Αυτό, που χρειάζεται η χώρα στην παρούσα συγκυρία, είναι ένας υγιής δημόσιος διάλογος, και όχι οι εκλογές
Το πολιτικό «σκηνικό» των τελευταίων εβδομάδων φαίνεται «ναρκοθετημένο». Η αύξηση των τιμών σε όλα σχεδόν τα αγαθά, λόγω της ενεργειακής κρίσεως που επέφερε εκθετική αύξηση των τιμών ενέργειας, σε συνδυασμό με την άνοδο του πληθωρισμού και την αβεβαιότητα που επικρατεί γύρω από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, «πυροδότησαν» τα σενάρια περί προώρων εκλογών. Αναφορικά, λοιπόν, με την όλη εκλογολογία των ημερών, αξίζει να σταθούμε σε μερικά σημεία.
Το πρώτο σημείο, στο οποίο αξίζει να σταθούμε, είναι το γεγονός, ότι οι πρόωρες εκλογές στην Ελλάδα των τελευταίων πενήντα ετών αποτελούν μάλλον τον κανόνα, και όχι την εξαίρεση. Αυτό αποτελεί, πράγματι, ένα αντικειμενικό γεγονός, αφού οι περισσότερες κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης έχουν προτιμήσει τον «δρόμο» των πρόωρων εκλογών, παρά την ολοκλήρωση της τετραετούς θητείας τους, και αυτό ισχύει τόσο γιά τις αυτοδύναμες κυβερνήσεις, όσο και γιά τις κυβερνήσεις συνεργασίας.
Συνεπώς, το γεγονός ότι γίνεται συζήτηση γιά πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, τόσο στους δημοσιογραφικούς όσο και στους κυβερνητικούς κύκλους, δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει.
Οι μονοκομματικές κυβερνήσεις αναγκάζονται, συνήθως, να ακολουθήσουν αυτή την τακτική, είτε λόγω της πιέσεως που ασκείται από διάφορα κοινωνικά στρώματα, οργανωμένα συνήθως σε ομάδες πίεσης ή συμφερόντων όπως αλλιώς ονομάζονται, είτε επειδή αυτό είναι δημοσκοπικώς ωφέλιμο.
Από την «αντίπερα όχθη» οι κυβερνήσεις συνεργασίας συνήθως προσφεύγουν προώρως στην κάλπη, λόγω αδυναμίας συνεννοήσεως των κυβερνητικών εταίρων γιά σημαντικά ζητήματα, που αναγκάζουν εν εξ αυτών στην αποχώρηση από το κυβερνητικό σχήμα, κάτι που συνήθως, και όχι απαραιτήτως, οδηγεί σε προσφυγή στην λαϊκή ετυμηγορία, λόγω αδυναμίας σχηματισμού νέας κυβέρνησης της απολύτου εμπιστοσύνης της Βουλής.
Ωστόσο, εκείνο, που θα πρέπει να απασχολεί τον κάθε πολίτη, είναι το αν οι πρόωρες εκλογές ωφελούν ή όχι την χώρα. Πρόκειται ουσιαστικώς γιά μία στάθμιση των θετικών και των αρνητικών, που θα πρέπει να κάνει ο καθένας από εμάς, πριν εκφέρει γνώμη γιά το όλο ζήτημα. Ξεκινώντας από τα αρνητικά, η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες δεν θα δώσει την ευκαιρία στην κυβερνητική παράταξη, να ολοκληρώσει το έργο της και να κάνει τον απολογισμό των πεπραγμένων της, προτού απευθυνθεί και πάλι στο εκλογικό σώμα και ζητήσει την ψήφο του.
Πέρα, όμως, από αυτό, το σημαντικότερο είναι, ότι θα προκαλέσει πολιτική αστάθεια, σε μία περίοδο που οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι ιδιαιτέρως τεταμένες, και είναι σίγουρο ότι ένα τέτοιο γεγονός δεν θα μείνει ανεκμετάλλευτο από την τουρκική πλευρά, που φημίζεται για τον καιροσκοπισμό της.
Άλλωστε, δεν θα πρέπει να λησμονείται το ότι οι ερχόμενες εκλογές θα διεξαχθούν με απλή αναλογική, πράγμα που σημαίνει, ότι, γιά να προκύψει από αυτές αυτοδύναμη κυβέρνηση, θα πρέπει το πρώτο κόμμα να εξασφαλίσει το 50 + 1 % των ψηφισάντων, γεγονός ακατόρθωτο.
Οπότε αν δεν προκύψει ούτε κυβέρνηση συνεργασίας δύο ή και περισσοτέρων κομμάτων, ικανή να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη της λαϊκής αντιπροσωπείας, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα αναγκασθεί να διαλύσει την Βουλή και να προκηρυχθούν νέες εκλογές, τις οποίες και θα διεξαγάγει υπηρεσιακή κυβέρνηση, όπως προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 37 §4.
Τα θετικά που θα αποκομίσει η χώρα από την όλη διαδικασία, είναι, ότι δεν θα παραταθεί υπερβολικά η εκλογική περίοδος έως την λήξη της τετραετίας, δεδομένου του κλίματος που επικρατεί αυτήν την στιγμή στην κοινωνία, ενώ παράλληλα μία υπερβολικά μεγάλη προεκλογική περίοδος, θα αποθαρρύνει τους ξένους κεφαλαιούχους από το να επενδύσουν τα χρήματά τους στην Ελλάδα.
Ταυτοχρόνως, θα δοθεί η ευκαιρία στον ελληνικό λαό να επιλέξει αυτόν, που θα διαχειριστεί τα προβλήματα, τα οποία τον ταλανίζουν, χορηγώντας στην νέα, υπό σχηματισμό, κυβέρνηση, νωπή λαϊκή εντολή.
Κλείνοντας, λοιπόν την περί προώρων εκλογών συζήτηση, θα πρέπει να αναλογισθεί κανείς, αν την δεδομένη χρονική στιγμή η εκλογολογία είναι, πράγματι, το πιό σημαντικό θέμα , γιά το οποίο αξίζει να γίνεται διάλογος, και δη δημόσιος.
Με έναν πόλεμο εντός της ευρωπαϊκής ηπείρου, ο οποίος μαίνεται και μπορεί να προσλάβει απρόβλεπτες διαστάσεις, με την ενεργειακή κρίση να ταλανίζει αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, με έναν καλπάζοντα πληθωρισμό, με μια επισιτιστική κρίση «ante portas» και με μία ιδιαιτέρως επιθετική και οξύθυμη όμορη χώρα, ίσως ο χρόνος διεξαγωγής των εκλογών να μην είναι το σημαντικότερο πράγμα, που θα έπρεπε να απασχολεί την κοινωνία.
Αντιθέτως, ο δημόσιος διάλογος γιά τον τρόπο αντιμετώπισης όλων αυτών των προβλημάτων, σε συνδυασμό με μία γόνιμη αντιπολίτευση που θα κάνει σοβαρές αντιπροτάσεις για τον χειρισμό και την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων, χωρίς τοξικό κλίμα και λαϊκιστικές «κορώνες», είναι αυτό που πραγματικά χρειάζεται η χώρα.
Άλλωστε διανύουμε, πλέον, τον τελευταίο χρόνο της κυβερνητικής θητείας, οπότε η λαϊκή ετυμηγορία για την πολιτική και τον τρόπο πολίτευσης των πολιτικών αρχηγών, δεν θα αργήσει να έρθει.