ΤΟ ΠΑΛΑΙΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΕΞΩΚΛΗΣΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΚΑΙ ΘΟΔΩΡΩΝ ΣΤΟΝ ΛΟΦΟ «ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ» ΣΤΗΝ ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΑ – ΓΡΙΒΑ
Τρία χιλιόμετρα δυτικά της Γουμένισσας και χίλια περίπου μέτρα ανατολικά της Γρίβας, στην κορυφή του λόφου «Μοναστήρι», βρίσκεται το εξωκλήσι των Αγίων Αντωνίου και Θεοδώρων.
Όπως η ονομασία του λόφου «Μοναστήρι» δηλώνει αλλά και η τοπική παράδοση πιστοποιεί, στην θέση του υπήρχε τα παλιά τα χρόνια μοναστήρι, η ύπαρξή του οποίου ανάγεται στα Βυζαντινά χρόνια.
Άλλωστε, η ύπαρξη πηγής πόσιμου νερού στους πρόποδες του λόφου, της πηγής της «Γκράντιστας», ευνοούσε την μόνιμη ανθρώπινη παρουσία και εγκατάσταση στον τόπο εκείνο. Το νερό της πηγής αυτής, κατά την διαμόρφωση της κεντρικής πλατείας το 1947-48, επί Επάρχου Παιονίας Ιωαννίδη, διοχετεύτηκε με πήλινους σωλήνες και τροφοδότησε την ιδιόρρυθμη διπλή βρύση, η οποία κατεδαφίστηκε κατά την νεότερη ανάπλαση της κεντρικής πλατείας, το 1993 – 94.
Ελάχιστες και σποραδικές ενθυμήσεις, διηγήσεις και μαρτυρίες, ως αμυδρές ακτίνες φωτός, επιχειρούν να διαλύσουν κάπως την πυκνή αχλή που σκεπάζει την ιστορία της αρχαίας αυτής μονής.
Το πότε ακριβώς κτίστηκε, αλλά και το πότε και υπό ποιες συνθήκες καταστράφηκε, μας είναι άγνωστο. Σύμφωνα με τις διηγήσεις, η Μονή βρισκόταν στην κορυφή του ομώνυμου λόφου και ήταν πλούσια, με μεγάλη ακίνητη περιουσία.
Κατά μια εκδοχή, ο απαγχονισμένος Ηγούμενος στον οποίο οφείλεται η ονομασία της Γουμένισσας, ήταν Ηγούμενος της Μονής αυτής: «…. ο οποίος δεν επέτρεπε στους αγελαδοβοσκούς των γειτονικών τσιφλικιών (τέτοια ήταν η Φιλυριά, η Γερακώνα, το Ομαλό και το Ρουμάνοβο) να βόσκουν τα ζώα τους στα μοναστηριακά κτήματα και συχνά διαπληκτιζόταν μαζί τους, με αποτέλεσμα να συμφωνήσουν αυτοί μεταξύ τους και να τιμωρήσουν τον «κακό» Ηγούμενο απαγχονίζοντάς τον σε πλατάνι της κεντρικής σήμερα πλατείας της πόλης, που ήταν δάσος». (Σπύρου Αλτίκη, Η Γουμένισσα η Παικική, Θεσσαλονίκη 2002, σ.13).
Επίσης, κατά άλλη εκδοχή, η Εικόνα της Παναγίας της Γουμένισσας προερχόταν από την Μονή αυτή, «ένας από τους λιγότερο διασωθέντες τοπικούς θρύλους» (Χρήστου Π. Ίντου «Η Παναγία της Γουμένισσας» Γουμένισσα 2007, σ.22), και όχι από την Μονή της Αγίας Παρασκευής η οποία βρισκόταν κοντά στον Πεντάλοφο, σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη.
Βέβαια, αποδεχόμενοι την τοπική παράδοση ότι η Εικόνα της Παναγίας εμφανίστηκε στην Γουμένισσα τρείς φορές με θαυματουργικό τρόπο προερχόμενη από την Μονή της Αγίας Παρασκευής του Πενταλόφου, σε συνδυασμό με την παραπάνω εκδοχή, ίσως αυτό να σημαίνει ότι η Θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Γουμένισσας βρισκόταν αρχικά στην Μονή του Αγίου Αντωνίου και στην συνέχεια, πιθανότατα μετά την καταστροφή της, να μεταφέρθηκε στην Μονή του Πενταλόφου, από όπου με θαυμαστό τρόπο εμφανίστηκε στην Γουμένισσα.
Το πότε το παλαιό Μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου καταστράφηκε και υπό ποιές συνθήκες, δεν μας είναι γνωστό. Πάντως στην θέση του, κατά τον 19ο αιώνα, υπήρχε εξωκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Αντώνιο και στους Αγίους Θεοδώρους (τον Τήρωνα και τον Στρατηλάτη), το οποίο πανηγύριζε το πρώτο Σάββατο της Μ. Τεσσαρακοστής, «εις ανάμνησιν του θαύματος των Κολλύβων του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος».
Το εξωκλήσι αυτό πυρπολήθηκε από τους Τούρκους στις αρχές του 20ου αιώνα (Διήγηση Μακαριστού Ιερέα της Γρίβας π. Ιωάννη Τάγκου). Πολύ σύντομα, οι κάτοικοι των τριών γειτονικών χωριών, της Γουμένισσας, της Γρίβας και του Πενταλόφου, το ξαναέκτισαν. Το εξωκλήσι αυτό διατηρήθηκε για πάνω από τέσσερις δεκαετίες, έως και την δεκαετία του 1940.
Το 1947, κατά την διάρκεια του αδελφοκτόνου εμφυλίου πολέμου, το εξωκλήσι καταστράφηκε και πάλι ολοσχερώς, από έκρηξη αντιαρματικής νάρκης, την οποία είχαν τοποθετήσει αντάρτες κάτω από το σκαλοπάτι της εισόδου του εξωκλησιού. Η νάρκη εξερράγη όταν κάποιος ανύποπτος στρατιώτης κάθισε πάνω στο σκαλοπάτι για να ξεκουραστεί, σκοτώνοντάς τον αυτόν και μαζί του και άλλους τρεις στρατιώτες του Ελληνικού στρατού. Η είσοδος με το μοιραίο σκαλοπάτι βρισκόταν στο κέντρο του νοτίου τοίχου του σημερινού εξωκλησιού.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1952, με την αφημένη στην λήθη του χρόνου αρχαία Μονή του Αγίου Αντωνίου ασχολήθηκε ο Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου κ.κ. Ιωακείμ, Μητρόπολη στην οποία υπαγόταν έως το 1991 η Γουμένισσα.
Συγκεκριμένα, το 1951, ο τότε Μητροπολίτης αποφάσισε και με την σύμφωνη γνώμη του τότε Επάρχου Παιονίας Ηλία Α. Τσιρκινίδη, να καταργήσει την ενορία της Παναγίας Γουμενίσσης, συγχωνεύοντάς την με την ενορία του Αγίου Γεωργίου Γουμένισσας και να μετατρέψει τον ενοριακό Ναό της Παναγίας Γουμένισσας σε Μονή. Οι προτάσεις του έγιναν αποδεκτές από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και εκδόθηκαν τα σχετικά Βασιλικά Διατάγματα[1]. (Β.Δ. 15/8-12-1951, ΦΕΚ.12/14-1-1952 και Β.Δ. 7-12-1951, ΦΕΚ.327/27-12-1951, Χρήστου Π. Ίντου «Η Παναγία της Γουμένισσας» Γουμένισσα 2007, σ.114).
Στην συνέχεια, το 1952, έκανε τις σχετικές ενέργειες ώστε να συνενωθεί η επανασυσταθείσα Ιερά Μονή Παναγίας της Γουμένισσας με την πάλαι ποτέ Ιερά Μονή του Αγίου Αντωνίου, η οποία όπως καταγράφεται σε σχετικό έγγραφο (Αρχείο Ιεράς Μητροπόλεως Πολυανής και Κιλκισίου Φ.43), βρισκόταν στην κορυφή του λόφου «Μοναστήρι», δημιουργώντας νέα Μονή, την «Ιερά Μονή Παναγίας Γουμενίσσης»[2]. «Τη συνένωση αυτής με την Παναγία της Γουμένισσας πρότεινε στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος ο Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου κυρός Ιωακείμ. Πέτυχε την έκδοση σχετικού διατάγματος (Βασιλικό Διάταγμα) τόσο για τη συνένωση που προαναφέρθηκε, όσο και για τη δημιουργία νέας Μονής, της Ιεράς Μονής Παναγίας Γουμενίσσης. Σκοπός της ενέργειας εκείνης ήταν …. να περιέλθει σε αυτήν η περιουσία της Παλαιάς Μονής του Αγίου Αντωνίου η περιουσία που πίστευαν κάποιοι εκκλησιαστικοί παράγοντες πως υπήρχε παλιά και είχε καταπατηθεί και υπεξαιρεθεί από κατοίκους της περιοχής» (Χρήστου Π. Ίντου «Η Παναγία της Γουμένισσας» Γουμένισσα 2007, σ.22.
Τελικά περιουσία της Μονής του Αγίου Αντωνίου δεν υπήρχε ή δεν βρέθηκε, καθώς δεν ήταν πουθενά καταγεγραμμένη.
Από το 1947-48 έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1990, το υπάρχον εξωκλήσι παρέμενε ερειπωμένο.
Στις 30 Ιουνίου 1994, εγκαινιάσθηκε από τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Γουμενίσσης κ.κ. Δημήτριο το σημερινό εξωκλήσι των Αγίων Αντωνίου και Θεοδώρων (Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων και Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης), το οποίο κτίστηκε με μέριμνα, ευθύνη και προσωπική εργασία του μακαριστού ιερέα της Γρίβας π. Ιωάννου Τάγκου και με την ποικιλότροπη, οικονομική, κ.λ.π. συνδρομή κατοίκων της περιοχής.
Κάθε χρόνο, το πρώτο Σάββατο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ημέρα κατά την οποία η Εκκλησία μας εορτάζει το «δια κολλύβων θαύμα του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος», όπως η προαιώνια τοπική παράδοση προστάζει, η αφετηρία της οποίας ανάγεται στα Βυζαντινά χρόνια, κάτοικοι από την Γουμένισσα την Γρίβα και τα γύρω χωριά, συνέρρεαν και συρρέουν στο εξωκλήσι των Αγίου Αντωνίου και Θεοδώρων για να λειτουργηθούν και να τιμήσουν τους Αγίους.
Τα παλιά τα χρόνια πολλοί μετέβαιναν καβάλα στα άλογα, κάνοντας και αυτοσχέδιους ιππικούς αγώνες κατά την διαδρομή, τιμώντας με αυτόν τον τρόπο τους καβαλάρηδες Αγίους Θεοδώρους. Στον περίβολο του εξωκλησιού, μετά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, στηνόταν πανηγύρι με χορούς και τραγούδια από τους μεγαλύτερους, τα δε παιδιά οργάνωναν ομαδικά παιχνίδια.
Η Θεία Λειτουργία και η κοσμοσυρροή, η προσευχή και η πανηγυρική ατμόσφαιρα στο εξωκλήσι κατά την ημέρα αυτή ποτέ δεν σταμάτησε, ούτε τα χρόνια κατά τα οποία το εξωκλήσι ήταν ερειπωμένο.
Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας, κάθε χρόνο, τελείται αρτοκλασία και διανέμονται εκτός από τα κόλλυβα, σε ανάμνηση του θαύματος των Κολλύβων, άρτος – λειτουργιά και νηστήσιμος χαλβάς σε όλους τους παρευρισκόμενους. Ο άρτος, ειδικά την ημέρα αυτή, έχει σχήμα ρόμβου και φέρει σφραγίδα με την μορφή του δικέφαλου αετού, προαιώνιο σύμβολο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Βυζαντίου, καθώς την επόμενη ημέρα εορτάζεται από την Εκκλησία μας η Κυριακή της Ορθοδοξίας, σε ανάμνηση της Αναστήλωσης των εικόνων κατά το πέρας της Εικονομαχίας το 842 από την Αυτοκράτειρα Θεοδώρα.
Τα πρώτα χρόνια, μετά την ανοικοδόμηση «εκ βάθρων» και τα εγκαίνια του νέου εξωκλησιού το 1994, έγινε προσπάθεια αναβίωσης του πανηγυριού, με την συμμετοχή τοπικών Πολιτιστικών Συλλόγων και χορευτικών τμημάτων, η οποία δυστυχώς ατόνησε τα τελευταία χρόνια.
Πηγές – Βιβλιογραφία
- Αλτίκη Σπύρου, Η Γουμένισσα η Παικική, Θεσσαλονίκη 2002.
- Ίντου Π. Χρήστου, «Η Παναγία της Γουμένισσας», Γουμένισσα 2007.
- Διήγηση Μακαριστού Ιερέα της Γρίβας π. Τάγκου Ιωάννου.
- Ιστορίες, Θρύλοι και Παραδόσεις της περιοχής μας.
- Διηγήσεις Γερόντων.
[1] Β.Δ. 15/8-12-1951, ΦΕΚ.12/14-1-1952 και Β.Δ. 7-12-1951, ΦΕΚ.327/27-12-1951, Χρήστου Π. Ίντου «Η Παναγία της Γουμένισσας» Γουμένισσα 2007, σ.114.
[2] Β.Δ. 23-4-1952, ΦΕΚ. 124/30-4-1952, Χρήστου Π. Ίντου «Η Παναγία της Γουμένισσας» Γουμένισσα 2007, σ.114.