Εκκλησία: το ευλογημένο καταφύγιο
«Χριστός Ανέστη αληθώς
και δίδαξε τσ’ ανθρώπους
πως ζουν εφήμερες χαρές
σε δανεισμένους τόπους»
κρητική μαντινάδα
Το 1992 επανεκδόθηκε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο από τις εκδόσεις «Τροχαλία», με τίτλο «Η Ελλάδα σήμερα». (Μάλλον έκλεισε και ο εν λόγω εκδοτικός οίκος. Και πώς αλλιώς; Κρίση και… λίγοι διαβάζουν σήμερα και κυρίως οι παλαιότεροι στην ηλικία, που δεν μπορούν να «χωνέψουν» την διαδικτυακή καταιγίδα. Οι βιβλιόφιλοι είναι είδος υπό εξαφάνισιν…). Το βιβλίο είναι ταξιδιωτικό, περιηγητικό και πρωτοεκδόθηκε το 1892 στην Γαλλία. Συγγραφέας του, ο Γάλλος Ντεσάμπ (G. Deschamps), o οποίος, από το 1885 ως το 1892, ζει στην Ελλάδα και εργάζεται στην γαλλική αρχαιολογική σχολή Αθηνών. Τις ανασκαφές τις πραγματοποιούσαν τότε, κυρίως, ξένες αρχαιολογικές αποστολές, δείγμα κι αυτό της υποτέλειας και της εξάρτησης, του λυμφατικού κρατιδίου. Δυστυχώς δεν έφθαναν οι αρπαγές, οι λεηλασίες και οι καταστροφές των ευκλεών μνημείων και καλλιτεχνημάτων του αρχαίου πολιτισμού, που συνέβησαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, συνεχίστηκε η «Πολιτιστική Γενοκτονία» και κατά τον ευφημιστικώς λεγόμενο «ελεύθερο βίο». Ξένες αποστολές διενεργούσαν ανασκαφές και αποκόμιζαν την μερίδα του λέοντος από τα αριστουργήματα της κλασσικής τέχνης. Τα δυτικά μουσεία είναι κατάφορτα από αρχαίους και βυζαντινούς καλλιτεχνικούς θησαυρούς, όλα προϊόντα αρχαιοκαπηλίας και λαφυραγωγίας, κυρίως από Φράγκους τζιτζιφιόγκους της αριστοκρατίας. Ένα από τα βδελυρότερα και ζοφερότερα εγκλήματα της ιστορίας, που σπανιότατα στιγματίζεται, διότι, ισχύει το δίκαιον του ισχυροτέρου και… ουαί τοις ηττημένοις. Το πόνημα του Γάλλου αρχαιολόγου έχει μεγάλη αξία, γιατί ο συγγραφέας «δεν κλείστηκε στο γραφείο του ούτε απομονώθηκε στους χώρους των ανασκαφών. Τριγύριζε στα σαλόνια αλλά και στην αγορά. Έπινε καφέ στα καφενεία της πρωτεύουσας, αλλά και των χωριών, συζητούσε με λογίους και με απλούς ανθρώπους, σε μία προσπάθεια να ανακαλύψει και να κατανοήσει τους Νεοέλληνες». (Από την εισαγωγή του βιβλίου). Ερμηνεύει ο Γάλλος τις ποικίλες εκφάνσεις της νεοελληνικής ζωής μες στην ιστορική τους προοπτική, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «παρά τις φαινομενικές ρωγμές δεν υπάρχει ιστορία πιο συνεχής από την ιστορία τολυτης της φυλής». Ο Ελληνισμός είναι συνεχής και σύνθετος «συνάμα αρχαίος, βυζαντινός και σύγχρονος». (Ο ξένος λογοτέχνης ζώντας τότε με τον λαό «έπιασε» την τρίσημη ενότητα του Ελληνισμού. Ο Κοραής, ο σοφός δανδής των Παρισίων, διαφωταδιστής έως μυελού οστέων, μας έστησε αερογέγυρες από την νέα στην αρχαία Ελλάδα. Την ένδοξη αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης την αγνοούσε και την περιφρονούσε, γιατί ήταν μπουκωμένος από τα αντιχριστιανικά λύματα της λεγόμενης Γαλλικής Επανάστασης. Το κακό είναι μας άφησε και τα ημιμαθή έκγονά του, νεοπαγανιστές, προοδομανείς εκκλησιομάχους και λοιπούς «άθρησκους» σαπρολόγους. Όμως «…η μελέτη, η μίμηση και η λαχτάρα της Αρχαίας Ελλάδας, είναι η ανικανότητα τους να πιστέψουν στην αιωνιότητα του ανθρώπου. Όποιος ατενίζει την Αρχαία Ελλάδα και παραμερίζει τον Χριστό είναι σαν να μην υποπτεύεται πως είμαστε προορισμένοι στην αιωνιότητα, και σαν να θέλει να επαναλάβει το έργο του πολιτισμού των Αρχαίων Ελλήνων, που ήταν η προετοιμασία μιας άρτιας θνητής υπόστασης, για να την δεχτεί ο Χριστός και να την κάμει αθάνατη». (Ζ. Λορεντζάτος, «Διόσκουροι 1 Γ.Σαρανάρης, 2 Δ.Καπετανάκης», εκδ. «Δόμος», σελ. 142-143). Μάλιστα, επανερχόμενοι στο περιηγητικό βιβλίο, ο Κωστής Παλαμάς, το χαρακτήρισε ως «το ωραιότερο των όσων μέχρι τούδε εγράφησαν περί Ελλάδος», («Εστία», 1892) η δε γαλλική Ακαδημία το τίμησε με βραβείο.
Το θυμήθηκα και το «κατέβασα» από την βιβλιοθήκη μου, διότι μεταξύ των πολλών αξιομνημόνευτων εντυπώσεών του, ο συγγραφέας περιγράφει και ένα «Πάσχα των Ελλήνων» στην Αθήνα, το 1890.
Την γραφίδα του συγγραφέα διακρίνει η οξυδέρκεια και η παρατηρητικότητα.
Αποφεύγει την κατάκριση ή την περιφρόνηση που κυριαρχεί σε βιβλία Ευρωπαίων περιηγητών, οι οποίοι έρχονταν στην Ελλάδα για να συναντήσουν τον Σωκράτη και απογοητεύονταν βλέποντας τον φτωχό και ρακένδυτο Νεοέλληνα, ξεχνώντας την πολυαίωνη δουλεία, την φρικώδη σκλαβιά. Θαυμάζει ο συγγραφέας τον Καποδίστρια, διπλωμάτη ολκής και καταγράφει τον ορισμό της σημερινής Ελλάδας, όπως τον διατύπωσε μία μέρα ο Κυβερνήτης στον Άγγλο Χόρτον: «Το Ελληνικό έθνος αποτελείται από ανθρώπους που, μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως δεν έχουν σταματήσει να ασπάζονται την ορθόδοξη θρησκεία, να μιλούν την γλώσσα των πατέρων τους και έχουν παραμείνει στην πνευματική ή κοσμική δικαιοδοσία της εκκλησίας τους, ανεξάρτητα από το πού κατοικούν στην Τουρκία» (σελ. 332). Στην επόμενη σελίδα διηγείται ένα συγκινητικό γεγονός: «Σε ορισμένα σημεία της Μικράς Ασίας, η ελληνική γλώσσα έχει εξαφανιστεί. Στη Σπάρτη της Μ. Ασίας, (το τουρκικό όνομα είναι Ισπάρτα. Πριν από το 1922 είχε 6.000 Έλληνες, που διατηρούσαν οκτώ εκκλησίες), ο παπάς λέει την ορθόδοξη λειτουργία στα τούρκικα. Πάνω στους διάσπαρτους μικρούς τάφους γύρω από την εκκλησία, τα ονόματα των νεκρών και τα αποχαιρετιστήρια των ζωντανών είναι γραμμένα σε τουρκική γλώσσα με ελληνικούς χαρακτήρες (τα λεγόμενα καραμανλίδικα). Οι καημένοι οι ντόπιοι δείχνουν πολύ ντροπιασμένοι που έχουν ξεχάσει το γλωσσικό ιδίωμα των αδελφών τους και εξηγούν την δυστυχία τους με ένα τρόπο πολύ συγκινητικό: όταν οι Τούρκοι πήραν την Πόλη, λένε, έκοψαν την γλώσσα όλων όσοι βρίσκονται εδώ, και τα παιδιά τους αναγκάστηκαν να μάθουν την γλώσσα των νικητών. Όμως, προσθέτουν, θα ξαναμάθουμε τη γλώσσα του Ομήρου, για να μην είμαστε κατώτεροι από τους Αθηναίους αδελφούς μας την ημέρα που η φυλή μας θα ελευθερωθεί οριστικά».
Και σημειώνει παρακάτω ο Γάλλος συγγραφέας αυτό, που δεν μπορούν να χωνέψουν κάποιοι Ελληνόφωνοι ψευτοϊστορικοί της σήμερον: «Η Θρησκεία και το Σχολείο είναι, αιώνες τώρα, τα δύο καταφύγια που έσωσαν την ελληνική εθνικότητα από κάθε αλλοίωση. Τη διαφύλαξαν άθικτη από όλους τους κινδύνους που διέτρεξε και όλες τις επιθέσεις που υπέστη».
Ωραία, γλαφυρά και με λεπτό χιούμορ περιγράφει το βράδυ της Ανάστασης στην Αθήνα, το 1890. Διαβάζω στη σελίδα 343:
«Χριστός Ανέστη! Και αμέσως η χαρά ξεσπάει σε όλα τα πρόσωπα. Οι Αθηναίοι αγκαλιάζονται. Η αγγαλίαση ξεχύνεται στις τρυφερές χειρονομίες, στις εγκάρδιες χειραψίες, στις υποσχέσεις αιώνιας αδελφοσύνης. Παρά τις προσπάθειες της αστυνομίας τα πιστόλια βγαίνουν από τα ζωνάρια και ξεσπούν σε χαρμόσυνες μπαταριές. Αλλοίμονο σε όσους βρίσκονται πολύ κοντά στα παραγεμισμένα όπλα. Ύστερα, άλλοι γυρίζουν σπίτια τους, άλλοι σκορπίζουν στα ανοιχτά καφενεία να πιούν ξέχειλα ποτήρια ρακί, πριν σουβλίσουν και ψήσουν τα αρνιά τους στην ύπαιθρο… την ίδια ώρα, σε όλη την επικράτεια της τουρκικής αυτοκρατορίας, οι υπόδουλοι Έλληνες συγκεντρώνονται, όπως οι αδελφοί τους στην Αθήνα, ίσως με περισσότερη σοβαρότητα και επισημότητα. Στην Αγία Φωτεινή, στην Σμύρνη, στην Αγία Τριάδα, στο Πέραν, στη Νικόπολη, στη Μυτιλήνη, στην Καισάρεια, στην Κύζικο, στη Νικομήδεια, στη Νίκαια, στην Τραπεζούντα και ακόμη σε όλες τις επισκοπές της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι ανακοινώνουν στο ποίμνιό τους την Ανάσταση του Χριστού. Και την ίδια στιγμή το ελληνικό έθνος συνειδητοποιεί, παρά την δυσκολία των καιρών, την πνευματική του ενότητα. Η Εκκλησία είναι το ευλογημένο καταφύγιο όπου το έθνος επικοινωνεί με τις ίδιες πικρίες και τις ίδιες ελπίδες. Να γιατί οι αγράμματοι Έλληνες παραμένουν τυφλά συνδεδεμένοι με την θρησκεία τους. Να γιατί οι μορφωμένοι Έλληνες της μένουν πιστοί και ευγνώμονες. Ένας πολύ μορφωμένος Αθηναίος μου έλεγε τις προάλλες: Μην κοροϊδεύετε και πολύ την αρκετά παιδική λατρεία μας, τους αμαθείς παπάδες μας, τους βρόμικους μοναχούς μας. Την θρησκεία μας την αγαπάμε όπως είναι: ο ελληνικός λαός έχει διατηρηθεί μέσα σ’ αυτή την θρησκεία όπως το ψάρι στο αλάτι. Αυτό είναι πέρα για πέρα αληθινό. Ο κλήρος, όσο μεγάλα και αν μπορούν να θεωρηθούν τα ελαττώματα και τα μειονεκτήματά του, παραμένει φύλακας της γλώσσας και των εθνικών παραδόσεων. Για πολύν καιρό, ο παπάς υπήρξε για τον ελληνικό λαό παρηγορητής και δάσκαλος μαζί».
Καλή Ανάσταση, αδελφοί!!