Γιά πρώτη φορά Θεία Λειτουργία με ομιλία στην ποντιακή διάλεκτο
Μια τιμητική πρωτιά όχι μόνο περιφερειακής αλλά και πανελλήνιας εμβέλειας κατέλαβε το Κιλκίς την Κυριακή 19.5.19 ανήμερα της εκατονταετηρίδος της γενοκτονίας εις βάρος του Ελληνισμού του Πόντου.
Γιά πρώτη φορά στα χρονικά του τόπου, ακριβώς με αφορμή την ανωτέρω «μαύρη» επέτειο, πραγματοποιήθηκε κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας στον ιερό μητροπολιτικό ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Κιλκίς ομιλία γιά το χρονικό της γεγονοκτονίας στην …ποντιακή διάλεκτο!
Ομιλητής υπήρξε ο γενικός αρχιερατικός επίτροπος της ιεράς μητροπόλεως Πολυανής και Κιλκισίου πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Παντελίδης που είχε και την σχετική ιδέα.
Ο π. Γιώργης ξεκίνησε την ιστορική αυτή ομιλία ως εξής:
«Η ομιλία που θα ακούσετε σήμερα λόγω του επετειακού χαρακτήρα των εκατό χρόνων της Γενοκτονίας θα γίνει στην ποντιακή διάλεκτο.
Η αφορμή, δόθηκε όταν είχα διαβάσει τις θρυλικές ομιλίες του τότε διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος κ. Ξενοφώντος Ζολώτα στις οποίες χρησιμοποίησε λέξεις, που είχαν ελληνική προέλευση και εκφωνήθηκαν στην αγγλική, στην Ουάσιγκτων της Αμερικής κατά τα έτη 1957 και 1959.
Ηταν μία κίνηση γιά τα στρέψει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης στην βαθιά λαβωμενη από τον εμφύλιο πόλεμο Ελλάδα. Βεβαίως τώρα δεν έχουμε εμφύλιο πόλεμο (και να μην έχουμε ποτέ) αλλά με την ομιλία αυτή θέλω να δώσω έμφαση στο γλωσσικό ιδίωμα που έχει καθαρά ρίζες αρχαιοελληνικές και δυστυχώς «έπαυσε να ακούγεται».
Στην συνέχεια προχώρησε στην παράθεση των γεγονότων της γενοκτονίας στην ποντιακή.
Ατσάπα πόσα φοράς, αέρταν εμπροστάνε μουν, ή πόσον αγανεύουμε ατά που θα ακούμε και πόσον η καρδία μου θα εν πονεμένον από καθάν μιάν λέξη;
Πόσον τρανός εν ο καημόν και ντο πίκρας αδά και ατόσα χρόνε, σε ουλτς τ’ Έλληνες που έσκωσαν σα ράσα τουν έναν αοίκον τρανόν φορτίον γομάτον εχτράν;
Έχτραν γαρσού σ’ είναν λαό που έπρεπεν να νεσβίετε ασόν χάρτην.
Κ’ έτον μοναχάν οι Πόντιοι, αλλά η Ρωμιοσύνη.
Η Ρωμιοσύνη που σα χώματα εκείνα του Πόντου επαίρνεν άνασμαν, και τα ψύα του εγένουσνουν άμον ραχία.
Ατοίν ήσαν που εθύμιζαν σοι τουρκάντς, πως ατά τα χώματα είναι βεσιάτ των Ελλήνων.
Η γλώσσα, η πίστη, η παράδοση, όλε ετσάϊζαν Χριστόν και Ελλάδα. Πεντακόσα χρόνε σην σκλαβιάν και η Ρωμιοσύνη έστεκεν ολόρθα σα γιαζία και σα παρχάρε.
Πεσπελίμ έπρεπεν να επείνανατς να χάνταν.
Πως όμως; Πώς να αχπαντς κατ’ ατόσον δυνατόν; Έναν έτον η λύση: Γενοκτονία.
To Πακλάεμαν των Ελλήνων ασόν Πόντον
Ασα κουνία, το χάσιμον τη πατρίδας
(Γενοκτονία Ποντίων)
Το επεγούρτσεμαν (σκότωμαν) των Ελλήνων ασό πόντον, που εγράφτεν σο θυμητικόν, όλων όσων εζησανατον με τον έναν ή τον άλλο τρόπον, το γέμα τουν κι ανασπάλγκεται. «Το γέμαν, αχ ατο το γέμαν, που εξύεν για την (συμφέρον) κιασά των γαΐμηδων τρανών (δυνατών) σην γη, έντον μελάν και έγραψεν ο Τάσον Λειβαδίτης: «Εσείς αδελφέ που ερρούξατε, οι άνθρωπ επορεί να νεσπάλνε τ’ονόματά σουν, άμα η πατρίδα ακρατει το γέμα σουν σα ρίζας για να φουντουλίζνε (ανθίζνε).
Τα εγκαλέσματα (μαρτυρίες), πότε γραφτά, πότε με το στόμαν, έφτασαν ους οσήμερον ζωντανά σε μέτερα τα ημέρας.
Ο Οδυσσέας Ελύτης, τεμέτερον ο τρανόν ποιητής έγραψεν σο «Άξιον Εστί»: « Το ιστορικό θυμητικόν εινός μιλέτ (ενός λαού) εν ατιμέτος (ανεκτίμητος) δαρμηνευτής (σύμβουλος) και οδηγός για να χαράζ το διάβα (πορεία) προς τα εμπροστά. Η ιστορία τη Βαρβάρας Σαλτσίδου ασό Κόλοου Ερπαας, γεννημέντσα το 1902, που έγραψαν την ιστορίανατς το 1966, κρούει σα καρδίας και γομούται η γούλας.
«Έμνες απάν αφκά εκατό γαρίδας και είχαμε με τε μας 8-10 παιδία, από 2 μέχρι 7 χρονών και επήραμεν την γεράρ (απόφαση) να φουρκίζουματα μη τυχόν και κλαίνε ή κάποιον ασατά καλατσεύ και μαρτυρά την κρυβυσταρέαμουν (κρυψώνανε) σοι Τουρκαντς.
Ατότε, η καθαείνας απ’εμάς, επήρεν το παιδίν τ’άλλεσας και εφούρξενατο, αφού έσπιξεν την γούλανατ και εφέκενα σο νερόν τη τσανίχτρας (καταρράκτη) να εμπέν απές σο στόμανατ. Έναν κορίτς 6-7 χρονών, όντας είδεν ντο εγένουσουν επαρεκαλεσέ μας να μην εβγάλουμεν αση γούλανατς τα ζινιχέ (χάντρες) που είχεν και είπε μας σα τούρκικα : «Πενί ποορκενε τσι τσιλεριμι τσικαρτμαγιν» τεμέκ (δηλαδή), όντες φουρκίζετεμεν μη βγάλετε ασή γούλαμ τα ζινίχε …….. Ο Διαμαντίδης ο Κώστας γραφτ:
Όντες επήρεν όλε τα σουνανέματα (σημάδια) της ζωής τη πατρίδας και επήρεν την προαίρεσιν (απόφαση) να περάν γαρσού (απέναντι) όχι πολλά, αμά ούτε και λίγα:
Έναν παλαιόν φωτογραφία, ατότες που η οικογένεια έσανε ουλ μαζί, εμκαικά (πριν) ταγουτεύκουνταν (σκορπίσουν).
Έναν φυλαχτόν, γομάτο με ομούτε (ελπίδες)
Δύο παράνε (σειρές), ασέναν ανασπαλμένον τραγωδίαν.
Έναν λιθάρ,ασέναν γεφύρ, που εκρεμίεν απές ση μες, για να θυμίζ τη σεβντάν (έρωτα).
Έναν μικρόν δέντρον, για να φυτεύ ση νέαν πατρίδαν, όλεν την ζωήν. Για να είνεται ξαν (πάλι) ζωή.
Ακεί θα στέκνε σην εβόραν (σκια)ουλ οι χατεμέν (διωγμένοι) και οι εμπροστά ασατίντς και ατίν που θα έρτανε.
Τα οσπίτε που επιδέβανε (εγκατέλειψαν) σον άλλον τόπον, θα αφήκνε αδά τα μυστικά τουν.
Αμόν οσπίτ είνεται έναν δέντρον.
Τα μέρας θα κρεμάνε απάντ την πίκραν και την χαράν.
Τα πλανεμένε τα ώρας αβρήκνε την γαληνισίαν (ηρεμία) και όσοι απέρανε απ΄αδακά, ακοινωνούν. Κι αν όλε θα αλλάζνε, και όλε χαντάν με την βρέχιν, το δέντρον θα απομέν.
Έλεεν: «όλα θα πάνε καλά»
Πεσπελίμ (μπορεί) η μουγατζηρία (προσφυγιά) να μην αβασάνιγος (αβάσταχτη)
Ετοπλάεψεν τα πράματατ για το ταξίδ κε ποίκεν πολλά ώραν.
Εξέρνεν ντο θα επαίρνεν, κ΄ ενούνιζεν (σκεφτόταν) πολλά κ’έτον σα δίχωτα (αμφιβολίες).
Επόμνεν μοναχά ώραν πολλά, να εγκαλάζ με τ’ομάτατ, τον τόπον και τα πράματα. Να μη ανασπαλεί καμίαν την εικόνανα τουν . « Ότι κουβαλούμε απές σην καρδία μουν ατό εν η ζωή»
Ενεγκάσταν τ’ομάτατ να τερούν ολόερα. Επουγαλεύτεν (απόκαμε) ή ψύατ ασό παράπονον επήρεν έναν σολούχ (ανάσα), εκούρτεσεν (κατάπιε) και εξέγκεν (έβγαλε) έναν δυνατόν λαλίαν (φωνή) να ακούγιατο το βουνόν και εκλώστεν να φέει κ’ επόμνεν να παιρ απάντησιν.
Πελκί (ίσως) άλλον ώραν …..όταν ακλώσκεται ατότε θα αφουκράτε (ακούσει) το βουνόν.
Εκατήβεν για το λιμάν, τα καράβε φορτώνε όνειρα και ανθρώπς που θα πάνε σε είναν μάνναν, άγνωστον πατριδαν.
Κόσμος πολύς, κι ατός σασιρεμένος, να κρατεί σπιχτά σο σέρνατ την βαλίτσαν να μη κλέφνατεν και σο άλλον το δέντρον.
Σα σύνορα, οι πρόσφυγεν σειράν επήναν. Σ’ ομάτατουν είχαν ακόμαν τα χωρία και τα ραχία. Κ’ εξέρνες αν το νερόν που έτρεχεν σα μάγλατουν έσονε δάκρε ή νερά τη πατρίδας που εφέρνανε μαζίτουνε.
Όταν έρθεν η σειράτ σο Τελωνείον ο χουζμετικιάρτς (υπάλληλος), εξέκοψενατον «Κι περάνε είπενατον, τα ζωάς ασήναν στερέαν σ΄άλλον»
Εράεψεν τα πράματατ, φωτογραφίας, εικόνας, λώματα, το μνημονικόνατ.
Ατός, με το ταζούρ (θυμό) έλεενατον ντο πρεπ να παίρ και ντο όχι.
«Ατό θα απομέν αδά είπενατον με κατσίν άμον τη δαβόλ και έβγαλεν το δέντρον σε έναν γωνίαν. Είναις άλλος κι άλλο τρανός ασατόν, έρθεν και είπενατον με ταζούρ»
«Η ζωή κι πάει ασέναν το μερέαν σ’άλλο»
Για τ’ατό οι ανθρώπ εποίκαν τα σύνορα. Ότι εν αδά, απομμέν αδά και ατά που επήρες πολλά είναι. Το δέντρον κι πορείς να πέρτσατο. Αν θέλτς κρα έναν κλαδίν ή ολίγα φύλλα. Ατώρα εγροίξεν (κατάλαβε) ότι ο χωρισμός εν οριστικός.
Επήρεν δύο φύλλα, έβαλενατα ση τσόπανατ (τσέπη) εφίλτσεν την τεπέ τη δεντρί και εταξίδεψεν. Έρθεν, εδέκενατα την Ελένην, ετέρεσενατον απές σο μάτε και εξέγκεν από καρδίας έναν «Αχ!» Εκεί σο «αχ» απες, εχώρναν όλια τα «αχ» τη κοσμί.
Όλε ατά τα ιστορίας , αλλάϊ (συνοδεύονται) με δάκρε, κολοφώλε (συγγενείς) απέθαναν ασό ζόρνα τουν, (δυσκολίες,κακουχίες) μαννάδες εφέκανε οπίς νεογέννητα μωρά, άλτς έστειλανατς εξορίαν, και καμμίαν κ’εκλώσταν οξοπίς. Τα τάγματα εργασίας που εποίκαν οι Τουρκάντ,που εδείξανατς οι πολιτισμέν Ευρωπαίοι, έναν νιέτ (σκοπόν) είχαν: «Να σκοτώνε Χριστιανούς»
Και όμως, ους ατότε, ουλ αυούτοι οι ανθρώπ’ είχαν ζωήν, και δέριζαν (μοιράζαν) με Αρμενάντς,Λαζούς και εγνώριζαν ο είς την γλώσσαν τ’αλλουνού και έτρωγαν και έπιναν μαζί: Εδέριζαν (μοιραζόντουσαν) είναν ουρανόν και είναν νηγή (γή)
Δακρέ, μοναχά δακρέ,θυμούμαι σα βαθέα αυλακωτά κατσία των γοτζαμάνων (γερόντων) ποντίων τη χωρίνε μου,όποτε έλεγαν ιστορίας ασή χαμένην πατρίδαν.
Ατό,το χάσιμο ασά κουνία (Γεννοκτονία) των Ελλήνων ασόν Πόντον , κ’έτον έναν μοναχά κομμάτ (κομμάτι, γεγονός) τη ιστορίας, αλλά εν δεμένον, μετεείνον τον τρόπον που ερρούξεν η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Αοίκον ρούξιμον, που εσημαδεύτεν, ασό σκότωμαν των χριστιανών, όχι μόνον ασά βιλαέτε (περιοχές) των Ελλήνων, αλλά και τ’Αρμεναντίων.
Οπόντον, εν’έναν τρανόν μερρέαν τη δοξασμέντσας «Μικρασιατικής Ρωμιοσύνης». Οι Τουρκάντ, ενέφσαν τη Ρωμέϊς και επεγούρτσεψαν ( εξόντωσαν) σε Ανατολικήν Θράκην, Ιωνία, Βιθυνία,Καππαδοκίαν και σε άλλα μέρη, με τον είναν ή τον άλλον τρόπον και κατά καιρούς κιορέν (ανάλογα) με τα φουρσιάτε (ευκαιρίες) ντο είχαν. Ατό το οργανισμένον (οργανωμένο) πιτσίμ (σχέδιο), έβαλανατο σε αρμογήν (εφαρμογή) όντες ερχίνωσεν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, με αρχηγούς τη Νεοτούρκς και ασοί Κεμαλικούς. Εποίκαν ατόσο καλά τα πιτσίμε τουν (σχέδια) που εμπροστάτουν εφανερώθαν ότι έχνε να χωρίζνε πολλά, που οι δυνατοί με αοίκον πονηρίαν έστρεψαν ο είς σον άλλον.
Ατόσα χρόνε, κανείς κ’επορέσεν να ξεριζών το Ποντιακόν μιλέτ (λαός), ασή Μ. Ασίαν και έντονε ατόσον αγλήγορα, όντες ερρούξεν η Οθωμανική Αυτοκρατορία και επήραν σα σέρατουν τον ορισμόν (εξουσία) οι Κεμαλικοί ους το 1923 με την αλλαξίαν – (ανταλλαγήν) των περίλαων – (πληθυσμών). Και ζατίμ, αδά, πρέπ να νουνίζουμε τα τρανά τα λάθη τεμετέρ των Ελλήνων,που χαϊφε (αδιαφόρησαν) για το καλόν τη πατρίδας και έδεκαν όχι μονάχα «χώμαν και νερόν», αλλά και γέμαν αθώων, ντεμέκ σε χώρας που υποστηρίζανε μας και επεκεί έντανε οφίδε.
Το χάσιμον όλων των Ελλήνων ασό Πόντον, που έντονε ασ Εθνικεστες Τουρκάντ, ασό Βόρειον μέρος τη Μ. Ασίας εσκάλωσεν το 1916 και εγέντον ασοί Τουρκάντς.
Είνας πολιτική απές σο αίμαν, που εποίκαν οι Νεότουρκοι ασό (1914 ους 1918) και εταντάντσαν (συνέχισαν) οι Κεμαλικοί (από 1919 ους 1922).
Σ΄ ατά τα χρόνε εγένταν τα λεγόμενα «Γενοκτονίας», το σπάξιμον των Ελλήνων ασό 1913-1914, έντονε πρόβα για τα σπάξιμον τ’Αρμεναντίων (1915). Ατό είπενάτο Τούρκος ιστορικόν ο Τανέρ Αξάμ, που εδέβασεν και εμελέτησε το χάσιμον τ’Αρμεναντίων.
Όντες εσκάλωσαν οι Τουρκάντ το 1914, να χατεύνε τ’Έλληνες ασήν Ιωνίαν τ’Ανατολικής Θράκης, το 1915 εγέντον τ’Αρμενάντ η τραγωδία. Το 1916 εσκάλωσεν τεμέτερον η τραγωδία σο Πόντον. Οι Έλληνες που έτανε σον Πόντον εγέντον μάρτυρες για το σπάξιμον τ’Αρμενάντ. Ατό, η σφαγήν, εχπάραξεν τεμετέρτς και άντσαχ εγροίξαν ότι επεκεί θα έρτεν και τα τε ινέτερον η σειρά.
Το πακλαεμάν(διώξεις), εσκάλωσεν από πολλά ενωρίς, με το να στείλνε τ’αγούρτς από 15 χρονών ους 45 σα τάγματα εργασίας. Ασα τίντς, τη περισσότερους εστείλανατσ σην Σεβάστειαν και σο Βαν για να φτάνε τα στράτας. Προείπανατς και έβαλανατς σα δίχωτα (αμφιβολίες), να μη εφτάει κανείς την δουλείαν ντο είχεν και εδέκαν αμανάτ (εντολή) ση μουσουλμάντσ να μη έχνε δουλείας με τη Έλληνες, αλλέως θα εσκότονανατς. Οι Νεότουρκάντ, με τα ομάδας ντο εποίκαν, επένανε σα μακρινά Ελληνικά χωριά και έκλεβαν, εσκότωναν και εζορλάευαν (βίαζαν) τα γαρίδας.
Σε έναν χαρτί, ασείναν υπουργόν των εξωτερικών τη Αυστρίας, που έστειλανατο σο Βερολίνον έλεεν: «Οι Τουρκάντ θέλνε να νεβζήσνε (εξαφανίσουν) το Ελληνικόν μιλέτ όπως εποίκαν με τ’Αρμεναντς.
Οι Τουρκάντ εβάλανατα ση σειράν να χατεύνε τη Έλληνες ασόν Πόντον και να μην ξεχωρίζνε κανάν και ούτε να επορούν να ζούνε και άραέτς να είναι σο έλεος τη Θεού ους να αποθάνε ασήν πείναν. Τα ερημαγμένα (εγκαταλειμένα) οσπίτε, των επεριζομένων (εξοριζομένων) Ελλήνων εκουρσεύταν (λεηλατήθηκαν), ασά τουρκικά τάγματα τιμωρίας και εδίνανατα άψιμον και ότι επήκαν σ’Αρμεναντς εποίκαν, ατώρα και σεμετέρτς.
Ασ’όλα τα σπουδαία χαρτία, ασήν Βιέννη και σο Βερολίνον που έσαν για το πακλάεμα των Ελλήνων σον Μικρασιατικόν Πόντον, ους το 1918, έγραψανατα ο Πολυχρόνης Ενεπεκίδης με τον τίτλον «Γενοκτονία σον Εύξεινον Πόντο». Ασατά τα σπουδαία χαρτιά, δεβάζουμε, ότι οι Αυστρογερμανοί αντσαχ (μόλις) εγάνεψαν (κατάλαβαν), ότι οι Τουρκάντ εθέλναν να χάνε ασά κουνία ουλτς τ’ Έλληνες, αλλά και ακόμαν να πέρνε τη λογαρίαν (περιουσία) των πλουσίων. Οι Τουρκάντ εγουλάνεψαν (χρησιμοποίησαν) αοίκον δα βολεμένον τρόπον για το σκότωμαν των Ελλήνων, όπως εσίρεψαν (εκτόπισαν) σον χειμογκόν απές και προΐπανατς (απαγόρεψαν) να μη παίρνε με τα τιντς φαΐα,τεσάκια (στρώματα) και άλλα πράματα και κε εφέκανατς να στέκνε σε χωρία που εζήναν ανθρώπ, αλλά μοναχά σε τσόλε(έρημα) μέρη,που έσανε σο ελάεμαν (έλεος) τη χειμογκού, με το νιέτ (σκοπό), να αποθάνε, αφού θα έσανε στανικώς (αναγκαστικά) σο ζαμάν (καιρόν) και επεκεί, κι θα επόρναν να παίρνε ψωμίν και νερόν. Προείπανατς (απαγόρεψαν) τη σιρεμέντσ (εκτοπιζομένους), να μη βοηθούν τη γοτσαμάνους (γέρους) και τα γρεάδας, ούτε τα μικρά παιδία ούτε και τ΄αρρώστους και αέτς εφήνανατς σ’ορμάνε (δάση) και απεθάναν ασό λιμόν (πείνα) ή εσκότωνανατς οι Τουρκάντ.
Αχ! Είναι πολλά να γράφτω και πολλά να λέγω. Τελειωμόν κ’έχνε. Όποιον βιβλίον να πιάντς και δεβαϊς, τα δάκρες τρέχνε: Τη Πανάρετονος, τη Βαζελιώτου τα σηνανέματα, τη Φωτιάδη τα βιβλία, τη Τσιρνικίδη το βιβλίον, τη Αντών τη Γαβριηλίδη? τη Βλάση τη Αγτζίδη, τη χώρας τα βιβλία? Τίνος, τίνος?
Κι ξέρω οχρόνον ντο θα φέρ, και πώς η ιστορία θα δει (δώσει) σ’ατά ντο θέλνε τα παιδίατς. Εγώ μίαν θα κρατώ, να γράφτω ση γλώσσαν τη γιαγιάσιμ και θα κουρφεύκουμαι και θα καλατσεύω πάντα για εκείνεν τη γή. Για την πατρίδαμ. Όχι την πατρίδα που έχασα τα τόπε, αλλά , για την πατρίδαν εκείνεν τη ιστορίας, τη πολιτισμού και τη μνήμης. Όπως ο Κωστής Μοσκώφ λέει: «Αρνούμαι την αλλαξίαν. Τεμέτερον οι παλαιοί, θα είναι πάντα σόν Πόντον, ανάμεσα στην Μαύρη Θάλασσαν και σήν τεπέ τη Τσάμπαζι» Αρνίουμαι, την ανταλλαξίαν και κρατώ κι άλλο γαΐμε την σημαία τ΄αντίστασης σην γλώσσαν. Για τ’ατό οφέτος, σα 100 χρόνια τη θύμισης, ασήν τραγωδίαν, εφτάμε ως μνημόσυνον, ατό την ομιλίαν σήν γλώσσανεμουν, όπως ατότε ο Ξενοφών Ζολώτας, όντες έτονε Διοικητής τη Τράπεζας Ελλάδος, επείκεν σην Ουάσιγκτον τη Αμερικής στις 26-10-1957 με λόγια τεμέτερα, Ελληνικά, και ουλ εθαύμασαν και απόμναν με το στόμα ανοιχτόν. Αέτς εθύμτσεν σε ούλτ, ό,τι η Ελλάδα εν ζωντανέσα και ας έτονε ο εμφύλιον πόλεμον. Αετς κ’ατώρα. Ενεσπάλαμεν τη γλώσσα μουν και χάτει ιστορία μουν και εμείς λιβανίγουμες και λιβανίζουμε τον είναν και τον άλλον. Με τατό την καλατσήν (ομιλία), ογρασεύω(προσπαθώ) να επεκουμπίζω (αγγίζω), τον πόνον ντο έσετε σα καρδίας ασήν «Γενοκτονία», και με τ’ατό τον τρόπον, να δίγουμε τιμήν σ’αποθαμέντς που έγραψαν την ιστορία μουν, αλλά και σε μας που επόμναμε οτσάχα (απόγονοι) αναμμένα, να επορούμε, με την ογρασία (προσπάθεια) μουν, το μεκατίρνε μουν να καταδικάζουμε ατό το έγκλημα με τ’ομουτ (ελπίδα), ότι ατό η καταδίκη, θα είνεται μάθεμαν για να μην ξαν είνουνταν αοίκα (τέτοια) Γενοκτονίας.
Όντες λοιπόν οι ανθρώπ τραγωδούν, χορεύνε, παίζνε θέατρον, εφτάνε όνειρα, ατότες οι αποθαμέν απομένε ζωντανοί και η πατρίδα πάντα « ΕΝ ΑΘΑΝΑΤΟΣ»
Αιωνία η μνήμη, ο Θεόν να αναπαυ τα ψύα τουν.
π. Γεώργιος Παντελίδης
Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος
Ιερά Μητρόπολης Πολυανής και Κιλκισίου
Λ Ε Ξ Ι Λ Ο Γ Ι Ο Ν
Επεγούρτσμαν = σκότωμα
Πακλάεμαν = εξαφάνισμα
Γεμα = αίμα
Ανασπάλγκετα = ξεχνιέται
Κιασά = συμφέρον
Γαϊμηδων = δυνατών
Ανασπάλλω = ξεχνώ
Φουντουλίζω = ανθιζω
Εγκάλεμα = μαρτυρία
Μιλέτ =λαός
Ατίμετος = ανεκτίμητος
Δαρμηνευτής = σύμβουλος
Δάβα = πορεία
Γεράρ =απόφαση
Φουρκίζω = πνίγω
Καλατσεύω = ομιλώ
Κρυβυσταρία =κρυψώνα
Γούλα = λαιμός
Τσανίχτρα =καταράκτης
Γανεύω =καταλαβαίνω
Ζινίς = χάντρα
Αλλάι =συνοδεία
Κολοφώλ =συγγένεια
Νιέτ =σκοπός
Δερίζω =μοιράζω
Νηγή =γή
Ζιτζαμάνος = γέροντος
Βιλαέτ =περιοχή
Επεγούρτσεψαν = κιορέν
Κορέν = ανάλογα
Φουρσιάτ =ευκαρία
Οργανισμένο = οργανωμένο
Πιτσίμ =σχέδιο
Αρμογή = εφαρμογή
Ορισμός = εξουσία
Νουνίζω = σκέφτομαι
Χαϊφέ =αδιαφορία
Ταντανίζω = συνεχίζω
Ασκαλώνω = αρχίζω
Αχπαράζω =τρομάζω
Διχωτά = αμφιβολίες
Αμανάτ =εντολή
Ζορλαεύω = βιάζω
Γαρή = γυναίκα
Νεβζήζω =εξαφανίζω
Κουρσευω = λεηλατώ
Άψιμον = φωτιά
Άντσαχ =μόλις
Γανεύω = καταλαβαίνω
Λογαρίαν =περιουσία
Γουλανεύω = χρησιμοποιώ
Σιρεύω = εκτοπίζω
Τεσάκια = στρώματα
Τσόλε = έρημος
Ελάεμαν = έλεος
Στανικώς = αναγκαστικά
Ζαμάν = καιρός
Ορμάν = δάσος
Λιμός = πείνα
Σηνάνεμα = σημείωση
Κουρφεύκωμα = γοητεύομαι
Τεπέ = κορυφη
Γαΐμε = δυνατά
Όντες = όταν
Τεμέτερα = δικά μας
Χατέ = χάνεται
Καλατσή = ομιλία
Ογρασεύω = προσπαθώ
Επεκουμπίζω =αγγίζω
Οτσαχα = τζάκια
Μεκατίρ = ηθική αξία
Ομούρ = ελπίδα
Αοίκο = τέτοιος