Πολιτική

Ιστορίες από την Κολομβία των Βαλκανίων

Γράφει ο Δρ. Ιωάννης Δ. Πάσσος*

Είναι στιγμές που είσαι ήρεμος, προσγειωμένος στην πραγματικότητα, συμφιλιωμένος με το ανίκητο «σύστημα» (ίσως και γρανάζι αυτού), εξοικειωμένος με τα λάθη, τις παραλείψεις, την αδικία, το κακό, τις προσβολές, την ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ…Είναι όμως και κάποιες στιγμές που δεν ησυχάζεις, που δεν μπορείς να ηρεμήσεις, που πνίγεσαι, που δεν αντέχεις άλλο αυτό ή αυτά που εκτυλίσσονται γύρω σου και λες δε γίνεται, κάτι κάνω λάθος, κάτι λάθος αντιλαμβάνομαι, ζω σε παράλληλη πραγματικότητα, σε προσομοίωση, δε γίνεται να συμβαίνουν πράγματα και κανείς να μην αντιδρά, από μόνος του ή συλλογικά, για να στηλιτευθούν τα άδικα, τα άσχημα και τα παραβατικά και να πρυτανεύσει το υγιές, το δίκαιο, το άξιο, το αξιόπιστο, το σωστό, το καλό…Κάθε φορά πείθεις τον εαυτό σου, ως κίνηση απελπισίας και ως μια τελευταία άμυνα, ότι δεν πάει πιο κάτω, ότι πιάσαμε πάτο, αλλά συμβαίνει πάντα κάτι νέο που σε διαψεύδει, πάντα έχει και πιο κάτω, πάντα εκπλήσσεσαι δυσάρεστα.

Τι γίνεται αυτή τη στιγμή στη χώρα; Τι επικρατεί ως γενική γραμμή και επηρεάζει μέχρι και τον τελευταίο κάτοικο ενός απομακρυσμένου ακριτικού χωριού; Αρχικά, είναι η κεντρική εξουσία και οι επιτάξεις της. Ας τα πάρουμε με τη σειρά, γιατί είναι και πολλά. Αποδεδειγμένα, υφίσταται παρακολούθηση με τη μορφή υποκλοπών συνομιλιών, γραπτών και προφορικών, των διαφόρων πολιτικών προσώπων, επιχειρηματιών κτλ. Ε και; Σιγά το πράγμα, μας είπαν εμμέσως πλην σαφώς. Ζούμε δηλαδή σε μία χώρα όπου το σκάνδαλο των υποκλοπών πέρασε ανέγγιχτο, χωρίς απτές και ουσιαστικές τιμωρίες. Για την ακρίβεια, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, υπάρχει ένα γενικευμένο καθεστώς ατιμωρησίας, ειδικότερα των ομάδων πληθυσμών που πρόσκεινται οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά στους διοικούντες και τους χορηγούς τους. Ο παραβάτης, και μάλιστα όχι ο μικρο-παραβάτης, αλλά ο δολοφόνος, ο παιδόφιλος, ο βιαστής, ο κλέφτης, ο έμπορος ναρκωτικών ξέρει πολύ καλά ότι σε αυτήν εδώ τη χώρα μπορεί άνετα να εφαρμόσει τις αρρωστημένες επιθυμίες του και να πραγματοποιήσει τις παράνομες δοσοληψίες του χωρίς να τον πάρει κανείς χαμπάρι, αλλά ακόμη και αν σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και γίνει αντιληπτός, ξέρει ότι μπορεί να γλιτώσει και να μείνει ατιμώρητος. Ζούμε σε μία χώρα που αφήνει ελεύθερους και καλύπτει πάση θυσία τους παιδόφιλους, ρίχνοντας το -μερικό- φταίξιμο στον εκάστοτε αποδιοπομπαίο τράγο- φίλα προσκείμενο κομματικό σφουγκοκωλάριο…Βολικό; Βολικό…

Ζούμε επίσης σε μία χώρα όπου οι δημόσιες δομές υγείας καταστρέφονται μη αναστρέψιμα και με συντονισμένο, υπολογισμένο τρόπο. Οικονομικές απολαβές των υγειονομικών από τις χαμηλότερες διεθνώς, παντελής έλλειψη κινήτρων για να δουλέψει κάποιος ως επαγγελματίας υγείας ειδικά σε πιο περιφερειακές δομές, εξαντλητικά ωράρια, μηδενική νομική κάλυψη απέναντι στους θερμόαιμους ασθενείς και συγγενείς τους, πλήρης εξευτελισμός του υγειονομικού με αποτέλεσμα τεράστιες ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό, υποστελέχωση, με συνεπακόλουθο την εκτόξευση των χρόνων αναμονής σε χειρουργεία, θεραπείες κτλ. Αλλά μην ανησυχείτε, η λύση βρέθηκε: οι ήδη εξαντλημένοι γιατροί του ΕΣΥ θα μπορούν να έχουν ιδιωτικό ιατρείο, αλλά και να χειρουργούν τα απογεύματα έναντι αμοιβής! Φοβερό; Κρίμα που δεν υπάρχει Νόμπελ εφευρετικότητας για να το αποδώσουμε στα λαμπρά μυαλά που σκέφτηκαν αυτή τη λύση. Ας αντιμετωπίσουμε όμως μια φορά κατάματα το πρόβλημα και ας αναγνωρίσουμε το εξής: είχαμε τη ΧΡΥΣΗ ευκαιρία μέσα από την βασανιστική πανδημία να φτιάξουμε επιτέλους ένα δυνατό, αξιόπιστο, στελεχωμένο σε ανθρώπινο δυναμικό και υλικοτεχνική υποδομή Εθνικό Σύστημα Υγείας, με περισσότερες κλίνες ΜΕΘ και εξειδικευμένο προσωπικό σε αυτές, με νοσοκομεία- κοσμήματα χάρη στους ανθρώπους που θα τα απάρτιζαν. Αλλά, όχι. Επιλέχθηκε συνειδητά και στοχευμένα η διοικητική τους εξάρτηση από τις πολιτικές δυνάμεις (κοινώς, φύτεψαν δικούς τους ανθρώπους στις διοικήσεις των δημοσίων νοσοκομείων), χωρίς όμως να καλύψουν τα ουσιώδη κενά σε ανθρώπους και πόρους. Το ΕΣΥ βουλιάζει, χρόνια έρμαιο των κομματικών συμφερόντων, με τη χαριστική βολή να δίνεται με τις πρόσφατες υπουργικές αποφάσεις. Μέσα, δε, σε αυτό, αναδύονται και αναδεικνύονται διάφοροι παρατρεχάμενοι, που κουνάνε και το δάκτυλο σε αυτούς τους λίγους που έμειναν να βάλουν πλάτη και να προσφέρουν, ο καθένας από το πόστο και το μετερίζι του.

Ζούμε σε μια χώρα η οποία επανειλημμένα πλήττεται από φυσικές καταστροφές, εμπρησμούς, πολύνεκρα δυστυχήματα, διαρκώς αυξανόμενη παραβατικότητα και εγκληματικότητα (ας είναι καλά ο γνωστός και μη εξαιρετέος πρώην Υπουργός – καθηγητής Πανεπιστημίου που με νόμο του και με πρόσχημα την «αποσυμφόρηση» των σωφρονιστικών ιδρυμάτων, συνετέλεσε στη ραγδαία αύξηση των ποινικών αδικημάτων), ανθρωποκτονίες, αλλά όλα αυτά ποσώς ευαισθητοποιούν τους εκλεγμένους διοικούντες, οι οποίοι, καρεκλοκένταυροι και μηχανορράφοι, καλύπτουν την ανεπάρκεια, την αδράνεια και την επικίνδυνη ασχετοσύνη τους με ένα πέπλο συγκάλυψης και -όπως είπαμε και πιο πάνω- ατιμωρησίας. Μαζικές απώλειες ανθρώπινων ζωών αποδεικνύουν πόσο πρόχειρα και αυθαίρετα λειτουργούν (;) τα πάντα, από σιδηροδρομικές συγκοινωνίες έως την προστασία της φύσης. Κάθε φορά τα ίδια λάθη, η ίδια προχειρότητα, τα ίδια κροκοδείλια δάκρυα πίσω από τα οποία όμως βρίσκεται μία βαθιά ριζωμένη πελατειακή σχέση επίσημου κράτους και βολεμένων, μια εγκληματική αναξιοκρατία που έμπαινε, μπαίνει και θα συνεχίσει να μπαίνει εμπόδιο στην οργάνωση, την ασφάλεια και τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Φαίνεται πως τα παθήματα δεν γίνονται μαθήματα στη χώρα αυτή, οι αμέλειες είναι εγκληματικές, δεν αξιολογείται τίποτα και, το κυριότερο, δεν αποδίδονται ευθύνες.

Ας είμαστε ρεαλιστές, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας: ο πυρήνας των σχέσεων κράτους και πολιτών είναι πελατειακός, βασίζεται δηλαδή στο προσωπικό όφελος και την ωφελιμιστική ανταποδοτικότητα και όχι στο ευρύτερο καλό του συνόλου («ψήφισέ με και θα κανονίσω να μπει ο γιος σου στην χ/ψ υπηρεσία»). Επίσης, δεν βασίζεται στην αξιοκρατία και το βιογραφικό, αλλά στις γνωριμίες και στο «να είναι δικός μας». Έτσι όμως δεν προχωράει τίποτα, οι βολεμένοι παραμένουν βολεμένοι, ο καθένας σκέφτεται την πάρτη του αδιαφορώντας για το κοινό καλό, δεν προχωρούν τα έργα, με συνέπεια τα όσα τραγικά και ανεπίτρεπτα αναφέρθηκαν παραπάνω. ΔΕ γίνεται να μην έχεις σαν χώρα οργανωμένο σχέδιο κατά των εμπρησμών, δε γίνεται να μην έχεις προηγμένα συστήματα ασφάλειας σιδηροδρόμων και να στηρίζεσαι σε απαρχαιωμένες χειροκίνητες αλλαγές κατευθύνσεων, δε γίνεται να μη λειτουργούν φωτεινοί σηματοδότες σε δρόμους και σιδηροδρόμους, δε γίνεται να είναι τα σύνορά σου ξέφραγο αμπέλι και να μπορεί όποιος θέλει, όποτε θέλει, να εισέρχεται και να διασχίζει μια ολόκληρη χώρα προκειμένου να προκαλέσει επεισόδια, αναταραχές (με τραγική συχνά κατάληξη). Δε γίνεται να ζεις από καθαρή τύχη.

Όμως, εκτός από την ευθύνη των πολιτικών, ευθύνη έχουν και οι πολίτες που τους ψηφίζουν. Καθημερινά ακούμε για δολοφονίες μέσα σε οικογένειες, για περιστατικά ακραίας βίας στα σχολεία, ωστόσο φαίνεται ότι κανείς δεν ευαισθητοποιείται. Ο Έλληνας προτιμά να αποχαυνωθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να δεχτεί «αμάσητες» και αφιλτράριστες τις πληροφορίες που λαμβάνει, αρνείται πεισματικά να βάλει το μυαλό του να σκεφτεί και να αμφισβητήσει/ απορρίψει/ διερευνήσει αυτό που του σερβίρουν. Είναι πιο εύκολο να φανατιστεί για την ομάδα του, να αναγάγει τα πιο ήσσονος σημασίας γεγονότα σε εξόχως σημαντικά, να θολώσει η κρίση του επειδή θεωρεί ότι τον αδίκησαν επειδή του ακύρωσαν ένα γκολ της ομάδας που υποστηρίζει. Όταν όμως πρέπει να αφήσει τα κινητά και την τηλεόραση και την ομάδα και να πιάσει το γιό του και να τον μάθει να σέβεται και να τιμά τα κορίτσια και τις γυναίκες, εκεί του φταίνε οι εκπαιδευτικοί και οι δάσκαλοι. Όταν πρέπει να πάρει την κόρη του αγκαλιά και να της μιλήσει ή να την αφήσει να μιλήσει για αυτά που την απασχολούν ή τη στεναχωρούν ή την μπερδεύουν, όταν πρέπει να πλησιάσει με αγάπη και πατρική στοργή τα παιδιά του και να τους νουθετήσει/ δώσει λύσεις/ βοηθήσει, εκεί δεν μπορεί, είναι απασχολημένος. Πώς θα μεταλαμπαδεύσει την αξία του σεβασμού στο συνάνθρωπο, όταν δε σέβεται τον ίδιο του τον εαυτό, αλλά και όταν ο ίδιος πατάει επί πτωμάτων για να πετύχει το σκοπό του;

Όλοι μας, φωτεινοί παντογνώστες, περιμένουμε από τους άλλους να κινητοποιηθούν, να διεκδικήσουν, να γίνουν «ενοχλητικοί» απαιτώντας κάτι καλύτερο, κάτι υγιέστερο και ασφαλέστερο. Όλοι μας, μπροστά στο κακό που «το βλέπαμε να έρχεται», κρυβόμαστε και πέφτουμε από τα σύννεφα. Όλοι μας, όταν έρχεται η ώρα να αναδείξουμε τις ατέλειες και να αναφέρουμε τα προβλήματα, προτιμάμε να φορέσουμε το ψεύτικο (και ωραιοποιημένο από τα φίλτρα στα κοινωνικά δίκτυα) χαμόγελο μας και να προσποιηθούμε ότι είναι όλα καλά. Μα, αν είναι όλα καλά, γιατί η δημόσια υγεία καταρρέει, γιατί η εγκληματικότητα έχει βαρέσει κόκκινο, γιατί πεθαίνουμε μαζικά από πυρκαγιές και σιδηροδρομικά δυστυχήματα, γιατί διοικούν οι ανίκανοι, γιατί καταπνίγεται κάθε υγιής προσπάθεια αλλαγής καταστάσεων προς το καλύτερο, γιατί δολοφονούνται νέα παιδιά από τυφλή οπαδική βία, γιατί δολοφονούνται αστυνομικοί από εγκληματικές οργανώσεις, γιατί η Greek Mafia ζει και βασιλεύει;

Να σας πω εγώ γιατί. Γιατί η χώρα κυβερνάται από νταβατζήδες, από εμπόρους ναρκωτικών, από γελοίους δημοσιογραφίσκους – εμπόρους ανθρώπινου πόνου, από τραγουδίστριες και από μπασκετμπολίστες – αυτοαναγορευμένους σωτήρες του Έθνους. Γιατί της αξίζει δικαιωματικά ο τίτλος Κολομβία των Βαλκανίων. Πάμε τώρα να δούμε Survivor, έχω πολύ άγχος για τη βραδινή δοκιμασία.

*Γενικός Χειρουργός – Διδάκτωρ Ιατρικής ΑΠΘ – Στρατιωτικός Ιατρός

Περισσότερα
Δείτε ακόμα