Χρήστος Σπίγκος: Κανονάρχες και παιδονόμοι
Στο Κόμμα μου βιώνουμε τα απόνερα της πρόσφατης ήττας και συνάμα μια μεγάλη πρόκληση. Να ξανασυναντηθούμε με τους ξεχασμένους κανόνες της Πολιτικής, την αισθητική της και, κυρίως, την υποχρέωσή της να προσαρμόζεται στην εκάστοτε πραγματικότητα. Πολιτική, που (ανα)παράγεται σε θερμοκηπιακό περιβάλλον περίκλειστων κομματικών γραφείων συνήθως δεν ανταποκρίνεται στις προκύπτουσες ανάγκες της κοινωνίας που παρακολουθεί, αλλά δεν κατανοεί.
Εν μέσω θερινών διακοπών καλούμαστε να επιλέξουμε ηγεσία και στο κατόπιν τα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Πρόκειται για μια διαδικασία, που οι παλαιότεροι την έχουμε ζήσει και οι νεότεροι τη ζουν ελπίζοντας στη βέλτιστη προοπτική, που θα απαντά στο ερώτημα αν η Αριστερά του σήμερα έχει τη δυνατότητα να τρέχει με την ταχύτητα της οθόνης ενός τάμπλετ στα χέρια ενός παιδιού, που δε χρειάζεται να περιμένει την εφημερίδα από το τυπογραφείο για να γνωρίσει τα του κόσμου γύρω του.
Τώρα που θα έλθει η ώρα της εκλογής νέων Νομαρχιακών Επιτροπών θα πρέπει να αναμετρηθεί η ταχύτητα της νοημοσύνης – τεχνητής ή μη – με την αργοκίνητη αντιληπτική ικανότητα του γνωστού τοπικού κομματικού κανονάρχη, που το μόνο που έμαθε είναι να κρατεί το ισσοκράτημα μιας ξεπερασμένης καθοδήγησης, με την οποία θα λειτουργεί το ανώτατο κομματικό όργανο του κάθε νομού. Μια αποκρουστική συνταγή λειτουργίας από το ανήλιαγο χθες, που οδηγεί στον μαρασμό και τη συρρίκνωση. Το καινούργιο οφείλει να προσαρμοστεί στη μπαγκέτα του πεφωτισμένου μαέστρου από φόβο μη βρεθεί σε κατάσταση προσβλητικού δημόσιου φρονηματισμού από κομματικούς παιδονόμους, πρόθυμα προϊόντα καθοδηγούμενων σταυροδοσιών.
Η διαδρομή του κάθε σοφού είναι χρήσιμη, όταν αυτός είναι πρόθυμος να παρέχει τη συνδρομή του μόνο όταν του το ζητούν. Κάθε απόπειρα επιβολής της «σοφής άποψης» θα συναντήσει τη σιωπηλή αγανάκτηση ή την αδιαμαρτύρητη αποχώρηση.
Στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα η λογική της κομματικής λειτουργίας οφείλει να βασίζεται στον διάλογο και όχι στην επικύρωση εντολών. Η αποχή από τα κοινά και το προεκλογικό σκηνικό των αυτοδιοικητικών εκλογών στο Κιλκίς, και όχι μόνο, μαρτυρεί την αδυναμία των τοπικών κοινωνιών να παράξουν πολιτική και προτάγματα. Η εμπλοκή στα κοινά δεν προκαλεί πλέον κανένα ενδιαφέρον στη νεανική ικανότητα, ενώ αποτελεί πόλο έλξης στη μετριότητα και την ιδιοτέλεια. Ο γενέθλιος τόπος δεν συγκινεί πλέον τον πολίτη και είτε απέχει είτε υπογράφει λευκές επιταγές, συνήθως, σε βουλευτικές υποδείξεις. Ο ενεργός πολίτης σπανίζει, και ο κάτοικος θεωρεί ότι η δημόσια σφαίρα δεν τον αφορά.
Σε λίγο εσωκομματικές διαδικασίες και λίγο μετά αυτοδιοικητικές και ευρωπαϊκές εκλογές. Η εσωστρεφής ομφαλοσκόπηση σταματά με την εξαγωγή συμπερασμάτων για την παραπέρα πορεία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Τα προβλήματα του Κιλκίς είναι μεγάλα και απαιτούν πολιτικές προτάσεις και όχι μεγαλόστομους αφορισμούς. Οι τοπικοί άρχοντες χρειάζονται την ενεργό παρουσία όλων μας και οι όποιες θετικές διεκδικήσεις ευοδώνονται όταν έχουν τη στήριξη των πολιτών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει κατ’ επανάληψη δηλώσει την πρόθεση συνεργασίας και διαλόγου με κάθε προοδευτική συλλογικότητα και κάθε ενεργό πολίτη.