Ο εκπαιδευτικός ως διαμορφωτής ενός «Σχολείου Ζωής»
Το σχολείο, ως θεσμικό στοιχείο της κοινωνίας, είναι ένα σύστημα ανοικτό, γιατί υπάρχει και λειτουργεί μέσα σε ένα ευρύτερο περιβάλλον, μέσα στο οποίο ο ρόλος της επικοινωνίας είναι ζωτικής σημασίας.
Καθημερινώς, στον χώρο του σχολείου, όσοι εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία (εκπαιδευτικοί, διευθυντής, μαθητές, γονείς) ανταλλάσσουν μεταξύ τους μηνύματα, απόψεις, σχολιάζουν, παρατηρούν, αναλύουν, επικοινωνούν. Και όταν στο σχολείο υπάρχει αμφίδρομη επικοινωνία διευθυντή- εκπαιδευτικών, διδασκόντων- διδασκομένων, διευθυντή-γονέων, τότε υπάρχει ευνοϊκό κλίμα, κλίμα που προάγει την αμοιβή και τον έπαινο και που επηρεάζει θετικά την επίδοση των μαθητών.
Στον τομέα της επικοινωνίας στην σχολική μονάδα βασικός και εξαιρετικής σημασίας κρίνεται ο ρόλος του διευθυντή, ο οποίος λειτουργεί ως «συνδετικός κρίκος» μεταξύ των ανώτερων ηγετικών στελεχών της εκπαιδευτικής διοίκησης και των υφιστάμενων εκπαιδευτικών.
Επίσης, πρέπει να έχει μια αμφίδρομη επικοινωνία με τους γονείς των μαθητών, καθώς και με διάφορους κοινωνικούς φορείς. Ο διευθυντής είναι αυτός ο οποίος, αναπτύσσοντας σωστές διαπροσωπικές σχέσεις με όσους εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία, επιτυγχάνει την συνεργασία, αποφεύγοντας εντάσεις, συγκρούσεις, διαφορές που κατά διαστήματα προκύπτουν στη σχολική μονάδα.
Επιπροσθέτως, πρέπει να υπάρχει μια γνήσια επικοινωνία μεταξύ εκπαιδευτικών-μαθητών. Πρωταρχικό μέλημα των εκπαιδευτικών είναι η δημιουργία ενός άνετου και φιλικού κλίματος μέσα στην τάξη. Αυτό επιτυγχάνεται με επιμονή και υπομονή από την πλευρά των εκπαιδευτικών, επειδή θα πρέπει να ενημερωθούν πρωτίστως για τις ικανότητες και τις αδυναμίες του κάθε μαθητή ξεχωριστά και στην συνέχεια, με συζήτηση μαζί τους, να προσπαθήσουν να καθορίσουν, από κοινού, τους στόχους της συγκεκριμένης τάξης και του σχολείου γενικότερα.
Ο καλός εκπαιδευτικός είναι πάντα πρόθυμος να ακούσει τα προβλήματα των μαθητών του. Επομένως, τα παιδιά πρέπει να γνωρίζουν, ότι ο δάσκαλος ενδιαφέρεται για τις ανησυχίες τους και ότι μπορεί να τους αφιερώσει χρόνο στο διάλειμμα ή στο τέλος του μαθήματος. Παράλληλα, η ανάθεση, τόσο εκπαιδευτικών όσο και εξωσχολικών καθηκόντων στα παιδιά, αποδεικνύει, ότι ο δάσκαλος τα εμπιστεύεται και ότι αποτελούν σημαντικά μέλη της τάξης. Αν ο δάσκαλος φροντίσει να συμμετέχουν όλα τα παιδιά στα καθήκοντα αυτά, έχει την ευκαιρία να δώσει, ακόμη και στα πιο άτακτα, ένα αίσθημα υπευθυνότητας.
Η εντατική χρήση επιχειρημάτων και επεξηγήσεων για τις υποχρεώσεις, που έχουν οι μαθητές, ο σεβασμός και η κατανόηση, είναι πολύ πιθανό να αποτρέψουν την διάπλαση προσωπικοτήτων με τάσεις παραβατικότητας.
Γενικότερα, το παιδί πρέπει να προστατευθεί ως αυτοτελής κοινωνική οντότητα και αξία, αφού είναι το μέλλον αλλά και το πιο όμορφο παρόν της κοινωνίας μας, η προέκταση της ανθρώπινης παρουσίας μέσα στο χρόνο.
Για τους λόγους αυτούς, η επαφή των παιδιών με την καλλιτεχνική δημιουργία και με την κοινωνική πραγματικότητα, καθώς και η εκμάθηση του νοήματος εννοιών όπως ο αλληλοσεβασμός, η εκτίμηση και η αλληλεγγύη είναι απολύτως αναγκαία. Επομένως, ο εκπαιδευτικός οφείλει να αφιερώνει χρόνο για τους μαθητές του, προκειμένου να διδάξει αξίες και έννοιες, που δύσκολα βρίσκει κανείς μέσα στο πλαίσιο της διδακτέας ύλης αλλά που ενισχύουν την επικοινωνία και την αλληλοκατανόηση. Έτσι, θα δημιουργηθεί η αίσθηση στα παιδιά ότι ο εκπαιδευτικός δεν ενδιαφέρεται απλώς για τη διδασκαλία στείρας γνώσης αλλά νοιάζεται και για την προσωπική τους εξέλιξη και ολοκλήρωση.
Ο καινοτόμος εκπαιδευτικός οφείλει να έχει επιστημονική κατάρτιση, να προγραμματίζει και να σχεδιάζει το εκπαιδευτικό έργο, να αξιοποιεί τον ωφέλιμο διδακτικό χρόνο των μαθητών, να χρησιμοποιεί συνδυαστικές μεθόδους διδασκαλίας, όπως επικοινωνιακή – βιωματική μέθοδο, σχέδια εργασίας, «πρότζεκτ» κ.α., για να συνοικοδομήσει μαζί με τους μαθητές του ένα σχολείο ζωντανό κύτταρο της κοινωνίας, όπου όλοι θα έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Οι εκπαιδευτικοί, για να είναι εποικοδομητικοί διαχειριστές της τάξης τους, θα πρέπει να είναι συναισθηματικά διαθέσιμοι, ώστε να κινητοποιούν και να δραστηριοποιούν τους μαθητές, να κατακτούν την γνώση συμμετοχικώς, ερευνητικώς, πειραματικώς και δημιουργικώς.
Ο εκπαιδευτικός στην σημερινή καθημερινή πολυπολιτισμική πραγματικότητα θα πρέπει να στοχεύει σε ένα «Σχολείο Ζωής», όπου ο ρόλος του θα είναι συμβουλευτικός, καθοδηγητικός, συνεργατικός, αντιαυταρχικός, δημιουργικός, κοινωνικός, συναισθηματικός, δε θα μεταδίδει γνώσεις αλλά θα ενθαρρύνει και θα οδηγεί τους νέους ανθρώπους να κατακτούν την γνώση με ενεργητική συμμετοχή. Τότε μόνο τα παιδιά θα μαθαίνουν σε βάθος, θα παραμένουν στο σχολείο με ευχαρίστηση και θα διαμορφώνουν μια αρμονική προσωπικότητα.
Επί πλέον, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, η συνεργασία με τους γονείς πρέπει να είναι ένας από τους πρωταρχικούς επιδιωκόμενους στόχους του εκπαιδευτικού. Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί αποτελούν μορφές πρότυπα για τους μαθητές και διαπλάθουν την προσωπικότητα και τις αντιλήψεις τους. Χρέος του παιδαγωγού, λοιπόν, είναι η ενημέρωση των γονιών για την σχολική πρόοδο αλλά και τη διαγωγή και τη συμπεριφορά των παιδιών τους. Έχοντας επαφή και επικοινωνία με το οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού, οι εκπαιδευτικοί μπορούν να αντιληφθούν αν προκύπτουν κάποια ενδοοικογενειακά προβλήματα, τα οποία ενδέχεται να έχουν αρνητική επιρροή στην προσωπικότητα και στον ψυχισμό του παιδιού. Με τον τρόπο αυτό προφυλάσσουν το παιδί από τους κινδύνους ανάπτυξης παραβατικής/προβληματικής συμπεριφοράς και μεριμνούν για την μελλοντική πορεία και εξέλιξή του.
Τελειώνοντας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να λάβει υπ’ όψιν του τις ατομικές διαφορές του κάθε παιδιού και να προβλέψει ειδική φροντίδα για μαθητές με ιδιαιτερότητες, προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα παραπτωματικής συμπεριφοράς. Επίσης, ο ίδιος ο εκπαιδευτικός καλείται να αντεπεξέλθει στον δύσκολο ρόλο της αντιμετώπισης του κάθε παιδιού ανάλογα με το χαρακτήρα και τις ικανότητές του, προσαρμόζοντας αναλόγως ως προς τις δικές του διδακτικές ενέργειες. Χρέος του είναι να ελαχιστοποιήσει τα προβλήματα μάθησης και συμπεριφοράς που αντιμετωπίζει καθημερινά μέσα στη τάξη χρησιμοποιώντας διάλογο, επικοινωνία και συμμετοχικούς και δημιουργικούς τρόπους εκμάθησης. Τέλος, είναι εμφανές ότι, για να έχουμε θετικά αποτελέσματα στις προαναφερόμενες επιδιώξεις, είναι απαραίτητο να δημιουργήσουμε υποστηρικτικές δομές και προγράμματα τόσο για τους μαθητές όσο και για τους εκπαιδευτικούς.