Αρθρογραφία

Η γέφυρα Πολυπέτρου και η ιστορία της

Του Πολυκράτη Παντσίδη

Η γέφυρα του χωριού μας αποτέλεσε κατά την εποχή κατασκευής της (1966) ένα πολύ σημαντικό έργο κοινωφελούς χαρακτήρα, καθώς μέσω αυτής συνδέθηκαν οι δύο αντίπερες όχθες του πανέμορφου «Πλατανορέματος» διευκολύνοντας ως εκ τούτου την διακίνηση πεζών και οχημάτων προς τη Γουμένισσα, τα Γιαννιτσά, την Θεσσαλονίκη και αντίστροφα.

Την περίοδο πριν την κατασκευή της, η πρόσβαση πεζών και αυτοκινήτων στο χωριό πραγματοποιούνταν με δυσκολία. Το δε λεωφορείο του ΚΤΕΛ προκειμένου να αποφύγει το επισφαλές πέρασμα του Πλατανορέματος για να εισέρθει στο χωριό, στάθμευε στην διασταύρωση της δημόσιας οδού στο σημείο που σήμερα είναι το εξωκλήσι της Παναγίας Φανερωμένης. Έτσι λοιπόν οι κάτοικοι αναγκάζονταν πεζοί και φορτωμένοι με τις αποσκευές τους να μεταβαίνουν στην στάση του λεωφορείου διασχίζοντας το ποτάμι. Η διάβαση του ρέματος ήταν επίπονη αλλά και επικίνδυνη ιδιαιτέρως κατά τους χειμερινούς μήνες, όταν η στάθμη του ρέματος ανέβαινε και τα νερά κυλούσαν ορμητικά. Ουκ ολίγα ατυχήματα έχουν καταγραφεί, ευτυχώς δίχως θύματα.

Μια πρώτη προσπάθεια κατασκευής γέφυρας στη θέση που είναι η σημερινή έγινε το 1940 από την νεοσύστατη κοινότητα Πολυπέτρου με πρόεδρο τον Ευστράτιο Ταλιχμανίδη. Η μελέτη αφορούσε μία τσιμεντένια γέφυρα που να στηρίζεται σε τρεις τσιμεντένιες βάσεις, εκ των οποίων η μια εντός της κοίτης του ρέματος.
Οι εργασίες ξεκίνησαν τέλη του καλοκαιριού του 1940. Το έργο προχωρούσε κανονικά, ολοκληρώθηκαν οι δυο βάσεις, ανατολική – μεσαία και ήταν σε εξέλιξη η κατασκευή της βάσης στη δυτική όχθη. Στην φάση αυτή του έργου δυστυχώς οι εργασίες διεκόπησαν αιφνιδίως με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου την 28η Οκτωβρίου του 1940. Στην συνέχεια με την εισβολή των Γερμανών στην χώρα μας και την κατοχή που ακολούθησε το έργο ναυάγησε οριστικά. Με τις καταρρακτώδεις βροχές και τα ορμητικά νερά του ρέματος στο πέρασμα του χρόνου οι βάσεις υπέστησαν φθορές και παρασύρθηκαν.
Το 1958 με πρωτοβουλία του δασκάλου Δημητρίου Χατζηβασιλείου και την βοήθεια των ανδρών του χωριού τοποθετηθήκαν δυο σιδηροδοκοί που ένωναν τις όχθες του Πλατανορέματος για να περνούν οι πεζοί.

Έντονο υπήρξε το ενδιαφέρον των προέδρων της κοινότητας μας κατά την περίοδο άσκησης των καθηκόντων τους για την κατασκευή της γέφυρας που πλέον αποτελούσε πρώτο βασικό αίτημα του χωριού. Του Πέτρου Τζούλη (1959-1964) και του Νικολάου Μπεκτασιάδη (1964-1966).

Επειδή την εποχή εκείνη τέτοιου είδους δημόσια έργα κατασκεύαζε ο Στρατός, οι ιθύνοντες απευθύνονταν στις αρμόδιες στρατιωτικές υπηρεσίες που το Πολύπετρο ανήκε.
Ο Πέτρος Τζούλης επισκέφθηκε τον διοικητή της Μεραρχίας Πολυκάστρου και του κατάθεσε το αίτημα του κοινοτικού συμβουλίου. Παρά την υπόσχεση που έλαβε, το έργο έως την λήξη της θητείας του δεν υλοποιήθηκε. Το 1964 ο Νίκος Μπεκτασιάδης με την ανάληψη των καθηκόντων του στην προεδρία της κοινότητας συγκρότησε μια αντιπροσωπία αποτελούμενη από τον ίδιο, τον παπά Νικόλα Μπαμπάση και την αρχηγό του ¨Σπίτι Παιδιού¨ Σοφία Πομώνη. Η αντιπροσωπεία μετέβη στην Βέροια και συνάντησε τον Μέραρχο Έδεσσας και τον διοικητή του Β΄ Σώματος Στρατού στην Βέροια αντιστράτηγο Ι. Γεννηματά που την περίοδο εκείνη αναβαθμίστηκε σε Αρχηγό του Γ.Ε.Σ. για να τους υποβάλουν το αίτημα της γέφυρας.
Δυστυχώς, οι προσπάθειες της κοινότητας Πολυπέτρου δεν ευόδωσαν, οι πρόεδροι απλώς λάμβαναν μόνο υποσχέσεις που ποτέ δεν πραγματοποιούνταν.

Το 1965, δύο τυχαία γεγονότα που συνέβησαν ταυτόχρονα, την ίδια ώρα και μέρα συνέβαλλαν καταλυτικά στην επίσπευση της κατασκευής της γέφυρας. Τα συγκεκριμένα περιστατικά έχουν ως εξής:

Πρώτο γεγονός Τρίτη 27 Απριλίου του 1965

Ήταν η τρίτη μέρα του Πάσχα. Μία ζεστή ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα που προϊδέαζε τον κόσμο να βγει από τα σπίτια του να την απολαύσει. Στην απογευματινή «βόλτα» την ημέρα εκείνη συμμετείχε σχεδόν όλο το χωριό και λόγο της διεξαγωγής ποδοσφαιρικού αγώνα η κινητικότητα ήταν ιδιαιτέρως αυξημένη. Η «βόλτα» του χωριού την εποχή εκείνη γινόταν στο δρόμο από την πλατεία έως το σπίτι του Νίκου Μπεκτασιάδη.
Την ηρεμία της «βόλτας» διατάραξε ένα απρόσμενο γεγονός, που προκάλεσε αναστάτωση και περιέργεια στο κόσμο: «Η Ελένη κλέφτηκε!! η Ελένη κλέφτηκε!!» διαδίδεται αστραπιαία από στόμα σε στόμα.
Επρόκειτο για την Ελένη Κωνσταντίνου, ένα κορίτσι 18 ετών, που πάνω στο άνθος της ηλικίας της και ερωτευμένη με τον γοητευτικό Γουμεντζιανό Χρήστο (Τάκη) Τσιώρα. Το ερωτευμένο ζευγάρι γνωρίστηκε όταν η Ελένη ήταν μαθήτρια της πρώτης Γυμνασίου στο γυμνάσιο Γουμένισσας και νοίκιαζε δωμάτιο στο σπίτι της θείας του Χρήστου στο οποίο έμενε και ο Χρήστος με την μητέρα του.
Η Ελένη γνωρίζοντας τις απόψεις των γονιών της για τους γάμους των παιδιών τους, ότι δηλαδή προγραμμάτιζαν πρώτα να ταχτοποιήσουν τον μεγαλύτερο της αδελφό, και μην μπορώντας να περιμένει άλλο, μετά την πενταετή κρυφή έως τότε σχέση της με τον Χρήστο, αποφάσισε να φύγει από το σπίτι.

Αλλά ας αφήσουμε να μας περιγράψει η ίδια η Ελένη το γεγονός:

«Μαζί με τον Χρήστο αποφασίσαμε και καταστρώσαμε το σχέδιο να έρθει να με πάρει. Ορίσαμε την συγκεκριμένη ημέρα, ώρα και σημείο. Η συνάντηση θα γινόταν στο δρόμο, εκεί που είναι το σπίτι του Ιωάννη Πρώϊτση, λίγα μέτρα από την «βόλτα»,. Ήμουν αποφασισμένη! Στην «βόλτα» την ημέρα εκείνη επέλεξα να είμαι μόνο με μια φίλη μου την Μαρία Γώγου, στην οποία και εκμυστηρεύτηκα το μυστικό μου. Όταν πλησίασε η ώρα του ραντεβού χωρίσαμε με την φίλη μου και μόνη μου κατευθυνόμουν προς το σημείο που είπαμε. Όταν έφτασα εκεί την ίδια στιγμή εμφανίστηκε και το ταξί, βγήκε ο Χρήστος άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε μέσα στα πίσω καθίσματα. Ο ταξιτζής ήταν ο Κώστας Πετσανούκης, από την Γουμένισσα, και αναμμένη όπως, είχε την μηχανή ξεκίνησε αμέσως. Όταν φτάσαμε στο ποτάμι (στο σημείο που σήμερα είναι η γέφυρα, τότε δεν ήταν), για να το περάσουμε ο οδηγός δυσκολεύτηκε αρκετά, διότι είχε αρκετό νερό την ημέρα εκείνη και φοβούμενος μην του σβήσει η μηχανή, προσπαθούσε αργά και με διάφορους ελιγμούς που έκανε μπρος – πίσω, να βρει το κατάλληλο σημείο να περάσει. Όταν βγήκαμε από το ρέμα, και φτάσαμε στην μικρή ανηφόρα πριν το νερόμυλο, βλέπω έκπληκτη μπροστά μας τον αδελφό μου με μια πέτρα στο χέρι να απειλή να σπάσει τα τζάμια του ταξί. Ξαφνιαστήκαμε διότι δεν περιμέναμε την εξέλιξη αυτή.
Τι είχε συμβεί; Όταν άφησα την φίλη μου Μαρία, αυτή αποκάλυψε το μυστικό την ίδια στιγμή όσο ακόμα βρισκόμουν στην «βόλτα», τα κορίτσια που το άκουσαν άρχισαν να διαδίδουν «η Ελένη κλέφτηκε! Ο αδελφός μου ο Γιάννης που ήταν και αυτός στην «βόλτα», άκουσε την είδηση και άρχισε να τρέχει, αλλά εγώ πρόλαβα και μπήκα στο ταξί ».

Ο Γιάννης με πληγωμένο τον εγωισμό του, ως ένας νεότερος «Λούης» πηδώντας φράχτες και κόβοντας δρόμο μέσα από τους αγρούς προλαβαίνει το ταξί. Μια ελάχιστη καθυστέρηση του ταξί, δύο τριών λεπτών περίπου που δεν είχε προβλεφθεί, λόγω της αυξημένης στάθμης του νερού στο ποτάμι, ήταν αρκετή για τον αδελφό της Ελένης να τους προλάβει και να ακινητοποιήσει το ταξί απειλώντας τους με μια πέτρα στο χέρι πως θα σπάσει τα τζάμια του. Από πίσω του καταφθάνουν και ο ξάδελφος του Λάζαρος Τζούλης και ο φίλος του Ακίνδυνος Μπεκτασιάδης και άλλοι φίλοι του. Ο ταξιτζής φοβούμενος μην του προκαλέσουν ζημιά στο αυτοκίνητο, κατέβηκε να διαπραγματευτή.
Όταν ρώτησα τον Γιάννη, πως κατάφερε και πρόλαβε το ταξί, μου απάντησε γελώντας με το μοναδικό χιούμορ που διέθετε:

«Δεν έτρεχα, πετούσα! ήταν η πρώτη και η τελευταία μου φορά που έτρεξα τόσο πολύ στην ζωή μου. Και να φανταστείς ήμουν με το καινούργιο μου κοστούμι και τα σκαρπίνια που φόρεσα πρώτη φορά. Το θεώρησα μεγάλη προσβολή να μας κλέψει την Ελένη και μάλιστα μπρος στα μάτια μου. Έτσι ήταν τα χρόνια εκείνα!».

Η Ελένη Κωνσταντίνου συνεχίζει την διήγησης της:
«Ο αδελφός μου ο Γιάννης άνοιξε την πόρτα και με τραβούσε από το χέρι να βγω έξω και από το άλλο χέρι ο Χρήστος να μείνω. Στο τέλος ο Χρήστος υποχώρησε διότι δεν ήθελε να γίνει φασαρία.

Όταν βγήκα από το ταξί, αντίκρισα από την άλλη μεριά του ρέματος κόσμο πολύ. Απόρησα πότε πρόλαβε και κατέβηκε όλος αυτός ο κόσμος από την «βόλτα» στο ποτάμι! Τότε ήταν που είδα και τον βουλευτή, τον Αβραμίδη να έρχεται από το δρόμο του νερόμυλου προς εμάς και να ρωτάει τον κόσμο τι συμβαίνει. Αργότερα έμαθα πως υποσχέθηκε στους χωριανούς που ήταν εκεί, ότι θα φτιάξει γέφυρα.
Ο αδελφός μου ο Γιάννης με πήρε από το χέρι, περάσαμε το ποτάμι από τα σίδερα και πήγαμε στο σπίτι. Κλείστηκα στο δωμάτιο μου και για μια εβδομάδα δεν έβγαινα ούτε έτρωγα. Την ίδια εβδομάδα ο παπα Νικόλας, μου έφερε και ένα προξενιό από τα Γιαννιτσά. Αλλά εγώ ερωτευμένη με τον Τσιώρα δεν είχα μάτια για κανέναν άλλον και δεν δέχτηκα. Για να τους τρομάξω τους απειλούσα ότι θα αυτοκτονήσω! Λίγες μέρες μετά ήρθε στο σπίτι ο Χρήστος με το κουμπάρο μας τον Χρήστο Ταρατόρη να με ζητήσει επίσημα από τους γονείς μου, οι οποίοι δεν μπορούσαν να κάνουν και αλλιώς και με αρραβώνιασαν. Ο γάμος μας έγινε το επόμενο χρόνο τον Ιούνιο του 1966 και αποκτήσαμε δυο αγόρια. Όσο για την «βόλτα» που με ρωτάς, πότε μεταφέρθηκε στο δρόμο προς την γέφυρα, ήταν το καλοκαίρι του 1966. Θυμάμαι καλά ως αρραβωνιασμένοι με τον Χρήστο το καλοκαίρι εκείνο, κάναμε βόλτα στο δρόμο της γέφυρας που είναι σήμερα. Δεν ξανακάναμε άλλο βόλτα στο δρόμο από το οποίο κλέφτηκα ».

Δεύτερο γεγονός
Ο Χρήστος Μίσκος από την Γρίβα στέλεχος της Ενώσεως Κέντρου στην περιοχή μας συνόδευε την ημέρα εκείνη τον βουλευτή Κιλκίς, Χρήστο Αβραμίδη στο Πολύπετρο βρισκόμενος σε μια περιοδεία στα χωριά της Γουμένισσας.
Χρήστος Μίσκος:
«Όταν φτάσαμε στο Πλατανόρεμα. Είδαμε προς στιγμή από την άλλη πλευρά του ρέματος συγκεντρωμένο όλο το χωριό. Στην αρχή ο βουλευτής νόμιζε ότι ο πρόεδρος που είχε ειδοποιηθεί, οργάνωσε την υποδοχή αυτή. Όταν κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο και είδαμε το ταξί, πληροφορηθήκαμε για το γεγονός με το ζευγάρι.
Επειδή το ποτάμι είχε αρκετό νερό και δεν θέλαμε να το ρισκάρουμε, ο Αβραμίδης λέει, «μια που ο κόσμος είναι εδώ ας περάσουμε το ποτάμι με τα πόδια και να τους συναντήσουμε». Το ρέμα το περάσαμε από κάτι σιδηρόβεργες που είχαν εκεί για να περνούν οι κάτοικοι. Ο Αβραμίδης αν και τον υποβαστάζαμε έχασε την ισορροπία του και με το ένα του πόδι έπεσε στο νερό.
Όταν ανεβήκαμε στο δρόμο ο κόσμος τον πλησίασε και ο βουλευτής είτε επειδή εκνευρίστηκε που βράχηκε, είτε για να εκμεταλλευτή την ευκαιρία που του δόθηκε με το συγκεντρωμένο πλήθος ή και για τα δύο μαζί ίσως, δεν ξέρω να σου πω πως σκέφτηκε, ανέβηκε σε μια πέτρα και ξεκίνησε το λόγο του τάζοντας να τους κάνει την γέφυρα το συντομότερο. Παρόν ήταν και ο πρόεδρος Νίκος Μπεκτασιάδης ο οποίος τον ενημέρωσε για τις ενέργειες της κοινότητας και την αδιαφορία των υπηρεσιών.
Θυμάμαι τα λόγια του βουλευτή μετά από τόσα χρόνια, έλεγε: «είναι αδιανόητο αυτό το ωραίο χωριό με τους τόσο ωραίους ανθρώπους σήμερον ημέρα να είναι αποκλεισμένο από τον υπόλοιπο κόσμο, να ταλαιπωρείστε να πάτε στις δουλειές σας, και άλλα πολλά….». Ο κόσμος γυναίκες, άνδρες και παιδιά τον χειροκροτούσαν ασταμάτητα».

Ο βουλευτής προς τιμήν του, μη λειτουργώντας ως άλλος «Μαυρογυαλούρος» κράτησε την υπόσχεση του και την επομένη έστειλε το αίτημά του στην αρμόδια υπηρεσία. Τον επόμενο χρόνο, το Φθινόπωρο του 1966, μία μεταλλική κρεμαστή γέφυρα τύπου «Μπέλεϋ» μονής διέλευσης κατασκευασμένη από το Σώμα Μηχανικού του Στρατού «Μ.Ο.Μ.Α.» της Μεραρχίας Έδεσσας, δέσποζε στο «Πλατανόρεμα» συνδέοντας τις όχθες του, διευκολύνοντας τους κατοίκους και τους περαστικούς της περιοχής.

Η κατάρρευση της γέφυρας
Στις 16 Μαΐου του 1975, κατά την διέλευση βαρέος τύπου οχήματος (νταλίκας), που ήταν υπερφορτωμένη με λιπάσματα βάρους 30 τόνων και δεν έλαβε υπόψη την προειδοποιητική πινακίδα του μέγιστου βάρους αντοχής της γέφυρας, ήτοι τους εννέα τόνους, η γέφυρα κατέρρευσε. Ο εκκωφαντικός θόρυβος που προκλήθηκε από την πτώση της, ξεσήκωσε τους χωριανούς από τα σπίτια τους. Λίγους μήνες αργότερα, το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους υπό προεδρίας Κωνσταντίνου Καδίγκου, μια μονάδα της τεχνικής υπηρεσίας του στρατού, κατασκεύασε εκ νέου την γέφυρα, ενισχυμένη αυτή την φορά για μεγαλύτερα φορτία.

Η σύγχρονη γέφυρα
Επί προεδρίας Στυλιανού Μπεκτασιάδη (1991-94), λόγω παλαιότητας και στενότητας της στρατιωτικής γέφυρας, (μια γραμμή διέλευσης) και λόγω της αυξανόμενης κυκλοφορίας οχημάτων, κρίθηκε αναγκαία η κατασκευή μιας νέας σταθερής γέφυρας με δύο σειρές διέλευσης. Το καλοκαίρι του 1996, επί προεδρίας Σταφύλη Κωνσταντίνου, και χάρη στο προσωπικό ενδιαφέρον που επέδειξε να ξεμπλοκάρουν τα γραφειοκρατικά προβλήματα που καθυστερούσαν το έργο κατασκευής της, η νομαρχία Κιλκίς παρέδωσε στην κυκλοφορία μια σύγχρονη σταθερή τσιμεντένια γέφυρα δύο διελεύσεων. Πρόκειται για την γέφυρα που έως σήμερα χρησιμοποιούμε.

Η θέση της γέφυρας ήταν και είναι, ακόμη και σήμερα, ένας χώρος ζωτικής σημασίας για το τόπο μας, αφού αποτελούσε και αποτελεί ένα χώρο πολλαπλών συναντήσεων για τους κατοίκους του χωριού μας. Πρόκειται για ένα από τα πιο ρομαντικά σημεία, όπου συναντώνται οι νέοι και γίνεται και σήμερα η «βόλτα» του χωριού.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1) Κοινότητα Πολυπέτρου:
Με διάταγμα του 1935 εγκρίνετε ως αυτόνομη κοινότητα το Πολύπετρο. Η κοινότητα λειτούργησε τον Μάιο του 1938. Έως τότε υπαγόμασταν ως οικισμός στην κοινότητα του Αγίου Πέτρου.

2) « Βικιπαίδεια » (Μ.Ο.Μ.Α) Μικτές Ομάδες Μηχανημάτων Ανασυγκρότησης» από το 1957-1992. Ανήκε στην Στρατιωτική Υπηρεσία Κατασκευής Έργων Ανασυγκροτήσεως (Σ.Υ.Κ.Ε.Α) του Σώματος Μηχανικού.

Περισσότερα

Δυσαναπλήρωτο κενό….

Πριν πέντε χρόνια, στις 8 Δεκεμβρίου 2019, σύσσωμη η κοινωνία της Αξιούπολης μαζί με δεκάδες συναδέλφους σιδηροδρομικούς και φίλους από […]

ΤΟ ΚΙΛΚΙΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ 200 ΧΡΟΝΙΑ

Στον πρόλογο του βιβλίου μου «ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ 1913-1940» σημείωνα: «Εκατό χρόνια μετά την απελευθέρωση του Κιλκίς, η ιστορία της […]

Δείτε ακόμα