Αρθρογραφία

Δυσκολίες προσαρμογής στο σχολείο: Σχολική φοβία

Πολύ συχνά, και ιδιαιτέρως με την έναρξη της σχολικής χρονιάς, οι γονείς με ρωτούν για τη δυσκολία που έχουν να αντιμετωπίσουν το φόβο, την άρνηση ή την απροθυμία των παιδιών τους για το σχολείο. Αδιαμφισβήτητα, κάθε περίπτωση παιδιού ή γονέα είναι ξεχωριστή και χρήζει εξατομικευμένης φροντίδας και στήριξης.

Ωστόσο, για τα περισσότερα παιδιά, η είσοδος και η προσαρμογή τους στο σχολείο είναι ένα γεγονός γεμάτο δυσκολίες γιατί αποτελεί μια από τις σημαντικότερες αλλαγές στον τρόπο ζωής τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η φοίτηση στο σχολείο είναι η πρώτη τους εμπειρία παρατεταμένης απουσίας από το σπίτι και απομάκρυνσης από τη μητρική προστασία, γεγονός που, τις περισσότερες φορές, δικαιολογεί τις κατά καιρούς διαμαρτυρίες και την έντονη απροθυμία τους.

Για μερικά παιδιά, όμως, η άρνηση να πάνε στο σχολείο είναι κάτι περισσότερο από μια απλή απροθυμία. Υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό παιδιών που οι συχνές τους απουσίες οφείλονται σε ποικίλα ψυχολογικά προβλήματα.
Πώς όμως μπορεί κανείς να καταλάβει αν το παιδί του έχει πράγματι κάποια σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα που σχετίζονται με τη σχολική του φοίτηση;

Σε μια τέτοια περίπτωση, οι γονείς θα πρέπει προηγουμένως να έχουν προσπαθήσει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα να πείσουν το παιδί να πάει σχολείο, χωρίς αποτέλεσμα. Επιπλέον, πρέπει να είναι εμφανές ότι οι φόβοι και το άγχος του παιδιού δεν υποχωρούν όσο κι αν προσπαθούν να το καθησυχάσουν.

Επίσης, το παιδί είναι πιθανό να παρουσιάζει κάποια επαναλαμβανόμενα, σε τακτά χρονικά διαστήματα, οργανικά συμπτώματα, που συνήθως «εξαφανίζονται», ως δια μαγείας, μόλις οι γονείς αποφασίσουν να παραμείνει στο σπίτι.
Πρόκειται, λοιπόν, για ένα είδος «ηθελημένης ανταρσίας»; Η πραγματικότητα είναι ότι το παιδί δεν επιλέγει το ίδιο να απουσιάζει από το σχολείο αλλά στην ουσία δεν μπορεί να πάει συνήθως λόγω κάποιου υπερβολικού φόβου που νιώθει για αυτό.

Όσον αφορά τη συμπτωματολογία, το παιδί με σχολική φοβία μπορεί ρητά να παραπονεθεί ότι υφίσταται για παράδειγμα κοροϊδία ή χειροδικία από τους συμμαθητές του ή ότι ο δάσκαλος είναι ιδιαίτερα αυστηρός μαζί του. Συνήθως, προηγείται μία αυξανόμενη ένταση, η οποία εξειδικεύεται ως ευερεθιστικότητα, νευρικότητα, ανησυχία, κλάμα, δυσκολία του παιδιού να κοιμηθεί ή διαταραγμένος ύπνος, ταχυκαρδία, πονοκέφαλος, ναυτία, εμετός, κοιλιακοί πόνοι, διάρροια και δυσκολίες στο φαγητό. Τα συμπτώματα αυτά επιδεινώνονται όταν πλησιάζει η ώρα να πάει το παιδί στο σχολείο.

Η πιθανή υποχώρηση των γονιών, επειδή το παιδί τρέμει ή φαίνεται χλωμό και η συγκατάνευσή τους να μείνει στο σπίτι, αποτελούν ανακούφιση για το παιδί και σηματοδοτούν αμέσως τη βελτίωση της κατάστασή του.

Δημογραφικές έρευνες κάνουν κοινό λόγο για συχνότερη εμφάνιση του φαινομένου σε παιδιά ηλικίας 6-10 ετών, δηλαδή στις τάξεις του Δημοτικού σχολείου. Επίσης, γίνεται διαχωρισμός στα δύο φύλα, με τα κορίτσια να είναι πιο σχολειοφοβικά και δεμένα με τη μητέρα τους, ενώ το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο της οικογένειας δείχνει να ποικίλλει. Πάντως, γενικά, η σχολειοφοβία έχει μικρή συχνότητα, μιας και μόλις το 8% των περιπτώσεων παρουσιάζονται σε παιδοψυχιατρικές κλινικές.

Στο σημείο αυτό, είναι χρήσιμο να γίνει μια διαφοροποίηση ανάμεσα στο παιδί-σκασιάρχη και στο παιδί με σχολική φοβία, του οποίου οι φόβοι έχουν νευρωσική προέλευση. Ο σκασιάρχης μαθητής «αποφεύγει» το σχολείο, χωρίς να κατευθύνεται στο σπίτι αλλά, αντίθετα, πηγαίνει όπου τον ευχαριστεί, κυρίως μακριά από την επίβλεψη ενηλίκων.

Το σχολειοφοβικό παιδί χάνει πολλά μαθήματα λόγω των απουσιών του από το σχολείο, έχει δυσκολία να επανασυνδεθεί με το σχολικό περιβάλον, την ύλη και τις απαιτήσεις των μαθημάτων. Επίσης, πολλά παιδιά με σχολική φοβία αργότερα έχουν προβλήματα με τις κοινωνικές τους συνδιαλλαγές, τις φιλίες τους, ενώ μπορεί να παρουσιάσουν και κατάθλιψη. Επιπρόσθετα, το σχολειοφοβικό παιδί δεν μπορεί εύκολα να απεξαρτηθεί από τους γονείς του και να αυτενεργήσει.

Η βοήθεια που θα πρέπει να προσφερθεί τόσο στο παιδί όσο και στους γονείς μπορεί να είναι ψυχοθεραπευτική και με κύριο στόχο την ομαλή επιστροφή του παιδιού και προσαρμογή του στο σχολείο. Επίσης, θα πρέπει να εστιάζεται στη μείωση του άγχους του παιδιού, στην απομάκρυνση του φοβικού ερεθίσματος και των ενοχλητικών συμπτωμάτων. Χρειάζεται γι’ αυτό το σκοπό η απόλυτη συνεργασία των γονέων με το θεραπευτή καθώς και με τους δασκάλους και φυσικά η ενίσχυση των δεσμών και των σχέσεων μέσα στο ίδιο το οικογενειακό σύστημα.

Γενικότερα, οι γονείς οφείλουν ν’ αναρωτηθούν: εδώ και πόσο καιρό αντιπαθεί το παιδί το σχολείο; Σχετίζεται ο φόβος με προβλήματα στις διαπροσωπικές του σχέσεις, με τη χαμηλή επίδοση ή με το σχολείο γενικά; Πώς εκφράζει το παιδί τα συναισθήματά του για το σχολείο; Σε ποιον άλλο μπορώ να μιλήσω;

Οι γονείς πρέπει να δείξουν υπομονή, σταθερότητα στη συμπεριφορά τους και έμπρακτο ενδιαφέρον για τη συμπεριφορά του παιδιού τους. Όταν το παιδί παραπονιέται ότι είναι άρρωστο, πρέπει να κρίνουν απ’ όσα ξέρουν για την προσωπικότητά του κατά πόσο προσποιείται ή όχι και να ενθαρρύνουν την έκφραση των συναισθημάτων του και την επικοινωνία. Είναι καλό να συζητηθούν πράγματα που συνέβησαν την ημέρα, είτε καλά είτε άσχημα και να διερευνηθεί η ζωή του παιδιού στο σχολείο.

Αυτό που πραγματικά χρειάζεται είναι να δείξουν οι γονείς υπομονή και κατανόηση προς το παιδί τους και ταυτόχρονα να τηρούν μια στάση συνεπούς σταθερότητας στη συμπεριφορά τους. Αν διαπιστώσουν ότι το παιδί προσποιείται τότε πρέπει να προβούν, με διπλωματικό και διακριτικό τρόπο, σε μια διερεύνηση της ζωής του παιδιού. Έτσι, μπορεί να ανακαλύψουν μια υπερευαισθησία ή ένα φόβο που μπορεί να αντιμετωπιστεί με την κατάλληλη υποστήριξη και ενθάρρυνση ή πιθανώς και με τη συζήτηση με το δάσκαλο.

Περισσότερα
Δείτε ακόμα