Εφηβεία και οι ευθύνες της ενηλικίωσης
Καθημερινώς τα παιδιά, και ιδίως οι έφηβοι, έρχονται όλο και πιό έντονα αντιμέτωποι με το βάρος των νέων ευθυνών της ενηλικίωσης που πλησιάζει. Μπροστά στις δυσκολίες αυτές όμως όλοι οι έφηβοι δεν αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο. Τα συναισθήματα της αλλαγής και της εσωτερικής αναστάτωσης εξελίσσονται για μερικούς εφήβους σε πιο σοβαρές καταθλιπτικές διαταραχές. Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί δεν πρέπει να περιμένουν από τα παιδιά τους, να εκφράσουν την κατάστασή τους αυτή με λόγια.
Αντιθέτως, πρέπει να είναι σε θέση να ερμηνεύουν κατάλληλα διάφορα σημάδια της συμπεριφοράς του εφήβου που υποδηλώνουν ότι «κάτι δεν πάει καλά». Αυτά τα σημάδια μπορεί να κυμαίνονται από την επιθετικότητα μέχρι την πλήρη ανικανότητα για δράση. Είναι γεγονός ότι αυτά τα «μηνύματα» που στέλνει ο έφηβος μέσω της συμπεριφοράς του δεν είναι εύκολο πάντα να αναγνωριστούν, μιάς και φροντίζει συχνά να κρύβει τα συναισθήματά του αυτά και να «μεταμορφώνει» την απόγνωσή του.
Συχνά συναντούμε εφήβους πολύ «εύθραυστους», που ζητούν συμβουλές για διάφορα θέματα, τα οποία τους απασχολούν. Τα προβλήματά τους είναι συχνά τάξεως “πνευματικής”. Δυσκολίες στη μάθηση, επαγγελματικός προσανατολισμός, προβλήματα με καθηγητές, άγχος μπροστά στον ανταγωνισμό, κτλ. Τα κορίτσια θέτουν θέματα, συνήθως, υπό ένα πρίσμα καθαρά συγκινησιακό, πιο “συναισθηματικό” θα λέγαμε.
Συνήθως τα προβλήματά τους αλλάζουν σε επιφάνεια, αλλά το βάθος παραμένει το ίδιο. Το άγχος, η απόρριψη της μάνας και του πατέρα και η επανασύνδεση με ποικίλα μέσα είναι κάποια από τα ζητήματα που τους απασχολούν. Πολλές πλευρές του ψυχολογικού «προφίλ» του εφήβου μπορούν να ονομαστούν “κοινωνιολογικά γεγονότα”, πράγμα που σηματοδοτεί τις διαφορές ανάμεσα στις γενιές των εφήβων. Όχι μόνο τα χαρακτηριστικά αυτά εμφανίζονται εκεί ακριβώς όπου εκτυλίσσονται τα κοινωνικά γεγονότα, αλλά πολλά από αυτά αποτελούν και μέρος των γεγονότων αυτών.
Τα τελευταία χρόνια σύνηθες είναι το φαινόμενο, έφηβοι, οι οποίοι είχαν μια πορεία καθ’όλα φυσιολογική, ξαφνικά να εμφανίζουν μιας κάποιας μορφής “κατάθλιψη”. Αν τους κοιτάξει κανείς, θα δει ότι στα στο προεφηβικό στάδιο αλλά και στην αρχή της εφηβείας τους, ενδεχομένως να είχαν παραμείνει μόνοι, εξ αιτίας μιας υπερεντατικοποιημένης σχολικής φοίτησης και μιας άριστης απόδοσης ή μιας απορριπτικής στάσης των γονέων.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η εφηβεία είναι ένα φαινόμενο ορμονικό, βιολογικό, πνευματικό. Είναι ένα προϊόν της ανθρώπινης διανόησης.
Σε μια τέτοια μεταβατική περίοδο όπως η εφηβεία είναι σημαντικό να ορίσουμε τη διαφορά ανάμεσα σε μια προσαρμοστική αναπτυξιακή συμπεριφορά και σε μια συμπεριφορά παθολογική κατά τη διάρκεια της εφηβείας.
Συχνά, μπορούμε να μπερδέψουμε την εφηβεία με όλες τις αρχικές μορφές ψυχασθένειας,. Η διάγνωση της παθολογίας ή της υγείας στηρίζεται κατ’ουσία (σύμφωνα με την A. Φρώυντ) πάνω στην εκτίμηση της ικανότητας για εξελικτική πρόοδο.
Οι συχνότερες διαταραχές της εφηβείας είναι οι εξής:
-Στην τοξικομανία (εξάρτηση από ουσίες)
-Στη νευρική ανορεξία
– Στην κατάθλιψη
– Στις αυτοκτονικές τάσεις και
– Σε απλούστερα προβλήματα, όπως αγχώδεις διαταραχές, δηλαδή αντικοινωνική συμπεριφορά, κλοπή, φυγές και στις διαταραχές των γνωστικών λειτουργιών.
Ο Μοδιανός (1998) αναφέρει ότι σε πληθυσμό 1.325 Ελλήνων εφήβων, η γενική ψυχική κατάσταση των οποίων αξιολογήθηκε με βάση την κλιμακα Λάγκνερ (1962), διαπιστώθηκε ότι το 14,6% από αυτούς παρουσίαζαν σοβαρή έκπτωση της ψυχικής τους υγείας και υπέφεραν από έξι τουλάχιστον ψυχοπαθολογικά συμπτώματα. Ενδιαφέρον είναι το εύρημα ότι οι έφηβοι από την περιοχή των Αθηνών χαρακτηρίστηκαν καταθλιπτικοί σε μεγαλύτερο βαθμό από τους αυτούς των μικρότερων πόλεων και των αγροτικών περιοχών της χώρας. Φαίνεται πως η διαβίωση μέσα στα μεγάλα αστικά κέντρα δημιουργεί αρνητικές συνθήκες για την εξέλιξη και την ανάπτυξη της επάρκειας στους εφήβους (Μαδιανός και Μαδιανού, 1991, Ιεροδιακόνου, 1988).
Το άγχος είναι μια «διαταραχή» της εφηβικής ηλικίας, η οποία έχει συναισθηματικές, νευροφυσιολογικές και γνωστικές διαστάσεις. Το άγχος παίρνει μία νέα μορφή στην εφηβεία η οποία διαφέρει κατά πολύ από αυτήν του άγχους της παιδικής ηλικίας. Συνδέεται κυρίως με κοινωνικές καταστάσεις και περιλαμβάνει φόβους πιο “αφηρημένους” και γενικούς, όπως η αγοραφοβία. Είναι δύο έως τρεις φορές συχνότερο στα κορίτσια από ότι στα αγόρια, ενώ οι αγχώδεις έφηβοι γίνονται σε ένα μεγάλο ποσοστό αγχώδεις ενήλικες.
Η κατάθλιψη έχει μελετηθεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη διαταραχή σε σχέση με την εφηβεία. Διάφορες επιδημιολογικές έρευνες αναφέρουν πως στο τελικό στάδιο της εφηβείας, το 3 – 5% των εφήβων υποφέρει από μείζων κατάθλιψη, ενώ το 12 – 15% παρουσιάζει πολλά καταθλιπτικά συμπτώματα. Μεγάλη αύξηση παρουσιάζουν επίσης και οι απόπειρες αυτοκτονίας ανάμεσα στα πρώτα στάδια της εφηβείας και την έναρξη της ενήλικης ζωής. Τα ποσοστά των αποπειρών αυτοκτονίας είναι πολύ υψηλότερα από αυτών των επιτυχημένων αυτοκτονιών.
Το ποσοστό των αυτοκτονιών των αγοριών είναι υψηλότερα από το αντίστοιχο των κοριτσιών. Αυτό ίσως οφείλεται στην μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των μεθόδων που επιλέγουν τα αγόρια. Για παράδειγμα, τα αγόρια συχνά χρησιμοποιούν όπλα να αυτοκτονήσουν, ενώ τα κορίτσια επιχειρούν να τερματίσουν τη ζωή τους κάνοντας υπερβολική χρήση φαρμάκων ή τοξικών ουσιών μία μέθοδος που έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να αποτύχει.
Η διαταραχή διαγωγής αναφέρεται σε ένα ψυχιατρικό σύνδρομο που αναφέρεται στην ύπαρξη τριών τουλάχιστον μορφών προβληματικής συμπεριφοράς για χρονικό διάστημα άνω των έξι μηνών (DSM-IV, 1990). Το κεντρικό σημείο που την διαφοροποιεί από άλλα ψυχιατρικά σύνδρομα είναι ότι αφορά σε μία διαταραχή της συμπεριφοράς και όχι της σκέψης ή του συναισθήματος. Οι έφηβοι με την διαταραχή αυτή συνήθως τείνουν να διαπράττουν αντικοινωνικές πράξεις με ένα σταθερά επαναλαμβανόμενο τρόπο.
Η διαταραχή διαγωγής είναι τρεις μέχρι τέσσερις φορές συχνότερη στα αγόρια από ότι στα κορίτσια. Συνήθως, εκδηλώνεται νωρίτερα από τις άλλες διαταραχές, από τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου ή και τις τελευταίες του δημοτικού.
Η προσπάθεια του εφήβου για αυτονομία και ανεξαρτητοποίηση διαταράσσει την ηρεμία και τη σταθερότητα που υπήρχε στις οικογενειακές σχέσεις και τη λανθάνουσα περίοδο της εξέλιξης του παιδιού. Οι γονείς δεν είναι πλέον σε θέση να κάνουν σχέδια για το παιδί τους και να ασκούν την ίδια επιρροή επάνω του.
Αισθάνονται ότι “χάνουν” το παιδί τους καθώς αυτό αποκηρύσσει την κυριαρχία τους και αναζητά καταφύγιο στις παρέες των συνομηλίκων, χωρίς να τους επιτρέπει πλέον να παρεμβαίνουν στην προσωπική του ζωή.
Οι γονείς οφείλουν να είναι συναισθηματικώς κοντά στους εφήβους, να έχουν την ικανότητα να αντέξουν και να “σηκώσουν” την επιθετικότητα και όλα τα αρνητικά συναισθήματα που προβάλλουν επάνω τους.
Να είναι δυνατοί και σταθεροί, ώστε να επιτρέψουν στα παιδιά τους να τους απομυθοποιήσουν αλλά και να τα βοηθήσουν να αποκαταστήσουν την συναισθηματική τους ισορροπία. Όταν διαπιστωθούν από τους γονείς σημάδια μιας ακραίας συμπεριφοράς, σημαντικό είναι να μη χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα η δύσκολη περίοδος της εφηβικής ηλικίας. Η γνώμη ενός εξειδικευμένου ψυχολόγου ή ψυχιάτρου για τη συμπεριφορά του εφήβου είναι πάντοτε χρήσιμη για τις μελλοντικές γονεϊκές επιλογές.
Εξ άλλου, το να «διαπαιδαγωγούν» οι γονείς εφήβους συνεπάγεται να είναι πρόθυμοι να θέσουν υπό αμφισβήτηση τους δικούς τους κανόνες, τα πρότυπα και τις κρίσεις τους, όπως θέτουν σε αμφισβήτηση κανόνες, πρότυπα και κρίσεις των ίδιων των εφήβων. Μπορούν να ελπίζουν ότι μόνο επανεκπαιδεύοντας τον εαυτό τους θα μπορέσουν να διαπαιδαγωγήσουν εφήβους.
Αυτό φυσικά δε σημαίνει να συμφωνούν με όλες τους τις γνώμες και να παραιτούνται από όλες τις δικές τους αντίθετες απόψεις, για να υιοθετήσουν τις δικές τους. Αντιθέντως, καμμιά ανάπτυξη δεν είναι δυνατή μ’ αυτό τον τρόπο. Αλλά το να επανεξετάζουν μια άποψη συνεπάγεται συζήτηση. Για τον έφηβο, η εμπιστοσύνη αποκτάται όχι μόνο από την πείρα αλλά και από την αξιολόγηση της εμπειρίας, όταν σκέφτεται και ανταλλάσσει ιδέες σχετικά με αυτήν.