Χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού και υψηλή διασπορά «καίνε» τη Βόρεια Ελλάδα
Την τρίτη συνεχόμενη εβδομάδα ύφεσης διανύει η χώρα μας στο μέτωπο της πανδημίας, με το τέταρτο κύμα να παρουσιάζει ήπια εξασθένηση, σε μια περίοδο που θεωρείται κρίσιμη για τη συνέχεια. Τα δεδομένα υποδεικνύουν μια τάση συρρίκνωσης τόσο σε επίπεδο διασποράς, όσο και σε επίπεδο πίεσης στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ), με τους ειδικούς, όμως, να συνιστούν εγρήγορση όσον αφορά στην πιστή τήρηση των υγειονομικών πρωτοκόλλων και στην αύξηση του εμβολιαστικού ρυθμού.
Όπως, άλλωστε, τόνισαν κατ’ επανάληψη οι εκπρόσωποι της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας στη σημερινή συνέντευξη Τύπου, η περίοδος αυτή είναι μεταβατική, καθώς τροποποιήθηκαν οι πρακτικές ελέγχου, με αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των αυτοδιαγνωστικών (self) και rapid τεστ. Ως εκ τούτου, θεωρείται φυσιολογική μια πιθανή αύξηση των διαγνώσεων τις επόμενες 15 ημέρες, παρόλο που τα κρούσματα που ανακοινώνονται πλέον θεωρούνται ενδεικτικά της πραγματικής κατάστασης.
Χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού και υψηλή διασπορά «καίνε» τη βόρεια Ελλάδα
Τη βελτίωση της επιδημιολογικής εικόνας επιβεβαιώνει ο ανανεωμένος συνδυαστικός χάρτης του ECDC, στον οποίο ολόκληρη η χώρα βρίσκεται πλέον με πορτοκαλί χρώμα, σε αντίθεση με την προηγούμενη εβδομάδα που Αχαΐα, Αιτωλοακαρνανία, Ιόνιο, Δωδεκάνησα και Κυκλάδες ήταν στο «βαθύ κόκκινο».
Την ίδια στιγμή, όμως, άλλες περιοχές της ηπειρωτικής χώρας και κυρίως της Βόρειας Ελλάδας αρχίζουν να συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον των ειδικών λόγω της αύξησης στο επιδημιολογικό φορτίο, αλλά και της σχεδόν απόλυτης επικράτησης της μετάλλαξης «Δέλτα» που εντοπίζεται πλέον στο 99,41% των νέων στελεχών.
Πιο συγκεκριμένα, από τα 2.322 κρούσματα που ανακοίνωσε σήμερα ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) για την επικράτεια έπειτα από 155.295 εργαστηριακούς διαγνωστικούς ελέγχους, περίπου τα μισά συγκεντρώνονται στις βόρειες περιοχές της χώρας. «Καμπανάκι» έχει ήδη χτυπήσει για τη Θεσσαλονίκη όπου σήμερα καταγράφηκαν 300 νέες λοιμώξεις, ενώ την ανησυχία της για την αύξηση της διασποράς στην Πιερία (53 κρούσματα) εξέφρασε στην τοποθέτησή της η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα. Σημαντική επιβάρυνση παρατηρείται σε αρκετές ακόμα περιοχές όπως Καβάλα (58), Ημαθία (63) και Πέλλα (75), με τις τέσσερις ανωτέρω περιοχές να τίθενται από σήμερα σε καθεστώς μίνι lockdown, αλλά και σε Έβρο (40), Κοζάνη (52), Ξάνθη (46), Σέρρες (42) και Κιλκίς (41). Από την υπόλοιπη Ελλάδα μεγάλος αριθμός κρουσμάτων καταγράφηκε σε Αττική (505), Λάρισα (98) και Ρόδο (60).
Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι στην πλειοψηφία των περιοχών αυτών η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού δεν ξεπερνά το 50%, με την καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, Βάνα Παπαευαγγέλου να τονίζει σήμερα πως δεν παρατηρείται αύξηση του επιδημιολογικού φορτίου σε περιοχές με αυξημένα ποσοστά εμβολιασμού.
Αντίθετα, εμφανίζεται γραμμική σχέση μεταξύ της εμβολιαστικής κάλυψης και του αριθμού των κρουσμάτων στους ενήλικες άνω των 55 ετών, στους οποίους οι επιστήμονες απηύθυναν νέα έκκληση προκειμένου να εμβολιαστούν, καθώς η συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα χαρακτηρίζεται από δυσοίωνη στασιμότητα όσον αφορά στους εμβολιασμούς.
Φοβίζει η ενδοοικογενειακή μετάδοση με «οδηγούς» τα παιδιά
Η βασικότερη αιτία διασποράς θεωρείται από τους ειδικούς η ενδοοικογενειακή μετάδοση από τα παιδιά προς τους μεγαλύτερους και ευάλωτους συγγενείς. Η αύξηση των κρουσμάτων σε παιδιά και εφήβους –σε ποσοστό που φτάνει στο 20%-21% των ημερήσιων κρουσμάτων- που καταγράφηκε από τις πρώτες εβδομάδες του Σεπτεμβρίου και πριν ανοίξουν τα σχολεία αναμένεται να συνεχιστεί το επόμενο χρονικό διάστημα, με τις υγειονομικές αρχές να έχουν ήδη κινητοποιηθεί προκειμένου να αντιμετωπίσουν την κατάσταση.
Συγκεκριμένα, προκρίθηκε η εντατικοποίηση των ελέγχων για τους μαθητές με στόχο να προλαμβάνονται όλα τα κρούσματα και να μην κλείσει κανένα σχολείο. Μάλιστα, σε περίπτωση εμφάνισης κρούσματος σε ένα τμήμα, οι μαθητές που θεωρούνται στενές επαφές θα υποβάλλονται καθημερινά σε τεστ, δηλαδή έως και 7 φορές την εβδομάδα, εκ των οποίων τα δύο θα είναι rapid και θα παρέχονται δωρεάν. Αντιθέτως οι εκπαιδευτικοί θα υποβάλλονται σε δύο rapid test, τα οποία θα πληρώνουν με δικά τους έξοδα.