Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης
Μεταξύ των ιερών και ηρωικών συνάμα μορφών του 1821 που ξεχωρίζουν σε τόλμη, γενναιότητα κι αντρειοσύνη, εξέχουσα θέση κατέχει ο ποντιακής καταγωγής πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης, πρωτότοκος γιος του Κωνσταντίνου.
Η καταγωγή του Αλέξανδρου Υψηλάντη ήταν από το χωριό Υψηλή (Υψήλ’) της Τραπεζούντας. Ήταν στρατηγός του τσαρικού στρατού και διακρίθηκε στους πολέμους κατά του Ναπολέοντα. Στη μάχη της Δρέσδης, τον Αύγουστο του 1813, σε ηλικία μόλις 21 χρονών, έχασε το δεξί του χέρι, ενώ στα 25 του ανέλαβε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας, και ήταν πολιτικός αρχηγός της Επανάστασης.
Ο ηρωισμός που επέδειξε σε πολλές μάχες εναντίον του Ναπολέοντα, είχε ως αποτέλεσμα να γίνει υπασπιστής του τσάρου Αλεξάνδρου Α΄ της Ρωσίας και να λάβει το βαθμό του υποστράτηγου σε ηλικία μόλις είκοσι πέντε ετών.
Διαποτισμένος από αγάπη για την πατρίδα ο Υψηλάντης διέθεσε την προσωπική και οικογενειακή του περιουσία για τη δημιουργία ελεύθερου ελληνικού κράτους. Τον Απρίλιο του 1820 αναλαμβάνει τη γενική αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας, με το σύνθημα «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Στις 22-2-1821 περνάει τον ποταμό Προύθο και υψώνει τη σημαία της Επανάστασης στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, όπου οι τοπικοί άρχοντες ήταν Έλληνες Φαναριώτες. Στις 26-2-1821 στο ναό των Τριών Ιεραρχών τελέστηκε δοξολογία και ο μητροπολίτης Βενιαμίν ευλόγησε σημαία με έμβλημα το σταυρό και παρέδωσε το ξίφος στον Υψηλάντη, κατά το βυζαντινό τυπικό, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι η επανάσταση του 1821 άρχισε νωρίτερα από την 25η Μαρτίου.
Ακολούθησε έρανος για τη συλλογή ενός εκατομμυρίου γροσίων και υπογράφηκε στο Κισνόβιο της Μολδαβίας η διακήρυξη προς το Έθνος και η πρόσκληση εθελοντών. Απ’ όλη την Ευρώπη κατέφθαναν στη Μολδαβία εθελοντές, όπου συγκροτήθηκε ο Ιερός Λόχος, αποτελούμενος από 500 σπουδαστές.
Η κρίσιμη μάχη δόθηκε στο Δραγατσάνι στις 7 Ιουνίου. Η αντίσταση και η θυσία του «Ιερού Λόχου» με επικεφαλής το Νικόλαο Υψηλάντη ήταν ηρωική. Αρχηγός του ιππικού ήταν ο έμπειρος αξιωματικός του ρωσικού στρατού Βασίλειος Καραβίας. Από τους ιερολοχίτες πολλοί ανήκαν και σ’ άλλες εθνότητες των Βαλκανίων. Περισσότεροι από 200 Ιερολοχίτες έπεσαν στη μάχη, 37 αιχμαλωτίστηκαν και αποκεφαλίστηκαν αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Στην πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης κατέφθασε, ευτυχώς, ο Γεωργάκης Ολύμπιος ο οποίος διέσωσε 136, μεταξύ αυτών το Νικόλαο Υψηλάντη και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ, που μετέπειτα κατέβηκε στη Ρούμελη, προκειμένου να συμβάλει στην επανάσταση, ενώ ο Γεωργάκης Ολύμπιος ανατινάχθηκε μαζί με τους άνδρες του και δυνάμεις του εχθρού, στη μονή Σέκου της Μολδαβίας.
Στη μάχη του Δραγατσανίου, από τους ιερολοχίτες που σώθηκαν, εκτιμάται ότι 19 κατάγονταν από τον Πόντο. Μετά τη μάχη συνελήφθη ο Αλέξανδρος Υψηλάντης από τους Αυστριακούς και κλείστηκε στα ανθυγιεινά κελιά του μεσαιωνικού φρουρίου του Μουγκάτς, στο οποίο παρέμεινε μέχρι το 1827, όπου και υπέστη τα πάνδεινα, αφού η σκληρή «μετερνιχική» πολιτική ήταν γνωστή απέναντι σε επαναστάτες. «Στο Μουγκάτς φθάνουν τα πρώτα εμβάσματα από την πονεμένη μητέρα του, καθώς υποχρεούται να πληρώσει τα έξοδα της αιχμαλωσίας του» (Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης).
Όταν αποφυλακίστηκε, με παρέμβαση του Τσάρου, στις 24-11-1827, η υγεία του ήταν ήδη βαριά κλονισμένη. Πέθανε εγκαταλειμμένος στη Βιέννη στις 31-1-1828 σε ηλικία μόλις 36 ετών. Η κηδεία του έγινε στη Βιέννη. Στην τελευταία του κατοικία τον συνόδευσαν όλοι οι Έλληνες που διέμεναν στην αυστριακή πρωτεύουσα. Στο φέρετρό του ο νεκρός πρίγκιπας έφερε τη στολή του ιερολοχίτη και το ξίφος, με το οποίο τον όρκισε ο μητροπολίτης Βενιαμίν στην εκκλησία των Τριών Ιεραρχών στο Ιάσιο.
Ο Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, καθηγητής του πανεπιστημίου Βιέννης, στο βιβλίο του «Ρήγας, Υψηλάντης, Καποδίστριας» σχετικά με το θάνατο του Αλέξανδρου Υψηλάντη, επικαλούμενος τα αρχεία του Δήμου Βιέννης αναφέρει: «Εν τω νεκρολογίω του εν Βιέννη νεκροταφείου Sankt Marx και δη του ελληνορθόδοξου τμήματος αυτού, φυλασσομένω σήμερον εν τοις αρχείοις του Δήμου Βιέννης, αναφέρεται σχετικώς προς τον υπ’ αριθμόν 55ο τάφον της δευτέρας θέσεως: «Υψηλάντης Αλέξανδρος, πρίγκιψ, κτηματίας. Ετάφη την πρώτην Αυγούστου του έτους 1828».
Η καρδιά του Αλέξανδρου Υψηλάντη, που είχε αποσπασθεί από το λείψανό του, αφού βαλσαμώθηκε, μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και φυλάσσεται σήμερα στον Ι. Ν. των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, του Αμαλιείου ορφανοτροφείου των Αθηνών. Το Αμαλίειον ορφανοτροφείο στην απελευθερωμένη Αθήνα ήταν προσφορά της Μαρίας Υψηλάντη, συζύγου του Δημητρίου Υψηλάντη, αδερφού του Αλέξανδρου και εγγονής του Αλέξανδρου Μουρούζη, ηγεμόνα της Βλαχίας.
Μαζί με την καρδιά του Αλέξανδρου Υψηλάντη φυλάσσεται και του αδερφού του Δημητρίου, τοποθετημένες μέσα σε δύο θήκες. Τα οστά του Αλέξανδρου Υψηλάντη εκταφιάστηκαν από το κοιμητήριο του Ραππόλτενκιρχεν τον Αύγουστο του 1964 και, αφού μεταφέρθηκαν αθόρυβα στην Αθήνα, τοποθετήθηκαν εντός ληκύθου στον προαύλιο χώρο του Ι.Ν. Παμμεγίστων Ταξιαρχών.