Αρθρογραφία

23 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1930 Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΜΠΑΝΑ ΜΕΤΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΟ ΛΟΦΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης

Η καμπάνα αυτή κοσμούσε την ελληνορθόδοξη εκκλησία της «Μεταμόρφωσης του Σωτήρος» στο Καρς του Καυκάσου. Είχε δωριστεί από τον τσάρο της Ρωσίας Νικολάο Β’ στην ελληνική κοινότητα του Καρς και ζύγιζε 4.250 κιλά. Το τεράστιο μέγεθος των ρώσικων καμπάνων οφειλόταν, όσον αφορούσε τις επαρχίες, στην ανάγκη να ακούγεται ο ήχος τους στις αχανείς εκτάσεις της ρώσικης στέπας και όσον αφορούσε τις μεγαλουπόλεις, στη φιλοδοξία των τσάρων να αυξήσουν το γόητρό τους. Εκτός από το τεράστιο μέγεθός τους οι ρώσικες καμπάνες αποτελούσαν θαύματα ακουστικής, όπως έγραφε η ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ ΑΤΛΑΝΤΙΣ στο τεύχος Μαΐου 1930: «Κατεσκευασμένοι εκ χαλκού, μολύβδου και αργύρου οι ρωσσικοί κώδωνες έχουν γλυκυτέραν και ηχηροτέραν φωνήν από όλους τους άλλους κώδωνας εν τω κόσμω». Ο λόγος δεν ήταν άλλος από την τήρηση ορισμένων αναλογιών μεγέθους, σχήματος και πάχους σε αντιστοιχία με το ύψος, την χροιά και την ένταση του επιδιωκόμενου ήχου. Έτσι η διάμετρος του κυκλικού στομίου της ρώσικης καμπάνας που ήταν ίση προς το ύψος της δημιουργούσε γλυκείς ήχους ενώ η παραβίαση αυτής απέδιδε ήχους περισσότερο ή λιγότερο δυσάρεστους. Σημασία είχε και το μέγεθος και το σχήμα του ρόπτρου, του γλωσσιδιού, που κατασκευαζόταν από σφυρήλατο σίδηρο σε σχήμα απιδιού.

Σύμφωνα με τον Αριστείδη Σιδέρη η καμπάνα του Καρς «εκοσμείτο από τις τρεις πλευρές της εκ τριών αναγλύφων εντός πλαισίου εικόνων, που παρίσταναν πρώτον την Μεταμόρφωσιν του Σωτήρος καθ’ ό εκόσμει την φερώνυμον εκκλησίαν. Η δευτέρα πλευρά παρίστανε την Θεομήτορα μετά του Θείου βρέφους και η τρίτη πλευρά «φιλοξενούσε» τον καβαλάρη Άγιον Γεώργιον. Υπήρξαν και οι τρεις αυτές καλλιτεχνικώτατα φιλοτεχνημένες». Η μεγάλη καμπάνα συνοδευόταν από άλλες ένδεκα μικρότερες καμπάνες, ηχητικά κλιμακωμένες.

Όταν άρχισε ο ξεριζωμός του ελληνισμού από τον Καύκασο, μπροστά στον κίνδυνο να χαθεί η καμπάνα οι ομογενείς του Καρς την μετέφεραν σιδηροδρομικώς στο Βατούμ και από κει, με τη βοήθεια του Έλληνα προξένου Κωστανταράκη, φορτώθηκε σε πλοίο με προορισμό το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Κατά τη φόρτωση στο πλοίο το γλωσσίδι της έπεσε στη θάλασσα και χάθηκε.

Η καμπάνα έμεινε στην αφάνεια μέχρι το 1929, οπότε άρχισε η προσπάθεια της Κοινότητας για τη μεταφορά της στο Κιλκίς. Στις 11 Ιανουαρίου 1929 «ο πρόεδρος εισηγείται εις το σώμα την έγκρισιν της χορήγησεως δωρεάς εκ δρχ 20.000 εις Κεντρικόν Σύλλογον Καυκασίων Θεσσαλονίκης δι’ αγαθοεργούς σκοπούς έναντι του παραχωρουμένου υπ’ αυτού εις την Κοινότητα του μετακομισθέντος εκ Καρς Καυκάσου μεγάλου εκκλησιαστικού κώδωνος». Στις 12 Οκτωβρίου 1929 αποφασίζεται η καταβολή «της υπολοίπου οφειλής εκ δρχ 10.000 δια τον παραληφθέντα μεγάλο εκκλησιαστικό κώδωνα».

Η καμπάνα μεταφέρθηκε στο Κιλκίς και τοποθετήθηκε στο δημοτικό πάρκο, στην πλατεία Νίκης όπως λεγόταν τότε. Οι πρόσφυγες όμως της πόλης που προέρχονταν από τον Καύκασο ζήτησαν την ανάρτησή της στο λόφο του Αγίου Γεωργίου. Την δαπάνη του εγχειρήματος ανέλαβε εκ νέου η Κοινότητα Κιλκίς εγκρίνοντας στις 21 Νοεμβρίου 1930 πίστωση για την μεταφορά «του εν τη πλατεία Νίκης υπάρχοντος κώδωνος εις τον λόφον του Αγίου Γεωργίου και εντός του προαυλίου του ομωνύμου ναού». Έτσι στο λόφο του Αγίου Γεωργίου κατασκευάσθηκε πρόχειρο καμπαναριό από τον σιδηρουργό Χαράλαμπο Κουραλίδη, ενώ ένας άλλος σιδηρουργός ο Αλέξανδρος Τσαβδαρίδης κατασκεύασε καινούργιο γλωσσίδι, σε αντικατάσταση εκείνου που είχε χαθεί.

Στις 23 Νοεμβρίου 1930 πραγματοποιήθηκε η μεταφορά της καμπάνας στο λόφο του Αγίου Γεωργίου, που σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα, «έλαβε πανηγυρικήν χροιάν δια την πόλιν. Μετά το πέρας της λειτουργίας ο κόσμος ελάμβανε την άγουσαν εις την πλατείαν Νίκης, όπου έκειτο ο πελώριος κώδων ο οποίος πολύ δικαίως μπορεί να ονομασθή ο μεγαλύτερος κώδων της Ελλάδος και του κόσμου. Ανάμεσα στα συρρεύσαντα πλήθη έβλεπε κανείς πελωρίους βουβάλους να παίρνουν το πρωινό γενναίο γεύμα δια να είναι έτοιμοι όπως μεταφέρουν τον κώδωνα. Εις τα 11 π.μ υπό τα χειροκροτήματα του πλήθους γίνεται η εκκίνησις. Υπέρ τους πεντακισχιλίους κατοίκους ανήλθον εις τον λόφον δια να θαυμάσουν την διέλευσιν του γίγαντος. Τέλος την 3μ.μ γίνεται η μεταφορά εις το προαύλιον της εκκλησίας του λόφου. Εκεί ωμίλησεν ο καθηγητής της φιλολογίας κ. Τσούντας εις το πλήθος, εξάρας την φιλοθρησκείαν των εκ Ρωσίας Ελλήνων, οι οποίοι με κίνδυνον της ζωής των εφρόντισαν να μεταφέρουν τα εκκλησιαστικά είδη και τον κώδωνα». (ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΝΕΑ 4-12-1930). Η καμπάνα του Καρς μπορεί να μην ήταν η μεγαλύτερη της Ελλάδας και του κόσμου, όπως εσφαλμένα έγραφε ο ανταποκριτής, για τους πρόσφυγες όμως αποτελούσε ένα κειμήλιο ανεκτίμητης αξίας, που τους συνέδεε με τη χαμένη πατρίδα τους. Χαρακτηριστική για τα αισθήματα συγκίνησης που προκαλούσε στους Καρσλήδες του Κιλκίς η μεγάλη καμπάνα είναι η αναφορά του αείμνηστου Δημήτρη Νικοπολιτίδη: «Δεν θα ξεχάσω τα λόγια της θείας μου Ειρήνης, αδελφής του πατέρα μου, που ήξερε τη Μεγάλη Καμπάνα από το Καρς: Όντες έγκαν το τρανόν το κωδών’ εμπροστά ‘ς σην εγκλεσίαν, επήγα εγκαλάστ’ ατο, εφίλεσ’ ατό και έκλαψα» (ΠΡΙΣΜΑ Μάιος 1998).

Η δαπάνη της μεταφοράς της μεγάλης καμπάνας δεν μπόρεσε να καλυφθεί πλήρως από το κοινοτικό ταμείο και τους εράνους που πραγματοποιήθηκαν και έτσι η «Επιτροπή του Εκκλησιαστικού Κώδωνος» για αρκετά χρόνια εξακολουθούσε να αδυνατεί να εξοφλήσει το χρέος της σε δημότες που είχαν εργασθεί για τη μεταφορά της. Χαρακτηριστική και η άρνηση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου να «εξοφλήση την δαπάνην ταύτην εκ του ταμείου του ναού του αγίου Γεωργίου, δυστυχώς όμως τούτο ουδεμίαν έδοσεν προσοχήν, αλλ’ αντιθέτως και επιμόνως ηρνήθη την εξ ιδίων τακτοποίησιν του λογαριασμού τούτου, διαδηλούν δια τούτου την μήνιν και την εκδίκησίν του, διότι ο κώδων μετεφέρθη εις τον λόφον απόντος του Μητροπολίτου και εναντίον της θελήσεώς του» (Πρακτικό συνεδριάσεως Κοινοτικού Συμβουλίου Κιλκίς της 7-8-1934).
Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου η μεγάλη καμπάνα ξεκρεμάστηκε και μεταφέρθηκε στο χώρο της Μητρόπολης, όπου υπήρχε η παλιά εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος που λειτούργησε από το 1930 έως το 1957. Το 1956 με εντολή του τότε μητροπολίτη Ιωακείμ Σμυρνιώτη μεταφέρθηκε σε χυτήριο της Θεσσαλονίκης και από το υλικό της κατασκευάσθηκαν επτά μικρότερες καμπάνες συνολικού βάρους 3.450 χλγρ. Έτσι, άνευ λόγου και αιτίας, καταστράφηκε ένα ανεκτίμητο κειμήλιο που κοσμούσε και θα εξακολουθούσε να κοσμεί την πόλη μας.

*Τοπογράφος – συγγραφέας

Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο facebook του τεχνικού γραφείου K4station

Περισσότερα
Δείτε ακόμα

Εσύ… δεν «έφυγες» ποτέ!

Σε λίγα εικοσιτετράωρα μπαίνουμε στο 2025, τον χρόνο κατά τον οποίο θα συμπληρώθηκαν τριάντα χρόνια από την «μετοίκηση» σου στα […]