Κοινωνία

1821: Οι κεφαλές του Γένους, με πρώτο και ξεχωριστό τον Πατριάρχη στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων

ΠΩΣ ΣΩΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΒΕΒΑΙΗ ΣΦΑΓΗ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΙΩΝΙΑΣ

Του πρωτοπρεσβύτερου π. Γεωργίου Αλεβιζάκη

Με την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης στη Μολδοβλαχία από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, εκείνοι που υπέστησαν τα μεγαλύτερα δεινά ήταν οι χριστιανοί της Πόλης και της Μ.Ασίας, εναντίον των οποίων έστρεψαν το εκδικητικό μένος τους τα ακραία ισλαμιά στοιχεία των Οθωμανών. Η κατάσταση θα μπορούσε να οδηγηθεί σε γενοκτονία ανάλογη μ΄εκείνη που υπέστησαν οι Αρμένιοι, οι Έλληνες του Πόντου και της Ιωνίας, που διαπράχθηκε έναν αιώνα αργότερα από τους νεότουρκους. Το 1821 δεν προσέλαβε τις ίδιες διαστάσεις, αλλά και πάλι ο φόρος αίματος ήταν βαρύς. Όταν ο Υψηλάντης κήρυσσε την Επανάσταση, Σουλτάνος ήταν ο Μαχμούτ β΄, γνωστός ως Μαχμούτ Χάν, ο Δίκαιος. Όπως τον περιγράφει ο ιστορικός της Επανάστασης Φιλήμων, ήταν «πολλού μεν πνεύματος και μεγάλων σχεδίων ανήρ, την οργήν δε άκρως και λίαν επίμονος». Πέτυχε την εξόντωση των ντερεμπέηδων (στρατιωτικοί τιμαριούχοι), που δεν υπάκουαν στην κεντρική διοίκηση και είχαν γίνει στυγνοί τύραννοι χριστιανών, αλλά και μουσουλμάνων (χωρικών) και σχεδίαζε ν΄απαλλάξει το κράτος από τους γενίτσαρους. Αρχικά δεν πίστεψε τις πληροφορίες για τη Φιλική Εταιρεία και τη σχεδιαζόμενη Επανάσταση. Διέταξε απλά να γίνουν κάποιες έρευνες.

Το άκουσμα όμως την έναρξής της, όπως ήταν επόμενο, αναστάτωσε και εξόργισε τόσο τον ίδιο, όσο και τους συμβούλους του. Ο Πατριάρχης Άγιος Γρηγόριος Ε΄και η Σύνοδος βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς επωμίζονταν όλη την ευθύνη, για την τύχη του ρωμαϊκού πληθυσμού της Πόλεως. Ο μαρτυρικός Πατριάρχης ήταν εξαρχής αποφασισμένος να μη εγκαταλείψε το θρόνο, προκειμένου να υπερασπιστεί το ποίμνιό του, από την εκδικητική μανία των Οθωμανών. Ο πατριωτισμός του, η πολιτική ευθυκρισία του και το πνεύμα αυτοθυσίας, που τον διακατείχαν αποτυπώνονται στα κείμενα δύο εξεχουσών προσωπικοτήτων του Αγώνα, των Μιχαήλ Οικονόμου και Νικ.Σπηλιάδη που εξιστορούν τα όσα διαδραματίστηκαν κατά τη σύσκεψη της Ι.Συνόδου, η οποία έγινε στις αρχές Μαρτίου του 1821. Στη σύσκεψη εκείνη ο Άγιος Μητροπολίτης Δέρκων πρότεινε να ζητηθεί από το Σουλτάνο η άδεια στους Αρχιερείς να μεταβούν στις επαρχίες τους προκειμένου να πείσουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς να ματαιωθεί η Επανάσταση. Ο Πατριάρχης απέρριψε την πρόταση. «Η Υψηλή Πύλη, ως δικαιολογίαν της ωμότητάς της ή θελ΄έχει την ιδικήν μας διαγωγήν. Αι ημέραι εμετρήθησαν, Άγιε Δέρκων, γεννηθήτω το θέλημα του Κυρίου, του καλέσαντος ημάς εις την δεινοτάτην ταύτη δοκιμασίαν, ην οφείλομεν και το ίδιο ημών αίμα να ελαφρύνωμεν… τούτο συμφέρει εις το Έθνος». Λόγια του άξιου πατέρα και ποιμένα, ο οποίος μιμούμενος το Δεσπότη Χριστό: «Την ψυχήν αυτού τίθεσιν υπέρ των προβάτων». Η θέση τους ήταν εκεί στην έδρα, εκεί και η θυσία θα ήταν πολύ πιο ωφέλιμη για το Γένος, διότι ο θάνατός τους θα έδινε το δικαίωμα στην Χριστιανοσύνη να υπερασπίσει το Έθνος εναντίον του τυράννου, ενώ, αν πήγαιναν να ενθαρρύνουν την Επανάσταση, θα έδιναν στο Σουλτάνο το δικαίωμα να εξολοθρεύσει όλο το Γένος: «Και εγώ, ως κεφαλή τους Έθνους και υμείς, η Σύνοδος, οφείλομεν να αποθάνωμεν δια την κοινήν σωτηρίαν».

Ο κίνδυνος ήταν φανερός. Ο Πατριάρχης κάλεσε όλους τους προκρίτους, να συσκεφθούν μαζί με τα μέλη της Συνόδου. Η πολύ συνετή απόφαση, που ελήφθη ήταν να υποβληθεί αναφορά στην Πύλη με την οποίαν οι πρόκριτοι θα εγγυώνταν ο ένας για τον άλλον την παραμονή τους στην έδρα «ως πιστοί της βασιλείας υπήκοοι» και ότι θα συνέπρατταν όσο μπορούσαν, στην αποκατάσταση της κοινής ησυχίας. Προσπάθησαν μ΄αυτό τον τρόπο, να πείσουν και να καθησυχάσουν τον Σουλτάνο.

Ωστόσο, τα ακραία στοιχεία των μουσουλμάνων, υποκινούμενα από τους ουλεμάδες τους προέβησαν σε απειλητικές διαδηλώσεις. Ο Σουλτάνος και οι σύμβουλοί του αποφάσισαν τη γενική σφαγή των ορθοδόξων πληθυσμών της αυτοκρατορίας. Κατά τον νόμο του Ισλάμ για να εκτελεσθεί μια τέτοια απόφαση, ο Σουλτάνος έπρεπε να λάβει έγκριση, από τον ανώτατο θρησκευτικό ηγέτη των Μωαμεθανών τον σεϊχουλισλάμη, ο οποίος θα εξέδιδε φετφά, γραπτή δηλαδή έγκριση, για ένα τέτοιο αποτρόπαιο εγχείρημα.

Σεϊχουλισλάμης, κατά την περίοδο εκείνην ήταν ο Χατζή Χαλήλ εφέντης, άνδρας δίκαιος, γενναίος και φιλάνθρωπος. Δεν θέλησε να εκδώσει τον φετφά, και ζήτησε από το Σουλτάνο χρόνο για να μελετήσει το θέμα. Κάλεσε εσπευμένα τον Αρχιμανδρίτη Διονύσιο Πύρρο, γιατρό του Πατριάρχη, και τον ρώτησε αν ήταν φίλος του Υψηλάντη και αν ήταν, εν γνώσει του το επαναστατικό κίνημα. Ο Πύρρος τον διαβεβαίωσε για την αθωότητα του Πατριάρχη και έσπευσε να ενημερώσει σχετικά τον Άγ.Γρηγόριο ο οποίος , όπως γράφει ο Πύρρος, στην αυτοβιογραφία του, «ηδύνατο να φύγει, πλήν δεν ηθέλησε, δια να μη θυμώσουν οι τούρκοι και θανατώσουν τους χριστιανούς».

Ο Άγ.Γρηγόριος Ε΄, πληροφορούμενος την απειλή της γενικής σφαγής που κρεμόταν πάνω από τους χριστιανούς, συνοδευόμενος από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Προκόπιο και τρεις πολιτικούς αξιωματούχους, έσπευσε να επισκεφθεί τον Σεϊχουλισλάμη και να τον διαβεβαιώσει ότι το Γένος ήταν αμέτοχο του Υψηλάντη, παρακαλώντας τον να το προστατεύσει. Ο σεϊχουλισλάμης τον διαβεβαίωσε οτι δεν θα υπέκυπτε στις πιέσεις για την έκδοση μιας τέτοιας απόφασης, του ζήτησε όμως με την σειρά του, να του προσκομίσει ισχυρά τεκμήρια, προκειμένου να πεισθεί ο Σουλτάνος. Ο Πατριάρχης του υποσχέθηκε ότι θα το έκανε. Με πόνο ψυχής, αφού πρώτα σκέφτηκε μόνος του, μίλησε με τρεις ιεράρχες του θρόνου, που συμφώνησαν στο ότι καλύτερο αποδεικτικό στοιχείο θα ήταν η έκδοση αφορισμού εναντίον των επαναστατών. Αμέσως μετά συγκάλεσε τη Σύνοδο και καταρτίστηκε το κείμενο του αφορισμού, που υπογράφτηκε ομόφωνα. Αυτός ο εικονικός αφορισμός ήταν μια συνετή και σώφρων πολιτική, αλλά και ποιμαντική πράξη, που κατ΄ουσίαν απέτρεψε μια γενοκτονία.

Ο σεϊχουλισλάμης, επηρεασμένος από τις διαβεβαιώσεις και τις παρακλήσεις του Πατριάρχη, και έχοντας στα χέρια του ένα αποδεικτικό στοιχείο, τον δήθεν αφορισμό, αρνήθηκε να εκδώσει τον φετφά. Επικαλέσθηκε προς τούτο το Ιερό βιβλίο των Μωαμεθανών, που απαγορεύει την τιμωρία αθώων για εγκληματικές ενέργειες συγγενών τους. Η γενικευμένη σφαγή αποσοβήθηκε. Ο δίκαιος και σπλαχνικός σεϊχουλισλάμης Χατζή Χαλήλ πλήρωσε με την ζωή του την θαρραλέα και έντιμη στάση του. Παύθηκε από τη θέση του και εξορίσθηκε στην Λήμνο, όπου όμως δεν έφτασε ποτέ. Δολοφονήθηκε κατά την διάρκεια του ταξιδιού.

Ο νέος σεϊχουλισλάμης Ιμάμ Φεΐζ εξέδωσε εν τέλει τον φετφά, που προέβλεπε όμως την τιμωρία των ενόχων, συνενόχων οπωσδήποτε και υπόπτων απολύτως.

Όπως γράφει ο Φιλήμων, «η απόφαση κατά το γράμμα ήταν σίγουρα μετριοπαθής, αλλά πως θα μπορούσε να ερμηνευτεί από τον φανατισμένον όχλον;» Στην πράξη, λοιπόν, όπως ήταν επόμενο, εφαρμόστηκε επί το πλείστον με τρόπο αυθαίρετο, χωρίς καμμία εγγύηση για την προστασία και τη δικαστική κρίση των κατηγορουμένων. Εν τέλει ο Σουλτάνος εξέδωσε φιρμάνι γενικής αμνηστίας απαιτώντας, όμως, την υποταγή των ραγιάδων και ζητώντας από τον Πατριάρχη να υποστηρίξει το φιρμάνι με εγκύκλιο, καθιστώντας τους Αρχιερείς και τους προκρίτους των επαρχιών υπεύθυνους για την «κοινή ησυχία». Του ζήτησε, ακόμη, να απαλλάξει θρησκευτικά από τον όρκο που είχαν δώσει στην Φιλική Εταιρεία όσοι είχαν μυηθεί, να ομολογήσουν ότι εξαπατήθηκαν και να επιστρέψουν στο «πιστόν ραγιαλίκιον» και να αφορίσει τον Υψηλάντη, τον Νικόλαο Σούτσο και τους οπαδούς τους, που θα επέμεναν στην ανταρσία. «Και τα της βασιλείας του κράτους». Με πλήρη συναίσθηση της μεγάλης ευθύνης και του φοβερού κινδύνου, που επεκρέματο στο Γένος, ο Άγ. Γρηγόριος κάλεσε σε κοινή σύσκεψη όλα τα πατριαρχεία και τους πολιτικούς άρχοντες του υπόδουλου Γένους και διάβασαν εις επήκοον όλα τα σουλτανικά διατάγματα. Περιθώριο άρνησης δεν υπήρχε.

Ο Μιχαήλ Οικονόμου γράφει: «Ο Πατριάρχης Γρηγόριος και η περί αυτόν Ιερά Σύνοδος, όχι χάριν εαυτών, κίνδυνον ίδιον αποτρέποντες, αλλά χάριν αποτροπής του επαπειλουμένου βεβαίου κινδύνου γενικής σφαγής των απανταχού της αυτοκρατορίας αθώων χριστιανών… άνευ διακρίσεως τινός… κλίναντες τας κεφαλάς… δεήσεις προς τον καρδιογνώστην Θεόν αναπέμψαντες κατά την καρδιάν των υπέρ της σωτηρίας παντός του χριστώνυμου λαού το θείον έλεος εξαπατησάμενοι… υπέγραψαν το διαβόητον εκείνο κείμενο». Η «φωτιά» όμως, της Επαναστάσεως είχε «ανάψει» για τα καλά. Ο Πατριάρχης, οι Συνοδικοί Αρχιερείς, οι πρόκριτοι του Γένους είχαν αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, όπως έκαναν πολλές φορές πολλοί προκάτοχοί τους στο παρελθόν. Μόνο που τώρα τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα. Ωστόσο και πάλι οι κεφαλές του Γένους, με πρώτο και ξεχωριστό τον Πατριάρχη στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων για μια ακόμα φορά την πλέον καθοριστική, πληρώνοντας εν τέλει το τίμημα με τη ζωή τους.

Περισσότερα
Δείτε ακόμα

«Φόρουμ της Ευρωπού»

Μία από τις ενδιαφέρουσες προτάσεις που ακούσθηκαν από τοπικά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας στην συνάντηση με την πολυπληθέστερη επίσκεψη όλων […]