Κοινωνία

Μία συγκλονιστική ιστορία από το κεφάλαιο της ποντιακής γενοκτονίας

Η μαρτυρία που ακολουθεί είναι αφιερωμένη σ’ όλους τους αδικοχαμένους που μας χάρισαν ταυτότητα, συνείδηση, ύπαρξη, υπόσταση.

Ποτέ ξανά ΕΧΑΘΑΝ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΕΤΣΕΜΕΝΙΔΟΥ-ΗΛΙΑΣ-ΚΕΡΟΓΛΟΥ
Η Κυριακή το 1922 ήταν παντρεμένη με τον Ηλία, και στο ταξίδι της προσφυγιάς είχε στην αγκαλιά της ένα κοριτσάκι μόλις λίγων μηνών, την Παρθένα.

Μετά από περιπλάνηση σε Πειραιά, Πρέβεζα και Θεσσαλονίκη, ρίζωσαν στα Κρούσια, έφτιαξαν νέα πατρίδα, νέα κοινότητα, οικογένειες και, πορεύτηκαν περισσότερο από μισό αιώνα, τηρώντας με ευλάβεια την μόνη περιουσία που έφεραν μαζί τους: Τους τρόπους και τις συνήθειες της καθημερινότητας.

Προίκισαν με ιδρώτα και κόπο τον νέο τόπο και τον τραγούδησαν με το λόγο «…ρίζαμ, πούλιμ, γιάβριμ, κουμπάρτσαμ, δεξαμέντζαμ,…». Όλα με κατάληξη το «μ», κτητικό που προσδιορίζει την ταυτότητα μέσα σένα σύνολο και ιδιαίτερο πολιτισμό. Και όταν οι αντιξοότητες «γονάτιζαν» την αντοχή, ξεστόμιζαν βρισιές, πού όλες, μα όλες, κατέληγαν σε «ήμαρτον».

Τα χρόνια πέρασαν, έκαναν παιδιά και εγγόνια και τα γέμισαν στους δρόμους των μεγάλων πόλεων και της μετανάστευσης. Όταν, όμως, τα παιδιά και τα εγγόνια τους ρωτούσαν «παππού, γιαγιά οι γονείς σας οι συγγενείς σας στην πατρίδα τι έγιναν που είναι;», η απάντηση ήταν: «Ντεξέρω πούλιμ εχάθαν», αποφεύγοντας ν’ ανιστορίσουν και έτσι να ξανανιώσουν τον φόβο, τον πόνο και την τραγωδία που βίωσαν.

Όταν το 1975 έγινε δυνατό να ταξιδέψει κάποιος στον Πόντο, μια παρέα από τα δικά μας τα χωριά έσπευσαν να προσκυνήσουν την γενέθλια γη. Σαν επέστρεψαν διηγούνταν για μήνες στα καφενεία τις εμπειρίες του ταξιδιού, με υπερηφάνεια που αξιώθηκαν να ξαναδούν το σπίτι και τον τόπο όπου γεννήθηκαν. Μια απ’ αυτές τις διηγήσεις, που από στόμα σε στόμα απλώθηκαν στην περιοχή, έλεγε ότι τους πλησίασε με αγωνία μια γυναίκα λέγοντας «γιουνάν… Χρυσή…γκαρντασίμ…Κερεκί…Λάμπο…Γιρδάν…»

Όταν κατάλαβαν ότι ήταν Ελληνίδα και έψαχνε τους συγγενείς της, που είχαν φύγει το ’22 για την Ελλάδα, πήρε ένα χαρτί και έγραψε με μολύβι το όνομά της, τη διεύθυνση της και τα ονόματα των αδερφών της που έψαχνε. Τις μόνες λέξεις που ήξερε στα ελληνικά, ήταν τα ονόματα των συγγενών και η ορθόδοξη προσευχή.

Η θεία Παρθένα, όταν άκουσε αυτήν την διήγηση, και μιάς και το ένα όνομα ήταν ίδιο με της μάνας της, έτρεξε και βρήκε τους ταξιδιώτες. Αφού πήρε το χαρτί με την διεύθυνση και τα ονόματα, ανακάλυψε ότι όλα τα ονόματα ταίριαζαν. Επιστρατεύτηκε μια γειτόνισσα Κωνσταντινοπολίτισσα και στάλθηκε στα τούρκικα ένα διερευνητικό γράμμα στην διεύθυνση στην Κερασούντα. Ήρθε μία απάντηση με κάποιες φωτογραφίες και ακολούθησε απάντηση με διευθύνσεις και τηλέφωνα στην Ελλάδα.

Ήταν σχεδόν σίγουρο, ότι η γυναίκα που με απόγνωση αναζητούσε οικεία πρόσωπα σε κάθε Έλληνα, που συναντούσε, ήταν η Χρυσή, η αδερφή της Κυριακής. Η επτάχρονη τότε Χρυσή ζούσε με τους γονείς και τ’ άλλα μικρά αδέρφια στο πατρικό σπίτι στο ίδιο χωριό, και πάνω στην αναμπουμπούλα και τον τρόμο ΧΑΘΗΚΑΝ μεταξύ τους. Όσοι επιβίωσαν βρέθηκαν σ’ ένα πλοίο. Θλιβερές θύμισες αλλά απαραίτητες για να προχωρήσεις μπροστά. Η Χρυσή ορφανό και μόνο στην τρικυμία της εποχής επιβίωσε χάρις στα αισθήματα κάποιων γειτόνων Τούρκων. Την πήραν για παρακόρη να τους προσέχει τα παιδιά, την ονόμασαν Φατμέ και αργότερα την πάντρεψαν μ’ έναν Τούρκο.
Και έτσι ένα καλοκαιρινό βράδυ του ’78, λίγο πριν τα μεσάνυχτα χτυπάει το τηλέφωνο στην Θεσσαλονίκη, και από την άλλη μεριά κάποιος κύριος από την Καλαμαριά λέει κουρασμένα και βιαστικά:

«Εσείς είστε που έχετε μια συγγένισσα από την Τουρκία; Είμαστε εδώ στον σιδηροδρομικό σταθμό Θεσσαλονίκης. Μόλις έφτασε το τραίνο από την Κωνσταντινούπολη. Είναι μαζί μου μια γυναίκα που λέει ότι είναι συγγενείς σας. Σας παρακαλώ, ελάτε να την πάρετε διότι είναι αργά, είμαι κουρασμένος από το ταξίδι, δεν μπορώ να περιμένω. Ελάτε γρήγορα».

«Ναι, καλά» ψελλίσαμε «αλλά πώς θα την γνωρίσουμε;»
«Αααα… φοράει μαύρα γάντια με άσπρα πουάντ».

Κλείνει το τηλέφωνο και τρέχουμε μέσα σε μια σύγχυση να ανακαλύψουμε, ότι η ζωή είναι ο καλύτερος σκηνοθέτης, που με ευρηματικότητα θέλει να δώσει την κάθαρση σ’ ένα δράμα ζωής.

Μεσάνυχτα και κάτι στον σιδηροδρομικό σταθμό Θεσσαλονίκης. Η τεράστια κεντρική αίθουσα άδεια σιωπηλή και ημιφωτισμένη. Στο κέντρο ακριβώς μια μικρή ξύλινη βαλίτσα, κάθετα τοποθετημένη, και πάνω της κάθετε μια τσεμπεροφορεμένη γερασμένη γυναίκα που κρατεί ψηλά το αριστερό της χέρι. Στο χέρι της φοράει ένα μαύρο γάντι με άσπρα πουάντ και στο πρόσωπο της κραυγάζει αγωνία, αβεβαιότητα, λαχτάρα, ικεσία. Ένα τσούρμο συναισθήματα που τα έσυρε μια ζωή μόνη της χωρίς κανέναν δικό της άνθρωπο. Ένα πρόσωπο που είναι ίδιο, ολόιδιο με της γιαγιάς Κυριακής.

ΧΡΥΣΥ ΚΕΤΣΕΜΕΝΙΔΟΥΗ Χρυσή επιβίωσε με ένα όραμα. Να βρει κάποτε κάποιον δικό της άνθρωπο, την ρίζα της. Διότι βασικό συστατικό του ποντιακού πολιτισμού είναι η οικογένεια, και πάνω σ’ αυτήν «ριζώνει» το καρποφόρο «δέντρο» της ποντιακής κοινωνίας.

Και όταν είχε το σημάδι, ότι κάτι υπάρχει, δεν δίστασε, μια γυναίκα που πέρασε όλη της την ζωή σ’ ένα χωριό του Πουλαντζάκ και το μεγαλύτερο ταξίδι, που είχε κάνει, ήταν μέχρι την διπλανή Κερασούντα, τόλμησε να πάρει το δρόμο, μόνη, χωρίς τίποτα σίγουρο, να κάνει σχεδόν δύο χιλιάδες χιλιόμετρα, αλλάζοντας μεταφορικά μέσα, για να κάνει την ελπίδα πραγματικότητα. ΡΙΖΑΜ!

Δεν εμπόδισε την επικοινωνία το ότι δεν μιλούσαμε την ίδια γλώσσα. Μιλούσαν τα μάτια τα χέρια οι αγκαλιές και η αύρα που ταίριαζε.

Μαζεύτηκαν συγγενείς, φίλοι, συγχωριανοί και πάνω από ένα μήνα οι δύο αδερφές ανιστόρησαν όσα πρόλαβαν για τα χαμένα χρόνια. Επικεντρώθηκαν στα όμορα και άφησαν τα άγρια να συντηρούν στην ψυχή το πείσμα γιά επιβίωση.

Αμέτρητα τα θύματα της γενοκτονίας και αυτά που χάθηκαν και αυτά που έζησαν και έδωσαν δύσκολο και άνισο αγώνα. Ένα από αυτά και η Χρυσή.

Είθε ποτέ ξανά κανείς να μην πει την λέξη ΕΧΑΘΑΝ για ανθρώπους.

 

Περισσότερα
Δείτε ακόμα