Η εκτέλεση των 52 πατριωτών στην Γουμένισσα από τους Γερμανούς εισβολείς στις 25 Μαϊου 1944


Γράφει ο Γεώργιος Τοσιλιάνης*
Το πρωινό της Κυριακής 6 Απριλίου 1941 οι γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ελλάδα. Δύο ημέρες αργότερα, την Τρίτη 8 Απριλίου, οι Γερμανοί μπαίνουν στην Γουμένισσα. Την Κυριακή 27 Απριλίου καταλαμβάνουν την Αθήνα και το Σάββατο 31 Μαΐου τελειώνει η μάχη της Κρήτης και ολοκληρώνεται η κατάκτηση της Πατρίδας μας. Ακολούθησαν τριάμισυ δύσκολα χρόνια γερμανικής Κατοχής για τον τόπο μας, έως τον Οκτώβριο του 1944.
Κατά την διάρκεια των χρόνων αυτών, ο λαός μας δοκίμασε πολλές δυσκολίες, βίωσε πρωτόγνωρες τραυματικές εμπειρίες και συναισθήματα φόβου και θανάτου, φυλακίσεις, βασανιστήρια, εκτελέσεις. Ένιωσε την έλλειψη – στέρηση βασικών ειδών διατροφής κατά τον δύσκολο Χειμώνα του 1941-42, καθώς οι Γερμανοί κατάσχεσαν όλη την αγροτική παραγωγή για τον ανεφοδιασμό του στρατού τους. Παράλληλα, βίωσε και αναπτερωμένα αισθήματα πατριωτισμού, αντίστασης και εθνικής ανάτασης.
Κατά το 1943, η “πλάστιγγα” φαίνεται ότι αρχίζει δειλά – δειλά να “γέρνει” εις βάρος του πανίσχυρου γερμανικού στρατού. Καθώς οι Γερμανοί αντιμετωπίζουν πίεση στον πόλεμο με την Σοβιετική Ένωση, μετά την ήττα στο Στάλινγκραντ και την παράδοση των υπολειμμάτων της Έκτης Στρατιάς τους (2 Φεβρουαρίου 1943) στον Κόκκινο Στρατό . Παράλληλα γεύονται την ήττα και στην Βόρειο Αφρική (13 Μαΐου 1943) από τις συμμαχικές δυνάμεις, ενώ αμερικανικά και βρετανικά στρατεύματα αποβιβάζονται στην Σικελία (10 Ιουλίου 1943).
Έτσι, αναγκάζονται να αναδιατάξουν τις δυνάμεις τους, μεταφέροντας μάχιμες μονάδες και έμπειρους αξιωματικούς από τις ήδη κατακτημένες χώρες στο κρίσιμο γι΄ αυτούς Ρωσικό Μέτωπο. Όμως, «το ανθρώπινο υλικό, που φτάνει από την Γερμανία και τις κατεχόμενες χώρες, μονάχα σε πολύ μικρό βαθμό μπορεί να καλύψει το κενό των στρατευμάτων, που θυσιάστηκαν».
Παράλληλα, στην Πατρίδα μας, τα συνεχή χτυπήματα εναντίον τους από τις δυνάμεις της Εθνικής Αντίστασης , της σημαντικότερης αντιστασιακής δύναμης στην κατακτημένη ευρωπαϊκή ήπειρο, που έχουν ως ορμητήριό τους την ορεινή χώρα, τους αναγκάζουν να συμπτύξουν τις διεσπαρμένες σε πολλά μέρη δυνάμεις τους σε κεντρικότερα σημεία, σε πόλεις, αλλά και σε σημεία – κόμβους και ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας γι΄ αυτούς.
Έτσι και στην περιοχή μας, κατά τα τέλη του 1943, το γερμανικό φρουραρχείο μετασταθμεύει από την Γουμένισσα στην Αξιούπολη, και οι στρατιωτικές τους δυνάμεις αποσύρονται σταδιακά και αθόρυβα και στρατωνίζονται πλέον στην Αξιούπολη και σε άλλα κεντρικότερα σημεία, γιά να κρατούν υπό τον έλεγχό τους την σιδηροδρομική και οδική αρτηρία Θεσσαλονίκης – Γευγελής , ιδίως την σιδηροδρομική γέφυρα του Αξιού στην Αξιούπολη, αλλά και άλλα σημεία – “κλειδιά”, ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας.
ΑΙΤΙΑ-ΑΦΟΡΜΗ ΕΝΕΔΡΑΣ ΣΤΙΣ 18 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1944
Στην Γουμένισσα πλέον δεν διανυκτερεύουν γερμανικές δυνάμεις, αλλά έρχονται με στρατιωτικά οχήματα αξιωματικοί και λίγοι Γερμανοί στρατιώτες, κυρίως κατά το παζάρι του Σαββάτου γιά ανεφοδιασμό, αλλά και όποτε αυτοί έκριναν σκόπιμο, να υπενθυμίζουν και να τονίζουν την στρατιωτική τους παρουσία στην περιοχή και να κρατούν το φρόνημα του λαού μας υποταγμένο.
Αλλά και οι αντιστασιακές οργανώσεις δραστηριοποιούνται, τοποθετώντας παρατηρητές – σκοπούς σε υψώματα δίπλα στις επαρχιακές οδούς, που οδηγούν από την Θεσσαλονίκη και τα Γιαννιτσά στον τόπο μας, γιά να ειδοποιούνται οι κάτοικοι, όταν πλησίαζαν γερμανικές δυνάμεις.
Κατά τις επισκέψεις τους αυτές, τόσο οι Γερμανοί όσο και οι ντόπιοι δωσίλογοι συνεργάτες τους, με το δίκαιο και τον αέρα του κατακτητή, τρομοκρατούσαν, κακομεταχειρίζονταν και καταλήστευαν, κατά το δοκούν, κατοίκους, τόσο στην Γουμένισσα όσο και στα γύρω χωριά, προβαίνοντες και σε ανακρίσεις, συλλήψεις, βασανισμούς και φυλακίσεις όποιων θεωρούσαν ύποπτους για αντιστασιακή δράση, καθώς «όλη η λειτουργία, η διαχείριση της Νέας Ευρώπης του Άξονα στηριζόταν στην καλλιέργεια του τρόμου».

ΟΙ ΝΑΖΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
Σε μιάν από τις επισκέψεις τους στην Γουμένισσα, οι Γερμανοί, αφού γλεντοκόπησαν στην κεντρική πλατεία τρώγοντας και πίνοντας, αποφάσισαν στην συνέχεια να εκτονώσουν τα σαρκικά τους ένστικτα, βιάζοντας κάποιες κοπέλλες στην γειτονιά των μουσικών. Το γεγονός αυτό έγινε σύντομα γνωστό, με συνέπεια να ξεχειλίσει το ποτήρι της υπομονής και της οργής του λαού μας. Απειλούνταν πλέον η οικογενειακή τιμή του καθενός από τον βάρβαρο κατακτητή, και έπρεπε να υπάρξει δραστική απάντηση, γιά να αποσοβηθούν παρόμοια γεγονότα.
Ενημερώθηκε η ηγεσία του 30ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, κύριας αντιστασιακής δύναμης στον τόπο μας την εποχή εκείνη, που έδρευε στο όρος Πάικον. Αποφασίστηκε στρατιωτική επιχείρηση εναντίον των κατοχικών δυνάμεων, να δοθεί ένα κτύπημα στον κατακτητή, γιά να αποφευχθούν παρόμοια γεγονότα, αλλά και για να τιμωρηθούν Έλληνες δωσίλογοι, συνεργάτες των Ναζί, που οπλισμένοι από τους Γερμανούς, τρομοκρατούσαν τους κατοίκους της Γουμένισσας και των κοντινών στην Γουμένισσα χωριών.
Η επιχείρηση αποφασίστηκε να διεξαχθεί το πρωί του Σαββάτου 18 Φεβρουαρίου, ημέρα που διεξαγόταν η λαϊκή αγορά (παζάρι) στην Γουμένισσα και συνήθως έδιναν το “παρών” τους και οι Γερμανοί με τους συνεργάτες τους.
Η ΕΝΕΔΡΑ ΣΤΙΣ 18 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1944
Λεπτομέρειες για την επιχείρηση – ενέδρα της 18ης Φεβρουαρίου 1944 στην Γουμένισσα πληροφορούμαστε, διαβάζοντας το βιβλίο αναμνήσεων του Θανάση Μητσόπουλου, μέλους της διοίκησης (πολιτικός αντιπρόσωπος του ΕΑΜ) του 30ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, με τίτλο «Το 30ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ».
Διαβάζουμε στην σελίδα 195 του βιβλίου αναμνήσεών του την αφήγηση του καπετάνιου του 30ου Συντάγματος Κατσώνη υπό την ευθύνη του οποίου διεξήχθη η επιχείρηση.: «Στις 17 Φλεβάρη το μεσημέρι φθάσαμε στην Καστανερή. Αφού ξεκουραστήκαμε λιγάκι συνεχίσαμε την πορεία μας για την Κάρπη. Εκεί το τμήμα μας έμεινε να ξεκουραστεί και να φάει. Εγώ ντύθηκα βλάχικα και μαζί με έναν Καρπιώτη σύνδεσμο κατεβήκαμε στους «μπαχτσέδες» της Γουμένισσας, όπου μας περίμενε άλλος ντόπιος σύνδεσμος. Με τον σύνδεσμο της Γουμένισσας ξεκινήσαμε αμέσως για αναγνώριση πρώτα στο δρόμο Γουμένιτσας – Αξιούπολης, όπου βρήκα ένα πολύ κατάλληλο μέρος για ενέδρα, όχι και πολύ μακριά απ΄ τη Γουμένιτσα, στην άκρη σχεδόν της πόλης, κοντά στο Μεταξουργείο, σε μια στροφή του δρόμου. Από κει φύγαμε μέσα από τα χωράφια και πήγαμε στην άλλη μεριά, στο δρόμο Γουμένιτσα – Γιαννιτσά … Αφού βρήκαμε και κει το κατάλληλο σημείο τραβήξαμε με τον σύνδεσμο για τη Γερακώνα για να πάρομε άλλο σύνδεσμο, που θα οδηγούσε το τμήμα στην ενέδρα και κατόπιν φύγαμε για τη Γουμένιτσα».

ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΩΝ 52 ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΤΟΥ ΜΟΡΦΗ – ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΠΟ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΑΣ ΣΤΙΣ 27 ΟKΤΩΒΡΙΟΥ 2003 ΜΕΤΑΤΗΝ ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ
Σύμφωνα με την αφήγηση, επιλέχθηκαν δύο σημεία για να στηθούν ενέδρες, ένα στην επαρχιακή οδό που οδηγεί στην Αξιούπολη, λίγο έξω από την Γουμένισσα, όπου σήμερα βρίσκεται το κτήμα Πέτσου, στα ανατολικά του όρια, όπου τελικά διεξήχθηκε και η συμπλοκή με τους Γερμανούς και ένα στην επαρχιακή οδό που οδηγεί προς την Φιλυριά, στον δεύτερο ποταμό, στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το μνημείο του Ιωάννη Πίτσουλα και των 52 εκτελεσθέντων.
Διαβάζουμε στην συνέχεια: «Στο μεταξύ η οργάνωση είχε κινητοποιηθεί για να ταχτοποιήσει το τμήμα, που με το σούρουπο θα κατέβαινε και θα έμπαινε στην πόλη να διανυκτερεύσει. Οι Γερμανοί που ήταν στην πόλη την ημέρα, όταν εγώ κατέβηκα, είχαν φύγει για την Αξιούπολη, όπου είχαν το Φρουραρχείο τους. Όταν έφθασε το τμήμα, αφού εξήγησα την αποστολή του, το χώρισα στα δύο. Δύο διμοιρίες, κάπου 40 άνδρες, με επικεφαλής το λοχαγό Βαλσαμίδη θα έπιαναν τη θέση κοντά στη Φιλυριά. … Εγώ δε με την άλλη διμοιρία, καμμιά 20αριά άνδρες, …. θα πιάναμε προτού ξημερώσει, την ενέδρα προς την Αξιούπολη. … Στείλαμε τα τμήματα να ξεκουραστούν σε δύο ακρινά σπίτια το καθένα κοντά στην ενέδρα του… Τα χαράματα πήγαμε και πιάσαμε την θέση που αναγνώρισα.
Τοποθέτησα το οπλοπολυβόλο «Λούις» σε μία θέση, απ΄ όπου μπορούσαμε να χτυπούμε φάτσα το δρόμο που έρχεται από την Αξιούπολη, ακριβώς στη στροφή στο πατάρι με τις μουριές, που ήταν ένα με ενάμιση μέτρο ψηλά από τον δημόσιο δρόμο…. Όλα, λοιπόν, απ΄την πλευρά μας είναι έτοιμα και δεν έχουμε παρά να περιμένουμε….
Κατά τις 10 η ώρα ο παρατηρητής μας ειδοποιεί ότι έρχονται αυτοκίνητα. Σε λιγάκι ακούγεται πραγματικά το μούγκρισμα ενός αυτοκινήτου. Όλοι περιμένουν με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Ήταν ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Μόλις μπήκε στην ενέδρα ο Ξανθόπουλος με το «Λούις» έβαλε μια ριπή στον σωφέρ, με αποτέλεσμα να σπάσουν τα τζάμια. Το αυτοκίνητο σταμάτησε και οι τρείς Γερμανοί που είδαν στο μεταξύ και τις υπόλοιπες κάννες στην μύτη τους βγήκαν από το αυτοκίνητο και σήκωσαν τα χέρια. Αμέσως πεταχτήκαμε στο δρόμο και τους αφοπλίσαμε. Βλέποντας ότι το αυτοκίνητο δεν είχε πάθει ζημιές, και επειδή έπρεπε να φύγει από τη θέση της ενέδρας, ρώτησα μήπως ξέρει κανείς να οδηγήσει. Στο τμήμα δεν ήταν κανείς σωφέρ. Πίσω από την ενέδρα μας όμως, σε μικρή απόσταση, ήταν κρυμμένοι μερικοί εφεδροελασίτες, που ανάμεσά τους ήταν και ένας σωφέρ. Τους ειδοποίησα να ΄ρθουν και να τραβήξουν κάπου το αυτοκίνητο, να αφαιρέσουν τα πιο χρήσιμα ανταλλακτικά του και να το καταστρέψουν. Βασικά με ενδιέφερε να απομακρυνθεί από τον τόπο της ενέδρας, γιατί δεν ήθελα να την μετακινήσω. Ο σωφέρ όμως με έναν ακόμη εφεδροελασίτη οδήγησαν το αυτοκίνητο στην Γουμένιτσα. Ο κόσμος, που ήταν μαζεμένος στο παζάρι, ακούγοντας τα πυρά και σε λίγο το αυτοκίνητο, νόμισαν ότι είναι Γερμανοί … και σκόρπισαν τρυπώνοντας στα γύρω σπίτια. Οι φωνές των εφεδροελασιτών τους σταμάτησαν κι ο φόβος τους μετατράπηκε σε χαρά και ενθουσιασμό.
Οι άνδρες της ενέδρας με μεγαλύτερο κουράγιο τώρα περίμεναν το καινούργιο κελεπούρι, που θα τους έστελνε η τύχη. Πράγματι, ύστερα από καμιά ώρα μπήκε ανυποψίαστη στη φάκα μια Γερμανική κούρσα. Τα πρώτα μας πυρά είχαν σκοπό να σταματήσουν την κούρσα και να αναγκάσουν τους επιβάτες να παραδοθούν. Η κούρσα σταμάτησε και από μέσα πετάχτηκαν με τα αυτόματα στα χέρια τέσσερις Γερμανοί και πιάσαν θέσεις στο δημόσιο δρόμο. Όμως, όπως ήταν κάτω από τις κάνες των ανταρτών, με τις πρώτες ριπές εξουδετερώθηκαν. Οι δύο από τους Γερμανούς ήταν αξιωματικοί – ο παλιός φρούραρχος που παρέδωσε και έφευγε και ο καινούργιος που αναλάβαινε – ένας υπαξιωματικός και ένας στρατιώτης. Ο ενθουσιασμός των ανταρτών ήταν απερίγραπτος από την επιτυχία.
Αφού πήραμε τα λάφυρα από τους νεκρούς τραβήξαμε την κούρσα – η μηχανή της δεν δούλευε – μακριά από την ενέδρα με σκοπό να της αφαιρέσουμε ό,τι μπορέσουμε και να την κάψουμε.
Είχε περάσει το μεσημέρι, όταν ένα τρίτο φορτηγό μπήκε στην ενέδρα. Με τα πρώτα πυρά σταμάτησε και οι τρεις επιβάτες – δύο Γερμανοί και ο Έλληνας έπαρχος Κωστόπουλος που κάθονταν όλοι τους μπροστά, έμειναν τον τόπο.
Περιμέναμε αρκετή ώρα ακόμη στην ενέδρα. Άρχισε να χιονίζει και έπεφτε το σούρουπο γι΄ αυτό αποφασίσαμε να τραβηχτούμε… Αφού ειδοποιήσαμε και το τμήμα του Βαλσαμίδη να τραβηχτεί πήραμε τον ανήφορο για την Κάρπη και σε συνέχεια για την Καστανερή, όπου θα διανυκτερεύαμε. Τόσο στην Κάρπη όσο και στην Καστανερή ο κόσμος μας επιφύλαξε θερμότατη υποδοχή».
Όπως διηγείται και ο Θ. Μητσόπουλος, το πρώτο όχημα οι εφεδροελασίτες το οδήγησαν στην Γουμένισσα, και αφού διέσχισαν την πλατεία «Μακεδονομάχων», την κεντρική πλατεία, που ήταν γεμάτη κόσμο λόγω του παζαριού και την σημερινή οδό Καπετάν Γκόνου, τελικά το πυρπόλησαν λίγο έξω από την Γουμένισσα, στο σημείο όπου σήμερα τελειώνει το προαύλιο του πρώτου δημοτικού σχολείου, επάνω στον δρόμο που οδηγεί στην Φιλυριά.
Μπορούμε να φανταστούμε τα ανάμικτα συναισθήματα των κατοίκων, βλέποντας να διασχίζει το κατάμεστο από κόσμο κέντρο της Γουμένισσας το γερμανικό όχημα στα χέρια Ελλήνων αντιστασιακών. Αίσθημα εθνικής ανάτασης αλλά ταυτόχρονα και ανησυχία και φόβος για το τι θα επακολουθούσε, αφού οι Γερμανοί σε παρόμοια γεγονότα πυρπολούσαν ολόκληρα χωριά και σκότωναν πλήθος αμάχων.
Στην συνέχεια της διήγησης διαβάσαμε, ότι στο δεύτερο όχημα επέβαιναν τέσσερις Γερμανοί οι οποίοι εξουδετερώθηκαν. Στο τρίτο όχημα διαβάσαμε ότι υπήρχαν ο Γερμανός οδηγός, ο έπαρχος και ένας Γερμανός στρατιώτης. Γνωρίζοντας σήμερα, ότι σκοτώθηκαν πέντε Γερμανοί και δύο Έλληνες, ο έπαρχος και ο διερμηνέας του, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα, ότι στο τρίτο όχημα, εκτός από τον Γερμανό οδηγό και τον έπαρχο, επέβαινε και ο διερμηνέας του επάρχου, φορώντας γερμανική στολή, γι΄ αυτό και ο συγγραφέας τον θεωρεί λανθασμένα Γερμανό στρατιώτη.
Στην συνέχεια, μετά την επιχείρηση, τα σώματα των νεκρών απομακρύνθηκαν από τον τόπο της ενέδρας και ετάφησαν σε μακρινό σημείο, κοντά στο Μεγάλο Ποτάμι βόρεια από το εκκλησάκι του Αγίου Τρύφωνος, σύμφωνα με μαρτυρία υπερηλίκου συμπατριώτη μας σε εμένα προσωπικά, σε συζήτηση – συνέντευξη για το θέμα αυτό πριν δύο χρόνια, ο οποίος βρίσκεται εν ζωή. Και μάλλον γιά το γεγονός αυτό, το ότι οι Γερμανοί κατά την έρευνα που ακολούθησε δεν βρήκαν σορούς νεκρών και με την ελπίδα ότι είναι αιχμάλωτοι, δεν προέβησαν σε αντίποινα, καταστροφές και εκτελέσεις στον τόπο μας τις αμέσως επόμενες μέρες, όπως έκαναν σε ανάλογες περιπτώσεις σε άλλες περιοχές: (Καλάβρυτα 13-12-43, Κλεισούρα 5-4-44, Πύργοι Εορδαίας 23/24-4-44, Δίστομο 10-6-44, Χορτιάτης 2-9-44, κ.λ.π.). Για τους τρεις αιχμαλωτισθέντες Γερμανούς του πρώτου οχήματος, δεν υπάρχει καμμία άλλη μαρτυρία ή αναφορά.
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΗΜΕΡΑ – ΕΡΕΥΝΕΣ
Την επόμενη ημέρα, Κυριακή 19 Φεβρουαρίου, πρωί πρωί και ενώ έπεφτε χιονόνερο, Γερμανικά στρατεύματα ζώνουν την Γουμένισσα από όλες τις πλευρές. Τμήματά τους με τους επικεφαλείς Αξιωματικούς κατευθύνονται προς την κεντρική πλατεία.
Οι κάτοικοι τρομοκρατημένοι από τα γεγονότα της προηγούμενης ημέρας είναι κλειδαμπαρωμένοι στα σπίτια τους. Οι πιο τολμηροί, μια και είναι Κυριακή, εκκλησιάζονται στον Ναό της Παναγίας παρακαλώντας σιωπηλά την Θεοτόκο να μεσιτεύσει στο Υιό Της για την σωτηρία τους.
Όλοι γνωρίζουν ότι οι Γερμανοί είχαν διακηρύξει ήδη από την έλευσή τους στην Ελλάδα, ότι για κάθε έναν Γερμανό στρατιώτη που θα σκοτωνόταν από επιχείρηση Ελλήνων, θα εκτελούνταν δέκα Έλληνες. Και ήδη έχουν προηγηθεί οι καταστροφές των Καλαβρύτων κ.λ.π.
Στην Κεντρική πλατεία, πάνω στην διασταύρωση, αναμένουν παγωμένοι τους Γερμανούς, λόγω του καιρού αλλά και του συμβάντος και της αβεβαιότητας της τύχης τους, οι αρχές του τόπου μας, με επικεφαλής τον πρόεδρο της Κοινότητας Γεώργιο Ιωάννου Πέτσο. Μπροστά τους στρωμένο ένα τραπέζι με τσίπουρο, ξηρούς καρπούς, αποξηραμένα φρούτα, κ.α., προϊόντα του τόπου μας, για να υποδεχτούν ειρηνικά και ικετευτικά τους Γερμανούς.
Πλησιάζουν οι Γερμανοί Αξιωματικοί μεταξύ των οποίων και ένας Καθολικός στρατιωτικός ιερέας – Αξιωματικός, (αφού όπως γράψαμε παραπάνω, πολλούς μάχιμους αξιωματικούς οι Γερμανοί τους είχαν στείλει στο Ρωσικό μέτωπο). Τους υποδέχονται οι τοπικές Αρχές και αρχίζει η ανάκριση – διάλογος μεταξύ τους. Οι Αρχές του τόπου μας δηλώνουν, υποστηρίζοντας με πειστικά επιχειρήματα στους Γερμανούς Αξιωματικούς ότι δεν γνωρίζουν ποιοί έκαναν την επιχείρηση, τους διαβεβαιώνουν με πειστικότητα ότι οι κάτοικοι είναι φιλήσυχοι, αθώοι και αμέτοχοι στο γεγονός, ότι δεν φέρουν καμία ευθύνη και ότι μάλλον την επιχείρηση έκαναν Γιουγκοσλαύοι παρτιζάνοι που πέρασαν τα σύνορα γι΄ αυτόν τον σκοπό και προσθέτουν όποιο άλλο επιχείρημα θα μπορούσε να τους κάνει πειστικούς, για να σωθεί ο τόπος και ο πληθυσμός από το επαπειλούμενο ολοκαύτωμα.
Οδηγούν τους Αξιωματικούς, μεταξύ των οποίων όπως προαναφέραμε υπάρχει και υψηλόβαθμος Καθολικός στρατιωτικός ιερέας, στο ιερότερο σέβασμα του τόπου μας, στον Ναό της Παναγίας, όπου βλέπουν εκκλησιαζόμενους κατοίκους, οι οποίοι εάν λογικά αισθάνονταν ένοχοι θα είχαν ήδη κρυφτεί ή φύγει στο βουνό.
Παράλληλα, οι Γερμανοί ερευνούν τον τόπο της επιχείρησης και εκτός από τα καμένα οχήματα δεν βρίσκουν τις σωρούς των στρατιωτών, αφού όπως προαναφέραμε, Αντιστασιακοί του τόπου μας φρόντισαν να τις εξαφανίσουν, ενταφιάζοντάς τις σε άγνωστο για τους Γερμανούς χώρο10 .
Πείθονται λοιπόν ότι οι κάτοικοι είναι αμέτοχοι, και ελπίζοντας ότι κάποιοι από τους αγνοούμενους στρατιώτες τους είναι ζωντανοί και αιχμαλωτισθέντες και ότι θα μπορούσαν να ανταλλαγούν με Έλληνες κρατούμενους, δεν προχωρούν προς το παρόν σε αντίποινα εναντίον των κατοίκων, όπως έκαναν σε άλλα μέρη, σε ανάλογες καταστάσεις (Καλάβρυτα, Κλεισούρα, Πύργους Εορδαίας, Χορτιάτης κ.λ.π.).

ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΩΝ 52 ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΤΟΥ ΜΟΡΦΗ – ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΠΟ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΑΣ ΣΤΙΣ 27 ΟKΤΩΒΡΙΟΥ 2003 ΜΕΤΑΤΗΝ ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ
Βέβαια και η προστάτης του τόπου μας η Παναγία, με την εφέστιο Εικόνα Της θρονιασμένη από αιώνες στην Γουμένισσα, έκανε το θαύμα της, επηρεάζοντας την κρίση – απόφαση των Γερμανών, σύμφωνα με ομολογία του ίδιου του Ανώτερου Γερμανού Αξιωματικού.
Σχετικά με το γεγονός αυτό, διαβάζουμε στο βιβλίο «Παναγία η Γουμένισσα», Έκδοσις Ιερού Προσκυνήματος Παναγίας Γουμένισσας Παιονίας Κιλκίς, Γουμένισσα 1980:
«1943. Γερμανική Κατοχή. Την αποκριά της χρονιάς εκείνης 17-18 Φεβρουαρίου βρέθηκαν στην περιοχή της Γουμένισσας εκτελεσμένοι Γερμανοί. Μετά την ανακάλυψη των πτωμάτων τους από τους επικεφαλείς τους ήταν βέβαιο, πως θα πλήρωναν πολλοί για το γεγονός. Όταν ήρθε στην συνέχεια στη Γουμένισσα ανώτερος αξιωματικός του Γερμανικού στρατού, για να εξετάσει την όλη υπόθεση και να αποφασίσει σχετικά, είπε τότε στον Πρόεδρο της Κοινότητας Γεώργιο Ιωάννου Πέτσο: «Εσάς εδώ κάτι σας φυλάει. Δεν μπορώ να αποφασίσω αν πρέπει να σκοτώσουμε μερικούς». Δεν αποφάσισε τίποτε και έφυγε. Το γεγονός αυτό έγινε γνωστό σ΄ όλους τους κατοίκους της Γουμένισσας που απέδωσαν σε θαύμα της Παναγίας, που για άλλη μια φορά έσωσε τη Γουμένισσα από βέβαιο θάνατο κατοίκων της»11 .
Λίγες ημέρες αργότερα, την νύχτα της 25ης προς 26ης Φεβρουαρίου, τμήματα του 30ου και του 13ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ ενεργούν σαμποτάζ, ανατινάσσοντας την σιδηροδρομική γέφυρα του Αξιού12.
Στους μήνες που ακολούθησαν, οι Γερμανοί έκαναν έρευνες, ανέκριναν και φυλάκισαν αρκετούς συμπατριώτες μας ύποπτους για αντιστασιακή δράση, και όταν πια βεβαιώθηκαν ότι δεν υπήρχαν επιζώντες αιχμάλωτοι Γερμανοί, αποφάσισαν την εκτέλεση 52 πατριωτών, δέκα για κάθε έναν Γερμανό στρατιώτη και δύο για τους δύο Έλληνες που είχαν σκοτωθεί κατά την επιχείρηση του ΕΛΑΣ.
Παράλληλα, τον Μάιο του 1944 εγκαταστάθηκε και πάλι Γερμανική φρουρά στην Γουμένισσα13 .
Στις 4 Μαΐου οι Γερμανοί πυρπόλησαν τα Μ. Λειβάδια του Πάικου.
Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ 52 ΠΑΤΡΙΩΤΩΝ ΣΤΙΣ 25-5-1944 ΣΤΗΝ ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΑ
Το πρωινό της 25ης Μαΐου 1944, στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά στην Θεσσαλονίκη, μετά την πρωινή αναφορά (κατά πάγια τακτική τους), επέλεξαν 52 πατριώτες από τους φυλακισμένους αντιστασιακούς, τους ανέβασαν στα καμιόνια και ξεκίνησαν για τον τόπο της εκτέλεσής τους στην Γουμένισσα.
Ανάμεσα στους 52 ήταν και τρείς Γουμενισσιώτες, ο Αδαμόπουλος Αναστάσιος, ο Παπαλεξάνδρου Αθανάσιος και ο Μασλίντσης Γεώργιος και αρκετοί από την γύρω περιοχή και άλλα κοντινά μέρη. Μεταξύ αυτών και δύο παλικάρια από την Μεσσιά14, ο Γρηγόριος Θεοχαρίδης και ο Γεώργιος Κρυονίδης, οι οποίοι περνώντας τα καμιόνια από την Γοργόπη, γνώρισαν τον τόπο και έριξαν ένα σημείωμα στον δρόμο με τα ονόματά τους, το χωριό τους, και ότι τους πάνε για εκτέλεση, το οποίο περιμάζεψε κάποιος κάτοικος της Γοργόπης και ενημέρωσε τους συγγενείς τους στην Μεσσιά . Πολλά από τα ονόματα των υπολοίπων έμειναν δυστυχώς άγνωστα έως και σήμερα.
Στο μεταξύ, από την προηγούμενη ημέρα, οι αρχές της Γουμένισσας διατάχθηκαν από τους Γερμανούς να επιστρατεύσουν για το πρωί της επόμενης ημέρας δέκα άτομα με κασμάδες και φτυάρια και να τους οδηγήσουν σε συγκεκριμένο χώρο για προσωπική εργασία. Την εποχή εκείνη οι πολίτες δεν πλήρωναν κοινοτικά τέλη, ήταν όμως υποχρεωμένοι να προσφέρουν αντί αυτών ανάλογη προσωπική εργασία, όταν υπήρχε ανάγκη15.
Έτσι, το πρωινό της 25ης Μαΐου οι εργάτες οδηγήθηκαν στο δεύτερο ποτάμι προς Φιλυριά, «στην τοποθεσία «Τσικαρτσίιτσα»16 , με την εντολή να ανοίξουν σε ένα χωράφι στην νότια πλευρά του ποταμού, εκατό περίπου μέτρα μακριά από τον δημόσιο δρόμο, έναν λάκκο συγκεκριμένων διαστάσεων. Οι επιστρατευμένοι εργάτες νόμιζαν ότι ανοίγουν λάκκο για να κτιστεί κάποιο πολυβολείο17.
Παράλληλα, τοπικοί Αγροφύλακες είχαν ζώσει τον χώρο, εμποδίζοντας οποιονδήποτε άλλον να πλησιάσει.
Ο πατέρας μου Τοσιλιάνης Χρήστος γεννημένος το 1930 μου διηγήθηκε: «Στην περίοδο της κατοχής είχαν κλείσει τα σχολεία και εμείς τα παιδιά μη έχοντας σχολικές υποχρεώσεις συνεισφέραμε στις οικογενειακές εργασίες, βόσκοντας τα αρνάκια του κοπαδιού μας. Συνήθως πηγαίναμε και τα βόσκαμε δίπλα στο ποτάμι, όπου έγινε η εκτέλεση. Το πρωινό εκείνο τοπικοί αγροφύλακες είχαν ζώσει τον χώρο και δεν μας άφηναν να πλησιάσουμε. Ανεβήκαμε στον κοντινό λόφο και περιμέναμε με παιδική περιέργεια να δούμε τι θα συμβεί. Κάποια στιγμή ακούστηκε ο ήχος από τα καμιόνια, και τα είδαμε από μακριά να πλησιάζουν. Σταμάτησαν δίπλα στο ποτάμι. Τα φύλλα από τα πλατάνια μας εμπόδιζαν να δούμε τι συμβαίνει. Σε λίγο ακούστηκαν ριπές όπλων, πυροβολισμοί. Τρομάξαμε. Μετά από ώρες και ενώ έφυγαν όλοι, πήγαμε από περιέργεια στο σημείο εκείνο. Ο λάκκος ήταν σκεπασμένος, αλλά υπήρχαν αίματα παντού στο χώμα!»18.
Κατά το μεσημέρι έφθασαν τέσσερα καμιόνια. Στα δύο ήταν οι κρατούμενοι. Οι Γερμανοί κατέβασαν τους κρατούμενους δεμένους.
Οι επιστρατευμένοι εργάτες από την Γουμένισσα αναγνώρισαν τους τρείς συμπατριώτες τους: Tον Αδαμόπουλο Αναστάσιο, τον Παπαλεξάνδρου Αθανάσιο και τον Μασλίντση Γεώργιο. Αναγνώρισαν και έναν κοντοχωριανό τους από τον Ομαλό, τον Ευάγγελο Κιόση. Ο Παπαλεξάνδρου, πριν τον εκτελέσουν, έδωσε στους εργάτες το ρολόι του με την αλυσίδα, για να το δώσουν στα παιδιά του.
Η εκτέλεση, σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, έγινε με ριπές πολυβόλου προς το πλήθος των κρατουμένων και ακολούθησε η χαριστική βολή από τον επικεφαλής Αξιωματικό. Αλλά υπάρχει και η διαφορετική περιγραφή, μεμονωμένης μαρτυρίας. Σύμφωνα με αυτή, ανά πέντε τους έβαζαν στο χείλος του λάκκου και πέντε Γερμανοί στρατιώτες τους πυροβολούσαν κατά βούλησιν, χωρίς παράγγελμα. Δέκα πεντάδες και δύο επιπλέον, σύνολον πενήντα δύο. Τα τραύματα διαμπερή, οι σφαίρες άνοιγαν μεγάλες τρύπες και οι εργάτες από το θέαμα, γέμισαν τον τόπο εμετό. Ο Νικόλαος Μέρμηγκας, ένας από τους επιστρατευμένους εργάτες, σε εκδήλωση – μνημόσυνο στον τόπο της θυσίας στις 25 Μαΐου 2018, είπε κατά την ομιλία του: «Τοποθετήσαμε τα σώματά τους μέσα στον λάκκο, στην σειρά, σαν ψάρια σε κουτί και τους θάψαμε σκεπάζοντάς τους με το χώμα»19 .
Έναν χρόνο μετά την εκτέλεση, στις 25 Μαΐου 1945 και ενώ η Γερμανία έχει πλέον ηττηθεί, έγινε πάνδημο Μνημόσυνο και τοποθετήθηκε αναμνηστική πλάκα στον τόπο της θυσίας. Ακολούθησε ο εμφύλιος. Το 1964 τιμήθηκαν δεύτερη φορά από πλήθος κόσμου, με στεφάνια από αγριολούλουδα και ομιλίες20.
Το μνημείο της θυσίας τους, όπου μεταφέρθηκαν και τα οστά, κτίστηκε σε συνθήκες ημιπαρανομίας το καλοκαίρι του 1982, εκατό περίπου μέτρα ανατολικότερα από τον τόπο της θυσίας τους, δίπλα στην επαρχιακή οδό Γουμένισσας – Φιλυριάς, μετά την δεύτερη γέφυρα. Στους πρωτοστατούντες στο κτίσιμο είχε υποβληθεί μήνυση για έλλειψη οικοδομικής άδειας. Αθωώθηκαν μετά από δίκη που διεξήχθη στο Ειρηνοδικείο της Γουμένισσας στα μέσα της δεκαετίας του 80, υπό το θερμό χειροκρότημα πλήθους κόσμου που έδωσε το παρόν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Το πρώτο εκείνο μνημείο καλλωπίστηκε και πήρε την σημερινή του μορφή επί δημαρχίας Στυλιανού Παπαναγιώτου. Στον χώρο της θυσίας, εκατό μέτρα περίπου βορειότερα, σήμερα δεν υπάρχει κάποιο σημάδι – πινακίδα, για να θυμίζει στις επόμενες γενιές τον πραγματικό τόπο της εκτέλεσης, με συνέπεια οι νεότεροι να ταυτίζουν τον χώρο της εκτέλεσης με τον χώρο του μνημείου. Επίσης, δεν έχουν γίνει ακόμη γνωστά όλα τα ονόματα και των 52 πατριωτών που εκτελέστηκαν την ημέρα εκείνη. Το θέμα χρήζει έρευνας, καθώς σίγουρα κάπου, σε κάποιο Ελληνικό ή Γερμανικό Αρχείο θα υπάρχει η πλήρης λίστα με τα ονόματα. Πάνω στο μνημείο των 52, σε ενιαία λίστα, είναι χαραγμένα πάνω από 80 ονόματα αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, χωρίς να γίνεται διάκριση ποιοι ανήκουν στους 52 και ποιοι εκτελέστηκαν μεν από τους Γερμανούς, αλλά σε άλλες ημερομηνίες και υπό άλλα γεγονότα, δίνοντας ασαφείς πληροφορίες σε κάθε ενδιαφερόμενο και ερευνητή!
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η εργασία μας αυτή, προϊόν προσωπικής έρευνας σε βάθος χρόνου, πέραν της ελάχιστης βιβλιογραφίας, βασίστηκε στο απόσταγμα συζητήσεων – συνεντεύξεων με υπερήλικες πρωταγωνιστές, συγγενείς τους και υπερήλικες αυτόπτες μάρτυρες, για την διάσωση της μνήμης «ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται, μήτε ἔργα μεγάλα τε καὶ θωμαστά, τὰ μὲν Ἕλλησι, τὰ δὲ βαρβάροισι ἀποδεχθέντα, ἀκλέα γένηται,…» (Ηρόδοτος) και την όσο το δυνατόν ακριβέστερη και με αντικειμενικότητα καταγραφή των γεγονότων, με την σχετική πλέον χρονική απόσταση ασφαλείας και μακριά από ιδεολογικές αγκυλώσεις. Ας αποτελέσει εφαλτήριο για περαιτέρω έρευνα και προβληματισμό και έναν ελάχιστο φόρο τιμής προς τους εκτελεσθέντες Αγωνιστές, αλλά και προς όλη την ηρωική εκείνη γενεά της Αντίστασης, των πατεράδων και παππούδων μας, που έζησαν στο πετσί τους τα δεινά του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Τιμή και Δόξα!
Αιωνία τους η μνήμη!
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Blau, George E. (1986) [1953]. The German Campaigns in the Balkans (Spring 1941), Κολιόπουλος (2009) ο.π., σ.111.
2. Lewis Ε. Jon, «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», Εκδόσεις Κέδρος, σ.340.
3. Cartier Raymond, Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τόμος B, Εκδόσεις Πάπυρος, 1965, 1995, σ. 98.
4. Ήδη από τα τέλη του Ιουλίου του 1941 ιδρύεται η πρώτη ανταρτοομάδα στην ηπειρωτική Ελλάδα, ο «Αθανάσιος Διάκος», με αρχηγό τον Χρήστο Μόσχο από την Χαλκιδική, δάσκαλο στην Μαυροπλαγιά Κιλκίς και έφεδρο αξιωματικό. Ο «Αθανάσιος Διάκος» δραστηριοποιείται κυρίως στον ορεινό όγκο των Κρουσσίων του νομού Κιλκίς.
5. Θανάση Μητσόπουλου, Το 30ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, Εκδόσεις Οδυσσέας, 4η έκδοση, Αθήνα 1987, σ. 195.
6. Γιώργος Μαργαρίτης, καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ.
7. Μαρτυρία υπερηλίκων κατοίκων.
8. Θανάση Μητσόπουλου, ο.π., σ. 195.
9. Θανάση Μητσόπουλου, ο.π., σ. 195 – 197.
10. Μου το εκμυστηρεύτηκε υπερήλικας συμπατριώτης μας, που νοσηλευόταν τον Μάιο του 2018 στο νοσοκομείο της Γουμένισσας, ο οποίος είναι εν ζωή.
11. Παναγία η Γουμένισσα, Έκδοσις Ιερού Προσκυνήματος Παναγίας Γουμένισσας Παιονίας Κιλκίς, Γουμένισσα 1980, σ.45.
12. Θανάση Μητσόπουλου, ο.π., σ. 205.
13. Θανάση Μητσόπουλου, ο.π., σ. 287.
14. Μαρτυρία της αδελφής του Γ. Κρυονίδη σε εμένα προσωπικά.
15. Ομιλία Νικολάου Μέρμηγκα, ενός από τους πολίτες που επιστρατεύτηκαν για το άνοιγμα του λάκκου, κατά το Μνημόσυνο της 17ης Μαΐου 2015.
16. Θανάση Μητσόπουλου, ο.π., σ. 289.
17. Ομιλία Νικολάου Μέρμηγκα, κατά το μνημόσυνο του 2016.
18. Μαρτυρία Τοσιλιάνη Χρήστου, ο οποίος 14 χρονών παιδί την ημέρα εκείνη έβοσκε αρνάκια στην περιοχή, με άλλους φίλους του.
19. Μαρτυρία Ν. Μέρμηγκα.
20. Θανάση Μητσόπουλου, ο.π., σ. 290.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Blau, George E. (1986) [1953]. The German Campaigns in the Balkans (Spring 1941), Κολιόπουλος (2009).
2. Cartier Raymond, Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τόμοι A,B, Εκδόσεις Πάπυρος, 1965, 1995.
3. Lewis Ε. Jon, «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», Εκδόσεις Κέδρος.
4. Μητσόπουλου Θανάση, Το 30ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, Εκδόσεις Οδυσσέας, 4η έκδοση, Αθήνα 1987.
5. Παναγία η Γουμένισσα, Έκδοσις Ιερού Προσκυνήματος Παναγίας Γουμένισσας Παιονίας Κιλκίς, Γουμένισσα 1980.
6. Αφηγήσεις υπερηλίκων κατοίκων του τόπου μας.
7. Αφηγήσεις πολιτών που είχαν επιστρατευθεί για το άνοιγμα του λάκκου και ήσαν παρόντες στην εκτέλεση.
8. Αφήγηση του πατέρα μου Χρήστου Γ. Τοσιλιάνη αυτόπτη μάρτυρα, από απόσταση.
9. Αφηγήσεις συγγενών εκτελεσμένων.
10. Μνημόσυνο στο Μνημείο των 52 το 2015 https://www.youtube.com/watch?v=7uYC8fKvjug.