Αξιός – Βαρδάρης – Βαρδαριώτες
Ο ποταμός Αξιός πηγάζει από το όρος Σαρ (είναι ο αρχαίος Σκάρδος) του κράτους των Σκοπίων, ρέει ΝΝΑ, εισέρχεται στον Ν. Κιλκίς και εκβάλει στον Θερμαϊκό κόλπο. Το συνολικό του μήκος είναι 386 χλμ. από τα οποία τα 76 είναι εντός του ελληνικού εδάφους (Μ. Σταματέλος – Φ. Βάμβα, τ. Α΄, σ. 129). Ο ρους του μπορεί να διαιρεθεί σε τρία τμήματα. Το πρώτο από τις πηγές ως τις Σιδηρές Πύλες (Δεμίρ Καπού), το δεύτερο από εκεί ως τα στενά της Τσιγγάνας, νότια της Ειδομένης, και το τρίτο από εκεί ως τις εκβολές του. Η επισήμανση αυτή είναι απαραίτητη για την κατανόηση των όσων στη συνέχεια αναφέρονται.
Στην αρχαιότητα το όνομα Αξιός γράφονταν Αξειός ή Ναξειός. Τελικά επικράτησε η γραφή Αξιός. Ο Όμηρος τον ονομάζει “Αξιό ευρυρρέοντα” (Ιλιάδ. Β, 848 κ. εξ.), ο Ευρυπίδης τον αποκαλεί “ωκυρόαν” και ο Στράβων “θολερόν”.
Οι Βυζαντινοί συγγραφείς τον αναφέρουν Βαρδάριος και Βαρδάρης (Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη τ. Ε΄. σ. 41 και Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό ΗΛΙΟΥ, τ. Δ΄, σ. 163). Το όνομα Βαρδάρης το αναφέρουν στα έργα τους “Αλεξιάδα” και “Προοίμιον εις την Ομήρου Ιλιάδα” η Άννα Κομνηνή και ο Ιωάννης Τσέτζης.
Η πρώτη (1083-1148;), συγγραφέας, θυγατέρα του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού σημειώνει: “… ούτω γαρ εγχωρίως αυτόν ονομάζουσι…” (Αλέξιος 1, 40, 6) και “…προς τε την έω και την εσπέραν το τε Βερροία και Θεσσαλονίκη προσήκοντα ….” (1, 40, 9). Κάνει, δηλαδή, γεωγραφικό προσδιορισμό της θέσης του ποταμού. Στα νεότερα χρόνια επικράτησαν οι ονομασίες Αξιός και Βαρδάρης.
Στην Ιστορία αναφέρονται οι Βαρδαριώτες Τούρκοι, οι οποίοι κατήλθαν και κατοίκησαν στην κοιλάδα του μέσου Αξιού τον 10ο αιώνα, πιο συγκεκριμένα στα χρόνια του Αυτοκράτορα Θεόφιλου (829 – 842). Οι ιστορικοί τους ονομάζουν Ούγγρους. Οι Ούγγροι εμφανίστηκαν στην Ιστορία στα τέλη του 9ου αιώνα και από τους Βυζαντινούς αποκαλούνται “Ούγγροι”, “Μάζαροι”, “Τούρκοι” και από μια τάση αρχαϊσμού των βυζαντινών “Ούννοι”. Για τον αρχαϊσμό των Βυζαντινών ο Φ. Κουκουλές, μελετητής του βίου και του έργου τους, σημειώνει πως οι βυζαντινοί συγγραφείς είχαν την τάση να αποδίδουν αρχαία ονόματα σε λαούς της εποχής τους (Θεσσαλονίκης Ευσταθίου τα Λαογραφικά, τ. Β΄, σ. 383).
Οι Ούγγροι αυτοί εξαπέλυσαν σφοδρές επιδρομές στην κεντρική Ευρώπη και το 934 επιτέθηκαν στην περιοχή της Θράκης. “Εληίσαντο πάσαν θρακώαν ψυχήν”, αναφέρει ο συνεχιστής του Θεοφάνους και έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη. Αργότερα, στα χρόνια του Κωνσταντίνου του Ι΄ Δούκα και πιο συγκεκριμένα το 1064-65, έφθασαν μέχρι τη Θεσσαλία, αφού προηγουμένως νίκησαν τις υπό τον Νικηφόρο Βοτανιάτη βυζαντινές δυνάμεις.
Το Βυζάντιο, για να αποφύγει την απειλή τους, σύναψε μαζί τους πενταετή ειρήνη και από τότε, κατά πάσα πιθανότητα, χρονολογείται η εγκατάστασή τους στην κοιλάδα του Αξιού. Ονομάστηκαν Βαρδαριώτες Τούρκοι και θεωρούνταν ουγγρικής καταγωγής και κατ΄ άλλους περσικής. Υποστηρίζεται επίσης, πως ήταν αιχμάλωτοι των Ουγγρικών επιδρομών του 10ου αιώνα που με φροντίδα της κεντρικής διοίκησης εγκαταστάθηκαν στην κοιλάδα του Αξιού, στο ύψος της σημερινής Γευγελής, δηλαδή στον μέσο ρου του Αξιού.
Ο Στ. Κυριακίδης τοποθετεί την εγκατάσταση αυτή στα χρόνια του Ρωμανού Β΄(959-963) ή του Νικηφόρου Φωκά (963-969). Σήμερα γίνεται αποδεκτό πως συντελέστηκε το 934 επί Ρωμανού Α΄ του Λεκαπηνού (920-944). Είναι πιθανόν αυτοί οι Μαγυάροι Ούγγροι να ονόμασαν τον Αξιό Var-Daria, δηλαδή, μεγάλο ποταμό, εξ ου και Βαρδάριος και Βαρδάρης.
Ο Φαίδων Κουκουλές αναφέρει “…ότι το δημώδες τούτο όνομα του ποταμού παράγεται εκ του ρήματος βαρβαρίζω, ήτοι θορυβώ, δηλοί τον βαρβαρίζοντα, ήτοι μετά θορύβου και ορμής καταρρέοντα υδατοπληθή ποταμόν…”. Και ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, του οποίου το έργο σχολίασε ο Κουκουλές, υποστήριξε, πως το όνομα των μέσων χρόνων Βαρδάρης ή Βαρδάριος και Βαρδάρος παράγεται από το επιφώνημα “βάρδα” που σημαίνει πρόσεχε, φυλάξου (Λαογραφικά ΙΙ, 830, 11).
Την άποψη αυτή δεν την δέχθηκε ο Κουκουλές παραθέτοντας μάλιστα σχετικά επιχειρήματα. Το Ελληνικό Κέντρο Λεξικολογίας σε ανάρτηση στον λογαριασμό του στο fb την 1η-6-2020 ανέγραψε, πως η λέξη βάρδα (λαϊκ) σημαίνει πρόσεξε, φυλάξου από όσους κάνουν τον φίλο! (βεν. Varda, προστ. του ρ. vardar “φρουρώ” (πρ. βάρδια)( http//bit.ly/2 JizT2). Εδώ συναντάμε τη λέξη Βάρνταρ, χωρίς βέβαια να αναφέρεται στον ποταμό Αξιό. Την αναφέρουμε για να επισημανθεί η άποψη που προαναφέρθηκε, του Ευσταθίου Επισκόπου Θεσσαλονικης.
Όπως όλες οι τότε στρατιωτικές αποικίες, έτσι και η των Βαρδαριωτών, σε εμπόλεμη περίοδο καλούνταν από τον Βασιλιά και με ορισμένο αριθμό στρατιωτών συμμετείχαν στις επιχειρήσεις. Συμπολεμούσαν με τον αυτοκρατορικό στρατό με δικό τους αρχηγό και τρόπο μάχεσθαι. Αναφέρονται στις εκστρατείες του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού (1081-1118). Ο πολεμικός χαρακτήρας και η τόλμη τους μπροστά στους κινδύνους έγιναν ευρύτερα γνωστά γνωρίσματά τους, εκτιμήθηκαν από τον βυζαντινό ανάκτορα και τους ανατέθηκαν καθήκοντα ανακτορικής φρουράς με δικό τους αρχηγό που έφερε τον τίτλο του “πριμικήρη” (το κη με ήτα), τίτλος και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Παρουσίαζαν όπλα με τον δικό τους τρόπο και απηύθυναν χαιρετισμό στον Αυτοκράτορα στη γλώσσα τους (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΕ΄, σ. 79 και 158).
Φρουρούσαν “την της αυλής θύραν”, κατά τις εξόδους του Βασιλιά προηγούνταν της βασιλικής πομπής “…..φέροντες όρθια τα δεκανίκια αυτών ίνα ευκτακτούσι τον λαόν…”. Τις πληροφορίες αυτές μας τις παρέχει ο Κουροπαλάτης Κωδινός που έζησε τον ΙΔ΄ αιώνα στο έργο του περί “Οφικιαλίων”. Αν και από την εγκατάσταση των Βαρδαριωτών στην κοιλάδα του Αξιού επί Θεοφίλου (Θ΄ αιώνας) μέχρι τον Κωδινό (ΙΔ΄ αιώνας) είχαν περάσει πέντε ολόκληροι αιώνες, οι Βαρδαριώτες διατήρησαν τη γλώσσα και την ενδυμασία τους, πράγματα που λεπτομερώς επίσης περιγράφει ο Κωδινός. Επισημαίνει μάλιστα πως πολυχρόνιζαν τον Βασιλιά “…. κατά την πάλαι πάτριν αυτών φωνήν, ήτοι περσιστί….” (Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη, τ. Στ΄, σ. 688-89).
Ενδιαφέρουσα είναι και η σχετική πληροφορία του Γάλλου περιηγητή Pouqueville: Οι Γκέμπροι Βαρδαριώτες εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία ήδη από τον 8ο μ. Χ. αιώνα. Η εγκατάσταση των Βαρδαριωτών στις όχθες του Αξιού, από τους οποίους πήρε και το όνομά του ο ποταμός που λέγεται σήμερα Μπαρντάρ ή Βαρδάρης, φαίνεται ότι χρονολογείται την εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Θεόφιλου (829-842). Δεκατέσσερις χιλιάδες Πέρσες, σύμφωνα με τον Λέοντα τον Γραμματικό, ή τριάντα χιλιάδες, σύμφωνα με τον Ζωναρά, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους για να γλιτώσουν από τους Μωαμεθανούς. Οι άνθρωποι αυτοί, που είχαν τα ελαττώματα τόσο των φανατικών όσο και των μισθοφόρων, αφού προηγουμένως έγιναν αποδεκτοί από την ελληνική αυτοκρατορία, θέλησαν κατόπιν να εξεγερθούν κατά του μονάρχη εκείνου, στον στρατό του οποίου υπηρετούσαν και να ανεβάσουν στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης τον αρχηγό τους Θεόφοβο, ο οποίος καταγόταν από τους Σασσανίδες, ήταν χριστιανός και είχε ανατραφεί μέσα στο παλάτι του Βυζαντίου.
Ο Θεόφοβος ανέτρεψε τα σχέδιά τους γιατί κατέφυγε στο στρατόπεδο του αυτοκράτορα, ο οποίος διέλυσε τον στρατό τους. Σύμφωνα με τον πατέρα Γκοάρ οι Βαρδαριώτες ήταν περσικής καταγωγής. Αυτοί οι τριάντα χιλιάδες Γκέμποροι μιλούσαν την ταταρική τουρκική γλώσσα, είχαν για επίσκοπό τους τον ιεράρχη της Πολυανής και έναν ιεράρχη ο οποίος ανήκε στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Η γλώσσα των Σασσανιδών, από τους οποίους κατάγονταν οι Βαρδαριώτες, ήταν η παχλαβική. Σύμφωνα με τον Κωδινό οι Βαρδαριώτες απευθύνονταν στον αυτοκράτορα είτε στα τουρκικά είτε στα περσικά (Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, σσ.74-76, από την ιστοσελίδα της ΕΜΣ, Περιηγητές της Μακεδονίας).
Στην διοικητική διαίρεση του Βυζαντίου στο τέλος του 12ου αιώνα υπάρχουν δεκατρία (13) θέματα, δηλαδή μεγάλες διοικητικές περιφέρειες. Μεταξύ των άλλων αναφέρεται και το θέμα Βαρδαρίου. Ο Γ. Θεοχαρίδης (Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους 285-1354, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 308-9) σημειώνει, πως το θέμα αυτό αναφέρεται στο Συμφωνητικόν της Διανομής του 1204, ο δε Στίλπων Κυριακίδης είχε την άποψη πως ιδρύθηκε στα χρόνια του Βασιλείου Β΄ του αποκαλούμενου Βουλγαροκτόνου (976-1025) και το συναντάμε αργότερα στο Συμφωνητικό της Διανομής (Χρ. Ίντου, Παιονία και Παίονες, Γουμένισσα 1983, σ. 80).
Από τα μέσα του 11ου αιώνα στην εκκλησιαστική ιστορία αναφέρεται Επισκοπή “Βαρδαριωτών Τούρκων” υπαγόμενη στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκη (Γρηγοράς, έκδοση Βόννης, τ. Ι. σ. 423 κ. εξ.). Μέσα σε έναν αιώνα οι Βαρδαριώτες Τούρκοι εκχριστιανίστηκαν και από το 1020 αναφέρονται συχνά στις βυζαντινές γραφές (αναφέρεται ως πηγή πληροφοριών ο Ιωάννης Καντακουζηνός, εκδ. Βόννης, Ι., σ. 457-58, αυτή η πηγή, όπως και του Γρηγορά, στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, εκδοτική Αθηνών, 1982).
Για το ίδιο θέμα ο Στ. Κυριακίδης, στηριζόμενος σε πληροφορίες από τον έργο της Άννας Κομνηνής, συμφωνεί, πως η Επισκοπή Βαρδαριωτών υπήγετο στον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, στη συνέχεια προσαρτήθηκε στην Αρχιεπισκοπή Αχριδών και από τον ΙΒ΄ αιώνα επανήλθε στον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, (Στ. Κυριακίδης, η Αχριδώ και η Επισκοπή της, οι Τούρκοι Βαρδαριώτες, σ. 514-515, ηλεκτρονική έκδοση στον ιστότοποhttp://epet.nlg.gr/db/icon/1939/39_15.pdf) .
Ο Γεράσιμος Κονιδάρης από τη μελέτη των ιστορικών δεδομένων και τις σχετικές απόψεις του Στ. Κυριακίδη συμπεραίνει, πως η Επισκοπή Βαρδαριωτών ιδρύθηκε κατά το τέλος του Ι΄ αιώνα, χωρίς να αποκλείεται πως υφίστατο από τα χρόνια της βασιλείας του Βασιλείου Βουλγαροκτόνου ή και αργότερα όταν ιδρύθηκε το Θέμα (διοικητική περιφέρεια) Βαρδαριωτών. Σε πίνακα των Επισκόπων της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, που παραθέτει, αναφέρεται Επισκοπή Βαρδαριωτών ήτοι Τούρκων επί Βασιλείου Βουλγαροκτόνου περί το 980 και επί Αλεξίου Κομνηνού (1081- 1118). Τοποθετεί το έτος ιδρύσεως της Επισκοπής αυτής μεταξύ των ετών 932 – 969 (Γεράσιμος Κονιδάρης, Η πρώτη μνεία της Επισκοπής Βαρδαριωτών Τούρκων υπό τον Θεσσαλονίκης, σ. 87 -95, ηλεκτρονική έκδοση στον ιστότοπο http://www.ecclesia.gr/greek/press/theologia/material/1952_1_8_konidaris1.pdf).
Στην ιστορία και την πίστη των Βαρδαριωτών Τούρκων αναφέρεται και ο ποιητής Κωστής Παλαμάς στο έργο του “Η φλογέρα του Βασιλιά, λόγος τέταρτος, σ. 334-341”. Μέσα από τους λίγους στίχους που παρατίθενται στη συνέχεια διαφαίνονται σχετικά στοιχεία:
Και οι Βαρδαριώτες, του Αξιού του ποταμού από χρόνια ψυχόπαιδα, και στην καρδιά της Ρωμιοσύνης, όλο τριγυριστοί από σλαβικά φύλα οργισμένα, ένας κι ένας, την πίστη αλλάξανε, τη γλώσσα δεν αλλάξαν· τουρκοτατάρικα το Θεό δοξάζουν του Βαγγέλιου.
Και Πέρσες από τον καιρό του Θεόφιλου, κι ακόμα τον αρχηγό τους Θεόφοβο, μονάκριβο λουλούδι της δόξας τους, του βασιλιά σφαχτάρι, καρτεράνε ν’ αναστηθεί, για να τους πάει στη νίκη πάλε ηρώους.
Την Επισκοπή Βαρδαριωτών ως τις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα θύμιζε η φήμη του Μητροπολίτη Πολυανής και Κιλκισίου στον τίτλο του οποίου είχαν προστεθεί και οι λέξεις Αξιωτών και Παιονίας. Το Αξιωτών παρέπεμπε στο Βαρδαριωτών, αν και απ΄ αιώνων είχε καταργηθεί, και το Παιονίας στην από το 1935 περιοχή που προστέθηκε υπό την εκκλησιαστική διοίκηση του Μητροπολίτη Πολυανής. Έτσι η πλήρης φήμη του ήταν: …. Μητροπολίτης Πολυανής, Αξιωτών, Παιονίας και Κιλκισίου. Σήμερα βέβαια τα πράγματα έχουν αλλάξει και στον Νομό Κιλκίς έχουμε δύο Μητροπόλεις. Κάθε Μητροπολίτης έχει τη δική του φήμη. Εξέλειπε πλέον το “Βαρδαριωτών ή Αξιωτών” και από τους πολλούς η ύπαρξη και η ιστορία των Βαρδαριωτών που συνδέεται με εκείνη του Ν. Κιλκίς.
Βιβλιογραφία
Έντυπη
Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό ΗΛΙΟΥ, τ. Δ΄.
Ίντος Χρ., Παιονία και Παίονες, Γουμένισσα 1983.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΕ΄.
Σταματέλος Μ. – Φ. Βάμβα, Ελληνική Γεωγραφική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Α.
Κομνηνή Άννα, Αλεξιάδα.
Κουκουλές Φ., Θεσσαλονίκης Ευσταθίου τα Λαογραφικά, τ. Β΄.
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού,
Εκδοτική Αθηνών, 1982.
Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη τ. Ε΄.
Ομήρου, Ιλιάδα Β, 848 κ. εξ.
Παλαμάς Κ., Η φλογέρα του Βασιλιά, λόγος τέταρτος, Άπαντα, Εστία.
Τζέτζης Ιωάννης, Προοίμιον εις την Ομήρου Ιλιάδα.
Ηλεκτρονική
http//bit.ly/2 JizT2
Pouqueville, τόμ. ΙΙΙ, ιστοσελίδα ΕΜΣ.
http://www.ecclesia.gr/greek/press/theologia/material1952_1_8_konidaris1.pdf.
http://epet.nlg.gr/db/icon/1939/39_15.pdf .