Κοινωνία

Ο Μάϊος ευωδιάζει και με το «λιβάνι» της μνήμης της φρικτής Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου

Του πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παντελίδη

«Ό, τι είναι παρελθόν, είναι πρόλογος (Σαίξπηρ)».

Είναι πρόλογος γι’ αυτά που θα συμβούν, γι’ αυτά που ο καθένας μας μπορεί να είναι, να σκεφτεί ή να νιώσει.

Δεν μπορείς να αλλάξεις αυτά, που έχουν ήδη γίνει πραγματικότητα, αλλά μπορείς να αλλάξεις την σημασία που της δίνεις.

Το παρελθόν ανήκει στο μέλλον ως πάτημα και όχι ως εμπόδιο, γιατί τότε στερεί την ελευθερία μας.

Είναι πάτημα, όταν μπορούμε να δούμε μέσα σε αυτό τις άλλες πτυχές του εαυτού μας που έχουν ξεθωριάσει. Ποιό άλλο «όν» έχει αυτή τη δυνατότητα;

Το παρελθόν είναι ένα «μονοπάτι» γνωστό, που είτε θα το επιλέξουμε για ακόμη μία φορά, για μία δήθεν ασφάλεια, είτε όχι. Με φόβο και πάθος θα λέγαμε, ότι είναι σαν μία σχολική τσάντα γεμάτη βιβλία, που άλλα τα διαβάζουμε και μας αρέσουν και άλλα δεν ήταν τελικώς και τόσο ενδιαφέροντα.

Είναι η σύνδεσή μας με τους «άλλους» που ήρθαν, έφυγαν ή έμειναν. Είναι άδικο, λοιπόν, να σβήσουμε σχέσεις, καταστάσεις, στιγμές που μας «πλήγωσαν».

Η ιστορική μνήμη είναι το «υλικό της ψυχής», που συνδέει και κρατά την ελληνική μας ταυτότητα.

Ο ξεριζωμός των Ελλήνων του Πόντου και εν’ γένει η Μικρασιατική Καταστροφή δεν είναι μία επετειακή ευκαιρία για να σκαλίσουμε τον πόνο και να σπείρουμε τον καρπό του διχασμού με τους γείτονες. Είναι η αφορμή για να αναλογιστούμε το «μέχρις εδώ» του Ελληνισμού. Το πώς θα πορευτούμε στο «από εδώ και πέρα» και να κρατήσουμε αυτά, που μπορούν να ενώσουν δύο λαούς. Για αυτήν την ειρήνη που στις ημέρες μας δεν θεωρείται πιά δεδομένη.

Αν, αγαπητοί μου, η Άλωση της Πόλης ήταν τρομακτική και «χαίνουσα» πληγή για τον Ελληνισμό, η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν εκείνη, που επέφερε τοβ θάνατο στην Ανατολή. Χρειάστηκε πολύς πόνος και αίμα για να ξεριζωθούν από τα χώματα της οι ελληνικές «ρίζες», που ποτίζονταν από αιώνες. Ο στόχος ήταν η Ρωμιοσύνη, η οποία στα εδάφη εκείνα ζούσε και ανέπνεε στις ψυχές και τις ζωές των Ποντίων. Εκείνοι ήταν, που θύμιζαν στους Νεότουρκους, ότι τούτη η γη είναι κληρονομιά των Ελλήνων. Η γλώσσα, η πίστη, η παράδοση, όλα Χριστό και Ελλάδα διαλαλούσαν.

Έπρεπε, επί τέλους να σωπάσει. Μα πώς να ξεριζώσεις κάτι τόσο ισχυρό;

Μία είναι η λύση: ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ.

Όλεθρος, ολοκαύτωμα, καταστροφή, θάνατος, ατίμωση, δυστυχία, πόνος, ξεριζωμός είναι ελάχιστα από τα συνώνυμα του παραπάνω όρου.

Ο όρος ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ αναφέρεται στην καταστροφή μιας φυλετικής, εθνικής ή θρησκευτικής ή εθνοτικής ομάδος εν’ όλω, ή εν’ μέρει.

Πρόκειται περί κρατικού εγκλήματος. Στοιχείο του εγκλήματος αυτού αποτελεί η «γενοκτονική πρόθεση», δηλαδή ο «ειδικός δόλος», με απλά λόγια ο σχεδιασμός, η προμελέτη της καταστροφής της ομάδος – θύματος από τον θύτη.

Η γενοκτονία καταστρέφει την ζωή, τον πολιτισμό και τις βιολογικές δομές και δυνατότητες της ομάδος – θύματος. Αποτελεί το μέγιστο των εγκλημάτων και έχει πανανθρώπινη διάσταση.

Υπάρχουν και άλλοι όροι, οι οποίοι, αν και συνδέονται στενά, με την γενοκτονία, θεωρητικά δεν είναι ταυτόσημοι. Είναι οι όροι «εθνοκάθαρση» και «σφαγές»

Με τον όρο «εθνοκάθαρση», εννοείται η προσπάθεια ομοιογενών γεωγραφικών περιοχών, μέσω βίαιου εκτοπισμού. Στην ηπιότερη μορφή της εμπεριέχει εκδίωξη, αλλά όχι θανάτωση. Στην βαρύτερη όμως μορφή της, η εθνοκάθαρση εμπεριέχει και την γενοκτονία.

Οι «σφαγές» αποτελούν συχνό φαινόμενο καθ’ όλη την Ιστορία. Είναι γενικώς επεισοδιακές, χωρίς μακρά διάρκεια και συνέχεια.

Σε κάθε περίπτωση, είναι απαραίτητο τόσο ηθικά, όσο και ουσιαστικά, τα ιστορικά γεγονότα να αποτυπώνονται και να χαρακτηρίζονται με τους κατάλληλους όρους, και όχι αυθαίρετα, αφού όλοι οι ανωτέρω όροι (γενοκτονία, σφαγές, εθνοκάθαρση) έχουν ήδη εισαχθεί στην ιστοριογραφία και θεωρούνται πλέον και ιστοριογραφικοί, και όχι απλά νομικοί.

Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον τρόπο κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μιάς κατάρρευσης η οποία σημαδεύτηκε από την εξόντωση των Χριστιανικών πληθυσμών (Ελλήνων, Αρμενιίων και Ασσυρίων).

Ο Πόντος αποτελεί ευρύτερο μέρος της ένδοξης Μικρασιατικής Ρωμιοσύνης. Οι Τούρκοι εξόντωσαν Ρωμιούς , και τους εξόντωσαν σε Ανατολική Θράκη, Ιωνία, Βιθυνία, Καππαδοκία, Πόντο και αλλού Με διαφορετικό τρόπο, σε διαφορετικό χρόνο, ανάλογα με τις συνθήκες και τις ευκαιρίες που είχαν.

Αυτό το οργανωμένο σχέδιο, τέθηκε σε εφαρμογή με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) και υπό την ηγεσία των Νεοτούρκων και των Κεμαλικών.

Η κύρια ιδεολογική βάση υπήρξε «ο τουρκικός εθνικισμός» με επιδίωξη «μία μεγάλη Τουρκία» και όχημα το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα, που ξεκινά μετά τα μέσα του 19ου αιώνα και κορυφώνεται με την ίδρυση του τουρκικού κράτους υπό του Μουσταφά Κεμάλ το 1923.

Η 19η Μαΐου 1919, σηματοδοτεί την τελική φάση εξόντωσης των Ελλήνων του Πόντου. Η ύπαρξή τους ως Χριστιανών και Ρωμιών, δηλαδή απογόνων των Ελλήνων της ευρύτερης Μ. Ασίας και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ήταν πλέον ασύμβατη με την επίσημη πολιτική του τουρκικού κράτους, το αργότερο από το χρονικό αυτό σημείο και μετέπειτα.

Η ημερομηνία αυτή σηματοδοτεί, επίσης, την απόβαση του Μουσταφά Κεμάλ στην Αμισό / Σαμψούντα του Πόντου. Εκεί ο Κεμάλ δεν ακολούθησε την διαταγή, που έλαβε από την οθωμανική σουλτανική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή να καταστείλει την αντισυμμαχική αντίσταση στις ανατολικές επαρχίες, αλλά, αντ’ αυτού, ανέλαβε την ηγεσία της αντίστασης, η οποία ακόμη και σήμερα ερμηνεύεται ως αντιιμπεριαλιστική, αλλά και ως απελευθέρωση της Τουρκίας από τις νικητήριες δυνάμεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η εξόντωση των Ελληνορθόδοξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που διήρκεσε τουλάχιστον δέκα χρόνια, γνώρισε σημαντική ενίσχυση της εντάσεώς της από 1919.

Στο βιβλίο τους «Η τριακονταετής Γενοκτονία» οι συγγραφείς Μπένι Μόρρις και Ντρορ Ζιβί, υπογράμμισαν την ιδιαιτερότητα αυτή.

«Ο εκτοπισμός και η θανάτωση των Ελλήνων κατά τα έτη 1919-1923 απετέλεσαν άμεση συνέχεια της προσπάθειας να εκδιωχθούν, η οποία ξεκίνησε στα τέλη 1913-1914 και συνεχίσθηκε κατά περιόδους καθ’ όλη τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. ‘Όμως την περίοδο 1919-1923, υπήρξε μία ριζική κλιμάκωση.»

Όπως διατυπώθηκε το 1922 από εκπρόσωπο του ελληνικού (Οικουμενικού) Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, αυτό, που συνέβαινε, ήταν «σε μεγαλύτερη κλίμακα από ο, τιδήποτε είχε συμβεί κατά την διάρκεια του πολέμου. Χιλιάδες Ελλήνων είχαν απαγχονισθεί και απαγχονίζονταν, οδηγούντο στην πυρά και στνη σφαγή, χιλιάδες εκτοπίζονταν και εξοντώνονταν».

Όπως συμβαίνει με όλες τις γενοκτονίες, η Γενοκτονία των αυτοχθόνων Χριστιανών στην Ανατολική Θράκη, την ευρύτερη Μ. Ασία και τη Μεσοποταμία, δεν ήταν «μονοπαραγοντική», δεν προέκυψε από μία και μόνη αιτία. Θρησκευτικές προκαταλήψεις, εθνικισμός, κοινωνικός φθόνος και ανησυχίες περί στρατιωτικής ασφάλειας, έπαιξαν σημαντικό ρόλο.

Η πυρπόληση χωριών, ο εκτοπισμός γυναικών, παιδιών και ηλικιωμένων, η στοχευμένη θανάτωση της πολιτικής και διανοητικής ηγεσίας, έλαβαν χώρα κατά την τελική φάση της εξόντωσης των Ελλήνων του Πόντου σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα απ’ ότι κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Πάμπολλοι ξένοι, αλλά και οι ίδιοι οι επιζώντες, έχουν περιγράψει τις διαδικασίες εξολόθρευσης στον Πόντο. Παραθέτω μία αναφορά της Έθελ Τόμσον, από τη Βοστώνη, η οποία εργαζόταν για ένα χρόνο στην πόλη Χαρπούτ. Είχε μεταβεί στο εσωτερικό της Τουρκίας τον Αύγουστο του 1921 και υπήρξε αυτόπτης μάρτυς των πορειών του θανάτου από την περιοχή του Πόντου. Στην αναφορά της ξεχωρίζουν μεταξύ άλλων τα εξής:

« Ο βαρύτερος καιρός του Χειμώνα, όταν λυσσομανούσε η χιονοθύελλα, κατά την διάρκεια της δυνατής χιονόπτωσης, ήταν ο αγαπημένος χρόνος, που επέλεγαν οι Τούρκοι για να οδηγήσουν τους Έλληνες σε ατέρμονη πορεία. Χιλιάδες χάθηκαν στο χιόνι. Οι δρόμοι από το Μπίτλις ήταν γεμάτοι από πτώματα. Είδα γυναίκες με διάφανα χείλη, που δεν έμοιαζαν πλέον άνθρωποι. Ήταν “κάτισχνα” φαντάσματα. Την 5η Φεβρουαρίου 1922, εγώ και ένας άλλος Αμερικανός πηγαίναμε έφιπποι να επισκεφθούμε ένα απόμερο ορφανοτροφείο, όταν φθάσαμε σε ένα παλαιό σταθμό πέντε λεπτά έξω από την πόλη του Μάζερεχ, ακούσαμε κραυγές διαφορετικές από τα συνήθη βογγητά των προσφύγων και πηγαίνοντας κοντύτερα είδαμε τριακόσια (300) μικρά παιδιά, τα οποία τοποθετήθηκαν μαζί σε ένα κύκλο. Είκοσι στρατοχωροφύλακες,που αφίππευσαν από τα άλογά τους, χτυπούσαν τα παιδιά αλύπητα με τα βαριά ξίφη τους. Όταν μία μητέρα έτρεξε να σώσει το παιδί της, την κτύπησαν επίσης και την έδιωξαν. Τα παιδιά μαζεύονταν προς τα κάτω ή σήκωναν ψηλά τα μικρά χεράκια τους, προσπαθώντας να αποτρέψουν τα κτυπήματα. Επειδή ήταν μαζί μας ένας Αρμένιος διερμηνέας, δεν παραμείναμε περισσότερο. Η πρόθεση των Τούρκων έναντι των Ελλήνων, που εκτοπίζονταν από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, ήταν η εξολόθρευση. Από στατιστικές, που ελήφθησαν από αξιόπιστες αμερικανικές πηγές, έχουμε πληροφορίες για τα ίχνη περίπου 30.000, που διήλθαν από τη Σεβάστεια, 5.000 πέθαναν καθ’ οδόν προς το Χαρπούτ και 2.000 έμειναν στη Μαλάτεια μέχρι τον περασμένο Μάρτιο. Περισσότεροι από 2.000 πρόσφυγες πέθαναν στο Χαρπούτ κατά την διάρκεια του περασμένου Χειμώνα. Αν πέθαιναν στο Χαρπούτ , τους τύλιγαν σε τσουβάλια και τους μετέφεραν σε φορτία και τους έθαβαν. Στον προσφυγικό καταυλισμό αυτήν την μέθοδο ακολουθούσαν. Αν πέθαιναν στους δρόμους ή καθ’ οδόν, τους έριχναν σε μια άκρη του δρόμου και τους έτρωγαν τα άγρια ζώα. Δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) εστάλησαν στο Ντιγιαρμπακίρ κατά την διάρκεια των παγωμένων χιονοθυελλών του Χειμώνα. Τα τρία τέταρτα του αριθμού αυτού ήταν γυναίκες και παιδιά και οδηγήθηκαν εκτός της πόλης του Χαρπούτ, χωρίς φαγητό ή κάλυμμα, στα βουνά, όπου δεν μπορούσε να βρει καταφύγιο. Τα πιό ωραία κορίτσια οδηγούνταν σε μουσουλμανικά χαρέμια από τους Τούρκους, που ανοιχτά υπερηφανεύονταν για το πόσες γυναίκες είχαν πάρει για τον σκοπό αυτό.»

Οι «πηγές» των γεγονότων στην περιοχή του Πόντου κατά τα έτη 1916-1923, δείχνουν ξεκάθαρα πως τα εγκλήματα που διεπράχθησαν εκεί, δεν διαφέρουν ιδιαίτερα από αυτό που συνέβη στους Αρμένιους το 1915 και το 1916.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν σημαντικές διαφορές στην σύγχρονη Ιστορία και στις πολιτικές μνήμης. Ενώ οι σφαγές και οι εκτοπισμοί των Αρμενίων αναγνωρίζονται συστηματικά ως Γενοκτονία στην ακαδημαϊκή κοινότητα και στους πολιτικούς κύκλους των δυτικοευρωπαϊκών και βορειοαμερικανικών κρατών, τα ελληνορθόδοξα θύματα δεν τυγχάνουν αυτής της αναγνώρισης.

Έτσι οι Αρμένιοι ανακήρυξαν την 24η Απριλίου ως ημέρα μνήμης για την Γενοκτονία, που υπέστησαν. Στους Έλληνες πρόσφυγες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε ένα ομοεθνές κράτος, που ήταν εχθρικό προς τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, τα πράγματα ήταν πιό σύνθετα.

Αρχικά οι προσφυγικές οργανώσεις, είχαν θεσπίσει την 14η Σεπτεμβρίου ημέρα πυρπόλησης της Σμύρνης , ως κοινή ημέρα μνήμης. Όμως, από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, οι ποντιακές οργανώσεις αυτονομήθηκαν και διεκδίκησαν την 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας μόνο στην περιοχή του Πόντου.

Η επίσημη ανακήρυξη έγινε το 1994. Τέσσερα χρόνια αργότερα, η Βουλή των Ελλήνων θέσπισε και άλλη μία ημέρα μνήμης. Την 14η Σεπτεμβρίου για το σύνολο του Ελληνικού δράματος στη Μικρά Ασία.

Ο γενοκτολόγος δρ. Γκρέγκορι Στάντον γράφει, ότι υπάρχουν δέκα (10) στάδια γενοκτονίας:

  1. ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΗ
  2. ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΣΤΟΧΟΠΟΙΗΣΗ
  3. ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ
  4. ΑΠΑΝΘΡΩΠΟΙΗΣΗ
  5. ΟΡΓΑΝΩΣΗ
  6. ΠΟΛΩΣΗ
  7. ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
  8. ΔΙΩΞΕΙΣ
  9. ΕΞΟΝΤΩΣΗ
  10. ΑΡΝΗΣΗ

Στην πραγματικότητα η άρνηση αποτελεί συνέχεια της γενοκτονίας, επειδή είναι μία συνεχιζόμενη προσπάθεια να καταστραφεί η ομάδα – θύμα ψυχολογικά και πολιτιστικά, να στερηθούν τα μέλη της ομάδος ακόμη και αυτή τη μνήμη του θανάτου των συγγενών τους.

Η δημοσιογράφος Ουζάυ Μπουλούτ από την Τουρκία, σε άρθρο της για την Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, έγραψε, ότι συνεχίζεται ακόμη δια μέσου των τουρκικών προσπαθειών να σβηστεί ο υπερχιλιετής Ελληνικός πολιτισμός στη Ανατολία και της συστηματικής άρνησης της Γενοκτονίας σε διάφορα επίπεδα μεταξύ των οποίων σε κρατικό πολιτικό, πανεπιστημιακό, εκπαιδευτικό και δημοσιογραφικό.

Η διεθνής «Σύμβαση για την πρόληψη και καταστολή της γενοκτονίας», ενεκρίθη ομοφώνως από την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1948. Ιθύνων νους του θεμελιώδους αυτού νομικού κειμένου, της εξέλιξης του, της σημασίας του, της υιοθέτησής του, υπήρξε ο Ραφαήλ Λέμκιν, Πολωνοεβραίος νομομαθής (1900-1959).

Από τη μελέτη τόσο των εκδοθέντων, όσο και των ανέκδοτων έργων του συνάγεται, ότι ο Λέμκιν παρακολουθούσε και μελετούσε με ιδιαίτερη προσοχή τη γενοκτονική διαδικασία κατά των Αρμενίων, των Ασσυρίων- Αραμαίων και των Ελλήνων – Ρωμιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως αυτή συνέβαινε και εξελισσόταν, ιδιαίτερα κατά τον Α’ Π. Π. αλλά και αμέσως μετά.

Η διαδικασία εξόντωσης των Χριστιανών ήταν πολύ συχνά αντικείμενο εκτενών αναφορών στα διεθνή μέσα της εποχής. Από τις «πηγές» του Λέμκιν συνάγεται ότι ο μεγάλος αυτός νομομαθής, είχε εξαιρετική γνώση της γενικότερης ιστορίας των χριστιανικών λαών υπό την Οθωμανική κυριαρχία, ενώ παρακολουθούσε επισταμένως και τα διάφορα γενοκτονικά γεγονότα της εποχής του.

Οι διώξεις, που ανέκαθεν υπήρχαν κατά των Χριστιανών, αν και με κυμαινόμενη ένταση, έφτασαν τα όρια της ανηλεούς εξόντωσης στις αρχές του 20ου αιώνα. Ήταν η ώρα της μεγάλης ανατροπής. Την περίοδο αυτή ο κλήρος επιφορτίστηκε με νέα καθήκοντα εξαιτίας απρόβλεπτων καταστάσεων που απαιτούσαν επινοητικότητα, αποφασιστικότητα και τόλμη. Πολλές φορές χρειάσθηκε, οι ιερείς να γίνουν διαμεσολαβητές ανάμεσα σε δολοφονικές συμμορίες και στους ενορίτες τους, συχνά μάλιστα ήταν αυτοί που ρύθμιζαν και την καταβολή λύτρων, προκειμένου να σωθεί η ζωή και η περιουσία τους. Άλλοτε ήταν αυτοί, που ειδοποιούσαν τα αντάρτικα σώματα σωτηρίας, για να προστατευόσουν τους αμάχους που βρίσκονταν σε χωριά ή κρησφύγετα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τα στήριζαν με τροφοδοσία ή με πολύτιμες πληροφορίες για κινήσεις εναντίον τους. Όταν γίνονταν ληστρικές επιθέσεις, φρόντιζαν για τη διάσωση εκκλησιαστικών κειμηλίων, ενώ όταν κατέφθαναν χωροφύλακες αναζητώντας λιποτάκτες του τουρκικού στρατού, ήταν αυτοί που πολλές φορές βασανίζονταν ανελέητα για να τους καταδώσουν. Συχνά ολόκληροι οικισμοί της ομογένειας κατέφευγαν σε σπηλιές και δάση, αφήνοντας πίσω τα λεηλατημένα και πυρπολημένα σπίτια τους. Τι θα μπορούσε να τους κρατήσει στον τόπο τους, όταν γνώριζαν πως η παραμονή τους θα σήμαινε θάνατο;

Οι ιερείς και πάλι, παρά τις όποιες αντιξοότητες, συνέχιζαν να τελούν και εκεί, μακριά από τις εκκλησίες τους, λειτουργίες και μυστήρια. Παρά την παγωνιά, τον καύσωνα, τις αρρώστιες, πεινασμένοι και διψασμένοι, πάντρεψαν, βάφτισαν και κήδευσαν. Επανειλημμένα δεήθηκαν ευλαβικά περιτριγυρισμένοι από ταλαιπωρημένους γέροντες και αδύναμα γυναικόπαιδα, που πολλά ήταν ορφανά, αλλά και χήρες. Εκκλησίασμα … χωρίς εκκλησία. Μερικές φορές, μάλιστα, πριν από το βέβαιο θάνατό τους, βρήκαν την δύναμη να ψάλλουν και για τον εαυτό τους τη νεκρώσιμη ακολουθία. Όταν οι επιδημίες συνέχιζαν ή αποτελείωναν το δολοφονικό έργο των Νεότουρκων και του Κεμάλ, ήταν εκείνοι που αψηφώντας τους κινδύνους για τη ζωή τους, συμπαραστάθηκαν στους αρρώστους. Τα νοσήματα μεταδίδονταν εύκολα ανάμεσα στους εξαθλιωμένους και ρακένδυτους Πόντιους. Αποδεκατίστηκαν χιλιάδες. Η περίθαλψη ήταν από μηδενική μέχρι υποτυπώδης, συχνά μάλιστα και ύποπτη, δεδομένου πως διατάσσονταν εμβολιασμοί, που αντί για θεραπεία προκαλούσαν τον θάνατο. Σε τέτοιες καταστάσεις κορυφαία αρετή αναδείχθηκε και πάλι η ιερατική αυταπάρνηση.

Το 1920 γέμισαν οι εκκλησίες και τα σχολεία του Ντιγιαρμπακίρ (ιστορικά γνωστό ως Άμιδα), από εξορισμένους ομογενείς, που τους «θέριζε» η επιδημία του τύφου. Ο ιερέας Παπαδόπουλος, παρά τις συμβουλές του Τούρκου δημάρχου να μην τους επισκέπτεται, παρέμεινε διαρκώς δίπλα τους. Άλλους φυγάδευσε προς την Συρία, μισθώνοντας Κούρδους που περνούσαν από δύσβατα και επικίνδυνα μονοπάτια της μικρασιατικής ενδοχώρας. Οι οδηγοί αυτοί πληρώνονταν στην επιστροφή τους, αφού επαναλάμβαναν τις συνθηματικές λέξεις που τους απεκάλυπταν οι ομογενείς στο τέλος του ταξιδιού. Έτσι βεβαιωνόταν ο ιερέας, ότι τους είχαν οδηγήσει σίγουρα στον προορισμό τους. Ανακάλυπτε και περιμάζευε τα ορφανά των Ελλήνων και τα παρέδιδε στον Ερυθρό Σταυρό σώζοντάς τα από το θάνατο ή τον εξισλαμισμό.

Παρόμοιες ήταν και οι ενέργειες πολλών άλλων ιερωμένων. Η δράση τους ήταν ανάλογη με τα προβλήματα που παρουσιαζόταν. Ο εφημέριος της ελληνικής κοινότητας της Σεβάστειας, με κίνδυνο της ζωής του, τριγύριζε τις νύχτες και προσπαθούσε να βοηθήσει όσους εξόριστους δραπέτευαν.

Ο ιεροδιάκονος Πολύκαρπος Κυνηγόπουλος ηγήθηκε ομάδας προκρίτων τον Νοέμβριο του 1918, με σκοπό τη σωτηρία των λιμοκτονούντων κατοίκων της περιοχής. Με τις ενέργειές του πολλοί διέφυγαν τον θάνατο.

Η τραγωδία των ορφανών του Πόντου, είναι μία ιδιαίτερη θλιβερή παράμετρος των δεινών του ποντιακού Ελληνισμού. Αμέτρητα παιδιά εξισλαμίσθηκαν ή πέθαναν. Η ορφάνια αποτελούσε πρώτης τάξεως ευκαιρία αρπαγής ή αφανισμού των ανήλικων Χριστιανών. Άλλα σώθηκαν από πρωτοβουλίες μεμονωμένων ατόμων, μεταξύ των οποίων ήταν και ιερείς που και αυτοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με διάφορα προσκόμματα και απαγορεύσεις.

Στην διάρκεια των διώξεων μέσα στα ασκητικά κελιά, αλλά και στις εκατοντάδες εκκλησίες του Πόντου, στα πατώματα, στα προαύλια, στους Νάρθηκες και στα Ιερά συντελέστηκαν κάθε είδους αίσχη. Οι τόποι όπου καλλιεργήθηκε στο πέρασμα των αιώνων η σύνδεση του Χριστιανισμού και του Ελληνισμού, της ελπίδας και της γνώσης, της θείας και της ανθρώπινης σοφίας, πλημμύρισαν με αίμα. Είναι και αυτοί άψυχοι μάρτυρες της πίστης.

Οι εφημέριοι του Πόντου ήταν τα κορυφαία πρόσωπα μέσα στις Χριστιανικές Κοινότητες, δεδομένου ότι ο κύκλος της ζωής των ανθρώπων ξεκινά με την ευλογία του ιερέα και τελειώνει με την εξόδιο ακολουθία τους.

Ο ποντιακός Ελληνισμός, αλλά και σύσσωμο πλέον το γένος την ημέρα αυτή τιμά τους κληρικούς εκείνους, που ανέλαβαν την ευθύνη της διάσωσης της εκκλησιαστικής και εθνικής παρακαταθήκης, που ανάλωσαν την ζωή τους στην ιερουργία του καθήκοντος, τηρητές τίμιοι του όρκου και γενναίοι περιφρονητές της βίας.

Τιμά εκείνους τους κληρικούς, που κάλυψαν κάτω από το σαρίκι του δερβίση την άσβεστη φλόγα της πίστεως, περιδιαβαίνοντας νύκτα και ημέρα τα βουνά του Πόντου, για να ικανοποιήσουν τη συνείδηση αυτών που εξαναγκάστηκαν να κρύβονται κάτω από το περίβλημα του Ισλαμισμού.

Τιμά τις μητέρες και παρθένες, που εγκατέλειψαν το μάταιο κόσμο μετά από αλλεπάλληλα πλήγματα θηριωδίας και κτηνωδίας.

Τιμά τους σεβάσμιους γέροντες, που η δύση της ζωής τους ήταν γεμάτη δάκρυα, καημούς, στεναγμούς και την πίεση των απαίσιων ανοσιουργημάτων.

Τιμά τα αθώα νήπια, τους νέους που κρεμάστηκαν, αμόλυντα ολοκαυτώματα στους απαίσιους βωμούς της φρίκης.

Τιμά όλους εκείνους, που γεμάτοι θλίψη, κακουχίες, νοσταλγία και πόθο για την πατρώα γη, τελείωσαν τη μαύρη ζωή τους σε ξένη γη, εξόριστοι.

Όλων αυτών των μαρτύρων οι ιερές σκιές φτερουγίζουν ανήσυχες γύρω από τους θόλους του απείρου και επίμονα δονούν τις ουράνιες πύλες, εκζητώντας την επανόρθωση του σφάλματος και την αποκατάσταση της δικαιοσύνης.

Ο Ελληνισμός της Σμύρνης, της Πόλης, της Θράκης, του Πόντου και της ενδοχώρας της Μικράς Ασίας, στάθηκε σάρκα και αίμα, από το αίμα της μητέρας Ελλάδας και έχει προσφέρει στην ιστορία της φυλής μας άπειρα Σούλια και Μεσολόγγια και Ζάλογγα, πιστός στην εθνική παράδοση του πάθους για λευτεριά.

Η Τουρκία θα μπορέσει να απελευθερωθεί από το αιματοβαμμένο παρελθόν της, αν αναγνωρίσει την ιστορική ευθύνη της, επιτρέποντας στους απογόνους των θυμάτων την αποκατάσταση που χρειάζονται για να αντιμετωπίσουν τα φυσικά και ψυχικά τραύματα των προγόνων τους και τα δικά τους ηθικά διαγενεακά τραύματα.

Μέσω μιάς τέτοιας πράξεως η Τουρκία θα πετύχαινε να προστατεύσει τους δικούς της πολίτες από το ηθικό τραύμα μιας αχρείαστης ενοχής ανάμεσα στα δημοκρατικά έθνη.

Δυστυχώς, τα μαρτύρια των Ελλήνων του Πόντου παραμένουν άγνωστα στους νεοέλληνες.

Μόνο όσοι είχαν την τύχη να κατάγονται από προσφυγικές οικογένειες μεγάλωσαν ακούγοντας τα μαρτυρολόγια αυτά αντί για παραμύθια, από του πονεμένους γέροντες και γερόντισσες που γλίτωσαν τη σφαγή και αντί για νανουρίσματα αφουγκράστηκαν τα μακρόσυρτα μοιρολόγια τους που θρηνούσαν τα αγνά και άμωμα θύματα της μαύρης τραγωδίας του ποντιακού Ελληνισμού.

Ο Μάιος εκτός από τις μυρωδιές της Άνοιξης, ευωδιάζει και με το λιβάνι της μνήμης. Μιάς μνήμης που ο Κώστας Διαμαντίδης τόνισε πολύ όμορφα:

«…Και μη μου πεις για προσφυγιά. Δεν άκουσα, δεν είδα.

Ρωτήστε εμάς που χάσαμε, αναίτια Πατρίδα.

Αχ !! Να είχα από το χώμα σου μια χούφτα μάννα Σμύρνη,

να τ’ άλειφα στο σώμα μου και βάλσαμο να γίνει.»

Η Ποντιακή μούσα, τον ξεριζωμό, τον πόνο, το κλάμα, τον θάνατο και γενικά όλη την τραγωδία που πέρασε, το τόνισε σε τέσσερις γραμμές:

«Αν όλε τα δέντρα α σα ορμάνε, είνουσαν κοντύλε

και εάν η θάλασσα έτονε μελάν

κι θα έφταναν να έγραφτα τον πόνον

που έχω σην καρδίαν»

Αιωνία αυτών η μνήμη.

Περισσότερα
Δείτε ακόμα