Αθανάσιος (Νάτσος) Μισίρκος(1884 – 1970): Ένας ξακουστός δεξιοτέχνης της γκάιντας από το Πολύπετρο
Ο Θανάσης Μισίρκος ήταν ένα από τα έξη παιδιά του Ιωάννη (Ιβάν) Μισίρκου και της Γεωργίας. Γεννήθηκε επί Τουρκοκρατίας, (1884) στο χωριό Γκούρμπιτς (Αγροσυκιά). Τον επόμενο χρόνο η οικογένειά του μετοικεί, μαζί με άλλες οικογένειες, στον νεοϊδρυθέντα γειτονικό οικισμό Κουσίνοβο (Πολύπετρο), στο αγρόκτημα του οποίου ο πατέρας του, αγόρασε καλλιεργήσιμη γη από τον μπέη της περιοχής. Η οικογένειά του, όπως και όλες οι άλλες οικογένειες από τα γειτονικά χωριά που ίδρυσαν το Κουσίνοβο (Πολύπετρο), είναι γηγενείς Μακεδόνες, ομιλούντες την τοπική σλαβομακεδονική διάλεκτο.
Ο Αθανάσιος, γνωστός με το υποκοριστικό ως «Νάτσος» και αργότερα ως «ντέντο Νάτσος» (παππούς Νάτσος), αλλά και με το υποκοριστικό της οικογένειας «Κορλόικος», από πολύ νεαρή ηλικία έδειξε να έχει κλίση στην μουσική. Σε ηλικία των δεκατεσσάρων χρόνων ο πατέρας του του αγοράζει την πρώτη του γκάιντα. Από τις πρώτες στιγμές ενασχόλησης του με αυτήν, αναδεικνύει το έμφυτο ταλέντο του στη μουσική και το τραγούδι. Η στιγμή αυτή μέλει να αποτελέσει ιστορικό γεγονός γιά το τότε Κο(υ)σίνοβο.
Το χωριό αποκτά τον πρώτο μουσικό του, οργανοπαίκτη και τραγουδιστή. Η επιδεξιότητά του στην γκάιντα, η αγάπη του για την παραδοσιακή μουσική και η ειδική γνώση, που εμπειρικώς αποκτά στην πορεία, με την συνεχή εξάσκηση στο όργανο και στα παραδοσιακά μακεδονίτικα τραγούδια, ερμηνεύοντάς τα στην μητρική του διάλεκτο, τον καθιστούν κυρίαρχο στο είδος και αναντικατάστατο γιά πολλές δεκαετίες.
Αρραβώνες, γάμοι, πανηγύρια, γλέντια και χαρές στο χωριό συνδέονταν απολύτως με το όνομά του. Η φήμη του γρήγορα ξεπερνά τα όρια του μικρού χωριού του. Καταφέρνει να είναι ο πιό δημοφιλής και αγαπητός γκαϊντατζής της περιοχής Γουμένισσας, Γιαννιτσών, Πέλλας και Κουφαλίων. Στην Γουμένισσα οι κάτοικοι τον αποθεώνουν σε κάθε του εμφάνιση. Όταν σε κάποιο γάμο ή πανηγύρι, συνευρισκόταν με τους μουσικούς της Γουμένισσας, αυτοί από σεβασμό σταματούσαν να παίζουν. Υπό τον ήχο της γκάιντας του Νάτσου, προξενεύουν τα παιδιά τους οι γονείς των γειτονικών χωριών Γκούρμπιτς, Κονίκοβου, Κουσίνοβου στην εορτή του Αγίου Θεοδώρου, στο «τριεθνές» των χωριών το λεγόμενο «Ριτς» (1).
Η συγγενική του σχέση(2) με τον θρυλικό επαναστάτη κατά των Τουρκαλβανών επί Τουρκοκρατίας Παύλο Γραμματικό(3), γνωστό ως Καπιτάν Παύλο, ζώντας τον από κοντά και εμπνεόμενος από τα κατορθώματα του, γίνεται στενός συνεργάτης του, προσφέροντας του πολύτιμη υπηρεσία. Σε εφόδους των Τούρκων τζανταρμάδων (χωροφυλάκων) στο Πολύπετρο, γιΆ να συλλάβουν τον Παύλο, είναι αυτός που σε συνεννόηση μαζί του “σφυρίζει” την γκάιντα με ειδικό μουσικό σκοπό, δίδοντας το σύνθημα στον Παύλο να εγκαταλείψει το χωριό.
Ο Αθανάσιος Μισίρκος, νυμφεύεται την Αναστασία Κιτσούκη του Δημητρίου και αποκτούν πέντε παιδιά, την Δήμητρα (1912-1935), τον Νικόλα (1913-1998), τον Μανόλη (1917-2003),τον Ηλία (1919-2006) και τον Κώστα (1922-1990).
Η μουσική και το τραγούδι, σε έναν απόλυτο εναρμονισμό, με τον εύθυμο χαρακτήρα του, δημιουργεί στα μέλη της οικογένειας του μία μόνιμη χαρούμενη ψυχική διάθεση.
Η αγάπη του «Νάτσου» γιά το τραγούδι ήταν τόσο μεγάλη που δεν έχανε στιγμή να την εκφράζει. Στο μεγάλο πανηγύρι του δεκαπενταύγουστου στα Μεγάλα Λιβάδια, στο Πάϊκο, παρευρίσκονταν κάθε χρόνο. Οι Λειβαδίτες, από όλους τους μουσικούς, τον είχαν πρώτο σε εκτίμηση. Το κέφι, που «σκορπούσε», ήταν ανεπανάληπτο. Ξεκινούσε παρέα από το Πολύπετρο, μαζί με τον καλύτερο φίλο του, τον Θανάση Καδίγκο, καβάλα στα γαϊδουράκια τους, και έμεναν στα Λιβάδια όλη την διάρκεια του πολυήμερου πανηγυριού. Επειδή, όμως, ο Θανάσης δεν γνώριζε από μουσική, και γιά να μην αισθάνεται παρείσακτος στο πανηγύρι, εκτελούσε χρέη μάγειρα.
Ο Νάτσος, γνωρίζοντας ότι η δύναμή του είναι τα πνευμόνια του, φρόντιζε συνειδητά να μην καπνίζει. Ωράριο δεν είχε, έπαιζε μέχρι και γιά τον τελευταίο μερακλωμένο χορευτή. Έφευγε τελευταίος από τα γλέντια, και, παρά την κούραση του, πηγαίνοντας σπίτι συνέχιζε το πανηγύρι με παρέα τα παιδιά του και τα εγγόνια του.
Στο κλίμα αυτό γαλουχούνται τα παιδιά του, κληρονομώντας όλα τα χαρίσματα του πατέρα τους. Ο Θανάσης παίρνει μαζί του τον μικρό Νικόλα στα πανηγύρια και τους γάμους. Του μαθαίνει να τραγουδά όλα τα παραδοσιακά τραγούδια της εποχής. Γίνεται ο μόνιμος συνεργάτης του. Ο Μανόλης ασχολείται περισσότερο με τα πρόβατα και δεν ακολουθεί συστηματικά τον πατέρα. Ως τσομπάνης κατασκευάζει μία αυτοσχέδια φλογέρα, την οποία με μεγάλη ευκολία μαθαίνει να παίζει. Μαγεμένη από της μελωδίες του, μία ξαδέλφη του, του κάνει δώρο μια τουρκική φλογέρα του συζύγου της που πέθανε. Το όνειρο του Μανόλη ήταν να γίνει ψάλτης, αλλά οι ανάγκες της οικογενείας δεν του το επιτρέπουν να πραγματοποίησει το όνειρο του.
Στα μέσα της δεκαετίες του ‘50 ο Θανάσης Μισίρκος κλείνει την επαγγελματική, καλλιτεχνική του σταδιοδρομία και σιγά-σιγά αποχωρεί. Τελευταία του εμφάνιση, ως φιλική συμμετοχή, καταγράφεται στο γάμο του γείτονά του Στέλιου Βουδούρη το 1965.
Και μετά την ενεργό δράση του, για αρκετά χρόνια, έως ότου φύγει από την ζωή, παίζει την αγαπημένη του γκάιντα πλάι στα αγαπημένα πρόσωπα της οικογένειάς του. Με τους γιούς του να τραγουδούν και τα εγγόνια γύρω του να μυούνται στην μουσική, το χορό και το τραγούδι.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι κανένα του παιδί ή εγγόνι δεν μαθαίνει να παίζει την γκάιντα. Μία ευκαιρία ήταν να συνεχιστεί η παράδοση με τον εγγονό του και γιο του Κώστα, τον Θανάση, ο οποίος κληρονόμησε τις γκάιντές του. Ο μικρός Θανάσης φαινόταν ότι έχει το χάρισμα και ήταν διατεθειμένος να ακολουθήσει στα «χνάρια» του παππού του. Όμως στην κατάλληλη αυτή περίοδο, που θα μεταφυόταν ο σπόρος της μουσικής στον εγγονό, η μητέρα του τον αποτρέπει. Θεωρούσε ντροπή («τι θα έλεγε ο κόσμος»), να παίζει η γκάιντα στο σπίτι τους, την στιγμή που ο θείος του βρισκόταν στο κρεββάτι αντιμετωπίζοντας κάποιο πρόβλημα με την υγεία του.
Η γκάιντα του ντέντου Νάτσου, σίγουρα δεν ξανακούστηκε στο Πολύπετρο. Με τον θάνατό του, όμως,τα παιδιά του όλα, και κυρίως ο Νικόλας και ο Μανόλης, συνεχίζουν να «κελαηδούν» γιά αρκετές δεκαετίες ακόμη, στο σπίτι, στο χωράφι στις χαρές των παιδιών και των εγγονών τους, διατηρώντας την μουσική παράδοση της οικογενείας.
Ο «δρόμος», που «άνοιξε» ο ντέντο Νάτσος, κρατεί έως τις ημέρες μας. Η εγγονή του, κόρη του γιού του Νικόλα, η Ελένη Μισίρκου – Μαυρουδή, κληρονόμησε την ωραία φωνή του πατέρα της Νικόλα. Με την ίδρυση της χορωδίας στο Πολύπετρο από τον πολιτιστικό σύλλογο αποτελεί αναπόσπαστο μέλος της έως και σήμερα.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της αγάπης γιά το τραγούδι και την δύναμη, που έπαιρνε από αυτό η οικογένεια στα δύσκολα, ήταν όταν οι αδελφοί Νικόλας και Μανόλης επιστρατεύτηκαν στο ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41. Ξεκίνησαν με τα πόδια τραγουδώντας να παρουσιαστούν στην μονάδα τους, στην Αξιούπολη. Οι επιστρατευμένοι χωριανοί, που ήταν μαζί τους, θυμούνται ένα από τα πολλά τραγούδια, που τραγουδούσαν καθ΄οδόν.
«Εγώ δεν είμαι Βούλγαρος να κρύβομαι να φεύγω, μα ήρθα εδώ να πολεμώ την δόξα να γυρεύω»(4).
Είναι, πάντως, εντυπωσιακό το γεγονός, το ότι αυτή η οικογένεια με τα χίλια μύρια προβλήματα, όπως όλοι άλλωστε αντιμετώπιζαν τις δύσκολες εκείνες εποχές, εύρισκαν το κουράγιο και την δύναμη να αντισταθούν στις δυσκολίες τραγουδώντας.
Νικόλας Πεχλιβάνης (1884-1960)
Θα ήταν μεγάλη παράλειψη μας, αν δεν αναφέραμε έναν εξ ίσου σημαντικό γκαϊντατζή, που έβγαλε το Πολύπετρο την ίδια εποχή. Ήταν ο Νικόλας Πεχλιβάνης συνομήλικος του Νάτσου. Κυρίως έπαιζε γιά το εαυτό του. Δεν έπαιζε επαγγελματικά, γεγονός που το όνομά του δεν έγινε ευρέως γνωστό. Δεν ήταν, όμως, λίγες οι φορές που συνεργάστηκαν με μεγάλη επιτυχία και οι από κοινού εμφανίσεις τους προκαλούσαν παραλήρημα ενθουσιασμού στο κόσμο.
Αντώνης Μαυρουδής (1931-2013)
Ο Αντώνης Μαυρουδής, εμπνεόμενος από τον ντέντο Νάτσο, ασχολήθηκε (σε επίπεδο εκμάθησης) και αυτός ένα μικρό διάστημα με την γκάιντα την δεκαετία του ‘50.
Καταγραφή των φωνών των αδελφών Νικόλα και Μανόλη Μισίρκου
Ως παιδί της δεκαετίας του ‘60 άκουγα από μικρός γιά το ταλέντο του γκαϊντατζή Θανάση Μισίρκου και τις υπέροχες φωνές των παιδιών του. Αποτελούσαν ήδη έναν μύθο απόμακρο, που στενοχωριόμουν που δεν είχα την τύχη να το ζήσω. Ίσως αυτή η έντονη επιθυμία με έκανε να ασχοληθώ με την μουσική οικογένεια Μισίρκου και να μάθω, όταν ήρθε η στιγμή. Και αυτή η στιγμή ήρθε και ήταν μαγική.
Τον Θανάση Μισίρκο «ντέντο Νάτσο» με τα βίας τον ανακαλώ στη μνήμη μου, διότι το 1970, που πέθανε, ήμουν μικρός και ήδη είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση μερικά χρόνια νωρίτερα. Τα παιδιά του όμως τα γνώρισα, και ιδιαιτέρως τον Νικόλα και τον Μανόλη.
Λίγο πριν «φύγουν» από την ζωή, δέχτηκαν με χαρά την πρόταση μου να καταγράψουμε όλα τα τραγούδια, που τραγουδούσαν στην ντόπια διάλεκτό τους, την μακεδονίτικη, και, φυσικά, στα ελληνικά που κυκλοφορούσαν στην εποχή τους.
Ξεκινήσαμε την καταγραφή πρώτα με τα ελληνικά τραγούδια. Καταγράψαμε είκοσι από αυτά. Δυστυχώς, δεν προλάβαμε να ολοκληρώσουμε την καταγραφή των τραγουδιών στην ντόπια διάλεκτό τους, που κατά την προσωπική μου γνώμη είχαν μεγαλύτερη αξία. «Έφυγαν» από την ζωή στην ώρα τους, εγώ … άργησα να έρθω κοντά τους.
Η δύο γκάιντες του ντέντου Νάτσου κατέληξαν στον εγγονό του Αθανάσιο Μισίρκο, ο οποίος, με την σειρά του, τις δώρισε στη λαογραφική συλλογή Πολυπέτρου. Συντηρημένες και προστατευόμενες σε ειδική προθήκη, μας θυμίζουν γιά πάντα την ωραία μουσική εποχή του Πολυπέτρου, με την υπογραφή, πάντα, του μεγάλου αυτοδίδακτου λαϊκού οργανοπαίκτη Αθανασίου Μισίρκου.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Ένα έθιμο που πραγματοποιούνταν από τους γηγενείς Μακεδόνες των τριών χωριών έως και το 1924, που οι κάτοικοι του Γκούρμπιτς (Αγροσυκιάς) και Κονίκοβου (Δυτικού) εγκατέλειψαν τα χωριά τους και μετεγκαταστάθηκαν στην Βουλγαρία
(2)Η θεία του Σοφία, αδελφή του πατέρα του, ήταν η σύζυγος του Καπιτάν Παύλου Γραμματικού.
(3)Ο Καπιτάν Παύλος, (1865-1902), γηγενής Μακεδόνας επαναστάτης επί Τουρκοκρατίας, γεννημένος στο Κονίκοβο (Δυτικό) Πέλλας, μετοίκησε με την οικογένεια του στο Κουσίνοβο (Πολύπετρο) Κιλκίς κατά την ίδρυση του χωριού Κουσίνοβο το 1885.
(4)Το τραγούδι αυτό το τραγουδούσαν τα παλληκάρια του Καπετάν Άγρα (Από το βιβλίο του Θεοδ. Γρηγ. Κανελλόπουλου «ΚΑΠΕΤΑΝ ΑΓΡΑΣ. ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΑΠΗΝΟΣ,ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΣ. (1880 – 1907)».