Γενικά

Γεωργία: Ο πανάρχαιος δεσμός του ανθρώπου με την «μάνα γη»

Του Ευαγγέλου Αναστασιάδη*

Το Σάββατο 29 Ιουλίου 2019 πραγματοποιήθηκε στο Αξιοχώρι μια πολύ όμορφη εκδήλωση, αφιερωμένη στο σιτάρι, από τον τοπικό πολιτιστικό σύλλογο « Αμυδών». Ο πρόεδρος του συλλόγου αναφέρθηκε στην ιστορία της καλλιέργειας του σιταριού στο χωριό, από την προετοιμασία του χωραφιού μέχρι και το αλεύρι και το ψωμί, προβάλλοντας, σε μεγάλη οθόνη, αντίστοιχες παλιές φωτογραφίες από την συλλογή του.

Στο Αξιοχώρι, οι πρόσφυγες κάτοικοι που ήρθαν από τον Πόντο, την Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία, κατά τα έτη 1922, 1924, 1925 αντιστοίχως, έχοντας σαν πρώτο μέλημά τους την διατροφή τους, ξεκίνησαν την καλλιέργεια του σιταριού, με όλα τα πρωτόγονα μέσα τους και φυσικά με πολλές δυσκολίες.

Ο πολιτιστικός σύλλογος Αξιοχωρίου αποφάσισε να ονομάσει το έτος 2019, «Έτος Σιταριού» για το Αξιοχώρι και να αφιερώσει αφ’ ενός μεν το ημερολόγιό του στην ιστορία του τοπικού σιταριού αφ’ ετέρου δε να διοργανώσει την όμορφη αυτή παραστατική εκδήλωση γι αυτό.

Το ελληνικό κράτος θέλοντας να συμπαρασταθεί τους νέους κατοίκους του χωριού, τον πρώτο καιρό, τους προσέφερε από ένα βόδι ή μία αγελάδα, ανά οικογένεια, τόσο για την καλλιέργεια της χέρσας γης όσο και για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Έτσι έχοντας ως πρώτο μέλημα τη διατροφή τους, ξεκίνησαν την καλλιέργεια του σιταριού, που αποτελούσε πάντοτε, από την αρχαιότητα ακόμη, το βασικότερο προϊόν συγκομιδής αλλά και χρησιμότητας για τον άνθρωπο, για τις ευεργετικές του ιδιότητες, όπως πρώτος διαπίστωσε ο Ιπποκράτης.

Οι διαφορετικοί τόποι της προέλευσής τους δεν τους εμπόδισαν να έρθουν πολύ σύντομα σε συνεργασία, με κοινούς στόχους και αγώνες. Έτσι οργανώνονται, σε γεωργικό πιστωτικό συνεταιρισμό, του οποίου το καταστατικό εγκρίνεται με την υπ’ αριθμόν 15930 / 13-8-1924 απόφαση του υπουργού γεωργίας, και λίγο αργότερα, το 1928 δουλεύοντας νύχτα – μέρα, με εθελοντική εργασία, έχουν κτίσει την πρώτη αποθήκη του Συνεταιρισμού τους.

Μετά την αποξήρανση της λίμνης Αρτζάν- Αματόβου (1927 – 1931) από την εταιρία Φαουντέσιον, τους δίδονται κι άλλα στρέμματα προς καλλιέργεια, με παραχωρητήρια (μορφή εικοσαετούς δανείου, τα λεγόμενα γαιώμουρα) από το κράτος, και με την αγορά μουλαριών και αλόγων και την αποκτηθείσα εμπειρία γίνεται πιο αποδοτική η καλλιέργεια αυτή, η οποία επιφέρει τον καρπό του σίτου, από τον οποίο έκαμαν το ψωμί , το πιο πολύτιμο αγαθό, θα λέγαμε, μετά την υγεία, και την οποία καλλιέργεια μπορούμε να τη διαιρέσουμε σε τρεις μεγάλες φάσεις, και αυτές οπωσδήποτε σε άλλες μικρότερες. Αυτές είναι: η σπορά, ο Θερισμός και ο αλωνισμός.

Με τα πρωτόγονα « α λ έ τ ρ ι α » τους, καμωμένα από ξύλο, εκτός από τη σιδερένια μύτη, το « υ ν ί », όργωναν όσο βαθύτερα μπορούσαν, 10 – 20 εκατοστά το πολύ, αφού οι αγελάδες και τα άλογα δεν είχαν περισσότερη δύναμη. Ακολουθούσε η σπορά, με τα χέρια και μετά έπρεπε να περάσει η « σ β ά ρ ν α » από πάνω να ισιώσει το χώμα σκεπάζοντας συγχρόνως και τον πολύτιμο σπόρο, ο οποίος θα πρόσμενε την υγρασία της βροχής για να φυτρώσει.

Πάμπολλες ημέρες σκληρής δουλειάς, και χιλιόμετρα ποδαρόδρομου, για τους σιτοκαλλιεργητές, αφού ήταν αναγκασμένοι να ακολουθούν τα ζώα που έσερναν τα αλέτρια ή τις σβάρνες με τα πόδια και να σπέρνουν επίσης περπατώντας. Και έφθανε ο Χειμώνας, και περίμεναν την Άνοιξη μετά, με τη σκέψη και την έγνοια πάντα μέσα τους, « θα βρέξει άραγε, να μεγαλώσουν τα σιτάρια, να φέρουν μπόλικο καρπό; » Κι αν έχει αναβροχιές ο Απρίλης κι ο Μάης;

Τότε όλοι μαζί, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, νέοι και γέροι, σε συνεννόηση πολλές φορές και με τους κατοίκους των γειτονικών χωριών, καταφεύγανε στην τελευταία τους ελπίδα, την « δ έ η σ η » προς το Θεό. Πήγαιναν δηλαδή όλοι μαζί σε κάποιο από τα χωράφια και παρακαλούσαν το Θεό να τους στείλει την πολυπόθητη βροχή, που τόσο πολύ χρειάζονταν τα σπαρτά τους για να καρπίσουν και να έχουν ψωμάκι τον επόμενο χρόνο.

Έτσι έφθανε ο καιρός του « θ ε ρ ι σ μ ο ύ », όλοι μαζί, μικροί και μεγάλοι, με το χαμόγελο και το τραγούδι στο στόμα, έπαιρναν το δρόμο προς τα χωράφια, κινούσαν για τον « πόλεμο» με τα απαραίτητα όπλα τους, την « π α λ α μ α ρ ι ά » και το « δ ε ρ π ά ν ι ». Θέριζαν τα σιτάρια με τα πολύτιμα στάχια, και τα έκαμναν « δ ε μ ά τ ι α », κάνοντας μόνο μικρά διαλύματα για « κ ο λ α τ σ ό », το πρόχειρο και γρήγορο φαγητό τους δηλαδή, θέλοντας να κερδίσουν πολύτιμο χρόνο.

Τα δεμάτια τα μεταφέρουν αργότερα με τα κάρα, από όλα τα χωράφια, και τα κάνουν « θ ε μ ω ν ι έ ς » σε ένα χώρο, στα « α λ ώ ν ι α ». Στα αλώνια, ένα άλογο ή ένα ζευγάρι αγελάδων ( συχνά ένα βόδι και μία αγελάδα), έσερναν την « δ ο κ ά ν α » πάνω στα απλωμένα σιτάρια για να αλωνίσουν, να αποχωρίσουν δηλαδή τον καρπό, τον σίτο, από τα στάχια..

Μια δουλειά που διαρκούσε επί μέρες και εβδομάδες. Και τότε πάλι προς το Θεό οι παρακλήσεις για να μη βρέξει ( αυτή τη φορά ) κατά τον « α λ ω ν ά ρ η », να τελειώσουν τα αλώνια με το καλό, να φυσήσει να γίνει γρήγορα το « λ ί χ ν ι σ μ α », ύστερα το κοσκίνισμα με το « δ ρ υ μ ό ν ι » και να μεταφέρουν τον καρπό στο σπίτι.
Με το πέρασμα των χρόνων βέβαια τα μηχανικά μέσα αντικατέστησαν όλη σχεδόν την χειρονακτική εργασία. Τα τρακτέρ, μικρά και μεγάλα με τα άροτρα, τις σβάρνες και τις σπαρτικές μηχανές, σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα έφεραν εις πέρας την σπορά και με μεγαλύτερη μάλιστα επιτυχία.

Οι « θ ε ρ ι σ τ ι κ έ ς » μηχανές επίσης αλάφρυναν το έργο του θερισμού, και τα τρακτέρ με τις καρότσες μετέφεραν εύκολα και γρήγορα τα δεμάτια στα αλώνια, οι δε αλωνιστικές μηχανές μείωσαν κατά πολύ τον χρόνο αλωνισμού κάνοντας συγχρόνως αλώνισμα, λίχνισμα, κοσκίνισμα, τσουβάλιασμα του σίτου και μετατροπή των δεματιών σε « ά χ υ ρ ο », τροφή για τα ζώα, κατά τη διάρκεια του χειμώνα.

Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, μεγάλες « θ ε ρ ι ζ ο α λ ω ν ι σ τ ι κ έ ς » μηχανές έχουν απλοποιήσει τις φάσεις του θερισμού και αλωνισμού, αφού με μία κίνηση, μέσα στα ίδια τα χωράφια και σε ελάχιστο χρόνο, συλλέγουν τον καρπό και αφήνουν το « σ ά λ μ α » για τροφή των ζώων, κι έτσι οι γεωργοί βγάζουν πολύ πιο εύκολα το ….ψωμάκι τους.

Όπως και παλαιότερα έτσι και σήμερα ό σανός ή το άχυρο ή το σάλμα δένονταν σε « μ π ά λ ε ς » με « δ ε τ ι κ έ ς » μηχανές και μεταφέρονταν στον « α χ υ ρ ώ ν α » του σπιτιού, με τα κάρα ή τα τρακτέρ, για να τρώνε από αυτό, το χειμώνα, τα ζώα.

Και οι μηχανές αυτές πέρασαν από διάφορες φάσεις ανάλογα με την τεχνολογική εξέλιξη ( περιστρεφόμενες με ζευγάρια αγελάδων ή ζώων, χειρονακτικά με κοντάκι, και τελευταία με τα τρακτέρ) απλοποιώντας την όλη διαδικασία. Τον καρπό που έβγαζαν οι σιτοκαλλιεργητές, πάντοτε τον χώριζαν σε τρία μέρη.

Τον απαραίτητο για το αλεύρι της χρονιάς, τον απαραίτητο για τον σπόρο της επόμενης χρονιάς, και τον υπόλοιπο για να πούλαγαν στον έμπορο, να έπαιρναν λίγα χρήματα για να αγοράσουν απαραίτητα για τη ζωή τους αγαθά.

Αφού ξεκουραζόντουσαν λίγο από τη δύσκολη αλλά και αγχώδη δουλειά τους, προγραμμάτιζαν την ημέρα που θα έφερναν το « τ ρ ι ό ρ ι » στην αυλή του σπιτιού τους για να τριορίσουν το σιτάρι που είχαν στα « αμπάρια », μετά να το δαυλιτίσουν με το « ν τ α ο ύ λ ι » και να το τσουβαλιάσουν περιμένοντας την επόμενη σπορά.

Από το σιτάρι που κρατούσαν για το αλεύρι της χρονιάς, κατά μικρά χρονικά διαστήματα, άλεθαν τα παλιά χρόνια με το « χ ε ρ ό μ υ λ ο », που έβγαζε πολύ χονδρό αλεύρι , αργότερα με το νερόμυλο, τον ανεμόμυλο και σιγά – σιγά φθάσαμε στους σημερινούς μύλους.

Με το αλεύρι οι γυναίκες έκαμναν το ζυμάρι, το ζύμωναν καλά μέσα στο « ζ ύ μ ε τ ρ ο », μετά το έβαζαν στις « φ ό ρ μ ε ς » ή τους « τ α β ά δ ε ς » και ήταν πλέον έτοιμο για ψήσιμο στο φούρνο. Τους ταβάδες με το ζυμάρι τους έβαζαν μέσα στο « φ ο ύ ρ ν ο » με το « π υ ρ ί χ τ ι » ή το « φ ο υ ρ ν ε ύ τ ι » . Τους έβαζαν επάνω στην « π υ ρ ο σ τ ι ά» για να μη καεί από κάτω το ψωμί. Μετά από μία ώρα περίπου έβγαζαν το φρέσκο λαχταριστό ψωμί με την πεντανόστιμη γεύση του.

Στον παλιό γεωργό
Το « αλέτρι » του τραβάνε αγελάδες ή τα βόδια και ακολουθεί με κόπο και σβαρνίζοντας τα πόδια, όλη τη μέρα, με σκοπό το χώμα να οργώσει, το σιτάρι του να σπείρει, με τη « σβάρνα » να το στρώσει. Και καθώς περνούν οι μέρες και οι μήνες του χειμώνα θα φανούνε οι καρποί του από τον σκληρό αγώνα. Το σιτάρι θα ριζώσει, θα ριζώσει θ’ αυγατίσει και πριν ο καιρός του φθάσει τη σοδειά του να θερίσει, ίσως « δέηση » να κάνει προς τον Πλαστουργό Θεό του τη βροχούλα του να ρίξει να πληθαίνει τον καρπό του. Με « παλαμαριά» στο χέρι και στο άλλο το « δερπάνι », όλη μέρα στο χωράφι, μόνο « κολατσό » θα κάνει. Τα « δεμάτια » να μαζέψει με το κάρο στα « αλώνια », το Θεό να ικετέψει να μη ρίξει μια σταγόνα. Την « δοκάνα » του να σύρει το σιτάρι ν’ αλωνίσει κι απ’ τα απλωμένα στάχια τον καρπό ν’ αποχωρίσει. Αεράκι να φυσήσει να μπορέσει να « λιχνίσει » κι ύστερα με το « δρυμόνι » τον καρπό να κοσκινίσει. Να τον βάλει στα τσουβάλια να τον φέρει στο « αμπάρι » και να πει με μια ανάσα πέτυχα στον « αλωνάρη ». Το σταράκι που θα πάρει στο « χερόμυλο » θ’ αλέσει και με το χοντρό αλεύρι το « ζυμάρι » του θα δέσει. Θα το βάλει στους « ταβάδες », να φουσκώσει θα τα’ αφήσει κι ύστερα με το « φουρνεύτη » μες στο φούρνο θα το ψήσει. Κι όταν τρώει φρέσκο-φρέσκο το λαχταριστό ψωμί του θα ξεχνάει κάθε έγνοια και τους κόπους στη ζωή του.

* Προέδρου του πολιτιστικού συλλόγου Αξιοχωρίου «Αμυδών»

Περισσότερα
Δείτε ακόμα