8 Απριλίου 1941 οι Γερμανοί στην Γουμένισσα – Κατοχή (Γενική προσέγγιση)
Στις 6 Απριλίου του 1941, στις 5.45 το πρωί, και ενώ ο κύριος όγκος του Ελληνικού στρατού αντιμετώπιζε νικηφόρα τον Ιταλικό στρατό στα βουνά της Β. Ηπείρου, η χώρα μας δέχθηκε την επίθεση της Γερμανικής πολεμικής μηχανής.
Στις 05:30 το πρωί της ημέρας εκείνης, ο Γερμανός πρεσβευτής στην Ελλάδα, πρίγκιπας Έρμπαχ, επέδωσε στον πρωθυπουργό Α. Κορυζή διακοίνωση, στην οποία αναφέρονταν οι λόγοι της Γερμανικής επίθεσης. Η διακοίνωση έλεγε πως η κυβέρνηση του Ράιχ έδωσε διαταγή στα στρατεύματά της να εκδιώξουν τις Βρετανικές Ένοπλες Δυνάμεις από το Ελληνικό έδαφος. Κάθε αντίσταση στις Γερμανικές Ένοπλες Δυνάμεις θα συντρίβεται αδιακρίτως.
Ο Κορυζής απάντησε στον Γερμανό πρεσβευτή ότι η Ελλάδα θα αντισταθεί στην Γερμανική επίθεση και δεν θα υποταχθεί αμαχητί. Νωρίτερα, στις 05:15, τα Γερμανικά στρατεύματα είχαν ήδη προσβάλει ταυτόχρονα το Ελληνικό και Γιουγκοσλαβικό έδαφος.
Ήδη από τον Σεπτέμβρη του 1940, μετά την αναβολή της επιχείρησης «Θαλασσινός Λέων» (απόβαση στην Αγγλία) και την κατάληψη της Κεντρικής Ευρώπης, ο Χίτλερ άρχιζε να ετοιμάζει την επίθεση κατά της ΕΣΣΔ. Θα έπρεπε όμως να «καθαρίσει» την κατάσταση στα Βαλκάνια, ώστε να μην έχει προβλήματα στα μετόπισθεν του.
Η απόφαση για την εισβολή του Γερμανικού στρατού στην Ελλάδα με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Μαρίτα» είχε ήδη παρθεί με την υπ’ αριθμ. 20 διαταγή στις 13 Δεκέμβρη, με πιθανή έναρξη των επιχειρήσεων στα τέλη Μαρτίου 1941 . Την εισβολή θα διεξήγαγε η 12η στρατιά υπό την διοίκηση του Στρατάρχη Βίλχελμ Λιστ (Wilhelm List).
Η επίθεση έγινε από το έδαφος της Βουλγαρίας, η οποία ήταν σύμμαχος των Γερμανών . Δύο γερμανικά σώματα στρατού επιτέθηκαν στις ελληνικές θέσεις στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Άρχισε έτσι η λεγόμενη μάχη των οχυρών, της γραμμής Μεταξά, η οποία διήρκεσε μόλις τέσσερις μέρες, παρά την ηρωική αντίσταση του Ελληνικού στρατού.
Την 6η Απριλίου, πρώτη ημέρα του Ελληνογερμανικού πολέμου, ο Ελληνικός στρατός αντιστάθηκε με γενναιότητα στις επιθέσεις του εχθρού, στα οχυρά της γραμμής Μεταξά.
Στις 7 Απριλίου και ενώ συνεχιζόταν η αντίσταση των Ελλήνων στα οχυρά, η 2η Μεραρχία Πάντσερ του Γερμανικού στρατού, αφού διέλυσε την μεραρχία Bregalnica κατέβαλε την αμυντική γραμμή της Γιουγκοσλαυίας, η οποία παρά τις προσπάθειες προσέγγισης από τον Χίτλερ ήταν με το μέρος των Συμμάχων, προελαύνοντας ραγδαία στο Γιουγκοσλαυικό έδαφος και αφού το απόγευμα της 7ης Απριλίου κατέλαβε την Στρώμνιτσα αναγκάζοντας τον Γιουγκοσλαυικό στρατό να συμπτυχθεί δυτικά του Αξιού, δια της κοιλάδας του Αξιού πέρασε την Ελληνική μεθόριο , διαλύοντας ή παρακάμπτοντας τις αντιστάσεις που συναντούσε στον διάδρομο του Αξιού, δυτικά της λίμνης Δοϊράνης έως και τον Αξιό ποταμό, υπερκέρασε τις Ελληνικές θέσεις άμυνας και κατευθύνθηκε νότια προς Θεσσαλονίκη , απειλώντας ταυτόχρονα τα μετόπισθεν των ελληνικών στρατευμάτων.
Για την αντιμετώπιση του κινδύνου είχε διαταχθεί η XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία να επεκταθεί προς δυσμάς και να καλύψει τον διάδρομο του Αξιού. Όμως οι ανεπαρκείς Ελληνικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να φτάσουν έγκαιρα για να αποκρούσουν την Γερμανική προέλαση. Η Γραμμή Μεταξά κινδύνευε πλέον με αποκοπή από τον κορμό της χώρας.
Στις 8 Απριλίου 1941, από τις πρώτες πρωινές ώρες, τα Γερμανικά στρατεύματα, εφαρμόζοντας την τακτική του «αστραπιαίου πολέμου» {blitzkrieg), έχουν ήδη εισχωρήσει στην κοιλάδα του Αξιού προελαύνοντας προς την Θεσσαλονίκη. Ταυτόχρονα, για να εξασφαλίσουν τα πλευρά της κύριας προσπάθειάς τους, τμήματα του Γερμανικού στρατού φθάνουν στο Πολύκαστρο, περνούν στην Αξιούπολη και κατευθύνονται προς Γουμένισσα.
Την ίδια ημέρα, πέντε τάγματα της 6ης Ορεινής Μεραρχίας επιτέθηκαν κατά της τοποθεσίας των Κρουσίων, επιτυγχάνοντας ένα ρήγμα δυτικά του υψώματος Δοβά Τεπέ. Το βράδυ μια γερμανική φάλαγγα κατέλαβε το Μεταλλικό και κατευθύνθηκε προς το Κιλκίς .
Την ίδια μέρα το απόγευμα, οι πρώτες Γερμανικές δυνάμεις φθάνουν σε απόσταση 20 χιλιομέτρων βόρεια της Θεσσαλονίκης.
Το βράδυ της 8ης Απριλίου ο στρατηγός Μπακόπουλος απέστειλε επιστολή στον διοικητή της 2ης Μεραραχίας Πάντσερ Αντιστράτηγο Ρούντολφ Φάιελ (Rudolf Veiel), προτείνοντας την κατάπαυση του πυρός, υπό τον όρο να κρατήσουν οι Έλληνες πολεμιστές τα όπλα τους, εάν όμως αυτό αποκλείονταν να επιστρέφονταν αυτά μετά το τέλος του πολέμου. Ταυτόχρονα ειδοποίησε τους υφιστάμενους διοικητές του πως έπρεπε να κρατήσουν τις θέσεις τους μέχρι την υπογραφή της συνθηκολόγησης .
Μετά από συνεννοήσεις με τους Γερμανούς Ανώτερους Αξιωματικούς ο Στρατιωτικός Διοικητής της πόλης, Αντιστράτηγος Ραγκαβής, προγραμματίζει την υπογραφή συνθηκολόγησης την επομένη 9η Απριλίου και ώρα 08:00 το πρωί, όπως και έγινε. Η συνθηκολόγηση υπογράφτηκε το μεσημέρι, στο Γερμανικό Προξενείο Θεσσαλονίκης, μεταξύ του στρατηγού Μπακόπουλου και του Φάιελ, με εξαιρετικά έντιμους όρους για τους Έλληνες.
Έπειτα ο διοικητής του ΤΣΑΜ διέταξε την παύση των εχθροπραξιών, κάτι που προκάλεσε την δυσαρέσκεια στις μονάδες που διεξήγαγαν τον αγώνα τους με επιτυχία . Στις 10 Απριλίου κάθε αντίσταση στην Ανατολική Μακεδονία και την Δυτική Θράκη είχε σταματήσει, με τους Έλληνες να έχουν 1.000 νεκρούς και τραυματίες και τους Γερμανούς 555 νεκρούς, 2.134 τραυματίες και 170 αγνοούμενους.
Την 27η Απριλίου 1941 οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την Αθήνα και την 31η Μαίου τελειώνει η μάχη της Κρήτης, οι Γερμανοί καταλαμβάνουν το νησί, το οποίο εκκενώνεται από τα συμμαχικά στρατεύματα και ολοκληρώνεται η κατάκτηση της Ελλάδος.
Στο μεταξύ, το πρωινό της 8ης Απριλίου 1941, νεαρός γεωργοκτηνοτρόφος από την Γουμένισσα ο οποίος πήγαινε με το άλογο στην στάνη του, ήταν ο πρώτος ο οποίος συνάντησε την Γερμανική μηχανοκίνητη φάλαγγα σταθμευμένη έξω από την Γουμένισσα, στον δρόμο που οδηγεί στον Στάθη, λίγο πριν από το σημείο όπου σήμερα αρχίζει ο περιφερειακός δρόμος. Γερμανοί αξιωματικοί κάτω από την σκιά μιας αιωνόβιας αγριαπιδιάς , η οποία υπάρχει ακόμη, με χάρτες και κιάλια στα χέρια, εξερευνούσαν την περιοχή.
Στην θέα τους διατήρησε την ψυχραιμία του και προχώρησε ήσυχα, του φώναξαν «αλτ» και τον σταμάτησαν για ανάκριση. Ένας Αξιωματικός τον ρώτησε με σπαστά Ελληνικά εάν υπάρχει αγγλικός στρατός στην περιοχή. Τους απάντησε αρνητικά. Τον κράτησαν για λίγη ώρα. Πέρασαν και κάποιοι άλλοι αγρότες οι οποίοι πήγαιναν στα κτήματά τους, τους ανέκριναν και αυτούς χωριστά, και όταν πήραν την ίδια απάντηση ότι δεν υπάρχει αγγλικός στρατός στην περιοχή και βεβαιώθηκαν για την ειλικρίνειά τους, τους άφησαν ελεύθερους να πάνε στην δουλειά τους, αφού πριν τους αφαίρεσαν ότι τρόφιμα και πόσιμο νερό είχαν μαζί τους.
Στο μεταξύ, οι αρχές της Γουμένισσας πληροφορήθηκαν για την ύπαρξη Γερμανικού στρατού «Προ των Πυλών» της πόλης μας και με τα μέσα της εποχής εκείνης, με νταούλι και τελάλη, ειδοποίησαν τους κατοίκους να απλώσουν λευκά σεντόνια στα χαγιάτια, στα μπαλκόνια και στα παράθυρα των σπιτιών τους, διεθνές σύμβολο παράδοσης.
Έτσι, το μεσημέρι της 8ης Απριλίου 1941, «…στις 8 Απριλίου ημέρα Τρίτη στις 2 μ.μ. περίπου τα άρματά τους κυλούν στους δρόμους της Γουμένισσας» . ο Γερμανικός στρατός έμπαινε στην Γουμένισσα και άρχιζε η δύσκολη περίοδος της Γερμανικής κατοχής, η οποία διήρκησε έως και τον Οκτώβριο του 1944.
Οι Γερμανοί καταλαμβάνοντας την Γουμένισσα, και αφού έλεγξαν όλη την περιοχή, στρατωνίστηκαν στο παλαιό διδακτήριο, στο παλιό κτήριο των Δημοσίων Υπηρεσιών και σε άλλα δημόσια αλλά και ιδιωτικά κτήρια τα οποία επίταξαν, και εγκατέστησαν φρουραρχείο, το οποίο στεγαζόταν στο κτήριο επί της κεντρικής πλατείας όπου σήμερα λειτουργεί το εστιατόριο του Ηλία Σαμαρά.
Για την ασφαλή παραμονή τους στην Γουμένισσα, οχύρωσαν το κέντρο της πόλης μας κατασκευάζοντας τσιμεντένια πολυβολεία και τοποθετώντας συρματοπλέγματα και νάρκες μπροστά τους, στους δρόμους που οδηγούν προς την κεντρική πλατεία, για να ελέγχουν τον χώρο. Επίσης, εγκατέστησαν παρατηρητήριο και πολυβόλο πάνω στο κωδωνοστάσιο του Αγίου Γεωργίου (που κατεδαφίστηκε πρόσφατα), για να επιτηρούν όλη την περιοχή και έταξαν στοιχείο όλμων στην αυλή του Αγίου Γεωργίου. Ταυτόχρονα, απαγόρευσαν την κυκλοφορία των κατοίκων τις νυχτερινές ώρες.
Οι αρχές της χώρας συνθηκολόγησαν, όμως ο Ελληνικός λαός ποτέ δεν αποδέχτηκε την νέα κατάσταση ως κάτι τετελεσμένο. Έτσι πολύ σύντομα, δειλά δειλά στην αρχή, άρχισε να οργανώνεται σε αντιστασιακές ομάδες, να εξοπλίζεται και να αντιστέκεται. Άρχισε έτσι, πρωτοπόρα σε όλη την κατακτημένη Ευρωπαϊκή Ήπειρο, η ένοπλη αντίσταση του Ελληνικού λαού στον Γερμανό κατακτητή, η Εποποιία της Εθνικής Αντίστασης. Στην περιοχή μας, ο ορεινός όγκος του Πάικου και τα γύρω βουνά μεταβλήθηκαν σε Ελεύθερα και Αδούλωτα Πατριωτικά κάστρα και στρατηγικά ορμητήρια εναντίον του κατακτητή. Σύντομα άρχισαν οι επιχειρήσεις και γύρω από την Γουμένισσα.
Οι Γερμανοί κατακτητές, υπό τις νέες συνθήκες, υποχρέωσαν τους κατοίκους της Γουμένισσας να διανυκτερεύουν στο οχυρωμένο κέντρο της πόλης μας. Οι άνδρες και τα νεαρά αγόρια υποχρεώθηκαν να διανυκτερεύουν στον Ιστορικό Ναό του Αγίου Γεωργίου ενώ τα γυναικόπαιδα στα εντός του ελεγχόμενου χώρου σπίτια.
Με το μέτρο αυτό, αφενός μεν είχαν την δυνατότητα να βάλουν (βομβαρδίζουν) σε ελεύθερο πεδίο με τους όλμους, σε ενδεχόμενη επίθεση των ανταρτών, χωρίς παράπλευρες απώλειες αμάχων, αφετέρου κρατούσαν σε ομηρία τους κατοίκους για να μην μπορούν να στρατολογηθούν από τους αντάρτες κατά τις συχνές νυχτερινές επιθέσεις που γίνονταν. Και βέβαια, μπορούσαν σε περίπτωση που είχαν απώλειες, νεκρούς Γερμανούς στρατιώτες, να επιλέξουν κάποιους για εκτέλεση, αφού είχαν ήδη διακηρύξει ότι για έναν Γερμανό στρατιώτη που θα σκοτωνόταν θα εκτελούνταν δέκα Έλληνες πολίτες.
Κατά την διάρκεια των τεσσάρων περίπου αυτών χρόνων, ο λαός μας δοκίμασε πολλές δυσκολίες, βίωσε πρωτόγνωρες εμπειρίες και συναισθήματα, φόβου, θανάτου, φυλακίσεις, βασανιστήρια, ένοιωσε την έλλειψη – στέρηση βασικών ειδών διατροφής κατά τον δύσκολο χειμώνα του 1941-42, καθώς οι Γερμανοί κατέσχεσαν όλη την αγροτική παραγωγή για τον εφοδιασμό του στρατού τους, βίωσε αναπτερωμένα αισθήματα πατριωτισμού και αντίστασης, εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, είδε εκτελέσεις πατριωτών στην κεντρική πλατεία, ένοιωσε τον φόβο του ολοκαυτώματος μετά την ενέδρα επί των Γερμανών, έξω από την Γουμένισσα, όπου σκοτώθηκαν πέντε Γερμανοί στρατιώτες και δύο Έλληνες συνεργάτες τους, βίωσε την Θεία Προστασία της Παναγίας της Γουμένισσας χάρη στην οποία αποφεύχθηκε το ολοκαύτωμα της πόλης μας, άκουσε τους κροταλισμούς των όπλων κατά την εκτέλεση των 52 πατριωτών (μεταξύ των οποίων και τρείς συμπατριώτες μας) στις 25 Μαΐου 1944 έξω από την Γουμένισσα, έζησε βομβαρδισμούς. Ταυτόχρονα άρχισε να θεριεύει «η διχόνοια η δολερή», το σαράκι του εθνικού διχασμού.
Και η Ελευθερία ήρθε με την νίκη των συμμαχικών όπλων και την αποχώρηση του Γερμανικού στρατού από την χώρα μας, στα τέλη Οκτωβρίου του 1944. «Και στις τελευταίες ημέρες του Οκτωβρίου εγκατέλειψαν τη Γουμένισσα οι 140-150 περίπου Γερμανοί, οι οποίοι μάλιστα ζήτησαν από τους κατοίκους να τους συνοδεύσουν ως το αμμόχωμα , για να προστατευθούν από ενδεχόμενη επίθεση των ανταρτών του ΕΛΛΑΣ. Οι κάτοικοι όμως κλείστηκαν στα σπίτια τους εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό την αγανάκτησή τους για τη στέρηση της ελευθερίας και των τροφίμων».
Η Αποχώρηση του Γερμανικού στρατού από την χώρα μας επισφραγίστηκε με βομβαρδισμό της Γουμένισσας, από τον οποίο θρηνήσαμε τα τελευταία θύματα από τους Ναζί. Οι Γερμανοί επέλεξαν να βομβαρδίσουν την Γουμένισσα με το Πυροβολικό τους, το οποίο έβαλε από την περιοχή της Νέας Χαλκηδόνας, όταν κατά την αποχώρησή τους, τους πλησίασαν απειλητικά οι δυνάμεις της Εθνικής Αντίστασης.
Έτσι η Γουμένισσα, πλήρωσε ως λύτρα και αιματηρή θυσία, ποτίζοντας με το αίμα αμάχων συμπολιτών μας τον βωμό της Ελευθερίας, την αποχώρηση των τελευταίων Γερμανών από την χώρα μας και την απολύτρωση της πατρίδας μας.
*Μ.Τh. Θεολογίας Καθηγητή Θεολόγου