Κράτος πρόνοιας ή μηχανισμός καπήλευσης;
Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, στην Ελλάδα της ευημερίας, του καταναλωτισμού, της πολυτέλειας και των μεγάλων φιλοδοξιών, το δύσκολο έργο της ψυχοκοινωνικής στήριξης και της προώθησης της αξιοπρεπούς διαβίωσης των ατόμων της τρίτης ηλικίας, έχουν αναλάβει, κατά κύριο λόγο, προγράμματα επιδοτούμενα ή συγχρηματοδοτούμενα από την ευρωπαϊκή ένωση.
Τα μέσα ευρείας ενημέρωσης, συνηθίζουν να μας παρουσιάζουν τον ευεργετικό ρόλο των προγραμμάτων αυτών, την προσφορά τους, τον τρόπο λειτουργίας τους, «λησμονώντας», συχνά, να θίξουν ζητήματα που φωτίζουν άλλες πτυχές, ανάλογης βαρύτητας και σημασίας.
Έχω επανειλημμένες φορές αναφερθεί σε κείμενά μου, σε ζητήματα που αφορούν τη φροντίδα, τη στήριξη και την προστασία των ηλικιωμένων. Το έργο των υπηρεσιών «Μονάδα Κοινωνικής Μέριμνας» και «Βοήθεια στο Σπίτι» αφορά την ομάδα εκείνη των ηλικιωμένων, που εξ αιτίας διαφόρων κοινωνικοοικονομικών παραγόντων αλλά και προβλημάτων υγείας, έχουν απολέσει την κοινωνική λειτουργικότητά τους, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να αποκλειστούν κοινωνικά.
Ηλικιωμένα άτομα ή ζευγάρια ηλικιωμένων που ζουν μόνοι, χωρίς συγγενικό περιβάλλον και που αντιμετωπίζουν έντονα οικονομικά, κοινωνικά και ψυχολογικά προβλήματα, άτομα που αδυνατούν να αυτοεξυπηρετηθούν λόγω ηλικίας, ασθενείας ή αναπηρίας, ηλικιωμένοι που δεν μπορούν να διεκπεραιώσουν μόνοι τους εξωτερικές ή οικιακές δουλειές, είναι μερικοί από τους οποίους εξυπηρετούνται καθημερινά από αυτές τις υπηρεσίες.
Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι μόνο στο δήμο Κιλκίς εξυπηρετούνται πάνω από 700 ηλικιωμένοι από τα προγράμματα φροντίδας ηλικιωμένων («Κοινωνική Μέριμνα», «Βοήθεια στο Σπίτι»).
Πιο συγκεκριμένα, βασικές επιδιώξεις των προγραμμάτων αυτών, είναι η διερεύνηση και καταγραφή των πιθανών προβλημάτων αυτού του πληθυσμού, η κοινωνική φροντίδα και προστασία τους, η ψυχολογική, συμβουλευτική και κοινωνική υποστήριξη, η νοσηλευτική φροντίδα κατ’ οίκον, η οικιακή βοήθεια και η παροχή πληροφοριών σχετικά με τις υπηρεσίες στις οποίες μπορούν να εξυπηρετηθούν οι ηλικιωμένοι.
Το πολυδιάστατο αυτό έργο παρέχεται από εργαζόμενους με μεράκι και ανθρωπιά, από εκείνους τους συμβασιούχους της αβέβαιης επαγγελματικής διαδρομής, που μέρα με τη μέρα καλλιεργούν δεσμούς εμπιστοσύνης με τη γιαγιά και τον παππού από κάθε γωνιά της Ελλάδας, όσο πιο απομακρυσμένη τόσο πιο ανθρώπινη, όσο πιο δυσπρόσιτη τόσο πιο αυθεντική…
Και κάθε, λοιπόν, ένα ή ενάμιση χρόνο, μετά τη λήξη του προγράμματος, τα ίδια ζητήματα, κολλημένα στα γρανάζια της δυσκίνητης κρατικής μηχανής∙ η ανασφάλεια των εργαζομένων αν αύριο θα συνεχίζουν να εργάζονται, η αβεβαιότητα του ηλικιωμένου αν αύριο θα έχει τα φάρμακά του, τη συντροφιά, τη στήριξη, τη φροντίδα, τη βοήθεια από γνώριμα πρόσωπα εμπιστοσύνης.
Μπορεί άραγε κάποιος να μας εξηγήσει, ποιές είναι αυτές οι περίφημες «πάγιες και διαρκείς ανάγκες»; Ποιός, τελικά, τις αξιολογεί; Ποιός είναι εκείνος που τις σχεδιάζει; Και με βάση ποια προοπτική; Να βολεύουμε πάντοτε τα “δικά μας παιδιά” ή να προσφέρουμε τέλος πάντων πραγματικές υπηρεσίες στον πολίτη;
Θα μας πει επί τέλους κάποιος τί κράτος θέλουμε, ένα κράτος πρόνοιας, με ανθρώπινο πρόσωπο και σχεδιασμό, ή ένα μηχανισμό καπήλευσης των πάντων;
Μπορούν όλοι, έξω από χρώματα και ιδεολογίες, έστω και μια φορά, να βρεθούν γύρω από το ίδιο τραπέζι και να αποφασίσουν, να σχεδιάσουν ένα σύγχρονο δημόσιο τομέα σε όλες τις βαθμίδες, ένα δημόσιο τομέα αποτελεσματικό;
Μπορούν να αποφασίσουν να κόψουν την αλυσίδα που δένει την μπάλα της κομματικής σκοπιμότητας στα ποδάρια του κρατικού μηχανισμού; Είναι δυνατόν άραγε κάποια μέρα το μέλλον αυτού του τόπου να το καθορίζουν οι πολίτες και οι εκλεγμένες κυβερνήσεις, κι όχι οι συντεχνίες και τα παραταξιακά σινάφια;
Η μείωση του μόνιμου προσωπικού και η κατάργηση οργανικών θέσεων, ενισχύεται, άλλωστε, και από την ιδιωτικοποίηση δημόσιων οργανισμών ή την ανάθεση λειτουργιών του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα σε ιδιώτες-εργολάβους.
Το μοντέλο μιας χώρας όπου όλοι οι πολίτες θα είναι εργασιακά και οικονομικά αποκαταστημένοι είναι ιδανικό και προσδοκώμενο από όλους.
Όταν αυτό όμως δεν υφίσταται, τότε όσοι αισθάνονται αδικημένοι θα βγαίνουν στους δρόμους και θα διεκδικούν το δίκιο τους.
Το δικαίωμα στη δουλειά είναι αδιαπραγμάτευτο και δε μπορούμε να δεχτούμε να μπαίνει στην προκρούστεια κλίνη των πολιτικάντικων παιχνιδιών, των φτηνών νομικών ρυθμίσεων και της στρατηγικής του «είπα-ξείπα».
Στόχος όλων μας ας γίνει η διαρκής ανάδειξη του προβλήματος και η οριστική κατάργηση του φαινομένου των εργαζομένων-ομήρων, διεκδικώντας αξιοπρεπή, σταθερή και μόνιμη δουλειά για όλους.