Γενικά

ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ ΣΤΗΝ ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΑ (ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ, ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ)

Γράφει ο Γεώργιος Χ. Τοσιλιάνης*

Τα Χριστούγεννα και γενικότερα η περίοδος του Δωδεκαήμερου, η εορταστική δηλαδή περίοδος που αρχίζει από την παραμονή των Χριστουγέννων έως και τα Άγια Θεοφάνεια, θεωρούνται για τον Χριστιανικό κόσμο, μαζί με τις Άγιες ημέρες του Πάσχα, ως οι ιερότερες ημέρες του χρόνου, καθώς τα Χριστούγεννα και τα Θεοφάνεια εορτάζουμε την Γέννηση και την Βάπτιση και το Άγιο Πάσχα την Ανάσταση του Θεανθρώπου και Λυτρωτή μας Ιησού Χριστού.

Η εορτή των Χριστουγέννων χαρακτηρίζεται από πολλούς Πατέρες της Εκκλησίας μας ως «η μητρόπολις των εορτών», καθώς με την Γέννηση – Ενσάρκωση του Ιησού Χριστού, Υιού και Λόγου του Θεού και την έλευσή του στον κόσμο, πραγματοποιείται η υπόσχεση του Θεού προς την ανθρωπότητα μέσω των Πρωτοπλάστων με το Πρωτοευαγγέλιο, και αρχίζει το Λυτρωτικό Του έργο πάνω στην γη, το οποίο θα ολοκληρωθεί με την Ανάστασή Του.

Η καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων

Έως τον 4ο αιώνα, η Γέννηση του Ιησού Χριστού συνεορτάζονταν μαζί με τα Άγια Θεοφάνεια στις 6 Ιανουαρίου. Η εορτή των Χριστουγέννων, καθιερώθηκε για πρώτη φορά να εορτάζεται επίσημα στις 25 Δεκεμβρίου, από τον Πάπα Ιούλιο Α΄ (337-352) στην Ρώμη. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, το 356 μ.Χ στην Ρώμη εορτάζονταν τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου. Κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι ο εορτασμός αυτός ξεκίνησε γύρω στο 335.

Πιστεύεται, ότι η 25η Δεκεμβρίου θεσπίστηκε ως επέτειος της Γέννησης του Χριστού, μετά από έρευνα των αρχείων της Ρώμης, σχετικά με την απογραφή του πληθυσμού που έγινε επί αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, σε συνδυασμό με υπολογισμό ρήσης του Ευαγγελίου λεχθείσα από τον Πρόδρομο:”Εκείνος δει αυξάνειν, εμέ δε ελατούσθαι” (Ιωάν. γ’ 30).

Στην Ανατολή, η 25η Δεκεμβρίου έγινε αποδεχτή λίγο αργότερα. Σύμφωνα με την παράδοση, η αρχαιότερη ομιλία για την εορτή των Χριστουγέννων εκφωνήθηκε από τον Μέγα Βασίλειο στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, το έτος 376. Επίσης, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Ιωάννης Χρυσόστομος, γνώριζαν την καινούργια αυτή εορτή και έγραψαν Λόγους γι αυτήν. Ο συνεορτασμός στις 6 Ιανουαρίου, διατηρήθηκε και τα επόμενα χρόνια στην Αρμενία και την Συρία.

Σε ομιλίες Πατέρων του 4ου και 5ου αιώνα φαίνεται ότι στην Δύση η Εκκλησία καθιέρωσε την ημέρα αυτή (25 Δεκεμβρίου) και ως Πρωτοχρονιά. Γι΄ αυτό και σύμφωνα με τον άγνωστο Έλληνα συνθέτη του Αγερμού των Χριστουγέννων, τα γνωστά Κάλαντα: «Χριστούγεννα. Πρωτούγεννα. Πρώτη γιορτή του χρόνου….».

Το 529 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός απαγόρευσε την εργασία και τα δημόσια έργα κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων και τα ανακήρυξε δημόσια αργία. Από τα μέσα του 6ου αιώνα, όλος ο Χριστιανικός κόσμος εορτάζει χωριστά τα Χριστούγεννα από τα Θεοφάνεια, και το μεταξύ τους διάστημα παρέμεινε ως «Δωδεκαήμερο Εορτών».

Ο εορτασμός της Γέννησης του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου, γίνεται λίγο μετά το Χειμερινό Ηλιοστάσιο που πέφτει συνήθως στις 21 Δεκεμβρίου, στην καρδιά του Χειμώνα, στο οποίο έχουμε την μεγαλύτερη διάρκεια της νύχτας και την μικρότερη ημέρα, με την χαμηλότερη ένταση του ηλίου. Από τις ημέρες αυτές και έπειτα, ο ήλιος αρχίζει να δυναμώνει νικώντας το σκότος, η ημέρα αρχίζει να μεγαλώνει, έως και την ημέρα του θερινού ηλιοστασίου, όπου η ημέρα έχει την μέγιστη διάρκεια.

Προϋπάρχουσες ειδωλολατρικές εορτές την περίοδο εορτασμού των Χριστουγέννων.

Την εποχή που εορτάζονται τα Χριστούγεννα, προϋπήρχαν ειδωλολατρικές εορτές που σχετίζονταν με το Χειμερινό Ηλιοστάσιο και την έναρξη του μεγαλώματος της ημέρας, οι οποίες καταργήθηκαν μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού έναντι της ειδωλολατρίας.

Έτσι, στις 25 Δεκεμβρίου στην αρχαία Αθήνα τελούνταν τα «Μικρά ή κατ’ άγρους Διονύσια», για να τιμηθεί η γέννηση του Διονύσου. Οι Ρωμαίοι, στις 17 Δεκεμβρίου γιόρταζαν τα Σατουρνάλια, γιορτή προς τιμή του Saturnus – Κρόνου, μιμούμενοι τα Κρόνια των Αρχαίων Ελλήνων, τα οποία διαρκούσαν επτά ημέρες, έως τις 25 Δεκεμβρίου, και ήταν γιορτή χαράς και διασκέδασης. Στις 25 Δεκεμβρίου εορτάζονταν τα γενέθλια του Θεού Μίθρα και του «Αήτητου Ήλιου», την παραμονή της 1ης Ιανουαρίου τα Βρουμάλια, την 1η Ιανουαρίου οι Καλένδες με τις οποίες γιόρταζαν το νέο έτος με πλούσια τραπέζια, γλυκίσματα, τραγούδια στα σπίτια από ομάδες καλλιτεχνών, ανταλλαγές δώρων, κ.λ.π. και οι οποίες διαρκούσαν πέντε ημέρες, και την 3η Ιανουαρίου τα Ταβοτά, γιορτή που περιλάμβανε δημόσιες ευχές υπέρ του άρχοντα της Ρώμης.

Εικόνα της Γεννήσεως του Ιησού Χριστού – Τέμπλο Εκκλησίας Παναγίας Γουμένισσας

Ο εορτασμός λοιπόν των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου, απέκτησε βαθύτερο βίωμα και εμπλουτίστηκε με ιδιαίτερο συμβολικό νόημα και περιεχόμενο, καθώς ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ως Ήλιος της Δικαιοσύνης, ενσαρκώθηκε και κατέβηκε στην γη για να φωτίσει και να σώσει τον κόσμο, όταν αυτός είχε πλέον φθάσει στο βαθύτερο σκότος της αμαρτίας και η ανθρώπινη φύση σε πλήρη υπαρξιακό αδιέξοδο.

Πολλά έθιμα και πρακτικές από τις ειδωλολατρικές αυτές εορτές επιβίωσαν και διατηρήθηκαν και μετά την κατάργησή τους, έως τις ημέρες μας, με Χριστιανικό πλέον ένδυμα και ερμηνεία.

Έθιμα του Δωδεκαήμερου στην Γουμένισσα

Το χρονικό διάστημα που περικλείει τις γιορτές των Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Θεοφανείων, ονομάζεται στην λαογραφία μας και Δωδεκαήμερο.

Καθώς οι Άγιες αυτές ημέρες εορτάζονται στην καρδιά του χειμώνα, με τις μεγάλες νύχτες, το χιονισμένο περιβάλλον και την οικογένεια συγκεντρωμένη στο σπίτι γύρω από το τζάκι ή την όποια εστία θέρμανσης, θεωρούνται ημέρες οικογενειακής θαλπωρής, προκαλούν ιδιαίτερα συναισθήματα, και παράλληλα με τις Εκκλησιαστικές τελετουργίες, κάθε έθνος και κάθε λαός που ασπάζεται τον Χριστιανισμό τις επένδυσε με πάμπολλα και πολυποίκιλα έθιμα, πολλά από τα οποία έχουν τις ρίζες τους στην προχριστιανική εποχή.

Στην παρούσα εργασία μας θα ασχοληθούμε με τα έθιμα των Γηγενών κατοίκων της Γουμένισσας, όπως αυτά τελούνταν έως και την δεκαετία του 1950-1960, σύμφωνα με μαρτυρίες ηλικιωμένων ανθρώπων, ορισμένα από τα οποία επιβιώνουν έως και τις ημέρες μας, αν και άλλαξε ο τρόπος ζωής των ανθρώπων.

Το εορταστικό γεύμα της 14ης Νοεμβρίου – Νηστεία Σαρανταήμερου – Κόλντε.

Η προετοιμασία για την εορτή των Χριστουγέννων, τα προεόρτια θα λέγαμε της εορτής, άρχιζε από τον Νοέμβριο και συγκεκριμένα από τις 15 Νοεμβρίου, με την σαρανταήμερη Νηστεία, την οποία καθιέρωσε η Εκκλησία μας ήδη από τον 6ο αιώνα.

Έτσι, στις 14 Νοεμβρίου το μεσημέρι, τελευταία ημέρα πριν την έναρξη της σαρανταήμερης Νηστείας προ των Χριστουγέννων, στα σπίτια της Γουμένισσας στρωνόταν εορταστικό τραπέζι, το οποίο περιλάμβανε συνήθως σούπα με αυγολέμονο για αρχή και ως κυρίως πιάτο κόκορα γιαχνί, μαγειρεμένο με κρεμμύδια ξερά και κόκκινο πιπέρι, και οπωσδήποτε τυρόπιττα, και φυσικά «πουγάτσια» – στρόγγυλο σπιτικό ψωμί ψημένο στον ξυλόφουρνο. Αφού συγκεντρωνόταν όλη η οικογένεια γύρω από το τραπέζι, το γεύμα άρχιζε με το σημείο του σταυρού από τα μέλη της οικογένειας και ευχές για «καλό σαρανταήμερο νηστείας και καλές Γιορτές». Ακολουθούσαν σαράντα ημέρες νηστείας, έως και την Παραμονή των Χριστουγέννων.

Όλο αυτό το διάστημα, καθώς υπήρχε η προσμονή των Αγίων ημερών, ιδίως από τα παιδάκια, φρόντιζαν με τον τρόπο τους, να θυμίζουν στον περίγυρό τους τις χαρμόσυνες εορτές που πλησίαζαν. Έτσι, τα βράδια πριν πέσουν στο κρεβάτι για ύπνο και επί σαράντα ημέρες, έβγαιναν στα χαγιάτια – ανάες των σπιτιών τους και φώναζαν δυνατά και με χάρη: «Κόλ(ι)ντεεεε, Κόλ(ι)ντεεεε», αναγγέλλοντας στην γειτονιά το χαρμόσυνο γεγονός που πλησίαζε. Τους άκουγαν τα άλλα παιδιά από τα διπλανά σπίτια και απαντούσαν με τις ίδιες λέξεις: «Κόλ(ι)ντεεεε, Κόλ(ι)ντεεεε» και επικρατούσε χαρμόσυνη ατμόσφαιρα και γλυκιά προσμονή για τις άγιες ημέρες των Χριστουγέννων.

Η λέξη «Κόλ(ι)ντε, ίδιας ρίζας και σημασίας με τις λέξεις «Κάλαντα», «Κόλιαντα», «Κόλιντα» έχει άμεση σχέση με τις Ρωμαϊκές «Καλένδες – kalendae» (=νουμηνία, πρωτομηνιά, τραγούδια πρωτομηνιάς και πρωτοχρονιάς), τις οποίες γιόρταζαν την 1η Ιανουαρίου, με την έλευση του νέου έτους, οι Ρωμαίοι. Αλλά και οι «Καλένδες» ως λέξη έχουν Ελληνική ρίζα, καθώς σύμφωνα με τον Βάρων, στην αρχαία Ρώμη την έναρξη του καινούριου μήνα ανήγγειλλε ο Ποντίφηκας από το Καπιτώλιο, κατά την είσοδο της νέας Σελήνης, με τη φράση: “Calo Juno novella“. Από την λέξη Calo (= καλώ, ονομάζω) δόθηκε η ονομασία Καλένδες στις πρώτες ημέρες του μήνα και του έτους.

Κατά άλλους, καθώς η λέξη «Κόλ(ι)ντε» μοιάζει με το σλαβικό ρήμα «Κόλιουμ» που σημαίνει «σφάζω», δηλώνει την Γέννηση του Χριστού και την σφαγή των νηπίων από των Ηρώδη.

Χριστόξυλο – Το κούτσουρο της παραμονής των Χριστουγέννων

Ήδη από το καλοκαίρι, ο νοικοκύρης του σπιτιού θα διάλεγε ένα μεγάλο και χονδρό κούτσουρο, συνήθως από βελανιδιά, δένδρο που υπάρχει σε αφθονία στα δάση της περιοχής μας και διατηρεί την ανθρακιά κατά την καύση του, για να το βάλουν να καίει στο τζάκι του σπιτιού, το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων και επί τρία τουλάχιστον ημερόνυχτα, θερμαίνοντας την οικογένεια.

Τα υπολείμματα, ότι περίσσευε από το κούτσουρο μετά από τα τρία ημερόνυχτα καύσης, τα έβγαζαν από την φωτιά και τα φύλαγαν για να ανάψουν με αυτά την άνοιξη το τζάκι, στον χώρο που έτρεφαν τους μεταξοσκώληκες, για να θερμαίνουν τα μαμούδια – μεταξοσκώληκες, καθώς πίστευαν ότι με αυτόν τον τρόπο θα ευλογηθούν και θα κάνουν πολλά κουκούλια, καλή παραγωγή.

Την στάχτη από την καύση του κούτσουρου το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων την μάζευαν και την φύλαγαν σε μια γωνιά του κήπου, για να την σκορπίσουν μαζί με όλη την στάχτη του Δωδεκαήμερου στα αμπέλια και στα χωράφια μετά τις γιορτές, όταν ο καιρός θα το επέτρεπε, για να ευλογηθούν και αυτά και να κάνουν πολλή και καλή παραγωγή.

Επίσης, διατηρούσαν λίγη από την στάχτη αυτή σε κάποιο σκεύος στο σπίτι, διότι πίστευαν ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες για δερματικές κυρίως ασθένειες.

Η σφαγή των γουρουνιών

Στις αγροτικές κυρίως περιοχές της πατρίδας μας και βέβαια και στην Γουμένισσα, οι κάτοικοι συνήθιζαν να εκτρέφουν στο σπίτι τους μεταξύ των άλλων οικόσιτων ζώων και ένα συνήθως γουρούνι, το οποίο αγόραζαν μικρό από το καλοκαίρι και αφού το μεγάλωναν και πάχυνε, το έσφαζαν λίγο πριν τα Χριστούγεννα, για να εξασφαλίσουν το κρέας της οικογένειας για τους επόμενους μήνες. 

Σφαγή χοίρου στις 20.12.1955 στην Γουμένισσα, από τον παππού μου Γεώργιο Τοσιλιάνη, παλιό χασάπη, και τον πατέρα μου Χρήστο, στην οικία του μπάρμπα Γιάννη Σακούλα

Στην Γουμένισσα και τα γύρω χωριά, αλλά και στην περιοχή της Έδεσσας, η σφαγή των γουρουνιών γινόταν συνήθως στις 20 Δεκεμβρίου, του Αγίου Ιγνατίου, από έμπειρους άνδρες.

Την ημέρα εκείνη στις αυλές της Γουμένισσας ακούγονταν τα γρυλίσματα των γουρουνιών που τα οδηγούσαν στην σφαγή και οι φωνές των ανδρών που βοηθούσαν.

Το κρέας τεμαχιζόταν σε μερίδες και αφού κρατούσαν όση ποσότητα θα χρειαζόταν η οικογένεια την περίοδο των εορτών, το υπόλοιπο το διατηρούσαν ως παστό, είτε ως καβουρμά σε λιωμένο λίπος, καθώς ρεύμα και ψυγεία δεν υπήρχαν τα παλιά τα χρόνια, για να καταναλωθεί καθ’ όλη την διάρκεια του Χειμώνα. Με το κρέας του γουρουνιού έφτιαχναν επίσης λουκάνικα, ενώ το λίπος του ζώου αφού το έβραζαν, το αποθήκευαν και το χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα. Με το βράσιμο του λίπους, έμεναν ως υπολείμματα μικρά κομμάτια κρέατος, οι τζουμέρκες – τσιγαρίδες, τις οποίες διατηρούσαν και αυτές σε πήλινα κιούπια και τις κατανάλωναν ως μεζέδες, είτε με διάφορα φαγητά. Κατά τον τεμαχισμό του σφαγείου φρόντιζαν να μοιράσουν και κάποια κομμάτια κρέατος σε φίλους και γνωστούς και βέβαια σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη.

Μετά την σφαγή και τον τεμαχισμό του ζώου, οι άνδρες απολάμβαναν τα κεράσματα της νοικοκυράς, μπρούσκο κρασί και την τηγανισμένη ήδη συκωταριά, ανταλλάσσοντας ευχές για «Καλά Χριστούγεννα και Καλή Χρονιά», καθώς την ημέρα εκείνη οι άνδρες συνήθως δεν νήστευαν.

Επιστροφή ξενιτεμένων

Καθώς τα Χριστούγεννα εορτάζονται στην καρδιά του Χειμώνα, με τον κρύο καιρό, τα χιόνια και τις μεγάλες νύχτες και δίκαια θεωρούνται οικογενειακή γιορτή, όφειλε όλη η οικογένεια να είναι ενωμένη και συγκεντρωμένη στο σπίτι, τις Άγιες τούτες ημέρες.

Όσο λοιπόν πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, τα ξενιτεμένα μέλη των οικογενειών, είτε σε άλλες πόλεις, είτε στο εξωτερικό, φρόντιζαν, εφόσον τους ήταν αυτό δυνατόν, να επιστρέψουν στα σπίτια τους για να γιορτάσουν με τις οικογένειές τους, μέσα στην οικογενειακή θαλπωρή, τις Άγιες αυτές ημέρες.

Άλλωστε, οι παππούδες μας μεταξύ άλλων μας έλεγαν την ρήση: «Τρείς εβδομάδες πριν τα Χριστούγεννα έως και τρείς εβδομάδες μετά τα Χριστούγεννα, ο καθένας όπου και να είναι πρέπει στο σπίτι του να βρεθεί, με κάρο αλεύρι και κάρο ξύλα».

Παραδοσιακό Χριστουγεννιάτικο δένδρο

Στολισμός Χριστουγεννιάτικου δένδρου

Λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα, δεν παρέλειπαν να κόψουν και να στολίσουν χριστουγεννιάτικο δένδρο. Αν και θεωρείται από πολλούς μελετητές έθιμο ξενικό, κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι υπήρχε το έθιμο και στο Βυζάντιο. Άλλωστε και κατά τις Ρωμαϊκές Καλένδες την 1η Ιανουαρίου στόλιζαν τις πόρτες και τα παράθυρα με κλαδιά δενδρολίβανου και μυρσίνης. Και στην περιοχή μας, ανέκαθεν τις ημέρες αυτές στόλιζαν το σπίτι με πρασινάδες, κλαδιά αειθαλών φυτών, ως σύμβολα ζωντάνιας, δύναμης και ελπίδας, καθώς η αναβλαστική δύναμη τρέφει ελπίδα, αλλά και με φυτά με πράσινα βελονωτά φύλα, ως αποδιωκτικά του κακού.

Το πότε το Χριστουγεννιάτικο δένδρο υιοθετήθηκε από τους κατοίκους της περιοχής μας, μας είναι άγνωστο, πάντως από την δεκαετία του 1950 ήταν αναπόσπαστο μέρος του στολισμού των Χριστουγέννων. Το δένδρο ήταν φυσικό, ένα είδος κέδρου – «άρκευθος» που στην τοπική μας λαλιά λεγόταν «σμρέκα», και το έκοβε ο πατέρας από το δάσος. Το στόλιζαν κρεμώντας στα κλαδιά του μανταρίνια, κορδέλες, καρύδια και κάστανα τυλιγμένα με χρυσόχαρτο και ασημόχαρτο, καραμέλες, κ.λ.π., έβαζαν βαμβάκι για να φαίνεται χιονισμένο, και στην βάση του φάτνη εάν υπήρχε. Καθώς ανέδυε άρωμα ρετσινιού στο σπίτι, δημιουργούσε ιδιαίτερη εορταστική και κατανυκτική ατμόσφαιρα.

Φωτιές της 23ης Δεκεμβρίου, Προπαραμονής των Χριστουγέννων

Στα χωριά της περιοχής μας, το βράδυ της 23ης Δεκεμβρίου, Προπαραμονής των Χριστουγέννων, άναβαν και συνεχίζουν να ανάβουν φωτιές στις γειτονιές και στις πλατείες, γύρω από τις οποίες συγκεντρώνονται οι κάτοικοι, και με την συνοδεία μουσικής γλεντούν μέχρι τις πρωινές ώρες.

Μετά το γλέντι, φεύγοντας ο καθένας για το σπίτι του, έπαιρναν κάρβουνα από την φωτιά αυτή μέσα σε ένα τενεκεδάκι ως ευλογία, για να ενισχύσουν με αυτά την φωτιά στο τζάκι του σπιτιού, την οικιακή εστία. Τα ξύλα για το άναμμα της πυράς συγκεντρώνονται τις προηγούμενες ημέρες συνήθως από παιδιά, και κατά το έθιμο, έπρεπε να έχουν κλαπεί από ξένες αυλές.

Για την σημασία και τον συμβολισμό του ανάμματος των πυρών αυτών έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις.

Σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη, ανάβονται φωτιές για να θερμανθεί η πλάση και να υποδεχτούμε σε ζεστό περιβάλλον τον νεογέννητο Χριστό, για να ζεσταθεί το Θείο Βρέφος που θα έρθει στον κόσμο.

Επίσης, οι φωτιές αυτές συμβολίζουν την φωτιά που άναψαν οι βοσκοί για να ζεστάνουν τον νεογέννητο Χριστό, ο οποίος γεννήθηκε στην καρδιά του Χειμώνα σε έναν ταπεινό στάβλο, και τον οποίο, πριν φθάσουν οι βοσκοί ειδοποιημένοι από τον Άγγελο για να τον προσκυνήσουν, ζέσταναν με τα χνώτα τους μέσα στη φάτνη, τα ζώα του στάβλου.

Υπάρχει και η άποψη ότι με το άναμμα των πυρών αναγγέλλεται η επικείμενη Γέννηση του Χριστού, καθώς ανέκαθεν οι πυρές υπήρξαν τρόπος μετάδοσης μηνυμάτων (Φρυκτορίες).

Πάντως πρόκειται για ένα πανάρχαιο έθιμο, που σχετίζεται με πανάρχαιες δοξασίες, το οποίο με την έλευση του Χριστιανισμού απέκτησε Χριστιανικό περίβλημα.

Στην αρχαιότητα, αυτήν ακριβώς την εποχή άναβαν πυρές για να ενισχύσουν τον ήλιο, που όπως πίστευαν, ξαναγεννιέται τις ημέρες αυτές, μετά το Χειμερινό ηλιοστάσιο. Επίσης, στα Ρωμαϊκά Σατουρνάλια που εορτάζονταν αυτήν ακριβώς την εποχή, άναβαν κεριά και δαυλούς για να ενισχύσουν τον νεογέννητο ήλιο.

Το έθιμο αυτό για κάποια χρόνια είχε ατονήσει στον τόπο μας, όμως τα τελευταία χρόνια αναβίωσε με πρωτοβουλία των Πολιτιστικών συλλόγων της περιοχής μας.

Προετοιμασίες της Παραμονής των Χριστουγέννων.

Στις 24 Δεκεμβρίου, Παραμονή των Χριστουγέννων, η νοικοκυρά και γενικά οι γυναίκες του σπιτιού, (πεθερά, νύφη, κόρες), σηκώνονταν πολύ νωρίς το πρωί, από τα βαθειά χαράματα, για να ανάψουν τον φούρνο και να κάνουν τις απαραίτητες προετοιμασίες για τις εορταστικές ημέρες που έρχονταν.

Είχαν να πλάσουν και να ψήσουν τα μικρά ψωμάκια – κουλούρια τα οποία θα έδιναν μαζί με άλλα καλούδια στα παιδιά που σε λίγο, με το χτύπημα της καμπάνας, θα ξεχύνονταν στους δρόμους για να πουν τα κάλαντα. Είχαν να ετοιμάσουν τα διάφορα εδέσματα, Χριστόψωμο, διάφορες πίτες, φαγητά και γλυκίσματα, τόσο για το Δείπνο της Παραμονής των Χριστουγέννων όσο και για το εορταστικό τραπέζι ανήμερα των Χριστουγέννων και των επόμενων ημερών, το οποίο έπρεπε να είναι πλούσιο, με πολλά είδη φαγητών και γλυκισμάτων.

Αφού άναβαν τον φούρνο, ζύμωναν τα ψωμιά και κουλούρια σαν ψωμάκια, τα οποία θα έδιναν στα παιδιά που θα έρχονταν τα ψάλλουν τα κάλαντα λίγο αργότερα την ίδια μέρα. Ακόμη, ετοίμαζαν διάφορες πίτες, την παραδοσιακή ριζόπιτα που δεν έπρεπε να λείπει από το τραπέζι της Παραμονής και το Χριστόψωμο (πουγάτσια με κέρμα), το οποίο δεν ήταν γλυκό αλλά με απλό ζυμάρι, και το οποίο «στόλιζαν – κεντούσαν» με ζυμάρι, σταφίδες, καρύδια κ.λ.π., σχηματίζοντας στον κέντρο τον σταυρό και διάφορες παραστάσεις γύρω του, ανάλογα με το επάγγελμα της οικογένειας, (τσαμπιά σταφύλι, στάχυα, προβατάκια κ.λ.π.) για το Δείπνο της Παραμονής. Ετοίμαζαν επίσης, ταψιά με διάφορα σιροπιαστά γλυκίσματα, την παραδοσιακή τατλία (μπακλαβάς), σαραλία (σαραγλί), γκρακλάνια (λαρύγκια), κάρκουβα πάσκα (στριφτό σιροπιαστό γλύκισμα), κούκλες, κ.λ.π., όπως τα έλεγαν στην τοπική μας διάλεκτο. Επίσης, έφτιαχναν ένα κουλούρι για τα οικόσιτα ζώα, αλλά και ένα κουλούρι σχήματος οκτώ «8» για την Καρακόντζια – τον Καλικάντζαρο.

Το πρωί, όταν τα παιδάκια θα έρχονταν να ψάλλουν τα κάλαντα, οι πίτες, τα γλυκίσματα και τα υπόλοιπα εδέσματα θα ήταν όλα έτοιμα και μοσχομύριζε όλο το σπίτι.

Καρακόντζια – Καλικάντζαρος

Ένα από τα αρτοσκευάσματα που ετοίμαζαν, όπως αναφέραμε παραπάνω, ήταν και το κουλούρι για την Καρακόντζια – Καλικάντζαρο το οποίο έπλαθαν σε σχήμα οκτώ «8» και αφού το έψηναν το άφηναν σε κάποια καμάρα – άνοιγμα σε τοίχο, έξω από το σπίτι, για να το βρει η Καρακόντζια – ο Καλικάντζαρος και να φύγει μακριά από το σπίτι. Πίστευαν ότι όλο αυτό το διάστημα, από τα Χριστούγεννα έως και την Παραμονή των Θεοφανείων, πριν αγιαστούν τα νερά, μετά την δύση του ηλίου κυκλοφορούσαν οι Καρακόντζιες – Καλικάντζαροι. Γι΄ αυτό και απέφευγαν αυτές τις ημέρες να κυκλοφορούν την νύχτα, και αν ήταν ανάγκη να βγουν από το σπίτι, έπρεπε να έχουν στην τσέπη τους λίγο θυμίαμα ή αλάτι για προστασία από τυχόν κακό συναπάντημα. Οι Καρακόντζιες έφευγαν μετά τον Αγιασμό των Υδάτων τα Θεοφάνεια και πήγαιναν να κρυφτούν στα βάθη της γης, σε σκοτεινές χαράδρες, σε κουφάλες δένδρων κ.λ.π. έως τα επόμενα Χριστούγεννα.

Επίσης, την Παραμονή των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές έπλεναν τα ρούχα της οικογένειας και φρόντιζαν να κρατήσουν νερό σε κουβάδες, διότι σύμφωνα με τις δοξασίες που επικρατούσαν, το επόμενο διάστημα έως τα Θεοφάνεια και τον Αγιασμό των Υδάτων δεν έπρεπε να πλύνουν ούτε να λουστούν, αφού το νερό δεν ήταν αγιασμένο, και στην ανάγκη, αν έπρεπε να πλύνουν και να λουστούν, πρόσθεταν στο μη αγιασμένο νερό, λίγο από το κρατημένο νερό.

Το κουλούρι για τα ζώα

Το κουλούρι που ετοίμαζαν το πρωί της Παραμονής των Χριστουγέννων για τα ζώα, το κρατούσαν πάνω από το τζάκι, και τα Θεοφάνεια το έπαιρναν στην Εκκλησία μαζί με λίγα σπυριά καλαμποκιού τυλιγμένα σε ένα μαντήλι ή σε πάνινη σακούλα, και την ώρα που γινόταν η κατάδυση του σταυρού από τον ιερέα στην κεντρική στέρνα της πλατείας για να αγιαστούν τα ύδατα, ή και λίγο αργότερα, το βουτούσαν στο νερό μαζί με τα σπυριά καλαμποκιού, για να το δώσουν στην συνέχεια στα ζώα και τα πουλερικά μαζί με την τροφή τους, για να το φάνε και να ευλογηθούν.

Κάλαντα

Το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων, παρέες παιδιών με τορβαδάκια κρεμασμένα στον ώμο τους, επισκέπτονταν τα σπίτια ψάλλοντας τα πατροπαράδοτα κάλαντα, έθιμο πανάρχαιο που σχετίζεται άμεσα με τους «Αγερμούς» στην Αρχαία Ελλάδα και τις Καλένδες των Ρωμαίων. Στα χέρια τους κρατούσαν ειδικά ραβδιά που στο ένα τους άκρο ήταν χοντρά, τα οποία ονόμαζαν «κουκουντάρκες». Κρατούσαν τα ραβδιά για να μοιάζουν με τους βοσκούς που πήγαν να προσκυνήσουν τον νεογέννητο Χριστό, αλλά υπήρχε και πρακτικός λόγος, καθώς με αυτά, με το χονδρό τους άκρο, έκρουαν τις αυλόπορτες των σπιτιών για να τους δεχτούν οι νοικοκυραίοι αλλά και για να απωθούν τα σκυλιά εάν τους ορμούσαν. Αφού πρώτα φώναζαν «Κόλ(ι)ντε Μπάμπω» δηλαδή «Κάλαντα γιαγιά», έψαλλαν τα κάλαντα, οι νοικοκυρές τους φίλευαν με μικρά ψωμάκια – κουλούρια, τα οποία είχαν ήδη ψηθεί στον ξυλόφουρνο, αλλά και με διάφορα καλούδια, εποχιακά και αποξηραμένα φρούτα, ξηρούς καρπούς, καρύδια, γλυκά, κ.λ.π. τα οποία έβαζαν στα τορβαδάκια τους, καθώς τα χρήματα σπάνιζαν τα παλιά τα χρόνια.

Ευχές ρίχνοντας βέργες στο τζάκι για δυνάμωμα της φωτιάς

Το πρωί της Παραμονής, τα μέλη της οικογένειας, αμέσως μετά το πρωινό ξύπνημα, αφού πρώτα πήγαιναν στην βρύση να πλυθούν, έπαιρναν από την αυλή από μια αρμαθιά ξερές βέργες στο χέρι και μπαίνοντας στο σπίτι, ο καθένας με την σειρά του, εύχονταν στους υπόλοιπους: «Καλημέρα σας Χρόνια Πολλά, σας φέρνω αρνιά, πουλιά, κουκούλια, υγεία, αγάπη, χαρά, ευτυχία, λεφτά και ότι άλλο ποθείτε» και έριχνε μία μία τις βέργες στο τζάκι για να δυναμώσει η φωτιά. Αυτό γινόταν από όλα τα μέλη της οικογένειας. Το ίδιο έκαναν και οι επισκέπτες, όταν επισκέπτονταν την Παραμονή των Χριστουγέννων κάποιο άλλο σπίτι.

Το τελετουργικό αυτό της ενδυνάμωσης της φωτιάς της οικιακής εστίας – του τζακιού με τις βέργες, είχε ως σκοπό την ευλογία και την ενδυνάμωση του σπιτιού και των μελών της οικογένειας με τις ευχές. Μας θυμίζει το τελετουργικό των θυσιών των αρχαίων Ελλήνων στα Ομηρικά έπη, κατά τις οποίες έριχναν σπυριά κριθαριού στην πυρά πριν την θυσία, ευχόμενοι ταυτόχρονα διάφορες ευχές προς τους Θεούς (Ομήρου Οδύσσεια, Ραψωδία γ, στ. 440-450), αλλά και το τελετουργικό της ενδυνάμωσης του ήλιου με πυρές και δαυλούς στην αρχαία Ρώμη, καθώς τις ημέρες αυτές αρχίζει να μεγαλώνει η ημέρα και να δυναμώνει ο ήλιος.

 

[caption id="attachment_147049" align="aligncenter" width="870"] Δείπνο Παμονής Χριστουγέννων – Αναβίωση εθίμου από μαθητές του Γυμνασίου Γουμ ένισσας 2012

Το Οικογενειακό Δείπνο της Παραμονής των Χριστουγέννων                                          

Το βράδυ όλη η οικογένεια συγκεντρωνόταν για το οικογενειακό Δείπνο της Παραμονής των Χριστουγέννων, το οποίο στην τοπική μας διάλεκτο ονομαζόταν «Μπ΄ντνικ», γύρω από τον σοφρά. Οι γυναίκες έστρωναν τον σοφρά, ο οποίος έπρεπε να είναι πλούσιος, με πολλά είδη αγαθών – φαγητών, για να υπάρχει πάντα αφθονία και ευλογία στο σπίτι, με το Χριστόψωμο (πουγάτσια με νόμισμα) στην μέση, την απαραίτητη ριζόπιτα και άλλες πίτες, διάφορα νηστήσιμα συνήθως φαγητά την βραδιά αυτή, σιροπιαστά γλυκίσματα, πετιμέζι, ξηρούς καρπούς και φρούτα, (στραγάλια, σταφίδες, καρύδια, κάστανα, πορτοκάλια, ρόδια, ξερά σύκα, σταφύλια που διατηρούσαν ειδικά για αυτήν την βραδιά, μήλα κ.λ.π.), λίγα ασημένια κέρματα για να υπάρχει πλούτος και χαρά στο σπιτικό, λίγα σπυριά θυμίαμα σε ένα πιατάκι για ευλογία, κ.λ.π. Επίσης, συνήθιζαν να βάζουν στο τραπέζι και ένα κλωνάρι πρασινάδας, σύμβολο ζωντάνιας, ελπίδας και δύναμης. Στα τραπέζια όσων δεν νήστευαν, δεν έλειπαν και οι τηγανιές με χοιρινό κρέας. Όλα έπρεπε να είναι πλουσιοπάροχα την βραδιά αυτή που θα υποδέχονταν και θα είχαν συνδαιτυμόνα τον Νεογέννητο Χριστό.

Διάλογος καλού – κακού, προτροπή προς τα ζώα και τις υπόλοιπες παραγωγικές δυνάμεις του σπιτιού για αύξηση της παραγωγής

Πριν καθίσουν για το δείπνο της Παραμονής, στις αγροτικές κυρίως οικογένειες, δύο τουλάχιστον από τα μέλη της οικογένειας, παιδιά συνήθως, πήγαιναν με την κανδήλα, καθώς ρεύμα δεν υπήρχε, στον στάβλο του σπιτιού, στα ζώα, και τελούνταν το ακόλουθο τελετουργικό. Το ένα από τα παιδιά αφού έπαιρνε ένα τσεκούρι στα χέρια και αφού πήγαιναν μπροστά στην αγελάδα έλεγε: «θα σφάξω την αγελάδα», το άλλο παιδί απαντούσε: «Όχι, δεν πρέπει, μας χρειάζεται η αγελάδα, θα γεννήσει μοσχαράκι θα μας δώσει και γάλα να τρώμε εμείς για να μεγαλώσουμε και να δυναμώσουμε». Μετά πήγαιναν στο άλογο και έλεγε ο ένας: «θα το σφάξω» θα του απαντούσε ο άλλος: «όχι δεν πρέπει, μας χρειάζεται για να μας οργώνει και να σπέρνουμε τα χωράφια, να μας φέρνει και ξύλα για να ζεσταινόμαστε». Στην συνέχεια πήγαιναν στον επάνω όροφο του σπιτιού, στον χώρο όπου γινόταν η εκτροφή των μεταξοσκώληκων, όπου υπήρχαν οι στύλοι στους οποίους στερεώνονταν τα ειδικά κρεβάτια, και ο ένας πάλι με το τσεκούρι στα χέρια έλεγε: «Θα τον κόψω τον στύλο» ο άλλος απαντούσε: «Όχι δεν πρέπει, μας χρειάζεται, εδώ θα βάλουμε τους μεταξοσκώληκες για να μας κάνουν πολλά κουκούλια».

Με τον τρόπο αυτόν, γινόταν κατά κάποιον τρόπο διάλογος ανάμεσα στο καλό και το κακό και τελικά νικούσε το καλό, η καλοσύνη, επίσης με την απειλή και τα γλυκόλογα ταυτόχρονα, γινόταν κάποιος εξαναγκασμός – προτροπή στις παραγωγικές δυνάμεις του σπιτιού, έμψυχες και άψυχες, για μεγαλύτερη και καλύτερη παραγωγή και προκοπή.

Στην συνέχεια πήγαιναν για το δείπνο μέσα στο σπίτι.

Δείπνο Παραμονής Χριστουγέννων – Διακρίνεται ο Ντεντο Μπουζικ με το παλτό, Αναβίωση εθίμου από μαθητές του Γυμνασίου Γουμένισσας

Οικογενειακό Δείπνο, Δρώμενο – Υποδοχή του Ντέντου Μπουζίκ (Παππού Θεούλη – Χριστού)

Πριν καθίσουν γύρω από τον σοφρά για το δείπνο της Παραμονής των Χριστουγέννων, αφού αρχικά θυμιάτιζαν όλους τους χώρους του σπιτιού, ακόμη και τα ζώα, για να φύγουν τα κακά πνεύματα, ο νοικοκύρης του σπιτιού έβαζε στο τζάκι, στην φωτιά, το μεγάλο κούτσουρο, το Χριστόξυλο που είχε διαλέξει από καιρό ειδικά γι΄ αυτήν την βραδιά. Το κούτσουρο αυτό, όπως προαναφέραμε, συνήθως από ξύλο βελανιδιάς, ήταν διαλεγμένο από το καλοκαίρι ακόμη, κατάλληλο ως προς το μέγεθος για να καίει επί τρείς τουλάχιστον ημέρες, θερμαίνοντας το σπίτι και την οικογένεια.

Καθώς τρεχούμενο νερό δεν υπήρχε τα παλιά τα χρόνια μέσα στα σπίτια, η νοικοκυρά του σπιτιού θα έφερνε ένα γκιουμάκι με χλιαρό νερό, λεκάνη και μια πετσέτα, για να πλύνουν όλοι τα χέρια τους πριν το φαγητό. Το ίδιο γινόταν και μετά το φαγητό.

Στην συνέχεια, ένα προεπιλεγμένο μέλος της οικογένειας, συνήθως ο μεγαλύτερος, έβγαινε έξω από το δωμάτιο και φορούσε βαριά κάπα για να υποδυθεί τον «Ντέντου Μπουζίκ» τον «Παππού Θεούλη», δηλαδή τον Χριστό.

Δύο από τα μέλη της οικογένειας σήκωναν τον σοφρά ο οποίος βρισκόταν στο κέντρο του δωματίου και αφού άνοιγαν την πόρτα τον τοποθετούσαν μπροστά στην ανοιχτή πόρτα λέγοντας: «Ντέντο Μπουζίκ, Ντέντο Μπουζίκ (Παππού Θεούλη, Παππού Θεούλη) Έλα να δειπνήσουμε». Το άτομο που βρισκόταν έξω και υποδυόταν τον Χριστό απαντούσε: «ετοιμάστε την σόφρα (σοφράς) και θα έρθω». Του απαντούσαν από μέσα: «όλα είναι έτοιμα, ορίστε, έλα να φάμε». Tους ρωτούσε: «τι θα με φιλέψετε για να ΄ρθω;». Του απαντούσαν: «απ’ όλα μας έδωσε ο Θεός» και απαριθμούσαν τα αγαθά που υπήρχαν στον σοφρά. Τότε, το άτομο που υποδυόταν τον Ντέντο Μπουζίκ – Χριστό έμπαινε μέσα φορώντας βαριά κάπα ή παλτό, με βαριά βήματα καθώς ερχόταν από μακριά, χαιρετούσε όλα τα μέλη της οικογένειας δια χειραψίας, ξεκινώντας από τους μεγαλύτερους ηλικιακά μέχρι τους μικρότερους και τους εύχονταν «Καλά Χριστούγεννα» και αφού τοποθετούσαν τον σοφρά στην θέση του, κάθονταν όλοι σε μεγάλα υφαντά μαξιλάρια γύρω από τον σοφρά για το δείπνο.

Με αυτόν τον τρόπο υποδέχονταν τον νεογέννητο Χριστό στο σπιτικό τους. Το παράδοξο είναι ότι τον υποδέχονταν όχι ως βρέφος, όπως θα περίμενε κάποιος την βραδιά των Χριστουγέννων, αλλά ως σεβάσμιο γέροντα, που φορά κάπα ή βαρύ παλτό. Το μέλος της οικογένειας που τον υποδύεται ντυμένος με κάπα ή παλτό, παριστάνει τον Χριστό ως σεβάσμιο γέροντα και ταυτόχρονα η οικογένεια γιορτάζει και τιμά την γέννησή Του.

Το όνομα «Ντέντο Μπουζίκ» με το οποίο προσκαλούν τον Χριστό την βραδιά αυτή στο σπιτικό τους, σημαίνει κατά λέξη στην ντόπια διάλεκτο της περιοχής μας «Παππού Θεούλη» και δηλώνει την βαθειά θεολογία που βίωναν οι αγράμματοι πρόγονοί μας, αποκαλώντας τον Χριστό «Παππού – Γέροντα» αλλά ταυτόχρονα και «Θεούλη – Βρέφος».

Ο νεογέννητος Χριστός που ήρθε στον κόσμο, είναι ταυτόχρονα Υιός Θεού, «Ομοούσιος τω Πατρί», γεννημένος «Προ πάντων των αιώνων». Άχρονος Θεός αλλά και γεννημένος – ενσαρκωμένος εντός του χρόνου. Είναι το «Θείον Βρέφος» το «Γεννημένον Σήμερον» εντός του Λειτουργικού – Λατρευτικού χρόνου της Εκκλησίας μας στον οποίο Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον γίνονται ένα.

Αφού κάθονταν όλοι γύρω από τον σοφρά και πριν αρχίσουν να γεύονται τα πλούσια εδέσματα που υπήρχαν, ο νοικοκύρης του σπιτιού έκανε τον σταυρό του και στην συνέχεια έπαιρνε το Χριστόψωμο με το νόμισμα, το τεμάχιζε με τα χέρια, χωρίς να χρησιμοποιήσει μαχαίρι αυτήν την βραδιά, (διότι με το μαχαίρι γίνονται και φόνοι και θεωρούνταν όργανο του κακού), κόβοντας το πρώτο τεμάχιο για τον Παντοδύναμο Θεό – Χριστό, το δεύτερο για το σπίτι, την περιουσία κινητή και ακίνητη και τα ζώα του σπιτιού, και στην συνέχεια για όλα τα μέλη της οικογένειας από τον μεγαλύτερο ηλικιακά έως τον μικρότερο, για να λάβουν την Θεία Ευλογία. Όποιος έβρισκε το νόμισμα θεωρούνταν ότι θα είναι ο τυχερός της χρονιάς. Άλλοι θεωρούσαν ότι όποιος έβρισκε το νόμισμα την παραμονή των Χριστουγέννων στο Χριστόψωμο θα ήταν ο άτυχος της χρονιάς, σε αντίθεση με αυτόν που θα έβρισκε το νόμισμα στην βασιλόπιτα το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, ο οποίος θα ήταν ο τυχερός.

Ο σοφράς με τα πλούσια φαγητά επάνω του, στον οποίο ήταν συνδαιτυμόνας και ο νεογέννητος Χριστός, θα έμενε στρωμένος επί τρία ημερόνυχτα, από το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων έως και το βράδυ της τρίτης ημέρας των Χριστουγέννων, χωρίς να ξεστρωθεί και να αδειάσει από τα διάφορα αγαθά – εδέσματα, για να είναι ευλογημένο το σπίτι και να υπάρχει αφθονία αγαθών σε όλη την διάρκεια της χρονιάς.

Επίσης, το γιορτινό τραπέζι έπρεπε να είναι γεμάτο αγαθά επί τρεις ημέρες, για να είναι ευπρόσδεκτος στο οικογενειακό τραπέζι οποιαδήποτε ώρα, κάθε περαστικός, φτωχός και πεινασμένος επισκέπτης.

Αφού έτρωγαν όλοι μαζί στον σοφρά – τραπέζι, οι γυναίκες γέμιζαν πολλές στάμνες και κανάτια με νερό, γιατί το δωδεκαήμερο από την Παραμονή μέχρι και τα Θεοφάνεια δεν λούζονταν με τρεχούμενο νερό της βρύσης, περίμεναν να αγιαστεί πρώτα. Υπήρχε και η πρόληψη ότι όποιος λουστεί κατά το διάστημα αυτό με τρεχούμενο νερό, θα υποφέρει από πονοκεφάλους.

Επίσης, το βράδυ της Παραμονής, μετά το Δείπνο, συνήθως οι γυναίκες του σπιτιού, φρόντιζαν να ασχοληθούν για πολύ λίγο, τυπικά, με τις συνηθισμένες καθημερινές δουλειές – δραστηριότητες του σπιτιού, π.χ να πλέξουν λίγο, να ράψουν λίγο σε ένα πανί, να κόψουν κάτι με το ψαλίδι, για να είναι ευλογημένες και αυτές οι εργασίες του σπιτιού και να μπορούν οι ίδιες να τις κάνουν σε όλη την διάρκεια της χρονιάς.

Την ίδια βραδιά, κάποια από τις γυναίκες ανέβαινε στον πάνω όροφο και από τον φεγγίτη, την «μπάτζια» που βρισκόταν στην σκεπή του σπιτιού, έριχνε έξω λίγα από τα τρόφιμα της βραδιάς να τα πάρουν οι Καρακόντζιες – Καλικάντζαροι και να φύγουν, και επίσης κρεμούσαν μεταξωτές ή μάλλινες κόκκινες κλωστές στο άνοιγμα του φεγγίτη, ή και ένα κλωνάρι κέδρου, για να εμποδίσουν την είσοδο των Καλικαντζάρων μέσα στο σπίτι. Κάποιοι άλλοι άναβαν ένα κλωνάρι κέδρου και το πετούσαν έξω από το παράθυρο για να τρομάξουν οι Καλικάντζαροι και να φύγουν.

Στην συνέχεια και ως την ώρα που θα πήγαιναν για ύπνο, κάθονταν γύρω από τον σοφρά, δίπλα στο τζάκι, ψήνοντας κάστανα, διηγούμενοι διάφορες ιστορίες και λέγοντας οι γεροντότεροι παραμύθια στα παιδάκια. Αν τα ψημένα κάστανα ξεφλουδίζονταν εύκολα, θεωρούσαν ότι ήταν καλό σημάδι για τις κλώσες του σπιτιού, οι οποίες θα έκαναν πολλά πουλιά.

Όπως είπαμε και παραπάνω, την στάχτη από την καύση του κούτσουρου το βράδυ της Παραμονής την φύλαγαν σε μια γωνιά του κήπου και με την πρώτη ευκαιρία, μετά τις γιορτές, όταν ο καιρός το επέτρεπε, μαζί με την υπόλοιπη στάχτη του δωδεκαήμερου, πήγαιναν και την σκόρπιζαν στα αμπέλια και στα υπόλοιπα κτήματα, για ευλογία και πλούσια καρποφορία. Επίσης φρόντιζαν να φυλάξουν λίγη από την στάχτη αυτή σε κάποιο σκεύος, διότι πίστευαν ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες για δερματικές κυρίως ασθένειες.

Το νόμισμα στο Χριστόψωμο παράλληλα με το νόμισμα στην Βασιλόπιτα και οι ευχές για Καλή Χρονιά το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων, μας παραπέμπουν ως αμυδρή μακρινή ιστορική ανάμνηση, στο γεγονός ότι κατά τον 4ο και 5ο αιώνα είχε καθιερωθεί η ημέρα των Χριστουγέννων και ως Πρωτοχρονιά από την Εκκλησία της Ρώμης, στην επιρροή της οποίας ανήκε το Ιλλυρικό και η περιοχή μας.

Χριστουγεννιάτικο τραπέζι

Την επόμενη ημέρα, ανήμερα των Χριστουγέννων, νωρίς το πρωί όλη η οικογένεια πήγαινε στην εκκλησία, όσοι είχαν νηστέψει το σαρανταήμερο μεταλάμβαναν, και μετά τον εκκλησιασμό επέστρεφαν στο σπίτι, όπου η νοικοκυρά ετοίμαζε το Χριστουγεννιάτικο γιορτινό τραπέζι.

Όταν ερχόταν η ώρα του φαγητού, συγκεντρώνονταν όλοι γύρω από τον σοφρά και αφού πρώτα θυμιάτιζαν το σπίτι για να φύγουν τα κακά πνεύματα, έκαναν τον σταυρό τους και εύχονταν μεταξύ τους «Καλά Χριστούγεννα», κάθονταν και έτρωγαν όλοι μαζί, απολαμβάνοντας τα πλούσια αγαθά του τραπεζιού. Ως κυρίως πιάτο την πρώτη ημέρα των Χριστουγέννων συνήθιζαν να μαγειρεύουν πετεινό, τον μεγαλύτερο του ορνιθώνα, μαγειρεμένο γιαχνί με κρεμμύδια, κοκκινοπίπερο και σούπα αυγολέμονο. Και φυσικά δεν έλειπε από κανένα σπίτι το μπρούσκο κόκκινο κρασί, η κύρια παραγωγή του τόπου μας. Τις επόμενες ημέρες μαγείρευαν συνήθως χοιρινό. Κάποιοι μαγείρευαν χοιρινό και την πρώτη ημέρα. Όσοι πενθούσαν, ανήμερα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς δεν έτρωγαν κρέας αλλά ψάρι.

Την πρώτη ημέρα των Χριστουγέννων όλοι έμεναν στα σπίτια τους εορτάζοντας οικογενειακά και δεν γίνονταν επισκέψεις σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια.

Την δεύτερη ημέρα, αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στην Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου, γίνονταν επισκέψεις σε συγγενείς και φίλους, καθώς η ημέρα αυτή ήταν αφιερωμένη στις κοινωνικές υποχρεώσεις.

Ο εορτασμός των Χριστουγέννων ολοκληρωνόταν την τρίτη ημέρα, με εκκλησιασμό στην εκκλησία της Παναγίας.

Όπως είπαμε και παραπάνω, μετά το εορταστικό τριήμερο, έπαιρναν τα υπολείμματα του Χριστόξυλου από το τζάκι και τα φύλαγαν σε μια γωνιά του κήπου, για να ανάψουν με αυτά την πρώτη φωτιά τον Απρίλιο στον χώρο εκτροφής των μεταξοσκώληκων, για να θερμαίνονται τα μαμούδια.

Σούρβε – Κάλαντα Παραμονής Πρωτοχρονιάς – Πρωτοχρονιά

Την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς το πρωί, οι νοικοκυρές ζύμωναν και έψηναν την βασιλόπιτα βάζοντας μέσα ένα φλουρί. Τα παλαιότερα χρόνια, αντί για γλυκιά βασιλόπιτα, έφτιαχναν κάποια πίτα, στην οποία έβαζαν το νόμισμα.

Το απόγευμα της Παραμονής της Πρωτοχρονιάς μετά τον εσπερινό αλλά και το πρωί της Πρωτοχρονιάς, τα παιδάκια ξεχύνονται στους δρόμους ψάλλοντας το «Πάει ο παλιός ο χρόνος» και άλλα Πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα, συμβάλλοντας στην χαρμόσυνη ατμόσφαιρα που επικρατεί.

Θεωρούσαν ευλογία και καλοτυχία για το σπίτι, το πρώτο παιδί που θα ερχόταν για τα κάλαντα το πρωί της Πρωτοχρονιάς να είναι κορίτσι.

Τα παλαιότερα χρόνια, τα κάλαντα της Παραμονής της Πρωτοχρονιάς στην περιοχή μας αλλά και σε περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας, όπως στην Σιάτιστα, τα έλεγαν «Σούρβε» καθώς άρχιζαν με την φράση: «Σούρβε μπάμπω (=γιαγιά) Σούρβε», ενώ τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα όπως προαναφέραμε άρχιζαν με την φράση «Κόλντε μπάμπω (=γιαγιά)». Η προέλευση της ονομασίας αυτής έχει άμεση σχέση με το δένδρο «Σουρβιά», «sorbus,i» στα λατινικά, το οποίο παράγει μικρούς καρπούς που μοιάζουν με μήλα ή αχλάδια. Το φιλοδώρημα των παιδιών παλιά στα κάλαντα ήταν κυρίως ξηροί καρποί (κάστανα, καρύδια, σταφίδες, ξερά σύκα, κ.λ.π.), φρούτα της εποχής και κουλούρια (μικρά στρογγυλά ψωμάκια). Φαίνεται πως αρχικά, στα κάλαντα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς συνήθιζαν να δίνουν στα παιδιά οπωσδήποτε και σούρβα, για να είναι καρπερή και παραγωγική η νέα χρονιά (ευετηρική προσφορά), και από αυτό το φιλοδώρημα ονομάσθηκαν «σούρβα» και τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα. Εξάλλου, σε κάποια μέρη της Μακεδονίας, και το ραβδί με το οποίο τα παιδιά χτυπούσαν τις πόρτες και λέγανε τα σούρβα ήταν κυρίως από σουρβιά και λέγονταν «σουρβάκα» (Μεγάλη ελληνική εγκυκλοπαίδεια , 22ος τόμος , σελίδα 161 εκδοτικού οργανισμού ” Φοίνιξ” και Λεξικό “Πρωΐας”, τόμος 2ος ,σελίδα 2211).

Το βράδυ της Παραμονής της Πρωτοχρονιάς και ενώ η οικογένεια είναι συγκεντρωμένη γύρω από τον σοφρά, πριν το βραδινό φαγητό – δείπνο, αφού πριν θυμιατίσουν όλο το σπίτι, ακόμη και τα ζώα, και κάνουν τον σταυρό τους ευχόμενοι: «Καλή και Ευλογημένη Χρονιά», ο αρχηγός του σπιτιού ή το γεροντότερο μέλος της οικογένειας αφού πρώτα σταυρώσει την Βασιλόπιτα (απλή πίτα με νόμισμα παλαιότερα) με το μαχαίρι, την κόβει μοιράζοντας τα κομμάτια, το πρώτο κομμάτι για τον Θεό, το δεύτερο για τον Άγιο Βασίλειο, το τρίτο για το σπίτι και την περιουσία και στην συνέχεια κομμάτια για όλα τα μέλη της οικογένειας κατά ηλικιακή σειρά, από τον μεγαλύτερο έως τον μικρότερο, και όποιος τύχει το φλουρί θα είναι ο τυχερός της χρονιάς. Στην συνέχεια ακολουθεί το δείπνο.

Κάθε οικογένεια υποδεχόταν τον νέο χρόνο με τον δικό της τρόπο, συγκεντρωμένοι στο σπίτι, τρώγοντας, πίνοντας, διασκεδάζοντας και ενίοτε χαρτοπαίζοντας για το καλό του νέου Χρόνου μέχρι τις πρωινές ώρες.

Το πρωί της Πρωτοχρονιάς όλη η οικογένεια εκκλησιάζονταν, για να έχουν Καλή και Ευλογημένη χρονιά.

Την Πρωτοχρονιά επίσης, φρόντιζαν να τους κάνει ποδαρικό στο σπίτι ένα μικρό παιδάκι. Την ημέρα αυτή απέφευγαν να προσφέρουν οτιδήποτε έξω από το σπίτι και να ρίξουν νερό έξω από αυτό.

Το μεσημέρι έτρωγαν όλοι μαζί στο εορταστικό οικογενειακό Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, το οποίο έπρεπε να είναι πλούσιο από αγαθά όπως και το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, για να είναι πλούσια, ευλογημένη και πλήρης αγαθών όλη η χρονιά. Ακολουθούσαν επισκέψεις σε σπίτια συγγενών και εορταζόμενων την ημέρα αυτή.

Παραμονή Φώτων – Θεοφάνεια

Την παραμονή των Φώτων τελείται από τους ιερείς στις εκκλησίες ο Μικρός Αγιασμός και αγιάζονται τα νερά. Οι γυναίκες παίρνουν αγιασμό και τον φέρνουν στο σπίτι. Ο ιερέας κάθε ενορίας κρατώντας τον σταυρό με ένα κλωνάρι βασιλικό και ένα χάλκινο σκεύος (κοτλέ) με αγιασμό, επισκέπτεται τα σπίτια ραντίζοντάς τα με τον αγιασμό για να αγιαστούν και να φύγουν οι καλικάντζαροι και οι άλλες υποχθόνιες κακές δυνάμεις. Οι νοικοκύρηδες του σπιτιού αφού πάρουν ένα ποτήρι αγιασμό από το κοτλέ, συμπληρώνουν ένα ποτήρι νερό από την βρύση, ώστε να είναι πάντα γεμάτο με αγιασμό, αφήνοντας και κάποιο κέρμα, παλιότερα μέσα στο σκεύος, ενώ στις μέρες μας στην τσέπη του ιερέα.

Αφού αγιάζονταν τα ύδατα, οι άνθρωποι μπορούσαν πλέον να πάνε να πλυθούν στις βρύσες με τρεχούμενο νερό, έχοντας μαζί τους την πρώτη φορά μία σκελίδα σκόρδο, ένα σαπούνι και ένα ματσάκι βασιλικό, με το οποίο ραντίζονταν με το νερό της βρύσης για να έχουν υγεία και δύναμη. Προηγουμένως έπιναν τρείς γουλιές από την αγιασμό που πήραν από το κοτλέ του ιερέα, είτε από αυτόν που είχαν φέρει οι ίδιοι από την εκκλησία και ράντιζαν με αυτόν το κεφάλι τους. Κάποιοι συνήθιζαν να πλένουν στα αγιασμένο πλέον νερό και τις εικόνες του σπιτιού για να εξαγνιστούν. Κάλαντα δεν έλεγαν την παραμονή των Φώτων στη περιοχή μας.

Ανήμερα των Θεοφανείων το πρωί, αφού πλένονταν στην βρύση, χτυπούσαν με το κεφάλι τους τρείς φορές την βρύση και στην συνέχεια ράντιζαν επίσης τρεις φορές το μέτωπό τους με ένα κλωνάρι βασιλικό βουτηγμένο στο νερό της βρύσης, λέγοντας ταυτόχρονα την λέξη «σιδερένιος», για να είναι γεροί και ευλογημένοι. Στην συνέχεια ντύνονταν και πήγαιναν στην Εκκλησία, όπου τελούνταν η ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού, ο Αγιασμός των υδάτων και στην συνέχεια η κατάδυση του σταυρού στην στέρνα της κεντρικής πλατείας.

Την ημέρα αυτή, η εικόνα της Βάπτισης του Ιησού Χριστού στην εκκλησία ήταν στολισμένη με πρασινάδες και εσπεριδοειδή.

Πηγαίνοντας στην εκκλησία, έπαιρναν μαζί τους σε ένα πάνινο σακουλάκι το κουλούρι που είχε πλάσει η νοικοκυρά του σπιτιού την παραμονή των Χριστουγέννων για τα ζώα και λίγα σπυριά καλαμπόκι, και την ώρα που ο ιερέας έριχνε τον σταυρό στην στέρνα της κεντρικής πλατείας για τον Αγιασμό των Υδάτων, είτε λίγο αργότερα, βουτούσαν το σακουλάκι με το κουλούρι και τα σπυριά καλαμποκιού στο νερό για να αγιαστούν και στην συνέχεια τα έδιναν μαζί με την τροφή στα οικόσιτα ζώα και τα πουλερικά τους, για να αγιαστούν και να ευλογηθούν και αυτά. Επίσης έπαιρναν και ένα μπουκάλι Αγιασμό από την εκκλησία, για ευλογία. Την ημέρα του Αγίου Τρύφωνα, την 1η Φεβρουαρίου, πήγαιναν με τον Αγιασμό και ράντιζαν τα αμπέλια και τα χωράφια τους, για να κάνουν πολλή και καλή σοδειά.

Στην Γουμένισσα, ο Αγιασμός των υδάτων και η κατάδυση του σταυρού τα Θεοφάνεια, γινόταν από παλιά στην στέρνα της κεντρικής πλατείας. Μετά το 1948, με την νέα διαμόρφωση και τον εξωραϊσμό της πλατείας, άρχισαν να ρίχνουν τον σταυρό στο νεόκτιστο σιντριβάνι και στην συνέχεια και για πολλά χρόνια στην πισίνα του στρατοπέδου, όπου κολυμβητές βουτούσαν για να πιάσουν τον σταυρό, με τον οποίο στην συνέχεια επισκέπτονταν τα σπίτια, ψάλλοντας το «Εν Ιορδάνη Βαπτιζομένου σου Κύριε» ραντίζοντάς τα με Αγιασμό και λαμβάνοντας φιλοδωρήματα από τους νοικοκύρηδες. Μετά την επιχωμάτωση της πισίνας γύρω στο 1990, η τελετή της κατάδυσης του σταυρού και ο Αγιασμός των υδάτων τελείται και πάλι στην στέρνα της κεντρικής πλατείας, χωρίς κολυμβητές, και η επίσκεψη στα σπίτια για τον Αγιασμό τους γίνεται από τον ιερέα της ενορίας.

Όσοι εκτρέφουν περιστέρια, την ημέρα αυτή φέρνουν τα πτηνά τους σε κλουβιά δίπλα από την στέρνα, είτε τα μοιράζουν σε κάποιους, κυρίως σε παιδιά, και την ώρα που ψάλλεται: «Και το Πνεύμα εν είδει περιστεράς…» απελευθερώνονται τα περιστέρια, τα οποία συμβολίζουν το Άγιο Πνεύμα, να πετάξουν στον ουρανό, δημιουργώντας χαρμόσυνη ατμόσφαιρα και προκαλώντας ανεπανάληπτα συναισθήματα χαράς.

Μετά τον εκκλησιασμό και κατά την διάρκεια όλης της ημέρας γίνονταν επισκέψεις σε συγγενικά σπίτια και σε σπίτια εορταζόμενων την ημέρα αυτή, καθώς όσοι φέρουν το όνομα Χρήστος, και είναι πολλοί στην Γουμένισσα, εόρταζαν τα Θεοφάνεια και όχι τα Χριστούγεννα, και έτσι ολοκληρωνόταν το Άγιο Δωδεκαήμερο των εορτών.

Εορτασμός του ονόματος Χρήστος τα Θεοφάνεια

Στην Γουμένισσα υπάρχει μια ιδιαιτερότητα, καθώς οι φέροντες το όνομα Χρήστος εόρταζαν και κάποιοι συνεχίζουν να εορτάζουν την ημέρα των Θεοφανείων και όχι τα Χριστούγεννα, οπότε μετά τον εκκλησιασμό και τον Αγιασμό των Υδάτων και καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας γίνονται επισκέψεις σε συγγενικά και φιλικά σπίτια για να τιμήσουν τους εορτάζοντες και έτσι σε γιορτινή και χαρούμενη ατμόσφαιρα ολοκληρωνόταν ο εορτασμός του Δωδεκαήμερου στην Γουμένισσα και γενικότερα στην περιοχή μας.

Σχετικά με την ιδιαιτερότητα αυτή του εορτασμού του ονόματος Χρήστος στον τόπο μας, έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες – ερμηνείες.

Σύμφωνα με παλιότερη ερμηνεία, ο εορτασμός του Χρήστου τα Θεοφάνεια ίσως είναι κατάλοιπο των πρώτων Χριστιανικών αιώνων, κατά τους οποίους Χριστούγεννα και Θεοφάνεια συνεορτάζονταν στις 6 Ιανουαρίου.

Υπάρχει και η άποψη ότι πεποίθηση των παλαιών Γουμενισσιωτών ήταν πως τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και ο Δεκαπενταύγουστος δεν είναι ημέρες προσωπικών εορτών αλλά οι «Μεγάλες Ημέρες», οι εξ’ ολοκλήρου αφιερωμένες στο Θείον (Χρ. Ίντος).

Βέβαια, με θεολογικά κριτήρια, ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο ως «Εμμανουήλ» που σημαίνει: «Ο Θεός μεθ’   ημών». Στην προφητεία του ο Ησαΐας απευθυνόμενος στον «οίκον Δαυίδ», στους απογόνους του Δαυίδ, δηλαδή στον λαό του Ισραήλ, λέει:· «Και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ» (Ης. 7,14). Στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, όπου ο άγγελος επαναλαμβάνει στον Ιωσήφ τα λόγια του προφήτη, λέει για τον λαό: «και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ» (Μτθ. 1,23). Και στις δύο περιπτώσεις ο ισραηλιτικός λαός καλείται να δώσει στον Μεσσία το όνομα Εμμανουήλ. Την όγδοη ημέρα από την Γέννησή Του έγινε η περιτομή και η τελετή ονοματοδοσίας Του στην οποία ονομάστηκε Ιησούς.

Χρίστηκε – Αναγνωρίστηκε από τον Θεό Πατέρα ως Υιός Του και Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος ενώπιον των ανθρώπων και με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος «Εν είδει Περιστεράς» κατά την Βάπτισή Του. Τότε κατέβηκε από τον ουρανό το Άγιο Πνεύμα υπό μορφή περιστεράς στον Ιησού και ταυτόχρονα από τον ουρανό ακούσθηκε φωνή που έλεγε ότι: «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός εν ω ευδόκησα». Η φράση αναφέρεται στα ευαγγέλια του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά. Και σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, η εορτή των Θεοφανείων «ήγετο δια το εν αυτή ανάδειξιν γεγενήσθαι της του Χριστού Θεότητος» Αποστολικές Διαταγές (η΄ 38).

Επομένως το όνομα Χρήστος ως παράγωγο του ονόματος Χριστός – Κεχρισμένος έχει κατά την ταπεινή μας γνώμη άμεση σχέση με την Βάπτιση του Ιησού και τα Θεοφάνεια.

 

Εικόνα 8. Ρουσαλίες στην Γουμένισσα, 2005, Ευλογία συμμετεχόντων από τον Μητροπολίτη Γουμενίσσης κ.κ. Δημήτριο.

Ρουσαλίες στην Γουμένισσα, 30-12-2009, επίσκεψη στο Δημαρχείο

Ρουσαλίες – Ρουσαλίοι

Κατά την περίοδο του Δωδεκαήμερου, από την Τρίτη ημέρα των Χριστουγέννων έως και τα Θεοφάνεια, στην περιοχή της Γουμένισσας αλλά και σε άλλες περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας τελούνταν και τελείται το έθιμο «Ρουσαλίες».

Πρόκειται για ένα πανάρχαιο έθιμο «αγερμού» ( αγερμός = έρανος, συγκέντρωση χρημάτων για τους θεούς), με ρίζες στην αρχαία Ελλάδα. Η ονομασία «Ρουσαλίες» πιθανόν να προέρχεται από τα «Rosalia» ή «Rosaria», ειδωλολατρική γιορτή των αρχαίων Ρωμαίων για την λατρεία των νεκρών, η οποία γινόταν Μάιο – Ιούνιο, εποχή που υπάρχουν άφθονα τριαντάφυλλα, καθώς «rosa» σημαίνει στα Λατινικά το τριαντάφυλλο.

Ρουσαλίες στην Γουμένισσα, 30-12-2009, πηγαίνοντας στον Μητροπολίτη

Στα χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τα «Rosalia» διαδόθη­καν στην Ελλάδα, στην Βαλκανική και την Μικρά Ασία. Οι Ελληνικοί και Ελληνόφωνοι πληθυσμοί εξελλήνισαν την λατινική λέξη «Rosalia» με την ελληνική «Ρουσάλια». Με την επικράτηση του Χριστιανισμού η γιορτή αυτή εκχριστιανίστηκε και διατηρήθηκε στους Βυζαντινούς, για να απαγορευτεί από την «Εν τρούλω Σύνοδο» το 692 μ.Χ., όπως και οι Καλένδες, ως ειδωλολατρική.

Σήμερα, με την ονομασία «Ρουσάλια» υπάρχει έθιμο που τελείται στα Μέγαρα, παλαιότερα και στο Αγρίνιο, κατά το οποίο ομάδες νέων ψάλλουν τα κάλαντα την Δευτέρα του Πάσχα.

Το έθιμο «Ρουσαλίες» λοιπόν που τελούνταν και τελείται στην Γουμένισσα και γενικότερα στην Κεντρική Μακεδονία, κληρονόμησε τον χαρακτήρα και τον σκοπό του «αγερμού», του εράνου δηλαδή για την συγκέντρωση χρημάτων για τους θεούς των αρχαίων Ελλήνων και το όνομα (με μικρή παραφθορά) από τα «Rosalia» ή «Rosaria» των αρχαίων Ρωμαίων και τα «Ρουσάλια» των Βυζαντινών. Ως προς το ένοπλο και την μορφή του χορού αποτελεί άμεσο απόγονο, επιβίωση και ιστορική συνέχεια του Πυρρίχιου, πολεμικού χορού των αρχαίων Ελλήνων, αλλά μεταλλάχθηκε, αποκτώντας Χριστιανικό ένδυμα, ως προς τον χρόνο (καθώς τελείται το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων), τον σκοπό και τον τρόπο τέλεσής του.

Οι Ρουσαλίες ήταν ομάδες δώδεκα ή και περισσότερων χορευτών, ντυμένοι με φουστανέλα, κεντημένο γιλέκο, πουκαμίσα, φαρδύ κόκκινο ζωνάρι, ειδικό κάλυμμα κεφαλής και τσαρούχια, οι οποίοι κρατούσαν σπαθιά στα χέρια, έχοντας επικεφαλής έναν αρχηγό, στον οποίο όφειλαν σεβασμό τα υπόλοιπα μέλη.

Ρουσαλίες στην Γουμένισσα, 30-12-2009, Χορός στην πλατεία

Είχαν ως σκοπό την συγκέντρωση χρημάτων για το κτίσιμο ή την επισκευή κάποιας εκκλησίας ή και σχολείου και η αποστολή τους ξεκινούσε την τρίτη ημέρα των Χριστουγέννων και διαρκούσε έως και τα Θεοφάνεια (6 Ιανουαρίου).

Εκτός από την ομάδα των χορευτών, τους ακολουθούσε (χωρίς να φορούν ειδική ενδυμασία) και επιτροπή πολιτών ως συνοδοί, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για την είσπραξη και φύλαξη των χρημάτων και την μεταφορά των διαφόρων προϊόντων – γεννημάτων που θα τους προσφέρονταν.

Είχαν ως αφετηρία την εκκλησία του τόπου τους, όπου συγκεντρώνονταν για να πάρουν την ευλογία του ιερέα.

Στην συνέχεια, και αφού τους ευλογούσε ο ιερέας και έδινε στον αρχηγό τους την εικόνα του Αγίου για το χτίσιμο ή την επισκευή της εκκλησίας του οποίου τελούνταν το έθιμο, με την συνοδεία μουσικής που αποτελούνταν από νταούλι και δύο ζουρνάδες, ξεκινούσαν χορεύοντας, αφού πριν έκαναν τρείς κύκλους γύρω από την Εκκλησία, κρατώντας και σείοντας τα σπαθιά ψηλά κατά την διαδρομή τους.

Επισκέπτονταν όλα τα γύρω χωριά, αφού πρωτύτερα ειδοποιούσαν τους τοπικούς άρχοντες για να πάρουν την άδειά τους και την τελευταία ημέρα, τα Θεοφάνεια, τελούσαν το έθιμο στο δικό τους χωριό, από όπου ξεκίνησαν. Έπαιρναν με την σειρά όλα τα σπίτια σχηματίζοντας με τα σπαθιά τους το σημείο του σταυρού πάνω από τις εξώπορτες των σπιτιών, για να φύγει το κακό από το σπίτι.

Οι νοικοκυραίοι τους υποδέχονταν με διάφορα κεράσματα και αφού προσκυνούσαν την εικόνα, τους προσέφεραν χρήματα ή γεννήματα – αγροτικά προϊόντα (σιτάρι κ.λ.π.), τα οποία φόρτωναν σε κάρο που τους ακολουθούσε, ως εισφορά για το κτίσιμο ή την επισκευή της εκκλησίας ή του σχολείου. Τα βράδια φιλοξενούνταν ανά δύο, σε σπίτια του χωριού στο οποίο βρίσκονταν.

Σε κάθε σταυροδρόμι του χωριού η ομάδα σταματούσε και χόρευε λεβέντικους πολεμικούς χορούς, οι οποίοι χορεύονταν αποκλειστικά από τους Ρουσαλίες την περίοδο αυτή, κάνοντας περιστροφικές κινήσεις, χτυπώντας ανά δύο τα σπαθιά, ή κρατώντας τα σπαθιά και από τις δύο άκρες. Οι όλες κινήσεις τους συνοδεύονταν από πολεμικές ιαχές.

Ρουσαλίες στην Γουμένισσα, 2005, Παίρνοντας την Ευλογία του Μητροπολίτη Γουμενίσσης κ.κ. Δημητρίου

Οι Γουμενισσιώτες Ρουσαλίες, αφού έπαιρναν την ευλογία και την εικόνα από τα χέρια του ιερέα και με αφετηρία μιας από τις εκκλησίες του τόπου μας, ξεκινώντας την τρίτη ημέρα των Χριστουγέννων, πήγαιναν σε διάφορα χωριά, και την τελευταία ημέρα, τα Θεοφάνεια, τελούσαν το έθιμο στην Γουμένισσα. Ολοκλήρωναν το τελετουργικό κάνοντας τρείς κύκλους γύρω από την εκκλησία και χορεύοντας τον προσκυνηματικό χορό, με τον οποίο είχαν αρχίσει την περιοδεία τους. Στην συνέχεια παρέδιδαν την εικόνα στον ιερέα της εκκλησίας φιλώντας του το χέρι και παίρνοντας την ευλογία του.

Τα χρήματα και τα διάφορα προϊόντα – γεννήματα (σιτηρά κ.λ.π.) που συγκέντρωναν, τα κατέθεταν ενώπιον της εκκλησιαστικής επιτροπής, η οποία τα αξιοποιούσε για τον προαναφερόμενο σκοπό.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Αποστολικές Διαταγές.
  2. Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη.
  3. Έθιμα και ιστορικές μαρτυρίες σε αφηγήσεις κατοίκων της Γουμένισσας και των χωριών της, Γυμνάσιο Γουμένισσας – Επιμέλεια Ελένη Καραθανάση, Γουμένισσα 2013.
  4. Ίντου Π. Χρήστου, Το Δωδεκαήμερο στην Γουμένισσα, περ. Μακεδονική Ζωή, Θεσσαλονίκη 1982.
  5. Λεξικό “Πρωΐας”, τόμος 2ος, σελίδα 2211
  6. Μεγάλη ελληνική εγκυκλοπαίδεια, 22ος τόμος, σελίδα 16, εκδοτικού οργανισμού ” Φοίνιξ”.
  7. Ξανθός Ι. ,Μακεδονικά έθιμα, Μακεδονικά τ. 5, σ.254-260, Θεσσαλονίκη 1963.
  8. Ομήρου Οδύσσεια, Ραψωδία γ, στίχοι 440-450.
  9. Παπαθανασίου – Μουσιοπούλου Κ. Παραδοσιακές εκδηλώσεις του λαού μας. Εκδ. Πιτσίλος Αθήνα 1992.
  10. Τοσιλιάνη Γ. Χρήστου, Τα έθιμα Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Φώτων στην Γουμένισσα, Χειρόγραφη αδημοσίευτη εργασία, 1977.
  11. Σχετικά άρθρα στο Διαδίκτυο.

 

Καλά Χριστούγεννα! Καλό Δωδεκαήμερο!

Ευτυχές, με Υγεία και Θεία Ευλογία το Νέον Έτος!

 

*Καθηγητής Θεολόγος

Περισσότερα

Γ.Περπερίδης: «Το ΕΣΥ χρειάζεται και στον νομό μία «γενναία» μεταρρύθμιση – αναβάθμιση»

Σε  μία παρέμβαση ρηξικέλευθη, τεκμηριωμένη, ρεαλιστική και  ταυτοχρόνως με σαφείς αποστάσεις από ωρισμένες παγιωμένες κομματικές πεποιθήσεις και απόψεις στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ […]

Δείτε ακόμα

Πόντιος και… δεν το «κρύβει»

Ήλθε γιά περιοδεία στον νομό ο υποψήφιος ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και πρώην υπουργός Φίλιππος Σαχινίδης. Η αρχή έγινε από την […]

Τον Κιλκισιώτη νέο διοικητή του 424 ΓΣΝΕ ταξίαρχο Α. Μιχαηλίδη επισκέφθηκε αντιπροσωπεία της ΔΕΕΠ Κιλκίς της ΝΔ

Τον Κιλκισιώτη νέο διοικητή του 424 γενικού στρατιωτικού νοσοκομείου εκπαιδεύσεως (424 ΓΣΝΕ), στην Θεσσαλονίκη, ταξίαρχο Απόστολο Μιχαηλίδη επισκέφθηκε εθιμοτυπικώς αντιπροσωπεία […]