Δημήτρης Ψαθάς («Η γη του Πόντου»): Κορυφαία πέννα της δημοσιογραφίας και του θεάτρου
Ο Δημήτρης Ψαθάς, δημοσιογράφος, ευθυμογράφος, χρονογράφος και θεατρικός συγγραφέας γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου το 1907. Ο πατέρας του λεγόταν Γιάννης και ήταν Τενέδιος, ενώ η μητέρα του λεγόταν Μαρία και ήταν Τραπεζούντια.
Ο Ψαθάς ήταν επιμελής μαθητής, καλός στη χρήση της ελληνικής γλώσσας και είχε την τύχη να σπουδάσει στο περίφημο «Φροντιστήριον της Τραπεζούντος». Ο δάσκαλός του όταν απευθυνόταν σ’ αυτόν τον αποκαλούσε «δημοσιογράφο», χαρακτηρισμό για τον οποίο δικαιώθηκε τα επόμενα χρόνια.
Στις καλοκαιρινές διακοπές βοηθούσε στα γραφεία της εφημερίδας «Φάρος της Ανατολής», των αδερφών Δημητρίου και Γεωργίου Σεράση. Δίπλωνε εφημερίδες και κολλούσε επάνω τους την ταινία των συνδρομητών, παίρνοντας με τον τρόπο αυτό το πρώτο βάπτισμα στη δημοσιογραφία.
Με το θάνατο του πατέρα του τα ξένοιαστα χρόνια πέρασαν μια για πάντα. Αναγκάζεται πλέον, και για λόγους οικονομικούς, να εργαστεί στο τυπογραφείο του «Ελεύθερου Λόγου», δουλειά που ήταν σκληρή για την παιδική του ηλικία. Γι’ αυτό και πήγε σε ελαφρότερη δουλειά στην εφημερίδα «Εποχή» του Νίκου Καπετανίδη.
Οι σκληρές αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων ρίζωσαν βαθιά στην ψυχή του: «Η μνήμη είναι ένα στυπόχαρτο που ό,τι έχει απορροφήσει το κρατά, δεν είναι σαν τη φωτογραφία που τ’ αποτυπώνει όλα. Τις εικόνες, όμως, που έχει απορροφήσει τίποτα δεν τις σβήνει και από αυτές οι πιο σπουδαίες συνθέτουν το μαγικό βιβλίο της παιδικής μας ζωής», θα γράψει, το 1966, στο βιβλίο του η «Γη του Πόντου».
Στη «Γη του Πόντου» αναφέρεται στην ιστορία του ποντιακού ελληνισμού, λίγο πριν από τα χρόνια της γενοκτονίας και καθ’ όλη τη διάρκειά της. Αντίθετα με το εύθυμο και ανάλαφρο ύφος στο οποίο μας έχει συνηθίσει ο συγγραφέας, στη «Γη του Πόντου» αναδεικνύεται η δυναμική του συγγραφικού του ταλέντου και καταγράφονται με ακρίβεια τα ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν κατά τα χρόνια της Γενοκτονίας.
Η «Γη του Πόντου» έχει το σπάνιο χαρακτηριστικό να μην αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός με εκτεταμένη αφήγηση γεγονότων, αλλά να περιλαμβάνει πολιτισμικές και ηθογραφικές πτυχές της ταυτότητας του ποντιακού ελληνισμού, όπως και συσχετισμούς αναφορικά με τις κινήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και την ερμηνεία των γεγονότων της διεθνούς πολιτικής σκηνής.
Χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι ο χωρισμός του σε κεφάλαια, που αφορούν ιστορικά, πολιτικά ή στρατιωτικά γεγονότα, καθώς και η αναφορά στην ιστορία μεμονωμένων πόλεων ή χωριών. Με αυτόν τον τρόπο εύκολα ξεχωρίζει ο αναγνώστης τις κυριότερες ιστορικές στιγμές και τα γεγονότα που χάραξαν τη μοίρα του ελληνισμού του Πόντου.
Αξιοσημείωτο είναι, πως παρά τον Γολγοθά του ελληνισμού του Πόντου, ο συγγραφικός τόνος δε γίνεται ποτέ μίζερα κι επαναλαμβανόμενα θρηνητικός, αλλά αποτυπώνει σε όλο το βιβλίο, με την αξιοπρέπεια που ταιριάζει σε μια ελεγεία, τις απάνθρωπες διαστάσεις της ποντιακής γενοκτονίας. Όποιο περιστατικό κι αν αναφέρει ο Ψαθάς δεν υπολείπεται σε ζωντάνια και παραστατικότητα, αφού είναι επενδυμένο από μία πλούσια και εκφραστική γλώσσα. Κάτι ακόμη που αξίζει μνείας στο έργο αυτό, είναι το ύφος και το ήθος του συγγραφέα σε όλο το βιβλίο.
Αν και υπήρξε, δηλαδή, προσωπικός μάρτυρας των γεγονότων της Γενοκτονίας, δεν καταφέρεται σε ύβρεις και ακραίους χαρακτηρισμούς εναντίον των Τούρκων, αλλά τους θέτει αντιμέτωπους με την ευθύνη που έχουν έναντι της ανθρωπότητας και της ιστορικής αλήθειας. Δυστυχώς, η «Γη του Πόντου» δεν έτυχε της ανάλογης προβολής και αποδοχής. Ίσως γιατί εκδόθηκε στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια, ίσως γιατί η λέξη «πρόσφυγας» είχε ακόμη μειωτική σημασία, ίσως γιατί οι μνήμες να ήταν τόσο σκληρές, που οι ίδιοι οι πρόσφυγες να μην είχαν ακόμη το κουράγιο να τις αντικρίσουν. Για όποιον, όμως, θα ήθελε να έχει ουσιαστικές γνώσεις για τον ποντιακό ελληνισμό, η ανάγνωση του παρόντος βιβλίου, είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη. Πολλές σελίδες της «Γης του Πόντου» είναι κείμενα εθνικής αυτογνωσίας και μυσταγωγίας και όχι μόνο για τους Ποντίους αλλά και για τους άλλους Έλληνες, αναφέρει μεταξύ άλλων ο Κων/νος Ι. Δεσποτόπουλος πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών σε αναφορά του για το έργο του Δημ. Ψαθά.
Το 1923 ο Ψαθάς και η οικογένειά του ήρθε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ήταν χρόνια σκληρά. Καθημερινά έδινε τη μάχη για τη βιοπάλη. Δύο χρόνια μετά, το 1925, δεκαοχτώ ετών πλέον, αφού προηγουμένως σπούδασε νομικά δίχως να πάρει πτυχίο, εισήλθε στη δημοσιογραφία, στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα». Παράλληλα συνεργαζόταν σε διάφορα εβδομαδιαία περιοδικά, όπου παρουσίασε τα πρώτα του ευθυμογραφήματα.
Το πηγαίο ταλέντο που είχε, δεν άργησε να το αποτυπώσει σε πλήθος βιβλίων. Δημιουργεί κωμικούς τύπους, σατιρίζει, καυτηριάζει. Ακόμη σχολιάζει πολιτικά και κοινωνικά θέματα με γνώση και με πάθος και γίνεται σύντομα αξιαγάπητος σ’ ένα πλατύ κοινό.
Ως το 1976 ήταν τακτικός ευθυμογράφος και χρονογράφος στα «Νέα» κι από το 1976 και μετά στην «Ελευθεροτυπία».
Στην αρχή της εργασιακής του πορείας εργαζόταν ως παιδί για τα θελήματα: Συχνά όμως αργούσε να επιστρέψει, επειδή του άρεζε να παρακολουθεί δίκες στα δικαστήρια.
Κι όταν τον ρωτούσαν τι ήταν αυτό που τον μαγνήτιζε, διηγούταν όλα όσα συνέβαιναν στην αίθουσα του δικαστηρίου με κάθε λεπτομέρεια. Έτσι ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του καριέρα, ως δικαστικού συντάκτη.
Με από δέκα χρόνια γράφει στα «Αθηναϊκά Νέα», για στιγμιότυπα από δικαστικές αίθουσες με το ψευδώνυμο «ο μάρτυς», ενώ από το 1937 ανέλαβε το χρονογράφημα στην ίδια εφημερίδα, που ονομάσθηκε μεταπολεμικά «Τα Νέα», όπου και παρέμεινε για 40 περίπου χρόνια. Με τα «Εύθυμα και σοβαρά» ο Ψαθάς εμπότισε το χρονογράφημα με αρκετή δόση πολιτικής. Το 1937 γράφει το πρώτο του χιουμοριστικό βιβλίο, «η Θέμις έχει κέφια» και τον επόμενο χρόνο, «η θέμις έχει νεύρα».
Όλα τα έργα του Ψαθά έχουν διαχρονικό χαρακτήρα. Με το ευθυμογράφημά του, «Μαντάμ Σουσού» έχει βάλει τη σφραγίδα του στη ζωή της Ελλάδας. Μέσα από ένα ιδιαίτερο απαιτητικό λόγο θα ξεδιπλώσει τις θαυμαστές του ικανότητες, αναδεικνύοντας τα κακώς κείμενα της εποχής και ασκώντας οξεία κριτική.
Ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων της ζωής, κάλυπτε την επικαιρότητα σε όλες τις καθημερινές εκφάνσεις της. Μαχητικός και δηκτικός, περιπαιχτικός και καλοπροαίρετος, ανέδειξε με μοναδικό τρόπο τα πρόσωπα και τα γεγονότα που σατίριζε. Η πένα του πότε αιχμηρή σαν νυστέρι και πότε απαλή σαν βαμβάκι, «έσφαζε» κι έτσουζε. Έγραψε συνολικά 25 θεατρικά έργα που παίχτηκαν απ’ όλους σχεδόν τους θιάσους της Αθήνας και από τους καλύτερους Έλληνες ηθοποιούς, σημαντικότερα των οποίων είναι: Το στραβόξυλο, Ο εαυτούλης μου, Φον Δημητράκης, Ζητείται ψεύτης, Ένας βλάκας και μισός, Φωνάζει ο κλέφτης, Η χαρτοπαίχτρα, Ξύπνα Βασίλη, Ο αχόρταγος κ. ά., που όλα τους γνώρισαν καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία και μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο.
«Ήμουν στο γραφείο με τον Ψαθά από το 1963 ως τότε που έφυγε από “Τα Νέα”», θυμάται ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. «Καθημερινά ερχόταν κατά τις 10.30-11.00. Έμπαινε μέσα σοβαρός, έλεγε μια καλημέρα και καθόταν να γράψει.
Θυμάμαι ότι, ενώ όλοι τότε γράφαμε στα γνωστά δημοσιογραφικά μπλοκ, εκείνος ζητούσε από τον καφετζή ένα μαχαίρι για να κόψει στη μέση τα χαρτιά κι έγραφε στο μισό χαρτί με μια χρυσή πένα πάρκερ – ποτέ με στυλό ή απλό μπικ. Όσο έγραφε δεν σήκωνε καθόλου το κέφαλο. Μόλις τελείωνε, πήγαινε να παραδώσει το χειρόγραφό του στην ύλη… Έπειτα επέστρεφε στο γραφείο, έπινε ένα ουζάκι με ένα φθηνομεζεδάκι, άναβε ένα τσιγάρο και έφευγε».
Η Μελίνα Μερκούρη αναφερόμενη στον Ψαθά είπε: «Είχε κατορθώσει να διανύσει μια τεράστια διαδρομή: Από τη μία άκρη του Ελληνισμού, από τον Πόντο, βρέθηκε στην Αθήνα και από τη δημοσιογραφία πέρασε στη λογοτεχνία κι από εκεί στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Πέτυχε σε όλα. Έγινε η πιο γελαστή φωνή στον σοβαροφανή κόσμο μας. Ο κόσμος τον λάτρεψε. Τον έβαλε για πάντα στην καρδιά του. Είχε – βλέπετε – το μεγάλο χάρισμα να λέει τα πιο σοβαρά πράγματα με τον πιο ανάλαφρο τρόπο. Γι’ αυτό διαβάζεται και παίζεται ακόμα, γι’ αυτό παραμένει επίκαιρος. Γιατί είναι από τη στόφα των κλασικών».
Τελευταία βιβλία του ήταν «Σε ήχο πλάγιο» και «Μαίηντ ιν Αμέρικα». Υπήρξε σύμβουλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων καθώς και μέλος της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ). Πέθανε στις 13 Νοέμβρη του 1979 σε ηλικία 72 ετών. (Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ, «Γη του Πόντου» Δημ. Ψαθά, Εφ. Έθνος, 16-10-2014, Γεώργιος Βαϊκάλης).