Η πιό μεγάλη πρόκληση στην έως τώρα πολιτική διαδρομή του Γ. Γεωργαντά


Γράφει ο Βαγγέλλης Αποστολίδης
Γιά τo πόσο μεγάλη πρόκληση είναι γιά τον μέχρι προ τινος υφυπουργό ψηφιακής διακυβέρνησης και βουλευτή Κιλκίς Γεώργιο Γεωργαντά η πρόσφατη ανάληψη της ηγεσίας του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, αρκεί μία ματιά και μόνο στο πόσο μακροσκελής είναι ο κατάλογος ονομάτων των προκατόχων του σ’ αυτό από το 2004 και εντεύθεν, χρονιά που λαμβάνει την σύγχρονη μορφή του διαδεχόμενο το παραδοσιακό για πολλές δεκαετίες υπουργείο Γεωργίας, έως τις ημέρες μας.
Μία ματιά από την οποία ευκόλως διαπιστώνει κανείς, ότι, μέσα σε διάστημα μόλις δεκαοκτώ ετών, από την επίμαχη “καρέκλα” έχουν περάσει συνολικώς δεκατρείς, παρακαλώ, υπουργοί.
Με τον Κιλκισιώτη πολιτικό να καλείται να αποδείξει, ότι ο γεμάτος από δεισιδαιμονίες αυτός αριθμός, δεν είναι παρά μία σύμπτωση και τίποτε άλλο, επιχειρώντας παράλληλα να ανατρέψει τα δεδομένα στον μέσο όρο πολιτικής βιωσιμότητας στα εν λόγω καθήκοντα, ο οποίος μετά βίας ξεπερνά το ένα έτος κατά τρείς μήνες ανά θητεία.
Τι είναι όμως αυτό που καθιστά την εν λόγω υπουργική “καρέκλα”, πραγματικά ηλεκτρική;
Από την ώρα, που η χώρα μας μετέχει στα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), ως γνωστόν, ακολουθεί τα βήματα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), θα ανέμενε κανείς να υπήρχε μία απλούστευση των καταστάσεων, που αφορούν τις αγροτοκτηνοτροφικές ασχολίες και τα εξ αυτών παραγόμενα προϊόντα εξ αυτών.
Κάτι το οποίο, βεβαίως, σε έναν βαθμό ισχύει, καθώς οι βασικοί κανόνες του “παιχνιδιού” είναι ίδιοι γιά όλους, όμως ταυτοχρόνως υπάρχουν και οι εθνικές στρατηγικές και παράμετροι, όπου εδώ τα πράγματα ακολουθούν την ελληνική διάρθρωση και πραγματικότητα και ως εκ τούτου δυσκολεύουν σε πλείστες των περιπτώσεων, αρχής γενομένης της πολιτικής.
Μπορεί οι Έλληνες παραγωγοί να ξορκίζουν στις κατά καιρούς διεκδικήσεις και κινητοποιήσεις τους τις πολιτικές σκοπιμότητες, όμως η πραγματικότητα έχει αποδείξει το εντελώς αντίθετο, οπότε εκ προοιμίου η αποστολή ενός υπουργού αγροτικής ανάπτυξης είναι εξαιρετικώς ευαίσθητη, διότι η “Πηνελόπη” (κυβέρνηση) μία αλλά οι “μνηστήρες” (αντιπολίτευση) πολλοί.
Αν, μάλιστα, σε αυτό συμπεριληφθεί και το γεγονός της εκ των έσω γκρίνιας για τις κατά καιρούς κυβερνητικές παρατάξεις, θα αντιληφθείτε τις περαιτέρω δυσκολίες της εκάστοτε υπουργικής πορείας και των κινδύνων, που ελλοχεύουν γιά μακροημέρευση, την οποία ελάχιστοι εξ αυτών έχουν “απολαύσει”.
Βεβαίως, πέρα από τα πολιτικά ζητήματα την υπόθεση της μακροημέρευσης στο επίμαχο υπουργείο “ναρκοθετούν” και μία σειρά από παράμετροι που έχουν να κάνουν με τις ιδιαιτερότητες της Πατρίδας μας, οι οποίες σχετίζονται με το ιδιόμορφο και πολύπλοκο γεωγραφικό της ανάγλυφο, δεν είμαστε σαν την επίπεδη Ολλανδία ( η πρώτη χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο στον πίνακα οικονομικών απολαβών ανά καλλιεργούμενο στρέμμα 1700 ευρώ), τις γραφειοκρατικές δυσχέρειες και με το έλλειμμα σε θέματα υποδομής, όπως, γιά παράδειγμα, η έλλειψη ολοκληρωμένου κτηματολογίου.
Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός, ότι η διάρθρωση και λειτουργία του συγκεκριμένου υπουργείου είναι τεράστια και η διαχείριση του προσωπικού του είναι εκ τω πραγμάτων μία εξαιρετικά σύνθετη υπόθεση.
Όμως, μία από τις σπουδαιότερες παράμετρους που το καθιστά τόσο “επικίνδυνο” γιά την πολιτική πορεία και εξέλιξη όσων περνούν από την ηγεσία του, είναι ότι απευθύνεται σε ένα πολύ μεγάλο εύρος πολιτών αμέσως ή εμμέσως και το οποίο έχει διαμορφώσει μία νοοτροπία στην αντιμετώπιση των αγροτικών και κτηνοτροφικών θεμάτων η οποία δεν συνάδουν με τις επιταγές της σύγχρονης οικονομίας (έξυπνη και με επιχειρηματική στρατηγική γεωργία, ουσιαστική και αποδοτική συνεταιριστική συνείδηση και πρακτική) και βασίζονται περισσότερο στην παρωχημένη έννοια της αυξημένης κρατικής παρέμβασης και ενίσχυσης.
Είναι πολύ χαρακτηριστική η φράση του γενικού διευθυντή της Λιανικής Τραπεζικής της “Eurobank” Ιάκωβου Γιαννακλή στο πρόσφατο τρίτο συνέδριο αγροτικής επιχειρηματικότητας, που διοργάνωσε ο “Economist”, όπου, επιθυμώντας να σκιαγραφήσει την κατάσταση στην χώρα μας, ανέφερε χαρακτηριστικώς:
“Η Ολλανδία ακολουθεί πολιτική αγοράς, το Ισραήλ (δεύτερη χώρα στην κατάταξη οικονομικών επιδόσεων ανά στρέμμα) πολιτική καινοτομίας και η Ελλάδα πολιτικές σκοπιμότητες”, κάτι που πέραν των άλλων συνδέεται και με την αρχική μας αναφορά.
Βεβαίως, εκτός των ανωτέρω βασικών παραμέτρων, οι οποίες δυσχεραίνουν την πολυετή και “επιτυχημένη” παραμονή στην θέση ευθύνης του υπουργού, υπάρχουν και διάφοροι άλλοι αστάθμητοι παράγοντες, οι οποίοι μπορεί να οδηγήσουν σε άλλη «ρότα» τα πράγματα, όπως, γιά παράδειγμα με έναν εκ των προκατόχων του κ. Γεωργαντά, τον συντοπίτη Σάββα Τσιτουρίδη, του οποίου η παραίτηση από την εν λόγω θέση τον Σεπτέμβριο του 2004, λίγους μήνες μετά την ορκωμοσία του τον Μάρτιο του ιδίου έτους, δεν συνδεόταν με την άσκηση των καθηκόντων του, αλλά είχε διαφορετικό χαρακτήρα.
Αναμφισβητήτως, τα προαναφερθέντα αφορούν σε εξωγενείς παραμέτρους, οι οποίες δεν συνδέονται και με τα ίδια τα πολιτικά πρόσωπα και τις ικανότητες, που αυτά διαθέτουν, ώστε να διαχειρισθούν τις σύνθετες καταστάσεις, που καλούνται να διαχειρισθούν στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων τους, και σίγουρα το αν αυτές επαρκούν ή όχι έρχεται να το κρίνει ο χρόνος και οι πολίτες, και έτσι θα συμβεί και με τον κ.Γεωργαντά.
Ο οποίος, πέραν των άλλων, έρχεται αντιμέτωπος με μία ευθύνη εν μέσω της κυβερνητικής θητείας, χωρίς ουσιαστική προετοιμασία και κομματική προϋπηρεσία στον εν λόγω τομέα, έχοντας ως “προίκα” μία γνώση αγροτικών-κτηνοτροφικών ζητημάτων λόγω εκλογικής περιφερείας και μία επιτυχημένη έως τώρα κυβερνητική πορεία ως υφυπουργός, η οποία, όμως, από την άλλη έχει μπροστά της μία αναμφισβήτητα δύσκολη συγκυρία, που ακούει στο όνομα “αγροτικές κινητοποιήσεις”.
Κάτι που σημαίνει, ότι πολύ σύντομα θα έχουμε και το πρώτο δείγμα γραφής για το πόσο Κιλκισιώτης πολιτικός δύναται να διαχειρισθεί αποτελεσματικώς δύσκολες και σύνθετες καταστάσεις, ανταποκρινόμενος σε αυτό που και εμείς έχουμε εκτιμήσει, ότι αποτελεί την μεγαλύτερη έως τώρα πρόκληση στην πολιτική του πορεία, από τότε που εξελέγη νομαρχιακός σύμβουλος έως …σήμερα, αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα του υπουργού αγροτικής ανάπτυξης και τροφίμων.