Αρθρογραφία

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ – ΠΡΟΣΤΑΤΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ (Λόγος Πανηγυρικός)

Γράφει ο Γεώργιος Χ. Τοσιλιάνης*

Με θρησκευτική ευλάβεια και βαθιά Χριστιανική κατάνυξη τιμά στις 30 Ιανουαρίου κάθε χρόνο η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία μας, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, την μνήμη των τριών Μεγάλων Πατέρων και Οικουμενικών Διδασκάλων, των Τριών μεγάλων «Φωστήρων της Τρισηλίου Θεότητος», Βασιλείου του Μεγάλου, Ιωάννη του Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου.

Παράλληλα, όπως κάθε χρόνο, την 30η Ιανουαρίου, όλος ο Ελληνισμός γιορτάζει την επέτειο των Ελληνικών Γραμμάτων και του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, η οποία καταυγάζεται από τον εκκλησιαστικό συνεορτασμό των Τριών Ιεραρχών.

Μεγάλη γιορτή της Ορθοδοξίας η γιορτή της 30ης Ιανουαρίου. Ημέρα η οποία έχει καθιερωθεί ως γιορτή της Παιδείας και των Ελληνικών Γραμμάτων, ως γιορτή των δασκάλων και των μαθητών, ήδη από το Ακαδημαϊκό έτος 1843-1844.

Όποιος επιχειρεί να μιλήσει για τους τρεις Ιεράρχες ή να συντάξει μια έκθεση για τη ζωή και το έργο τους, βρίσκεται μπρος σε ανυπέρβλητες δυσκολίες. Δυσκολεύεται όχι για το τι πρέπει να πει, αλλά για το τι επιτρέπεται να παραλείψει από μια ζωή τόσο υποδειγματική, μια ενεργητικότητα τόσο πολύπλευρη και μια συγγραφική δραστηριότητα τόσο πλούσια, όχι ενός, αλλά τριών ανδρών που αναδείχτηκαν πραγματικοί τιτάνες του πνεύματος και της αρετής.

Και οι τρεις γεννήθηκαν και έζησαν κατά τον 4ο αιώνα, σε μια εποχή ταραχής και αβεβαιότητας. Η χριστιανική θρησκεία μόλις είχε αναλάβει από τους διωγμούς και τις καταστροφές, ενώ την τάραζαν θανάσιμα οι διάφορες αιρέσεις. Η αίρεση του Αρείου, με τις τεράστιες διαστάσεις της, απειλούσε να καταπνίξει τα αληθινά και ιερά δόγματα της Αγίας μας θρησκείας.

Βρέθηκαν όμως οι γεμάτοι δύναμη, σύνεση και αγάπη αυτοί άντρες, για να δώσουν νέα δύναμη και νέα λάμψη στην ιερή μας πίστη. Η ζωή και το έργο τους ήταν πραγματικά λαμπρό. Είχαν την ευτυχία να μορφωθούν άριστα σε μια εποχή που η μόρφωση ήταν σπάνιο φαινόμενο.

Είχαν σπάνια δύναμη λόγου, γλυκύτητα, σαφήνεια, θεία πνοή, και οι λόγοι τους έμειναν παροιμιώδεις.

Υπήρξαν τα ζωντανά παραδείγματα της αυταπάρνησης, της φιλανθρωπίας και της ευσέβειας. Υπηρέτησαν τον Θεό, γιατί υποστήριξαν με σθένος την ακεραιότητα της χριστιανικής πίστης, αλλά υπηρέτησαν και τους ανθρώπους, γιατί τους αφιέρωσαν κάθε υλική, σωματική και πνευματική τους δυνατότητα.

Αλλά ας γνωρίσουμε καλύτερα τους φωτισμένους αυτούς και θεόπνευστους άνδρες.

Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε το 330 στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Η γιαγιά του και η μητέρα του Εμμέλεια, κόρη μάρτυρα του Χριστιανισμού, που διακρίνονταν για την ευσέβεια και την φιλανθρωπία τους, του ενέπνευσαν την αγάπη για τον Θεό και τους ανθρώπους.

Τα πρώτα του γράμματα τα διδάχτηκε από τον πατέρα του ο οποίος ήταν ρητοροδιδάσκαλος, δηλαδή δικηγόρος. Συνέχισε τις σπουδές του στη Καισάρεια, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα, όπου έμεινε πάνω από τέσσερα χρόνια. Όταν γύρισε στην πατρίδα του, διακρίθηκε σαν ρήτορας. Αργότερα πήγε στην Παλαιστίνη και στην Αίγυπτο, όπου επισκέφτηκε τους πιο φημισμένους ασκητές της εποχής εκείνης. Γυρνώντας στην πατρίδα του, ποτισμένος από τις αλήθειες και τα διδάγματα της θρησκείας μας και πλημμυρισμένος από αγάπη και συμπόνια για κάθε αδύνατο και δυστυχισμένο πλάσμα, μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και έγινε μοναχός.

Την εποχή εκείνη, που οι αιρέσεις τάραζαν τη θρησκεία μας, τέτοια πνεύματα σπάνια και δυνατά, είχε ανάγκη η χριστιανοσύνη για να σωθεί.

Το 370 γίνεται επίσκοπος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Η φιλανθρωπία του, η αγάπη, η καλοσύνη και η συμπόνια του για τους αδύνατους, τους φτωχούς και τους δυστυχισμένους τον κάνουν να ξεχωρίζει ως επίσκοπος.

Ιδρύει την «Βασιλειάδα», ένα τεράστιο συγκρότημα κτιρίων, πρότυπο για την εποχή του, που περιελάμβανε νοσοκομείο, γηροκομείο, ορφανοτροφείο, σχολεία και ναό, όπου κάθε άρρωστος γέρος και ανήμπορος εύρισκε προστασία και ανακούφιση. Εκεί εργαζόταν και ο ίδιος για να περιποιηθεί γέρους και αρρώστους.

Γίνεται αγαπητός και σεβαστός από όλους. Δίνει τα πάντα για τους άλλους, ενώ για τον εαυτό του αρκεί ένα παλιό ράσο και ένα ζευγάρι παπούτσια που μαζί με λίγα βιβλία αποτελούσαν όλη την περιουσία του. Το σθένος και η τόλμη του υπήρξαν υποδειγματικά. Όταν π.χ. ο Μόδεστος, απεσταλμένος του αυτοκράτορα, τον απείλησε με δήμευση της περιουσίας του, με εξορία και θάνατο, διότι δεν ασπάστηκε τον Αρειανισμό, του απάντησε ότι δεν φοβάται τίποτε απ’ αυτά, γιατί δεν έχει παρά λίγα παλιά ενδύματα, οι κακουχίες δε και ο θάνατος θα τον φέρουν πιο γρήγορα κοντά στο Θεό, πράγμα που επιθυμεί τόσο πολύ.

Έγραψε πολλά σπουδαία συγγράμματα, ασκητικά, ηθικά, παιδαγωγικά, ομιλίες, επιστολές και Θείες Λειτουργίες. Πέθανε την 1η Ιανουαρίου 379 σε ηλικία 48 χρονών. Ο θάνατός του λύπησε χιλιάδες λαού, διότι έχασαν τον προστάτη και τον συμπαραστάτη τους.

Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος γεννήθηκε το 329 στην Αριανζό της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του ήταν επίσκοπος Ναζιανζού και η μητέρα του ονομαζόταν Νόννα. Άργησαν οι γονείς του να τον αποκτήσουν, γι’ αυτό, όπως ο Ιωάννης και η Άννα, τον αφιέρωσαν στο Θεό. Η μητέρα του με συστηματική θρησκευτική αγωγή, προσπάθησε να τον κάνει αντάξιο της υπόσχεσής της. Έτσι ο Γρηγόριος ανατράφηκε με μεγάλη θρησκευτικότητα, αγάπησε βαθιά την θρησκεία μας και αποφάσισε να αφιερώσει την ζωή του σ΄αυτήν και να την στηρίξει. Για να πραγματοποιήσει τον σκοπό του, πήγε στην Καισάρεια, στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα για να μορφωθεί.

Όταν γύρισε, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος Ναζιανζού. Το 379 τον κάλεσαν στην Κων/πολη, γιατί είχε επικρατήσει ο Αρειανισμός και η αληθινή χριστιανική θρησκεία κινδύνευε να καταποντιστεί. Ελάχιστους ορθόδοξους βρήκε στην Κων/πολη. Αλλά η ευγλωττία του και η δύναμη του λόγου του γοήτευσαν και ενθουσίαζαν τους ακροατές του που κάθε μέρα γίνονταν και περισσότεροι. Οι γεμάτοι σύνεση, σοφία και θεία πνοή λόγοι του ονομάστηκαν θεολογικοί γι΄ αυτό ακριβώς και ο ίδιος ονομάστηκε Θεολόγος.

Έγινε αρχιεπίσκοπος Κων/πολης και έλαβε μέρος στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, όπου το σοφό πνεύμα του έδωσε σπουδαίες συμβουλές και κατευθύνσεις. Αργότερα αποσύρθηκε στην Αριανζό, όπου και πέθανε σε ηλικία 90 χρονών. Μεγάλης σπουδαιότητας οι 45 λόγοι που ειπώθηκαν από τον Γρηγόριο στην Κων/πολη και που ενώ ακόμη ζούσε μεταφράστηκαν στην λατινική, στην αρμενική και στην συριακή γλώσσα.

Ο Ιωάννης Χρυσόστομος ο γεννήθηκε το 345 στην Αντιόχεια. Ο πατέρας του, στρατηλάτης Σεκούνδος, πέθανε λίγο μετά τη γέννηση του μικρού Ιωάννη. Η μητέρα του Ανθούσα, υπόδειγμα αρετής, τιμιότητας και ευσέβειας, αν και 20 μόλις χρονών, αφιέρωσε την ζωή της στην ανατροφή του παιδιού της.

Τον ανέθρεψε με ευσέβεια και ρίζωσε στην ψυχή του τον σεβασμό και την αγάπη στα διδάγματα του Σωτήρα μας. Ο Ιωάννης προοριζόταν για δικηγόρος και έτσι διδάχτηκε ρητορική και φιλοσοφία από τον σοφιστή Λιβάνιο και τον φιλόσοφο Ανδραγάθιο. Όμως το επάγγελμα αυτό το άφησε, αν και ήταν δεινός στο λόγο, για να ζήσει την ζωή του ασκητή. Όταν γύρισε στην Αντιόχεια, χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος και διακρίθηκε για την ευσέβεια, την φιλανθρωπία του, αλλά κυρίως για την εξαιρετική ευγλωττία του.

Οι λόγοι του προκαλούσαν ρίγη ενθουσιασμού. Από το στόμα του έρευσαν ποταμοί μέλιτος και θεωρείται ο μεγαλύτερος εκκλησιαστικός ρήτορας της ορθοδοξίας. γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ονομάστηκε και Χρυσόστομος. Η φήμη του είχε φτάσει πολύ μακριά.

Γρήγορα τον κάλεσαν στην Κων/πολη, όπου χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος. Έδειξε εξαιρετική τόλμη. Προσπάθησε να σταματήσει τα έκτροπα, που γίνονταν στους κόλπους της Εκκλησίας και του κράτους. Καυτηρίαζε το ίδιο κληρικούς και πολίτες και δεν δείλιασε να επιτεθεί εναντίον της αυτοκράτειρας εξαιτίας της προκλητικής ζωής που ζούσε. Οργίστηκε λοιπόν η αυτοκράτειρα και έπεισε τον αυτοκράτορα να εξορίσουν τον Ιωάννη. Φοβήθηκαν όμως την οργή του λαού που υπεραγαπούσε τον Ιωάννη και ανακάλεσαν την διαταγή.

Αλλά ο Ιωάννης με θάρρος και ελευθεροστομία δεν σταμάτησε να στρέφεται εναντίον κάθε παραβάτη και είχε δημιουργήσει εχθρούς ισχυρούς, που αυτήν την φορά κατάφεραν να τον εξορίσουν. Πέθανε στον δρόμο της εξορίας, από τις ταλαιπωρίες και τις κακουχίες, το 407.

Έγραψε πολλά συγγράμματα και βοήθησε με πολλούς τρόπους την εκκλησία, γι’ αυτό ονομάστηκε Στύλος της Εκκλησίας και Φως της Αλήθειας.

Το έργο των Τριών Ιεραρχών είναι διπλό: Πνευματικό και Ανθρωπιστικό.

Οι Τρεις Ιεράρχες υπήρξαν ενσαρκωτές της Παιδείας, της αληθινής Παιδείας, διότι μελέτησαν τα σοφά συγγράμματα των αρχαίων, καλλιέργησαν τον ρητορικό λόγο και παρέδωσαν συγγράμματα απαράμιλλης αξίας.

Υπήρξαν οι εμβριθείς γνώστες των επιστημονικών γνώσεων της εποχής τους, γιατί σπούδασαν, μαζί με την Θεολογία, και όλες τις άλλες επιστήμες και ιδιαίτερα την κλασσική Ελληνική Παιδεία.

Έθεσαν την κλασσική σοφία στην υπηρεσία της χριστιανικής αλήθειας και της χριστιανικής ηθικής. Ένωσαν τους δυο μεγάλους πρωτοποριακούς κόσμους και εναρμόνισαν τις Υψηλές ιδέες τους, σε αμοιβαία σύμπνοια και συνεργασία για το καλό της ανθρωπότητας. Τον πνευματικό κόσμο του κλασσικού Ελληνικού Πνεύματος με τον Πνευματικό κόσμο της «εξ Αποκαλύψεως» Χριστιανικής Αλήθειας.

Ωστόσο, η δράση τους δεν περιορίζεται στα στενά εκκλησιαστικά πλαίσια, αλλά είναι πολύπλευρη και εκτείνεται πολύ πέρα απ’ αυτά.

Με αξιοθαύμαστο ζήλο και αφοσίωση επιδίδονται στο έργο που έταξαν για την θεραπεία των διαφόρων αναγκών της Χριστιανικής κοινωνίας.

Βασική επιδίωξη και των τριών Ιεραρχών είναι η δημιουργία μιας Χριστιανικής κοινωνίας που να αποτελείται από άτομα που να έχουν ως κοινό γνώρισμά τους την αγιότητα, την αγάπη και την αδελφοσύνη, συγκροτώντας μια κοινωνία προσωπικοτήτων.

Εκεί όμως που έδωσαν μεγαλύτερη σημασία και έριξαν το περισσότερο βάρος της μέριμνάς τους ήταν η ιδρυματική περίθαλψη. Έτσι, τους βλέπουμε να ιδρύουν πτωχοκομεία, νοσοκομεία, βρεφοκομεία, ορφανοτροφεία, γηροκομεία κ.λ.π. , τα οποία φρόντισαν να οργανωθούν και να λειτουργούν υποδειγματικά. Με τα ιδρύματα αυτά εξασφάλισαν τροφή, στέγη, ενδύματα και περίθαλψη στους φτωχούς, τους γέροντες, τους πρόσφυγες, τα ορφανά, και γενικά όσους είχαν ανάγκη. Τα ευεργετικά αυτά μέτρα, που για την εποχή εκείνη θεωρούνται πολύ ριζοσπαστικά, δείχνουν την πλατειά κοινωνική τους αντίληψη.

Δεκαέξι αιώνες πέρασαν από την εποχή τους και παραμένουν επίκαιροι αφού επίκαιρα είναι πάντα «τα πάθη και οι καημοί του κόσμου».

«Ως πότε θα είναι παντοδύναμο το χρήμα, η αγχόνη των ψυχών, το αγκίστρι του θανάτου, το δόλωμα της αμαρτίας; Ως πότε θα κυβερνά ο πλούτος, η αιτία των πολέμων για τον οποίο κατασκευάζονται όπλα και ακονίζονται ξίφη;» αναρωτιέται ο Μέγας Βασίλειος.

Ακούμε και σήμερα με δέος τον Ιω. Χρυσόστομο να καταδικάζει με δριμύτητα την κοινωνική αδικία: «… ο Θεός από την αρχή δεν έκανε τον έναν πλούσιο και τον άλλο φτωχό, αλλά έδωσε σε όλους την ίδια γη. Από πού, λοιπόν, – ερωτά – εσύ μεν έχεις τόσα και ο άλλος ούτε μια χούφτα γης;».

Διαβάζουμε στα έργα του Γρηγορίου του Θεολόγου για την ατομική ιδιοκτησία: «… φτώχεια και πλούτος – μας λέει – εισβάλλουν στην ανθρωπότητα όπως οι αρρώστιες στον ανθρώπινο οργανισμό. Ο νόμος του χριστιανού είναι η ισότητα του Δημιουργού Θεού, δεν είναι ο νόμος του ισχυρού». «Γίνε στον γείτονά σου πιο πολύτιμος με την αγάπη, γίνε στον δυστυχισμένο Θεός με το να μιμείσαι την αγάπη του Θεού… Τον Χριστό να επισκεφθούμε, τον Χριστό να υπηρετήσουμε, τον Χριστό να θρέψουμε, τον Χριστό να ντύσουμε, τον Χριστό να περιμαζέψουμε, τον Χριστό να τιμήσουμε…» Μας προτρέπει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος

«Εσείς δεν χορταίνετε να τρώτε και να δαγκώνετε τους φτωχούς και εγώ δεν θα σταματώ να σας ελέγχω!» Βροντοφωνάζει ο Ιω. Χρυσόστομος, ο ιεράρχης, ο οποίος πούλησε ακόμη και τα αντικείμενα του επισκοπείου του και κατήργησε τα επίσημα γεύματα για να υποστηρίξει την φτωχολογιά της Αντιόχειας και της Κωνσταντινούπολης.

Η ελεημοσύνη δεν μπορεί να γίνεται το άλλοθι της κοινωνικής αδικίας. «Ελεημοσύνη από αδικίες δεν γίνεται» καταγγέλλει ο Μέγας Βασίλειος, αφού «δεν μπορεί να γίνει ο Θεός συνένοχος ληστών και αρπακτικών».

Γι’ αυτούς, αληθινή αγάπη είναι πριν απ’ όλα η κατάργηση της σχέσης εκμεταλλευτή και εκμεταλλευόμενου. Και μιλούν με θάρρος και τόλμη γι όλα αυτά οι Τρεις Ιεράρχες, επειδή οι ίδιοι είχαν εξαντλήσει με την ασκητική ζωή τους τα δικά τους όρια θυσίας και προσφοράς

Αλλά οι τρείς Ιεράρχες δεν ήταν μόνο άξιοι ποιμενάρχες που σημείωσαν υποδειγματική θρησκευτική και κοινωνική δράση, αλλά αναδείχθηκαν και μεγάλοι Διδάσκαλοι, γνήσιοι Παιδαγωγοί και Έλληνες Λόγιοι. Και όλα αυτά γιατί είχαν ευρύτατη μόρφωση και συνδύαζαν την Χριστιανική με την Ελληνική παιδεία. Τρανά δείγματα της πνευματικής τους ανωτερότητας είναι τα βαθυστόχαστα συγγράμματα τους, τα γεμάτα ηθικά διδάγματα. Δίκαια εξάλλου χαρακτηρίζονται ως κορυφαίοι διδάσκαλοι και παιδαγωγοί καθώς είναι γνώστες και μελετητές της παιδικής ψυχής και ασχολούνται και με παιδαγωγικά θέματα. Και όπως πολύ σωστά παρατηρεί κάποιος μελετητής του βίου και του έργου τους, θα έπρεπε να αποκαλούνται <<παιδαγωγοί της νεότητας>> γιατί οι τρείς Ιεράρχες μεγάλο μέρος της ζωής τους, της κοινωνικής και της συγγραφικής τους δραστηριότητας το έχουν αφιερώσει στους νέους.

Ως μεγάλοι διδάσκαλοι και παιδαγωγοί ενδιαφέρθηκαν για τα μεγάλα εκπαιδευτικά προβλήματα και τα ηθικά ζητήματα της εποχής τους.

Δίδαξαν ότι η αληθινή παιδεία έχει ως σκοπό να εξυψώσει τον άνθρωπο και να τον αναδείξει σε τέλεια προσωπικότητα. Ωστόσο για την επιτυχία του αυτού του σκοπού έπρεπε να υπάρχουν δάσκαλοι που να είναι οι ίδιοι προσωπικότητες. Οι τρεις Ιεράρχες θεωρούσαν το έργο του δασκάλου, και γενικότερα του εκπαιδευτικού, υψηλό, και ήθελαν τον εκπαιδευτικό προικισμένο με πολλά προσόντα και πολλές αρετές.

Ο Διδάσκαλος, έλεγε ο Μ. Βασίλειος, πρέπει να είναι: «υπόδειγμα βίου και κανόνας αρετής», ενώ ο Γρηγόριος συμπληρώνει: «Ή να μην διδάσκεις τίποτε, ή να διδάσκεις με το παράδειγμά σου, διαφορετικά ότι κτίζεις με το δεξί σου χέρι, το γκρεμίζει το αριστερό».

Και ο Ιω. Χρυσόστομος, για να τονίσει την μεγάλη σημασία που έχει το παράδειγμα του διδασκάλου στην ηθική και πνευματική διαπαιδαγώγηση των μαθητών έλεγε: «Ο παιδαγωγός πρέπει να είναι εαυτού διδάσκαλος». για να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση στους μαθητές του.

Αυτό εν ολίγοις ήταν το έργο των Τριών Ιεραρχών. Συνδύασαν την «θύραθεν σοφίαν» με την Χριστιανική και έγιναν οι ανανεωτές της αρχαίας Ελληνικής σοφίας και του αρχαίου ελληνικού πνεύματος.

Γι αυτό και δίκαια αναγνωρίστηκαν ως πρωτοπόροι και θεμελιωτές ενός καινούριου πολιτισμού, του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, πιο ολοκληρωμένου και πιο πλούσιου από κάθε άλλον, του πολιτισμού που αντικρίζεται σήμερα με ευλάβεια και θαυμασμό από όλα τα πολιτισμένα έθνη.

Σήμερα λοιπόν που η Ορθόδοξη εκκλησία μας και τα Ελληνικά γράμματα τιμούν την μνήμη τους, ας στρέψουμε την σκέψη μας στις αθάνατες αυτές μορφές που μας κληροδότησαν ότι καλύτερο και ευγενέστερο μπορούσε να δώσει το ανθρώπινο πνεύμα.

Ας ακολουθήσουμε τον δρόμο που μας χάραξαν με την ζωή τους και το έργο τους οι τρεις Μεγάλοι Φωστήρες της οικουμένης, Βασίλειος Γρηγόριος και Χρυσόστομος, και ας αντλήσουμε διδάγματα από αυτούς.

Κληρικοί, διδάσκαλοι, καθηγητές, γονείς, μαθητές και όλοι οι πιστοί Χριστιανοί, ας σκύψουμε στην μελέτη των θείων διδαγμάτων τους και μαζί με τον εκκλησιαστικό υμνωδό ας ψάλουμε κι εμείς: «Δεύτε της Τριάδος τους Λατρευτούς και της Οικουμένης τους πανσόφους καθηγητάς, συν Γρηγορίω, Βασίλειον τον Μέγαν και τον Χρυσούν την γλώτταν Ιωάννην ανευφημήσωμεν».

Απολυτίκιο Τριών Ιεραρχών

Τούς Τρεῖς Μεγίστους Φωστῆρας τῆς Τρισηλίου Θεότητος,
τούς τήν οἰκουμένην ἀκτῖσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας,
τούς μελιῤῥύτους ποταμούς τῆς σοφίας,
τούς τήν κτίσιν πᾶσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας,
Βασίλειον τόν Μέγαν, καί τόν Θεολόγον Γρηγόριον,
σύν τῷ κλεινῷ Ἰωάννη, τῷ τήν γλῶτταν Χρυσοῤῥήμονι,
πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν·
αὐτοί γάρ τῇ Τριάδι, ὑπέρ ὑμῶν ἀεί πρεσβεύουσιν.

M.Th. Θεολογίας – Καθηγητή Θεολόγου

Περισσότερα
Δείτε ακόμα