Η ιδιαίτερη «παράγραφος» στο κεφάλαιο της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης
Η 26η Οκτωβρίου έχει διπλή σημασία για την Θεσσαλονίκη, καθώς πρόκειται τόσο για τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου Αγίου της, όσο και για την ημερομηνία απελευθέρωσής της κατά τη «Μεγάλη Εξόρμηση» του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου.
Η απελευθέρωση της πόλης, μετά από αιώνες Τουρκοκρατίας, αποτελεί για πολλούς το αποκορύφωμα των Βαλκανικών Πολέμων Η «νύμφη του Θερμαϊκού» διεκδικήθηκε τόσο από τον ελληνικό όσο και τον βουλγαρικό (που επεδίωκε την υλοποίηση της «Μεγάλης Βουλγαρίας» της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου του 1878.
Η πορεία προς τη Θεσσαλονίκη.
Με τον ελληνικό στρατό και το πολεμικό ναυτικό αναδιοργανωμένα και έτοιμα για να ξεπλύνουν την αποτυχία του ατυχούς πολέμου το1897 – και έχοντας στο μεσοδιάστημα λάβει χώρα η αντιπαράθεση με τους Βούλγαρους κομιτατζήδες κατά τον Μακεδονικό Αγώνα- η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο στις 5 Οκτωβρίου του 1912, στο πλευρό των βαλκανικών συμμάχων, πρώτο εκ των οποίων είχε κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το Μαυροβούνιο, στις 23 Σεπτεμβρίου. Με τον βουλγαρικό στρατό να επιχειρεί προς την ανατολική Θράκη και τον σερβικό προς Σκόπια και Μοναστήρι, το ελληνικό σχέδιο περιελάμβανε προέλαση προς Μακεδονία με στόχο τη Θεσσαλονίκη και Ήπειρο με στόχο τα Γιάννενα.
Η κρίσιμη μάχη για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης δόθηκε στα Γιαννιτσά, στις 19 και 20 Οκτωβρίου. Η τοποθεσία είχε επιλεγεί από τους Τούρκους αξιωματικούς ως τοποθεσία που ευνοούσε την διεξαγωγή αμυντικής μάχης, καθώς είχε στα νώτα τον Αξιό και στα πλευρά το Πάικο και τη λίμνη των Γιαννιτσών. Την θέση υπερασπιζόταν η 14η Μεραρχία Σερρών, συν δυνάμεις που είχαν υποχωρήσει από το Σαραντάπορο.
Στην ελληνική πλευρά τα πράγματα ήταν ιδιαιτέρως πιεστικά, καθώς είχε γίνει γνωστό οτι ο βουλγαρικός στρατός κατευθυνόταν επίσης προς την Θεσσαλονίκη. Ως εκ τούτου, αν και το επιτελείο δεν είχε επαρκείς πληροφορίες για τη σύνθεση και το μέγεθος της τουρκικής δύναμης, αποφασίστηκε η άμεση επίθεση, με έξι μεραρχίες συν την ταξιαρχία ιππικού και το απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου. Η επίθεση άρχισε στις 19 του μήνα, με τις 1η, 2η, 3η, 4η και 6η μεραρχίες στον άξονα βορείως της λίμνης και την 7η μεραρχία, την ταξιαρχία ιππικού και το απόσπασμα ευζώνων Κωνσταντινοπούλου, στον άξονα νότια της λίμνης. Το μεσημέρι η 6η Μεραρχία είχε φτάσει στις Αμπελιές, η 4η στον Μυλότοπο, η 1η και η 2η στην Καρυώτισσα και η 3η στο Μελίσσι.
Ακολούθησε γενική επίθεση κατά των τουρκικών θέσεων, με αποτέλεσμα τη διάσπαση των εχθρικών γραμμών. Οι ελληνικές δυνάμεις έφτασαν έξω από τα Γιαννιτσά, διακόπτοντας τις επιχειρήσεις για τη νύχτα και συνεχίζοντας το πρωί της 20ής. Η τουρκική δύναμη άρχισε να συμπτύσσεται, ωστόσο οι ελληνικές δυνάμεις δεν πρόλαβαν να περάσουν εγκαίρως τον Λουδία, με αποτέλεσμα το ασφαλές πέρασμα του Αξιού από τα υποχωρούντα οθωμανικά στρατεύματα.
Η παράδοση της Θεσσαλονίκης
Ο ελληνικός στρατός ήταν πλέον κοντά στη Θεσσαλονίκη και η διαπραγμάτευση για την παράδοσή της άρχιζε. Στις 25 Οκτωβρίου, οι Ευρωπαίοι πρόξενοι της Θεσσαλονίκης και ο Τούρκος στρατηγός Σαδήκ αφίχθηκαν στο «Τόψιν» το σημερινό χωριό Γέφυρα Θεσσαλονίκης με αντιπροσωπεία αξιωματικών των Τούρκων, στην έπαυλη Μουδιάνου όπου είχε εγκατασταθεί ο διάδοχος Κωνσταντίνος με το Επιτελείο του (σήμερα στεγάζεται το Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων), προτείνοντας την παράδοση υπό όρους – και συγκεκριμένα την απόσυρση του τουρκικού στρατού, με όλο τον οπλισμό του, στο Καραμπουρνού. Η πρόταση απορρίφθηκε από τον Κωνσταντίνο, που αντιπρότεινε την παράδοση του αφοπλισμένου τουρκικού στρατού, με τους αξιωματικούς να διατηρούν τα ξίφη τους. Για να λάβει απάντηση έδωσε προθεσμία δέκα ωρών.
Σημειώνεται οτι η εν λόγω εξέλιξη των γεγονότων είχε τρομοκρατήσει τον Βενιζέλο, ο οποίος περίμενε κατάληψη της πόλης το απόγευμα της 25ης – αλλά πληροφορήθηκε τα περί διαπραγματεύσεων και προθεσμιών. Φοβούμενος κατάρρευση της πολιτικής του και σύνορα στον Αξιό, απέστειλε νέα τηλεγραφική διαταγή προς τον Κωνσταντίνο:
«Αρχηγόν Στρατού: Παραγγέλεσθε να αποδεχθήτε την προσφερομένην υμίν παράδοσιν της Θεσσαλονίκης και να εισέλθετε εις ταύτην άνευ χρονοτριβής. Καθιστώ υμάς υπεύθυνον δια πάσαν αναβολήν, έστω και στιγμής»
Ωστόσο, η άποψη του Κωνσταντίνου ήταν διαφορετική, καθώς έδινε προτεραιότητα στην εξουδετέρωση της μαχητικής ικανότητας της τουρκικής δύναμης που είχε απέναντί του:
«Εγώ οφείλω προ παντός άλλου να καταστήσω ακίνδυνον τον απέναντί μου τουρκικόν στρατόν» ήταν η δήλωσή του στους προξένους.
Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση του Ταξίν Πασά δεν άργησε να έρθει, καθώς σύντομα κατέφθασε έγγραφο στο οποίο αναφερόταν ότι οι όροι του Κωνσταντίνου είχαν γίνει αποδεκτοί, με τον Διάδοχο να αποστέλλει τους αξιωματικούς του επιτελείου του, Βίκτορα Δούσμανη και Ιωάννη Μεταξά στην πόλη για την υπογραφή των σχετικών πρωτοκόλλων, που περιελάμβαναν την παράδοση της πόλης και του τουρκικού στρατού- δύναμης 26.000 ανδρών, με 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα και 1.200 ζώα.
Ο Κενάν Μεσαρέ ήταν ο γιος του Πασά και ως υπασπιστής του έγραψε στα γαλλικά από κοινού με τον Ι. Μεταξά και τον Β. Δούσμανη, τους δέκα όρους για την παράδοση της Θεσσαλονίκης. Ο αξιωματικός του τουρκικού στρατού και οι δύο Έλληνες επιτελικοί έβαλαν στο πρωτόκολλο της παράδοσης τις υπογραφές τους.
Η μαρτυρία του εγγονού του Ταξίν Πασά
Ο υιός του Κενάν Μεσαρέ και εγγονός του Ταξίν Πασά Ίνης Μεσαρέ, ζη σήμερα στα Εξάρχεια. Είναι φυσικά Έλληνας υπήκοος και έγινε Χριστιανός για να νυμφευθεί την αγαπημένη του, καθώς τα χρόνια του νεανικού τους έρωτα, δεν υπήρχε πολιτικός γάμος.
Σε συνέντευξή που παραχώρησε στη «Μηχανή του Χρόνου», μεταφέρει τη μαρτυρία του πατέρα του για ένα γεγονός που θα άλλαζε για πάντα τη μοίρα της Θεσσαλονίκης.
«(…) Λίγες ώρες μετά την είσοδο του ελληνικού στρατού στην πόλη ο Βούλγαρος πρεσβευτής Σταντ Σιεφ συνάντησε τον Χασάν Ταξίν, που τον συνόδευε ο γιος του, και ζήτησε ευθαρσώς να υπογραφεί πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης και με τον βουλγαρικό στρατό. Οι Βούλγαροι απαίτησαν την Θεσσαλονίκη από τον τελευταίο Οθωμανό Πασά, αλλά αυτός τους απάντησε «νικήθηκα από Έλληνες και σε εκείνους παραδίδω την πόλη». «Ο πατέρας μου το θεώρησε μέγιστο θράσος, ο παππούς παρέμεινε πιστός στη στρατιωτική του τιμή και αρνήθηκε», μας λέει ο κύριος Μεσαρέ.
Όμως οι Βούλγαροι δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη. Ο πρεσβευτής παρουσίασε στον Κενάν Μεσαρέ το έσχατο μέσο πειθούς που διέθεταν: Μιαν επιταγή αγγλικής τράπεζας, όπου αναγραφόταν ένα τεράστιο ποσό. Ο Χασάν Ταξίν απάντησε ως στρατιωτικός: «Εμείς πολεμήσαμε με τους Έλληνες επί είκοσι μέρες. Βούλγαρους στρατιώτες δεν συνάντησα πουθενά. Νικήθηκα από Έλληνες και σε εκείνους παραδίδω την πόλη. Πώς τολμάτε να μου ζητείτε να υπογράψω πρωτόκολλο και με εσάς». Οι Βούλγαροι δεν συγχώρησαν ποτέ τη στάση του. Αργότερα, όταν είχαν την ευκαιρία, λεηλάτησαν το σπίτι του και τρομοκράτησαν την οικογένειά του (…)
Τελικώς το πρωί της 27ης εισήλθε στην πόλη ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Παναγιώτης Δαγκλής και εγκαταστάθηκε στο Διοικητήριο, ενώ ο Ίων Δραγούμης με τον Μακεδονομάχο λοχαγό Αθανάσιο Εξαδάκτυλο ύψωσαν την ελληνική σημαία στον εξώστη του ελληνικού προξενείου. Το όραμα του Παύλου Μελά του πρώτου Αρχηγού και Πρωτομάρτυρα του Μακεδονικού Αγώνα, να δει την Ελληνική σημαία να κυματίζει στον Λευκό Πύργο της Θεσσαλονίκης έγινε πραγματικότητα.
Παραλλήλως, ελληνικές μονάδες εισέρχονταν στην πόλη και λάμβαναν θέσεις γύρω της. Στις 28 του μήνα μπήκε στην πόλη ο διάδοχος με τους επιτελείς του, και στις 29 κατέφθασε και ο βασιλιάς Γεώργιος.
Η Θεσσαλονίκη ήταν πλέον ελεύθερη και ελληνική πάλι. Έτσι «άνοιξε» ο δρόμος για την απελευθέρωση και των υπόλοιπων ελληνικών περιοχών, Ηπείρου, Μακεδονίας και Θράκης, οι οποίες περιήλθαν, μετά από σκληρούς αγώνες και θυσίες, στους κόλπους της Μητέρας Ελλάδος.