Αρθρογραφία

Δυο λευτεριές που σμίγουνε μέσα στην ίδια μέρα

Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός

«Μπάρμπα Γιάννη Μακρυγιάννη
Πάρε μαύρο γιαταγάνι
Κι έλα στη ζωή μας πίσω
Το στραβό να κάμεις ίσο»
Ν. Γκάτσος

Να ξεκινήσω με κάτι νόστιμο που γράφει ο αείμνηστος Κώστας Σαρδελής στην εισαγωγή σε ένα βιβλίο του για τον Κόντογλου:
«Ήταν, λέει, ένας Ανατολίτης πολυφαμελίτης πού ζούσε στενόχωρα στο μικρό του σπίτι. Παραπονέθηκε στο Χότζα και ζήτησε τη συμβουλή του. Είναι απλό, του αποκρίνεται, θα μπάσεις στο σπίτι και τις κότες σου.
-Μα Χότζα μου δε χωράμε εμείς και θα χωρέσουμε με τις κότες;
-Κάμε αυτό πού σου λέω και θα δεις.
-Την άλλη μέρα τα παράπονα ήταν περισσότερα.

– Άκου, να μπάσεις στο σπίτι σου και το γάιδαρό σου, του λέει ο Χότζας.
-Μα; Τίποτα. Αυτό θα κάμεις.
Η ιστορία συνεχίστηκε και μ’ άλλα «ζωντανά», οπότε ό πολυφαμελίτης έγινε έξω φρενών.
-Μη θυμώνεις, άνθρωπε μου. Βγάλε τώρα τις κότες και το πρωί τα λέμε. Πραγματικά τιε έβγαλε κι ο άνθρωπός μας ήταν ευχαριστημένος. Κι όταν ένα – ένα έβγαλε έξω όλα τα “ζωντανά”, κατενθουσιασμένος:
– Χότζα μου, είσαι, αληθινά, σοφός άνθρωπος! αναφώνησε.
Η δική μας περίπτωση είναι πιο κωμική.
Πάει η Ανατολική Ρωμυλία, πάει ή Β. Ήπειρος, πάει ο Ελληνισμός της Ανατολής, πάει ο Ελληνισμός της Πόλης, πάει ο Ελ­ληνισμός της Αλεξάνδρειας, όλης της Αιγύπτου, της Μέσης Ανατο­λής… μισοπάει η Κύπρος και ποιος ξέρει ακόμα. Και μείς, κάθε φο­ρά, είμαστε όλο και περισσότερο ευχαριστημένοι.
-Χότζα μου, είσαι, αληθινά, σοφός άνθρωπος!…».

Αν ζούσε σήμερα θα πρόσθετε και την προδομένη Μακεδονία, θα έγραφε «μισοπάει» και το Αιγαίο, εφ’ όσον η κ. Μπακογιάννη, η σκιώδης πρωθυπουργός, μιλά για συνεκμετάλλευση, εν ολίγοις μισοπάει η Ελλάδα, ακυρώθηκε η Επανάσταση του Εικοσιένα. Τέλος πάντων. Κοιτάμε δεξιά και αριστερά και βλέπουμε τέφρα και σκοτάδια. Ας κοιτάξουμε και λίγο πίσω. Να σεργιανίσουμε στα μεγάλα χρόνια, ας ανοίξουμε το μυρογιάλι του Εικοσιένα, να αρωματιστούμε…
Μεσολόγγι: το άγιο βήμα της ιστορίας μας. Μοσχοβολά σαν το Τίμιο Ξύλο. Λιμοκτονούσαν, αρρώσταιναν από επιδημίες, κατασκοτώνονταν στις τάπιες του φράχτη, όπως τον ονόμαζε ο Μπραΐμης, όμως πολεμούσαν και γονάτιζαν την Τουρκιά, γιατί είχαν Υπέρμαχο Στρατηγό την Θεοτόκο. Τα σήμαντρα και οι καμπάνες χτυπούσαν. Στις εκκλησιές έτρεχαν για ικεσία και ευχαριστία.

25 Μαρτίου 1826. Στο νησάκι της λιμνοθάλασσας, την Κλείσοβα. Εχθρικό βόλι σπάζει στα δυο το σπαθί του Κίτσου Τζαβέλα, χωρίς να αγγίξει τον πολέμαρχο. Όλοι είπαν πως ήταν θαύμα της Παναγίας. Και ο Τζαβέλας, αφήνοντας για μια στιγμή την μάχη, πηγαίνει στην εκκλησιά της Αγίας Τριάδος. Προσκυνά το εικόνισμα της Ευαγγελίστριας και της αφιερώνει τα κομμάτια από το γιαταγάνι του, λέγοντας: «Παναγιά μου, σήμερα όπου σε γιορτάζουμε, σου αφιερώνω τούτο και βόηθα τα παλληκάρια να νικήσουν τον εχθρό. Και η Παναγία έστερξε στην παράκληση του καπετάνιου και του χάρισε μια δοξασμένη νίκη. Δίπλα στο πεδίο της μάχης η εκκλησιά ήταν ανοιχτή. Ευλογούσε η Θεομάνα μας τα όπλα τα ιερά…

Τώρα που μας εκύκλωσαν αι ζάλαι του βίου, ώσπερ μέλισσαι κηρίον, ας σηκώσουμε τα αγύριστα κεφάλια μας, το βλέμμα μας στον ουρανό. Εκεί θα βρούμε σκέπη, προστασία και γαλήνη. Εμείς οι Ορθόδοξοι Έλληνες, οι Ρωμηοί, όταν κινδυνεύουμε δεν τρέχουμε στους Διεθνείς Οργανισμούς της Δύσης και της Ανατολής, αλλά ψάλλουμε παρακλητικούς κανόνες και χαιρετισμούς, προσκαλούμε την Παναγία μας, την ελληνοσώτειρα, με τον τρόπο του Κολοκοτρώνη:

«Ο Αναγνωσταράς, Μπεηζαντές, Μπούρας πάνε στο Λεοντάρι έμεινα μόνος μου με το άλογό μου εις το Χρυσοβίτσι, γυρίζει ο Φλέσσας και λέγει ενός παιδιού: “Μείνε μαζί του μην τον φάνε τίποτες λύκοι”. Έκατσα έως που εσκαπέτισαν με τα μπαιράκια τους, απέ εκατέβηκα κάτου· ήτον μία εκκλησία εις τον δρόμον (η Παναγία στο Χρυσοβίτσι) και το καθισιό μου ήτον όπου έκλαιγα την Ελλάς: “Παναγία μου, βοήθησε και τούτην την φορά τους Έλληνες διά να εμψυχωθούν”. Και επήρα έναν δρόμο κατά την Πιάνα. Εις τον δρόμον απάντησα τον ξαδελφόν μου Αντώνιον, του Αναστάση Κολοκοτρώνη, με εφτά ανηψίδια μου, εγινήκαμεν εννιά, και το άλογό μου δέκα. Εγώ ήμουν και χωρίς τουφέκι». Αυτοί οι… δέκα έκαμαν την Επανάσταση («Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής»).

Ξημερώνει ο Θεός την μεγάλη ημέρα μεθαύριο. «Αύτη η ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή…». Γιορτάζουμε τα δύο «χαίρε». Το πρώτο ακούγεται από τα χείλη του Αρχαγγέλου: «Χαίρε, κεχαριτωμένη. Ο Κύριος μετά σού· ευλογημένη συ εν γυναιξί». Το δεύτερο από το στόμα του εθνικού μας ποιητή: «Χαίρε, ω χαίρε, λευτεριά». Τι να πρωτογράψεις και τι να πεις; Ο Παλαμάς, άλλο εθνικό ανάστημα, νομίζω απέδωσε αριστοτεχνικά την λαμπρή ημέρα. Σ’ αυτούς τους τέσσερις στίχους που θα παραθέσω -να τους μάθουν απ’ έξω όλοι οι Έλληνες- είναι κρυμμένη όλη η ιστορία μας ως Χριστιανών Ορθοδόξων και ως Ελλήνων:

«Σβήνουν δυο νύχτες, και δυο αυγές προβάλλουν στον αγέρα.
Δυο λευτεριές που σμίγουνε μέσα στην ίδια μέρα.
Δυο λευτεριές ματόβρεχτες, παιδιά μεγάλου κόπου,
η λευτεριά του Έλληνα κι η λευτεριά του ανθρώπου»

Σπουδαία, πολύ σπουδαία λόγια. Δόξα τω Θεώ, έχουμε προίκα, τζιβαϊρικό κληροδότημα, ανεκτίμητο. Είμαστε ο μόνος λαός που έχουμε στο πατρογονικό μας σπίτι χρυσάφι και τρώμε ξυλοκέρατα… Να κλείσω με ένα επεισόδιο, που «φωτογραφίζει» και την σημερινή κατάντια.

Συμβαίνει κατά το πρώτο έτος της Εθνεγερσίας. Οι πολιορκημένοι Τούρκοι του Νεόκαστρου αποφάσισαν να συνθηκολογήσουν και πρότειναν διαπραγματεύσεις. Συμφωνήθηκε συνάντηση των δυο αντιπροσωπειών έξω από το φρούριο. Αλλά οι συνομιλίες δυσκολεύονταν και αργούσαν, επειδή εκατοντάδες αγωνιστές, περίεργοι, χασομέρηδες, και λοιποί «άτακτοι» είχαν συγκεντρωθεί γύρω και θορυβούσαν αδιαφορώντας για τις διαταγές των αρχηγών τους. Αφηγείται ο Φωτάκος: «Αφού δεν πλέον είδαν οι Τούρκοι ότι οι Έλληνες δεν ακούουν τους καπεταναίους των μια ημέραν ο Τσιντάραγας, κλειδούχος του Φρουρίου, έχασε την υπομονήν κι στραφείς προς τους στρατιώτας εφώναξεν ούτως: σουτ βρε Ρωμηοί! Η φωνή αυτή αμέσως έφερε σιωπήν. Εδώ δε εφαρμόζεται το ρητόν: «Είδε ο δούλος τον δεσπότην και εφοβήθη». Κατ’ ουδένα τρόπον εδύναντο οι καπεταναίοι να απομακρύνουν τους στρατιώτας διά να σταθούν οι Τούρκοι εις ομιλίαν, η δε φωνή του Αγά μόνη τους ησύχασεν». Και παρατηρεί συγκαταβατικά ο αγωνιστής: «Πόσον ο φόβος είναι δυνατός και ανεξάλειπτος, όταν είναι παιδιόθεν ριζωμένος εις τα ψυχάς των ανθρώπων».  Ας σκεφτούμε την τελευταία φράση….

Περισσότερα
Δείτε ακόμα

Φωτοσχόλιο

Από την επίσκεψη της ευρωβουλευτού Μαρίας Σπυράκη στον δήμαρχο Κιλκίς Δημήτρη Κυριακίδη