«Φωτο-Μένος και Νίκος» Φρεγγίδης: Στο «άλμπουμ» της ιστορίας του Κιλκίς

Δεκαετία του ’60, περιοχή της παλιάς Ακρόπολης του Κιλκίς, οδός 21ης Ιουνίου 271. Τα δυο αδέρφια Μένος και Νίκος Φρεγγίδης, δουλεύουν ως αργά το βράδυ τυπώνοντας στο σκοτεινό θάλαμο φωτογραφίες.
Παιδιά μιας πολύτεκνης οικογένειας, ξεκίνησαν από το μικρό χωριό των Κρουσσίων, Μελισσουργειό, για να βρουν την τύχη τους στην πόλη.
Πρώτα ο Μένος, ο μεγαλύτερος της οικογένειας, που μαθήτευσε πλάι στο φωτογράφο της εποχής Τσαρτσίδη, κι έπειτα, ο μικρότερος, Νίκος, ο πατέρας μου, που μόλις τελείωσε από το στρατιωτικό του, βρέθηκε κι αυτός με τη σειρά του στο ίδιο μαγαζί.
Όλο το χρόνο, τους συναντούσες φορτωμένους με τις μηχανές τους σε όλες τις περιστάσεις της ζωής: Σε γάμους και βαφτίσια, στις εκδρομές με τα κορίτσια του 2ου γυμνασίου θηλέων, σε γενέθλια, σε παρελάσεις, στις γιορτές για την λήξη του σχολικού έτους… Όλοι αγωνιούσαν να συγκρατήσουν μια ανάμνηση, τιμής ένεκεν για τα χρόνια που θα έρχονταν.
«Λίγο δεξιά το κεφάλι… κάτσε να σε ισιάξω, χαμόγελο… όχι τόσο πολύ… άλλη μία… αυτό ήταν!», η μόνιμη επωδός πριν από τη φωτογράφιση κάθε είδους, από την τετράδα της ταυτότητας μέχρι τις καθιερωμένες «εβδομαδιαίες» φωτογραφίες. «Να δω λίγο στον καθρέφτη σας;», τα κορίτσια με το διακαή πόθο να φυλακίσουν σε μια εικόνα τη φρεσκάδα της νιότης τους.
Δεν θυμάμαι γιορτή ή αργία (Χριστούγεννα, Πάσχα, Καθαρά Δευτέρα, Πρωτομαγιά, Δεκαπενταύγουστο) που να ξεκινήσαμε ως οικογένεια από νωρίς το πρωί για μια εκδρομή. Και τούτο διότι θα χρειαζόταν όλοι οι υπόλοιποι Κιλκισιώτες να προμηθευτούν ανήμερα της εορτής τα φιλμ για τις φωτογραφικές μηχανές τους.
Και ο πατέρας μου, τους περίμενε μέχρι να ξεκινήσουμε κι εμείς για τη δική μας εξόρμηση στο χωριό.
Τα δε Καλοκαίρια, έλειπαν με βάρδιες, μία ο ένας και μία ο άλλος, ώστε το μαγαζί να μένει πάντα ανοιχτό για τους πελάτες.
Κι έπειτα οι βιντεοσκοπήσεις. Από τους πρώτους φωτογράφους που αγόρασαν βιντεοκάμερα. Ατελείωτες πρόβες οι δυο τους, ώσπου να μάθουν να χειρίζονται το νέο μηχάνημα. Και όταν ερχόταν η ώρα για να βιντεοσκοπήσουν τους πρώτους γάμους, η ασήκωτη κάμερα στον ώμο τους και όχι στον τρίποδα, για να καταφέρουν να «αιχμαλωτίσουν» την κάθε στιγμή.
Όμως δεν ήταν μόνο η φωτογραφία και η βιντεοσκόπηση οι τέχνες τους αλλά και οι κορνίζες της εποχής. Χρόνια ατελείωτα στο υπόγειο του σπιτιού μας στα Στενημαχίτικα, να κόβουν κορνίζες, να κολλάνε και να καρφώνουν τα ξύλα. Να ακούω από τον 1ο όροφο του σπιτιού το πριόνι και το χτύπο από τις πρόκες. Εκατοντάδες κάδρα με κεντήματα και τις περιβόητες «καλημέρες», που κοσμούσαν τα σπίτια της εποχής.
Μετά τη συνταξιοδότηση του θείου μου, την επιχείρηση συνέχισε ο πατέρας μου, ως ο μικρότερος της οικογένειας. Και κάπου στα 60 του χρόνια, έμαθε και τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και την ηλεκτρονική επεξεργασία φωτογραφιών. Ώρες ατελείωτες να δουλεύει πάνω σε μια φωτογραφία, αν και στην εποχή της ταχύτητας, λες και βρισκόταν ακόμα μέσα στο σκοτεινό θάλαμο εκτυπώσεων. Του είχε μείνει, όμως, το μεράκι και δεν παρέδιδε ποτέ μια «στάση» αν δεν άρεσε πρώτα στον ίδιο.
Τώρα που κλείνει πιά η επιχείρηση, κάθε πρωί, ακούω τον πατέρα μου να λέει: «Δε στεναχωριέμαι για τίποτε αλλά για τους πελάτες μου που θα με ψάχνουν».
Θέλω να του απαντήσω, ότι βρίσκεται μέσα σε κάθε ανάμνηση του κάθε σπιτιού της πόλης. Ότι θα υπάρχει πάντα μέσα στα «άλμπουμ» φωτογραφιών της κάθε οικογένειας. Ότι εκατοντάδες γονείς θα δείχνουν τις φωτογραφίες τους στα δικά τους παιδιά και θα λένε: «Αυτήν την φωτογραφία, την έβγαλα στο φωτογραφείο του Φρεγγίδη».
Διότι η φωτογραφία μένει πιο πέρα κι από εμάς, και από την ίδια μας την ύπαρξη, δε μας αφήνει να ξεχάσουμε και κρατεί την ζωή μας ανεξίτηλη στο χρόνο.