Γιατί το παιδί μου δεν προσέχει στην τάξη;
Αυτό που προέχει για τον εκπαιδευτικό που έρχεται σε επαφή με προβλήματα πειθαρχίας στην τάξη, είναι η ανεύρεση των αιτίων της διασπαστικής συμπεριφοράς.
Ο παιδαγωγός οφείλει να παρατηρεί προσεχτικά αυτά που συμβαίνουν και να αναλύει τους ενεχόμενους παράγοντες. Μερικές φορές ενδέχεται να ευθύνεται ακόμα και ο ίδιος ο εκπαιδευτικός για την αναταραχή στην τάξη. Μήπως η φωνή του ήταν αδικαιολόγητα εκνευρισμένη σε κάποιο παιδί και ιδιαίτερα ενθαρρυντική σε κάποιο άλλο;
Μήπως πρόδιδε την ανία του, μια τάση υποτίμησης ή ειρωνείας; Η ανάλυση αυτή μπορεί να τον βοηθήσει ιδιαίτερα να αξιολογήσει την γνωστική εικόνα που σχηματίζουν για αυτόν τα παιδιά.
Χρέος του κάθε εκπαιδευτικού είναι να μοιράζει δίκαια την προσοχή του στα παιδιά, αποφεύγοντας να δείχνει ιδιαίτερη εύνοια προς τους καλούς μαθητές και να αδιαφορεί για τους αδύναμους.
Τα «παραμελημένα» παιδιά, στα οποία στρέφεται ο δάσκαλος μόνο και μόνο για να τα επιπλήξει, είναι πολύ πιθανό να «επιδιώξουν» την προσοχή απειθαρχώντας στις οδηγίες του. Μοιράζοντας δίκαια το χρόνο του, ο δάσκαλος μπορεί να προσφέρει στο κάθε παιδί την κατάλληλη καθοδήγηση και να τα κάνει όλα να αισθανθούν ότι ενδιαφέρεται για τη δουλειά και την πρόοδο τους.
Επίσης, η σύγκριση μεταξύ των μαθητών είναι μια ενέργεια που πρέπει να αποφεύγεται κατηγορηματικά από τους εκπαιδευτικούς. Ένας ξεχωριστός έπαινος για μια καλή εργασία ενός μαθητή είναι, αδιαμφισβήτητα, επιθυμητός ή ακόμη και αναγκαίος, ωστόσο, σε καμιά περίπτωση, δεν πρέπει ο εκπαιδευτικός να υποδεικνύει σε μερικά παιδιά ότι οι επιδόσεις τους δεν είναι στο ύψος των επιδόσεων άλλων παιδιών.
Οι εχθρότητες που καλλιεργούνται προς το πρόσωπο του εκπαιδευτικού αλλά και προς τα παιδιά με υψηλές επιδόσεις είναι δυνατό να πυροδοτήσουν προβλήματα ελέγχου.
Λίγοι είναι αυτοί που θα αμφισβητήσουν το γεγονός ότι είναι ανιαρό και κουραστικό για τα παιδιά να ακούν για πολύ ώρα το δάσκαλο τους να αγορεύει. Είναι λογικό, λοιπόν, και αναμενόμενο μια τέτοια διδασκαλική στάση να προκαλέσει αγανάκτηση και ταραχή.
Αν θέλουμε να αποφύγουμε τα προβλήματα ελέγχου που πηγάζουν από την πλήξη και την αδημονία, πρέπει να φροντίσουμε ώστε τα περισσότερα μαθήματα να περιλαμβάνουν και μια πρακτική συνισταμένη.
Οι δημιουργικοί και συμμετοχικοί τρόποι εκμάθησης, η επικοινωνία, ο διάλογος και η επαφή με τους μαθητές, κάνουν το μάθημα πιο ενδιαφέρον, πιο ελκυστικό και, σαφέστατα, λιγότερο ανιαρό και κουραστικό. Με τον τρόπο αυτό, η πιθανότητα διάσπασης της προσοχής και εμφάνισης μιας προβληματικής συμπεριφοράς, ελαττώνεται σημαντικά.
Παράλληλα, ο εκπαιδευτικός εκτός από τις παραπάνω τεχνικές που πρέπει να εφαρμόζει, προκειμένου να κάνει προσιτό και ενδιαφέρον το μάθημα, οφείλει να διαθέτει χιούμορ και αμεροληψία. Χρέος του είναι να φροντίζει να παρέχονται σε όλους ίσες ευκαιρίες για βοήθεια και στήριξη. Αν η βοήθεια αυτή συνοδεύεται και από ένα αστείο τόσο το καλύτερο.
Τα παιδιά ανταποκρίνονται πολύ θετικά στο δάσκαλο που μπορεί να μοιραστεί ένα αστείο με την τάξη και ιδιαίτερα αυτόν που μπορεί να γελάσει ακόμη κι όταν το αστείο είναι σε βάρος του. Αυτό το μοιρασμένο χιούμορ μικραίνει την απόσταση ανάμεσα στον δάσκαλο και την τάξη και βοηθά τα παιδιά να δουν τον δάσκαλο τους ως φίλο και σύμμαχο και όχι ως φορέα εξουσίας.
Οι αστεϊσμοί ακόμη μαρτυρούν την ηρεμία και την αυτοπεποίθηση του δασκάλου. Ένας ψυχρός και απόμακρος εκπαιδευτικός συνήθως φοβάται να χαλαρώσει από φόβο μήπως παρουσιαστούν ανάρμοστες συμπεριφορές αν χαμηλώσει τις ψυχολογικές του άμυνες.
Μια ήρεμη και χαλαρή στάση, όμως, που παραμένει αδιατάρακτη μπροστά σε οποιαδήποτε κρίση της τάξης, αποτελεί εξαιρετικά αποτελεσματικό προσόν σε όλους τους τομείς του διδασκαλικού έργου, αλλά ιδιαίτερα στον τομέα του ελέγχου της τάξης και της πρόληψης παραπτωματικής συμπεριφοράς.
Ανάλογη σε αξία με την ηρεμία είναι και η υπομονή. Ο δάσκαλος που δείχνει υπομονή απέναντι στις προβληματικές συμπεριφορές και στις μαθησιακές δυσκολίες των παιδιών έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να διατηρήσει την ηρεμία του.
Επομένως, κινδυνεύει λιγότερο να αποθαρρύνει ή να εκφοβίσει τα παιδιά, από εκείνον τον παιδαγωγό που αντιμετωπίζει τις δυσκολίες ως μόνιμη πηγή αγανάκτησης. Η υπομονή στο δάσκαλο θα λέγαμε ότι εξαρτάται κατά μεγάλο μέρος από τις ρεαλιστικές προσδοκίες του σχετικά με το επίπεδο επίδοσης των παιδιών.
Εάν ο δάσκαλος διατηρεί ένα αυθαίρετο σύστημα κριτηρίων, άσχετο προς τις ικανότητες των παιδιών ή τις προηγούμενες μαθησιακές εμπειρίες τους, τότε η βραδύτητα της προόδου θα είναι γι’ αυτόν μια πηγή μόνιμου εκνευρισμού και θα καταλήγει να βλέπει με αρνητικό μάτι τα παιδιά, φτάνοντας να πιστεύει ότι η βραδύτητα αυτή είναι ηθελημένη.
Ο υπομονετικός δάσκαλος, λοιπόν, αντιμετωπίζει της βραδύτητα ως χρήσιμη ανατροφοδότηση και ξαναπαραδίδει το μαθησιακό υλικό σε μια πιο προσιτή μορφή, φροντίζοντας να παρέχει όσο γίνεται πιο συχνά στο παιδί την εμπειρία την επιτυχίας.
Δεν πρέπει, επίσης, να λησμονούμε πως ο καλός εκπαιδευτικός είναι πάντα πρόθυμος να ακούσει τα προβλήματα των μαθητών του. Επομένως, τα παιδιά πρέπει να γνωρίζουν ότι ο δάσκαλος ενδιαφέρεται για τις ανησυχίες τους και ότι μπορεί να τους αφιερώσει χρόνο στο διάλειμμα ή στο τέλος του μαθήματος.
Παράλληλα, η ανάθεση τόσο εκπαιδευτικών όσο και εξωσχολικών καθηκόντων στα παιδιά αποδεικνύει πως ο δάσκαλος τα εμπιστεύεται και ότι αποτελούν σημαντικά μέλη της τάξης. Αν ο δάσκαλος φροντίσει να συμμετέχουν όλα τα παιδιά στα καθήκοντα αυτά, έχει την ευκαιρία να δώσει, ακόμα και στα πιο άτακτα, ένα αίσθημα υπευθυνότητας.
Ο έπαινος της επιθυμητής συμπεριφοράς, κάθε φορά που αυτή εμφανίζεται, είναι μια μέθοδος που προλαμβάνει και ελαττώνει την πιθανότητα εμφάνισης προβληματικής-παραβατικής συμπεριφοράς. Ο έπαινος συντελεί ώστε το παιδί να κατανοεί με σαφήνεια ποιά είναι η σωστή συμπεριφορά, η οποία επιβραβεύεται, και ποιά όχι.
Ο εκπαιδευτικός, λοιπόν, αντί να στιγματίζει την παραβατική συμπεριφορά ενός μαθητή καλό θα ήταν να ενισχύει την θετική συμπεριφορά του. Δυστυχώς, όμως, η τεχνική αυτή δε χρησιμοποιείται από τους εκπαιδευτικούς με τη συχνότητα που θα έπρεπε.
Γενικότερα, ο εκπαιδευτικός οφείλει να επιδιώκει τη διατήρηση ενός δεσμού στοργής και σεβασμού με τους μαθητές του. Όσο περισσότερη στοργή και κατανόηση υπάρχει, τόσο ο νέος θα εντείνει την προσοχή του στις νουθεσίες του δασκάλου.
Παράλληλα, ο παιδαγωγός είναι ωφέλιμο να επιμένει σε σταθερές κοινωνικές και ηθικές αξίες, αφήνοντας να διαφανούν ποιοί είναι οι αντικειμενικοί στόχοι που υπάρχουν πίσω από τη διαπαιδαγώγηση και την επίβλεψη των μαθητών. Η εντατική χρήση επιχειρημάτων και επεξηγήσεων για τις υποχρεώσεις που έχουν οι μαθητές, ο σεβασμός και η κατανόηση, είναι πολύ πιθανό να αποτρέψουν τη διάπλαση προσωπικοτήτων με τάσεις παραβατικότητας.
Η χρήση της τιμωρίας, ως μέσου συμμόρφωσης αλλά και ορθής διαπαιδαγώγησης, ενδέχεται να καλλιεργήσει ένα αρνητικό κλίμα στις σχέσεις του παιδαγωγού με τους μαθητές και να ενισχύσει τη νεανική επιθετικότητα και παραβατικότητα. Μελέτες έχουν καταδείξει πως η συμπεριφορά που τιμωρείται, απλώς αναστέλλεται βραχυπρόθεσμα και συνήθως επανεμφανίζεται μόλις διακοπεί η τιμωρία.
Παράλληλα, με την τιμωρία το παιδί μαθαίνει να αναπτύσσει στρατηγικές απόκρυψης της ευθύνης του για τις ανεπιθύμητες συμπεριφορές, στρατηγικές όπως το ψέμα και η παραπλάνηση. Άλλωστε, τιμωρώντας το παιδί ο εκπαιδευτικός κλονίζει τη σχέση αμοιβαίου σεβασμού και εμπιστοσύνης και καλλιεργεί την εντύπωση πως ο «ισχυρός» μπορεί να επιβάλλει τη θέλησή του στον «αδύναμο». Επομένως, η αποφυγή της τιμωρίας και η δημιουργία ενός κλίματος ισότητας εξαλείφει σημαντικά την πιθανότητα επιθετικής και παραβατικής συμπεριφοράς από τους μαθητές.
Γενικότερα, το παιδί πρέπει να προστατευθεί ως αυτοτελής κοινωνική οντότητα και αξία, αφού είναι το μέλλον αλλά και το πιο όμορφο παρόν της κοινωνίας μας, η προέκταση της ανθρώπινης παρουσίας μέσα στο χρόνο.
Για τους λόγους αυτούς, η επαφή των παιδιών με την καλλιτεχνική δημιουργία και με την κοινωνική πραγματικότητα, καθώς και η εκμάθηση του νοήματος εννοιών όπως ο αλληλοσεβασμός, η εκτίμηση και η αλληλεγγύη είναι απολύτως αναγκαία.
Επομένως, ο εκπαιδευτικός οφείλει να αφιερώνει χρόνο για τους μαθητές του, προκειμένου να διδάξει αξίες και έννοιες που δύσκολα βρίσκει κανείς μέσα στα πλαίσια της διδακτέας ύλης. Έτσι, θα δημιουργηθεί η αίσθηση στα παιδιά ότι ο εκπαιδευτικός δεν ενδιαφέρεται απλώς για τη διδασκαλία στείρας γνώσης αλλά νοιάζεται και για την προσωπική τους εξέλιξη και ολοκλήρωση.
Ο εκπαιδευτικός στη σημερινή καθημερινή, πολυπολιτισμική πραγματικότητα θα πρέπει να στοχεύει σε ένα «Σχολείο Ζωής», όπου ο ρόλος του θα είναι συμβουλευτικός, καθοδηγητικός, συνεργατικός, αντιαυταρχικός, δημιουργικός, κοινωνικός, συναισθηματικός, δε θα μεταδίδει γνώσεις αλλά θα ενθαρρύνει και θα οδηγεί τους νέους ανθρώπους να κατακτούν τη γνώση με ενεργητική συμμετοχή. Τότε μόνο τα παιδιά θα μαθαίνουν σε βάθος, θα παραμένουν στο σχολείο με ευχαρίστηση και θα διαμορφώνουν μια αρμονική προσωπικότητα.
Επιπλέον, η συνεργασία με τους γονείς πρέπει να είναι ένας από τους πρωταρχικούς επιδιωκόμενους στόχους του εκπαιδευτικού. Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί αποτελούν μορφές πρότυπα για τους μαθητές και διαπλάθουν την προσωπικότητα και τις αντιλήψεις τους. Χρέος του παιδαγωγού, λοιπόν, είναι η ενημέρωση των γονιών για την σχολική πρόοδο αλλά και τη διαγωγή και τη συμπεριφορά των παιδιών τους.
Έχοντας επαφή και επικοινωνία με το οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού, οι εκπαιδευτικοί μπορούν να αντιληφθούν αν προκύπτουν κάποια ενδο-οικογενειακά προβλήματα, τα οποία ενδέχεται να έχουν αρνητική επιρροή στην προσωπικότητα και στον ψυχισμό του παιδιού.
Με τον τρόπο αυτό, προφυλάσσουν το παιδί από τους κινδύνους ανάπτυξης παραβατικής/προβληματικής συμπεριφοράς και μεριμνούν για τη μελλοντική του πορεία και εξέλιξη.
Τελειώνοντας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να λάβει υπόψη του τις ατομικές διαφορές του κάθε παιδιού και να προβλέψει ειδική φροντίδα για μαθητές με ιδιαιτερότητες, προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα παραπτωματικής συμπεριφοράς.
Επίσης, ο ίδιος ο εκπαιδευτικός καλείται να αντεπεξέλθει στο δύσκολο ρόλο της αντιμετώπισης του κάθε παιδιού ανάλογα με το χαρακτήρα και τις ικανότητές του, προσαρμόζοντας ανάλογα τις δικές του διδακτικές ενέργειες.
Χρέος του είναι να ελαχιστοποιήσει τα προβλήματα μάθησης και συμπεριφοράς που αντιμετωπίζει καθημερινά μέσα στη τάξη χρησιμοποιώντας διάλογο, επικοινωνία και συμμετοχικούς και δημιουργικούς τρόπους εκμάθησης.
Τέλος, είναι εμφανές ότι για να έχουμε θετικά αποτελέσματα στις προαναφερόμενες επιδιώξεις είναι απαραίτητο να δημιουργήσουμε υποστηρικτικές δομές και προγράμματα τόσο για τους μαθητές όσο και για τους εκπαιδευτικούς.