«Παις, κλέπτης και μήτηρ»
Όταν κάποτε οι αδηφάγες κάμερες της τηλεόρασης στράφηκαν στο πρόσωπο ενός νεαρού εγκληματία, που έβγαινε σιδηροδέσμιος από ανακριτικά γραφεία, κάποιος δημοσιογράφος τον ρώτησε:
– «Εσύ έκανες το έγκλημα;»
– «Όχι, εσείς», αποκρίθηκε ο νεαρός.
Η απάντηση συνοψίζει το πρόβλημα και έχει πολλούς αποδέκτες. Αυτό το αδυσώπητο “εσείς” στρέφεται πρωτίστως στην πανίσχυρη τηλεοπτική εξουσία. Υπολογίστηκε ότι κατά μέσο όρο ένα παιδί, μέχρι να τελειώσει το Λύκειο έχει αφιερώσει στην «λατρεία» της μικρής οθόνης 18.000 ώρες, που σημαίνει 750 μέρες ή, χονδρικά, 2,5 χρόνια τηλεοπτικής αιχμαλωσίας.
Ακόμη στην Αμερική σύμφωνα με έρευνες, ένα παιδί «μετέχει», παρακολουθεί, ετησίως περίπου 3.000 και πάνω φόνους στην τηλεόραση ή, χειρότερα, μέσω των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, «διαπράττει» το ίδιο, εκατοντάδες φόνους.
Η φράση «εσείς το κάνατε το έγκλημα» δείχνει και το τωρινό σχολείο. Λέει ένας σπουδαίος ποιητικός λόγος: «Πάρε τις λέξεις μου, δωσ’ μου το χέρι σου». Τα παιδιά δεν έχουν λέξεις, δεν μπορούν να εκφραστούν, γιατί δεν διδάσκονται την γλώσσα στα σχολεία. Και γλώσσα σημαίνει λογοτεχνία, ποίηση, πράγματα προγραμμένα από τα εν χρήσει σχολικά τάχα και βιβλία Γλώσσας.
Μία από τις σοβαρότερες και σημαντικότερες συνέπειες αυτού του γλωσσικού υποσιτισμού είναι ότι προτρέπονται, καταφεύγουν οι νέοι σε πράξεις βίας, που θα μπορούσαν να αποφευχθούν με τον λόγο. Πολλά παιδιά φτάνουν στην εξαλλοσύνη και την απελπισία, γιατί δεν μπορούν να συν-εννοηθούν.
Να πω κάτι και από την εμπειρία μου στην τάξη. Δίδαξα πριν από ενάμιση μήνες στους μαθητές -Στ’ Δημοτικού- τον γνωστό, διδακτικότατο μύθο του Αισώπου, «παις, κλέπτης και μήτηρ». Ρώτησα τις προάλλες τα παιδιά. Θυμόταν τα πάντα, σχεδόν όλο το κείμενο. (Βεβαίως το διδάσκω και στην αρχαία ελληνική). Όταν δεν διδάσκεις, τις τιμαλφείς αξίες, στην αρτιμελή γλώσσα του Γένους μας, τότε οι καρδιές σκληραίνουν και, κάποιες φορές, τα χέρια οπλίζονται.
Έλεγε ο Ζ. Λορεντζάτος τα παρακάτω σπουδαία γι’ αυτήν μας την σχιζοφρένεια στο βιβλίο του, μελέτη «Για τον Σολωμό».
«Οι δικοί μας χύνουν το αίμα τους αποκάτου από το Σταυρό για να μας κάνουν ελεύθερους, τόνιζε ο σολωμικός Διάλογος. Στο κάτω κάτω δεν ελευθέρωσαν οι λόγιοι, οι φωτισμένοι ή αφώτιστοι, τους σκλαβωμένους. Οι σκλαβωμένοι ελευθέρωσαν κάποτε και τους λόγιους… Αν είναι να προκόψουμε σα λαός, δεν θα μπορέσουμε να το κατορθώσουμε μακριά από την Πίστη μας και τη Γλώσσα μας. Μονάχα μέσα από αυτά τα δύο μπορεί να φυτρώσει κάτι αληθινό. Μονάχα μέσα από αυτά τα δύο σωθήκαμε ως σήμερα και μονάχα μέσα από αυτά τα δύο θα σωθούμε αύριο….
Να παραθέσω και τον προαναφερόμενο μύθο του Αισώπου, που περιγράφει στις ολέθριες συνέπειες της ατιμωρησίας. Τα παιδιά επειδή είναι έξυπνα και δεν πάσχουν από τη λοιμική νόσο του «πολύξερου», τον κατάλαβαν και συμφώνησαν. Αν πας στους «μεγάλους», ιδίως τους ανίατα προοδευμένους, θα χαρακτηρίσουν και τον Αίσωπο οπισθοδρομικό και άσχετο, διότι δεν είχε γνώση των σύγχρονων ρευμάτων της… Παιδαγωγικής. (Συζητώντας με νεαρά δασκάλα για την αξία των μύθων μου αντέτεινε το ακαταμάχητο επιχείρημα «μα ζούμε στον 21ο αιώνα…». Μάλιστα. Δηλαδή, κατά την κρανιοκενή αυτή κοινοτοπία, τους προηγούμενους αιώνες ο λαός μας ζούσε στην βαρβαρότητα. Οι μανάδες και οι γιαγιάδες μας, φτωχές αλλά με αρχοντιά και φιλότιμο, που κεντούσαν αριστουργήματα ή έφτιαχναν γλυκά κουταλιού «χάδια της κοιλιάς» που θα έλεγε και ο Παπαδιαμάντης, ήταν απολίτιστες κι εμείς τα απολειφάδια της ιστορίας ξεχειλίζουμε από πολιτισμό; Ένα απλό κουλουράκι για τα παιδιά τους στο σχολείο δεν ξέρουν οι μεταμοντέρνες να φτιάξουν και τον καφέ τους έτοιμο τον παίρνουν, γι’ αυτό γεμίσαμε «ταχυκαφεπωλεία». Μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας ή άλλης ελληνικής πόλεως, άλλο φανερώνει. Ο παλιμβαρβαρισμός είναι ορατός).
«Παῖς ἐκ διδασκαλείου τὴν τοῦ συμφοιτητοῦ δέλτον ὑφελόμενος τῇ μητρὶ ἐκόμισε. Τῆς δὲ οὐ μόνον αὐτῷ μὴ ἐπιπληξάσης, ἀλλὰ μᾶλλον ἐπαινεσάσης αὐτὸν, ἐκ δευτέρου ἱμάτιον κλέψας ἤνεγκεν αὐτῇ. Ἔτι δὲ μᾶλλον ἐπαινεσάσης αὐτὸν ἐκείνης, προϊὼν τοῖς χρόνοις, ὡς νεανίας ἐγένετο, ἤδη καὶ τὰ μείζονα κλέπτειν ἐπεχείρει. Ληφθεὶς δέ ποτε ἐπ’ αὐτοφώρῳ καὶ περιαγκωνισθεὶς ἐπὶ τὸν δήμιον ἀπήγετο. Τῆς δὲ ἐπακολουθούσης αὐτῷ καὶ στερνοκοπουμένης, εἶπε βούλεσθαί τι αὐτῇ εἰπεῖν πρὸς τὸ οὖς· καὶ ἐπεὶ τάχιστα αὐτῷ προσῆλθε, τοῦ ὠτίου ἐπιλαβόμενος, κατέδακεν αὐτό. Τῆς δὲ κατηγορούσης αὐτοῦ δυσσέβειαν, εἴπερ μὴ ἀρκεσθεὶς οἷς ἤδη πεπλημμέληκε, καὶ τὴν μητέρα ἐλωβήσατο, ἐκεῖνος ὑποτυχὼν εἶπεν· «Ἀλλὰ τότε ὅτε σοι πρῶτον τὴν δέλτον κλέψας ἤνεγκα, εἰ ἐπέπληξάς μοι, οὐκ ἂν μέχρι τούτου ἐχώρησα, ὡς καὶ ἐπὶ θάνατον ἀπάγεσθαι. Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τὸ κατ’ ἀρχὰς κολαζόμενον ἐπὶ μεῖζον αὔξεται.
Ήταν μια φορά ένα σχολιαρόπαιδο που έκλεψε την πλάκα του συμμαθητή του στο σχολείο και την έφερε στη μάνα του. Εκείνη, όχι μόνο δεν τον μάλωσε αλλά του είπε και μπράβο. Την επόμενη φορά, λοιπόν, ο κλέφτης βούτηξε και της πήγε ένα πανωφόρι. Το καλοδέχτηκε και αυτό η μάνα με ακόμη μεγαλύτερους επαίνους. Έτσι, καθώς το παιδί μεγάλωσε, άρχισε πλέον να καταπιάνεται με πιο χοντρές κλοπές. Όμως μια μέρα τον έπιασαν επ αυτοφώρω. Αμέσως τότε του δέσανε τα χέρια πισθάγκωνα και τον τραβούσαν κατευθείαν για τον δήμιο. Όσο για τη μάνα, αυτή ακολουθούσε από πίσω του και βαρούσε τα στήθια της θρηνώντας. Σε κάποια στιγμή, λοιπόν, ο νεαρός τής φώναξε πως ήθελε να της ψιθυρίσει κάτι στο αυτί. Μόλις τον πλησίασε εκείνη, αυτός γράπωσε με τα δόντια του το αυτί της, το δάγκωσε με όλη του τη δύναμη και της το ξερίζωσε. Η γυναίκα, φυσικά, ξέσπασε σε δριμύ κατηγορητήριο: -Ξεδιάντροπε! Σαν να μη σου έφταναν τα εγκλήματα που έχεις διαπράξει! Τη μάνα σου τόλμησες να σακατέψεις;. Όμως ο γιος της έκραξε: -Γιατί δεν με μάλωσες τότε που έκανα την πρώτη μου κλεψιά και σου έφερα εκείνη την πλάκα; Άμα το είχες κάνει, δεν θα είχα καταντήσει εδώ πέρα τώρα, να με τραβολογούν για εκτέλεση.
Το δίδαγμα του μύθου: Άμα δεν τιμωρήσεις το κακό από την αρχή, με τον καιρό θα φουντώσει πιο πολύ».