές και εισχωρεί στον κοινωνικό ιστό, μολύνοντας τους πάντες. Εξαπλώνεται σαν νόσος λοιμική. Λόγω της ελαφράδας της επιχωριάζει κυρίως στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Για την υποκρισία ο λόγος, η οποία κατάντησε τη ζωή μας θέατρο σκιών. Είναι τόσο διαδεδομένο το ψυχικόν τούτο πάθος, ώστε πλάστηκαν αρκετά συνώνυμά του, για να περιγραφούν όλες οι εκφάνσεις του. Έτσι ο υποκριτής λέγεται αλλιώς ανειλικρινής, κρυψίνους, διπρόσωπος, ιησουΐτης, ταρτούφος, σιγανοπαπαδιά, κάλπικος, φαρισαίος, σουπιά, φίδι κολοβό, δόλιος, κίβδηλος, ψεύτικος, σκάρτος και άλλα πολλά, παρόμοια και ηχηρά. Και λαϊκές παροιμίες καυτηριάζουν το απεχθές αυτό ελάττωμα. «Απ’ έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα». «Από σιγανό ποτάμι να φοβάσαι». «Βλέμμα χαμηλό, βλέμμα πονηρό». «Άλλα στα χείλη και άλλα στην καρδιά».
Αρχαιότατο νόσημα η υποκρισία, συνομήλικο της ανθρωπότητας. Ο προπάτωρ Αδάμ κρύβει υποκριτικά την παρακοή στον Θεό και προβάλλει ως αιτία του φόβου του, την γύμνια του. «…της φωνής σου ήκουσα περιπατούντος εν τω παραδείσω και εφοβήθην ότι γυμνός ειμί…» (Γένεση 3,10). Και όπως όλοι οι υποκριτές φορτώνει το κακό στον πλησίον, «η γυνή ην έδωκας μετ’ εμού…». Οι αρχαίοι Έλληνες οξυδερκείς και παρατηρητικοί, στηλιτεύουν κι αυτοί την υποκρισία. «Νόσημα γαρ αίσχιστον είναι φημί συνθέτους λόγους».
Δεν υπάρχει χειρότερο κακό από τα ωραία λόγια που σε ξεγελάνε, γράφει ο Αισχύλος στον «Προμηθέα Δεσμώτη» (στιχ. 685-686). «Πολλοί δρώντες τα αίσχιστα, λόγους αρίστους ασκεύουσιν», πολλοί ενώ κάνουν τις αισχρότερες πράξεις, μιλούν με πολύ ωραίο τρόπο, αποφαίνεται ο Δημόκριτος. Ο μαθητής και διάδοχος του Αριστοτέλη στο Λύκειο, ο χαρακτηρογράφος Θεόφραστος, στο περίφημο σύγγραμμά του «Χαρακτήρες», πραγματεύεται με σατιρικό τρόπο και τον υποκριτή. «Ο υποκριτής» γράφει «όταν πλησιάζει τους εχθρούς του, δείχνει τάχα πως δεν τους μισεί, αλλά πως τους αγαπά και τους επαινεί μπροστά τους, ενώ στα κρυφά τους κατατρέχει». Συμβουλεύει στο τέλος να φυλαγόμαστε περισσότερο από τους υποκριτές παρά από τα ίδια φίδια. «Φυλάττεσθαι μάλλον δει ή τους όφεις». (Θεοφράστου, «Χαρακτήρες», εκδ. Ζαχαρόπουλου, σελ. 27).
Δριμύτατα όμως διαπομπεύονται οι υποκριτές Φαρισαίοι στο Ευαγγέλιο. «Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί». Ο Θεός της αγάπης και της συγχώρησης, καταδικάζει με το τρομερό «ουαί» (= αλίμονό σας) τους υποκριτές. Τους ονομάζει «όφεις, γεννήματα εχιδνών», που «διυλίζουν τον κώνωπα και καταπίνουν την κάμηλον». Τους παρομοιάζει με τάφους που «έξωθεν μεν φαίνονται ωραίοι, έσωθεν δε γέμουσιν οστέων νεκρών και πάσης ακαθαρσίας». (Ματθ. κγ’). Η υποκρισία είναι το απόστημα, η σαπίλα που κατατρώει τα θεμέλια της κοινωνίας, ύπουλα και κρυφά, γι’ αυτό επισύρει και τη θεϊκή «οργή». Στην νεότερη Ελλάδα ο υποκριτής τράβηξε την προσοχή του Λασκαράτου, ώστε να τον συμπεριλάβει στο περίφημο βιβλίο του «Ιδού ο Άνθρωπος», στο οποίο μαστιγώνει αλύπηρα την περιρρέουσα τότε (και τώρα) ανηθικότητα και ανεντιμότητα. Γράφει: «Ο υποκριτής προσποιείται αγιοσύνη και είναι ανόσιος, φιλία και είναι αδιάφορος, αυταπάρνηση και είναι εγωιστής, πατριωτισμό και είναι πλάνος. Όλα τα είδη της αρετής τα προσποιείται ο υποκριτής… κατακρίνει την διαφθορά της κοινωνίας και είναι ουσιωδώς διεφθαρμένος…». (Ανδρέα Λασκαράτου, «Ιδού ο Άνθρωπος», εκδ. Αλμωπός, σελ. 150).
Ο κοινωνιολόγος Ευάγγελος Λεμπέσης στο περιβόητο βιβλίο του «Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω», πιο παρηγορητικός, θεωρεί, μάλλον ταυτίζει, την υποκρισία με την βλακεία. Το έργο γραμμένο στις αρχές του 20ου αιώνα, τέμνει με οξύτητα και ευθυκρισία, την λιμνάζουσα κοινωνία, που αποτελεί «ένα συνονθύλευμα αθλίων και μετρίων που επικαλείται και καπηλεύεται το λαό, μωραίνει την ζύμη και αλλοιώνει το φύραμα». Ο υποκριτής – βλάκας, σημειώνει, «προοδεύει» στην κοινωνία ή στο κράτος, γιατί «την άνοδον αυτού διευκολύνουν πλείστα προς τούτο ειδικά προσόντα: παντελής έλλειψις προσωπικότητος, ήτις εκδηλούται εις την χρονίαν απουσίαν γνώμης επί παντός ζητήματος ή η ολιγόλογος ανιαρότης αυτού, εκλαμβομένης υπό των αφελών ως βαθύνοια και σοβαρότης.
Η ανεπανόρθωτος έλλειψις πνεύματος και πολιτισμού». Τα συνηθέστερα, γράφει, όπλα των ανθρώπων αυτών είναι το ψεύδος, η ραδιουργία, η διαστροφή και η συκοφαντία. Αξιοσημείωτη και η παρατήρησή του πως «η παραγωγή βλακών (τους οποίους, επαναλβάνω, ταυτίζει με τους υποκριτές) δεν είναι ταξική. Η υποκρισία και η βλακεία ανθούν σ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα… «Η πονηρά φύσις δεν έδωκεν εις ωρισμένην τινά κοινωνικήν τάξιν το επίζηλον τούτο προνόμιον… δεν εστέρησε από ουδεμίαν κοινωνικήν τάξιν της σοβαράς συμβολής των». Με το έργο του στρέφεται κυρίως κατά των φαύλων με τα προσωπεία του ήθους, της αξίας και της εντιμότητας, που όταν βρουν ευκαιρία διαποτίζουν τα πάντα με την οσμή και το δηλητήριο της διαφθοράς.
Σήμερα ιδίως μπουκώσαμε από «αναστήματα» πνευματικά, πολιτικά, αθλητικά, όλους αυτούς τους σοβαροφανείς Φαρισαίους, που ψυχοπονούν για τον τόπο και τον πολιτισμό του και τον κλέβουν ανενδοίαστα διαπλεκόμενοι ή πατούν επί πτωμάτων, για να ανέλθουν στα υψηλά στρώματα. Εκεί, «ψηλά» αναπνέουν «οι δήθεν», οι υποκριτές, ελεύθερα. Εκκολαπτήριο της υποκρισίας είναι η εξουσία, η δοξομανία, η επωνυμολαγνεία. Και όπως θα έλεγε ο αείμνηστος καθ. Απ. Βακαλόπουλος, ως πότε το φάντασμα του Διογένη θα τριγυρνά την Ελλάδα, μέσα μεσημέρι, με το φανάρι στο χέρι, ζητώντας πραγματικούς, γνήσιους ανθρώπους. (Και για να μην κατηγορηθώ ως υποκριτής τονίζω πως υπάρχουν δύο ειδών υποκριτές. Αυτοί που το παραδέχονται και εμείς οι υπόλοιποι).