Πολιτισμός

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Χ. ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ (2025), εκδόσεις Δίσιγμα

Γράφει η Ιφιγένεια Βαμβακίδου*

Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό ημερολόγιο ζωής, μια οικογενειακή και πολιτική ιστορία, ένα δημόσιο πολιτικό λόγο με πολλά βιώματα, πολύ συναίσθημα και συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία, υπερηφάνεια και κριτική σκέψη του Δημήτρη Σιδηρόπουλου με ποντιακή καταγωγή από το ακριτικό χωριό Μεταμόρφωση Ν. Κιλκίς και με διαδρομές προσφυγιάς, με έμμεσες πολιτικές μνήμες από τη Μικρασιατική Καταστροφή και άμεσες από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Εμφύλιο, τη Δικτατορία.

Σε 178 σελίδες, με επιμέλεια της Χριστίνας Σιδηροπούλου, ΕΔΙΠ στο ΑΠΘ, με πρόλογο της Ιφιγένεας Βαμβακίδου, καθηγήτριας στο ΑΠΘ και εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα δομείται η αυτοβιογραφική αφήγηση με έγχρωμη και ασπρόμαυρη εικονογράφηση, με φωτογραφίες ως μαρτυρίες ίχνη των γεγονότων και των εποχών. Τα παιδικά χρόνια περιγράφονται ως εμφύλιος πόλεμος, ως γεωγραφία της Ελλάδας, της πατρίδας, αλλά και της Τσεχοσλοβακίας ως δεύτερης προσφυγιάς των γονιών του και δικής του ορφάνιας.

Αναφέρει χαρακτηριστικά στη σελίδα 8 «Καταγωγή των γονιών μου ήταν το χωριό Κιλαπέρτ του νομού Καρς στα ορεινά του Πόντου, όπως και όλοι οι κάτοικοι της Μεταμόρφωσης». Τα νεανικά χρόνια στη Μεταμόρφωση, η στρατιωτική θητεία στο Στρατηγείο της VI Μεραρχίας Κιλκίς, η μετεμφυλιακή Ελλάδα, η επιστροφή σε μια κανονικότητα, οι διώξεις και οι προδοσίες, οι σκληρές οικονομικές συνθήκες, η ενηλικίωση ως οικογενειακή επανένωση στην Τσεχοσλοβακία και οι νέες περιπέτειες στην Ελλάδα στην ταραγμένη δεκαετία ’60 δομούν το ιστορικό και πολιτικό υλικό της οικογένειας Δημήτρη Σιδηρόπουλου με έμφαση στην πολιτική θέση και την κριτική ανάλυση των δρώμενων της ζωής του που είναι και δρώμενα της εθνικής ιστορίας.

Στην αυτοβιογραφία του ο Δημήτρης Σιδηρόπουλος αναγνώστης δεινός και σοβαρός αρθρογράφος σε τοπική εφημερίδα του Κιλκίς, ενεργός αγωνιστής αυτοπαρουσιάζεται ως οικογενειακή ιστορία και ως ιστορία τόπου, ως μνήμη, ιστορική, κοινοτική σε αυστηρά πολιτικό συγκείμενο. Στη σελίδα 78 διαβάζουμε: «Στο δημοψήφισμα της δικτατορίας του 1968, πήγαμε με τη γυναίκα μου με τη μοτοσυκλέτα στο χωριό μου Μεταμόρφωση αποφασισμένοι να ψηφίσουμε αυτό που υπαγόρευε η πολιτική μας συνείδηση, η πολιτική μας παιδεία και η οικογενειακή μας ιστορία». Ο Δημήτρης Σιδηρόπουλος μάς προσφέρει ένα μάθημα γενικής και τοπικής πολιτικής ιστορίας για την Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο Πόλεμο, καθώς επιστημολογικά καλύπτει τις ιστορικές αναγκαιότητες για μιαν ιστορική αφήγηση: τόπος, δράση, χρόνος, ιστορικά πρόσωπα, αγωνιστές, εχθροί. Η διαρκής και τίμια αναφορά του συγγραφέα στις προφορικές μαρτυρίες, στις μνήμες και στα συγκεκριμένα γεγονότα με ονοματεπώνυμα, στις δομές καταστολής και στις διώξεις τεκμηριώνουν την αγωνία του για αντικειμενικότητα. Συγκροτούν μια βιωματική/οικογενειακή αφήγηση με την «κόκκινη κλωστή» να πλέκει ρόλους και χαρακτήρες, συγκρούσεις και τραύματα: τη μητέρα, τον παππού και τη γιαγιά, τα ξαδέλφια, τους στρατιώτες, τους τοπικούς άρχοντες, τους προδότες, τους κοινοτάρχες και τους χωροφύλακες, τους παθητικούς και υποτακτικούς συμπολίτες, τη συμπαραστάτρια και συναγωνίστρια σύζυγο, τις θυγατέρες, τη συγγένεια, το κόμμα.

Μεθοδολογικά το κείμενο ακολουθεί τη γενεαλογία, τη γεγονοτική χρονολόγηση, τη χαρτογράφηση, τη γεωγραφία και την πολιτική που ορίζουν τον ιστορικό γραμματισμό και την δυναμική αρθρογραφία του στην εφημερίδα «Μαχητής του Κιλκίς».

Το φωτογραφικό, οπτικό υλικό χρησιμοποιείται από την επιμελήτρια-θυγατέρα Χριστίνα Σιδηροπούλου με ακρίβεια, λιτότητα και αυστηρότητα, διακειμενικά ως δευτερογενής παράλληλη τεκμηρίωση γι’ αυτά που έγιναν και μνημονεύονται. Η παραδοσιακή χρονολογική αφήγηση γεγονότων και προσώπων/οικογενειών συναντά τη μοντέρνα/πολιτισμική και υλιστική αφήγηση, δηλαδή την ιστορία των αντικειμένων, την προσωπική παιδική ηλικία, του στρατευμένου ιδεολόγου, του νέου μουσικού της παρέας, του εργαζομένου, του οικογενειάρχη, του εμπόρου. Ο συγγραφέας μέσω της μνήμης και της διαρκούς διασταύρωσης των πηγών μάς παροτρύνει προς ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ/ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ/ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.

Η ωριμότητα για τον συγγραφέα ορίζεται χρονολογικά και θεματικά ως η μετάβαση από τη δικτατορία στη μεταπολίτευση: πρόκειται για τη δική του οικογένεια πλέον και τα παραγωγικά χρόνια σε δύσκολο καθεστώς χωροφυλακής και αντικομμουνιστικής εθνικής πολιτικής. Στη σελίδα 72 διαβάζουμε: «Σε μιαν επίσκεψη, θυμάμαι, στον θείο μου Κυριάκο Μιχαηλίδη, αδελφό του παππού μου και δάσκαλο, που γνώριζε την τραγική οικονομική μου κατάσταση, μου υπέδειξε να πάω προσωπικά στον ίδιο τον διοικητή της Ασφάλειας, μάνα τον γέννησε κι εκείνον είχε πει και να διαμαρτυρηθώ, γιατί δεν με αφήνουν να στεριώσω σε μια δουλειά και να μεγαλώσω το παιδί μου. Τον άκουσα και πήγα. Ο διοικητής της Ασφάλειας με δέχτηκε στο γραφείο του και όταν του εξήγησα τα οικονομικά μου αδιέξοδα εξαιτίας τους μου υπέδειξε να πουλάω λαχεία στους δρόμους, βοηθώντας έτσι και την εθνική μας οικονομία, ή να παίζω ακορντεόν, όπως σύμφωνα με τις πληροφορίες τους είπε ότι ήξεραν πως παίζω καλά, σε μια άκρη της πλατείας Αριστοτέλους. Και για τις δύο αυτές δουλειές μου ανέφερε ότι δεν χρειαζόταν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων».

Μεγάλη η χαρά και η τιμή που γνώρισα, άκουσα και συνομίλησα με τον Δημήτρη Σιδηρόπουλο, τον άνθρωπο και το έργο του, ένα σιδερένιο πρότυπο/παράδειγμα όλων εκείνων που κάποτε στεγάστηκαν κάτω από το όραμα του «σοβιετικού ανθρώπου», που εργάστηκαν σκληρά για την υπόθεση του σοσιαλισμού, που δεν βρέθηκαν στο περιθώριο της ζωής και της Ιστορίας. Μέσα από συγκεκριμένες μαρτυρίες και επεισόδια της διευρυμένης οικογενειακής και τοπικής ιστορίας με οξυδερκείς διαπιστώσεις, αλλά και συχνά αφοπλιστικά επιχειρήματα, εξυφαίνεται η ανθρώπινη μοίρα και η κατακερματισμένη συλλογική και ιστορική μνήμη, ο πολιτισμός και ο ψυχισμός μέρους του ελληνικού λαού, ένα «ομαδικό πορτρέτο» των χαμένων προσδοκιών, αλλά κι ένα επώδυνο «χρονικό των συναισθημάτων».

*Καθηγήτρια Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας,Παιδαγωγικής Σχολής ΑΠΘ

Περισσότερα
Δείτε ακόμα