Μητροπολίτης κκ. Δημήτριος: Για τον ρηξικέλευθο σκαπανέα της ιεραποστολής
(στον Πρωθιεράρχη που ευαγγελίστηκε της Αναστάσεως την πίστη
ναοδομώντας αναρίθμητες συνειδήσεις
αναστηλώνοντας την κατερειπωμένη ορθοδοξία της Αλβανίας)
Αν κάποτε συνέλθει η πανορθόδοξη νηφαλιότητα, μάλλον θα (πρέπει να) αποδώσει τα πιο υψηλά εύσημα αναγνώρισης αναγωγικά σε τρεις Εκκλησίες, στην Εκκλησία της Ελλάδος, στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και τελικά στο Οικουμενικό μας Πατριαρχείο.
Για ποιο λόγο;
Γιατί μας παρέδειξαν ένα σύγχρονό μας ιερότατο δώρο Θεού.
Τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, την ευλογημένη πολλαπλή διαπείρα μιάς τέλειας ανθρώπινης μαρτυρίας για τον ευαγγελισμό είτε τον επανευαγγελισμό της κρίσιμης εποχής μας
Τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο της Αθήνας (όπου ανδρώθηκε), της Αφρικής (όπου επιστρατεύτηκε) και τελικά της Αλβανίας (όπου αναδείχθηκε και μεγαλούργησε υπέρ της Εκκλησίας).
***
Ένας ευφυέστατος άριστος άνδρας, με αμέτρητες επιστημονικές συναρτήσεις, αρτιωμένος στην εκκλησιαστική εμβίωση του Ευαγγελίου της σωτηρίας, με τόσες όμως δελεαστικές δυνατότητες τοπικής και διεθνούς Ακαδημιακής καταξίωσης.
Αποδέχθηκε να “περιστείλει” εαυτόν, ανοιγμένος στην νεότερη (ιερ)αποστολή, σ᾽ αυτό που ο ίδιος οραματιζόταν ως ευθύνη 20 αιώνων απουσίας της Παυλείου Εκκλησίας από την διψώσα αφρικανική γη τόσων καταπιεσμένων και ευτελισμένων συνειδήσεων, κι ας είχαν κι εκείνοι το ίδιο αυτό θεοκέλευστο δικαίωμα μετοχής σε αναμονή δική τους και χρέωση δική μας, ενιστορικό και εσχατολογικό.
Αποδέχθηκε να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί πάνω στην σταδιακή κλήση του Θεού διά της Εκκλησίας, στην θεοκλησία της ολοκαρδίας, για κείνο που ο ίδιος εξομολογήθηκε περιγράφοντας μιάν προγενέστερη αναμέτρηση με το θάνατο από ελονοσία διακονώντας (ιερ)αποστολικά στην Ι.Μ.Ειρηνουπόλεως. Ετοιμοθάνατος μεν τότε (πάντως όχι τελικά προσθανάτιος για την απερινόητη πρόνοια του Θεού) προσευχόταν: “Χριστέ μου, μπορεί να έχω αμέτρητες ελλείψεις, αλλά τουλάχιστον αγωνίστηκα να σε αγαπήσω όσο μπορούσα περισσότερο”!
Και ξανοίχθηκε σε τόσα ετερόκλητα πεδία δράσης: στην κάποτε ομογενοποιημένη θρησκειακά και ακατήχητη Ελλάδα, στην παγανιστική είτε πολυθρησκειακή αφώτιστη κεντρική Αφρική, στην σταδιακά και αμείλικτα τέλος ισοπεδωμένη θρησκευτικά Αλβανία.
Θα έπρεπε να επιλέξει τρόπους και τρόπους ανταπόκρισης, πάντοτε αληθεύων εν Κυρίω, ειλικρινής σε ποικίλα περιβάλλοντα, υπήκοος στην αποκαλυπτική μαρτυρία της φιλανθρωπίας του ζώντος Θεού.
Συναπαντώντας ανθρώπους και ανθρώπους κάθε ηλικίας, μόρφωσης και αγωγής, εθνικότητας και επιμερισμών, πολιτιστικού επιπέδου και χροιάς, θρησκειακής προέλευσης είτε ποσόστωσης ήθους και χρείας. Αναμετρώμενος με δυσκολίες μεταβλητών συνθηκών και προπαντός μεταβλητών συνειδήσεων. Συνομιλώντας με αναρριπισμούς απόψεων και γνωμών.
Διαλεγόμενος υπομονετικά με όλους και με όλα, με εκείνην την θεοφορούμενη καθαρότητα και σταθερότητα, που μπορούσε συνεχώς να πείσει τους ανθρώπους ήρεμα “τα περί της βασιλείας του Θεού”. Πάντοτε με την ενσυναίσθηση και τον σεβασμό της μοναδικότητος κάθε ανθρώπου και προπαντός της εφετής (ανα)κλήσεώς του στην εκκλησιαστική οικειότητα και κοινωνία του Χριστού.
Σίγουρα, δεν προχωρούσε μόνος του.
Το πίστευε άλλωστε και το ζούσε με την “διόραση” της αγαθής συνειδήσεως, της αγαθής προαιρέσεως, του (ιερ)αποστολικού “Πορευθέντες”.
Ωσάν τον Λουκά και τον Κλεόπα, είχε συμπορευόμενο τον Χριστό μας στους εκκλησιοποιητικούς βηματισμούς της καρποφόρας ζωής του.
Η τεράστια διεθνής αποδοχή και διαχριστιανική αναγνώρισή του είναι άλλη μια “ιεραποστολική νίκη” της Εκκλησίας του Χριστού. Όχι με την βία, αλλά με το εύγλωττο αποστολικό παράδειγμα της αυτοθυσίας του ηγέτη-υπηρέτη, που διατηρούσε χάριτι Θεού αλύγιστη την αισιοδοξία της εκκλησιοποιού διακονίας και δημιουργικής επιτυχίας, ακόμη και στις πιο απελπιστικές συντυχίες.
Και δεν ξαστόχησε. Άντεξε, εκπειραζόμενος “διά τον λόγον του Θεού και διά την μαρτυρίαν Ιησού Χριστού”. Όπου κι αν δοκιμάστηκε. Όπου κι αν επιστρατεύθηκε.
Είναι αξιοσημείωτο πάλι τούτο κι αξιοτίμητο, στεφάνι παρ᾽ ημών των περιλειπομένων, ότι αυτός ο αποφασιστικός και τελικά ηγετικός άνθρωπος δεν αποτολμούσε “άλματα στο κενό”, αλλά ουσιωδώς “άλματα υπακοής” στην Εκκλησία και για την Εκκλησία του Χριστού! Για την ενανθρώπινη υπακοή στην ευδοκία του θελήματος του Θεού, “ίνα τα τέκνα του Θεού τα διεσπαρμένα συναγάγη εις εν”, ανθρωπίνως με το να κηρυχθεί “το ευαγγέλιον της σωτηρίας εις πάντα τα έθνη”.
Υπήρξε ένας από τους πρωταθλητές στα άλματα της σύγχρονης εκκλησιαστικής ενιστορίας.
Όχι, όμως αυτοβούλως.
Είτε στην Αθήνα με την Αποστολική Διακονία και την ιεραποστολή. Είτε στην Αφρικανική ήπειρο με την δεκάχρονη προσφορά του. Είτε στα Τίρανα με την 30χρονη και πλέον ολοκληρωτική του προσανάλωση.
Υπήρξε βασικά ένας άριστος κληρωτός της Εκκλησίας στις πιο καίριες ευθύνες και μια ολόκληρη ζωή βάδιζε με υπήκοο τόλμη, συνεκκλησιάζοντας αμέτρητους άλλους κληρούχους της χάριτος του Θεού.
Υπήκουσε και πραγματικά δικαίωσε την τέλεια αυτή επιλογή του Οικουμενικού Πατριαρχείου πριν 33 χρόνια για την ανάταση και ανάσταση της ισοπεδωμένης Εκκλησίας στην Αλβανία.
Είχε την έμπνευση παρά Θεού να μην υποχωρεί, αλλά να προχωρεί. Και μάλιστα ωσάν ένας σύγχρονος Προφήτης δι᾽ έργων και λόγων έβλεπε πιο μακριά από την δική του ενιστορική βιοτή. Από το διαχειρίσιμο ή μάλλον επιχειρήσιμο παρόν, σχεδίαζε τολμηρά την διαδοχή και την συνέχεια της τοπικής Εκκλησίας της Αλβανίας, με πολλές-πολλές στέρεες υποδομές ναοδόμησης και παντοειδούς φιλανθρωπίας, δυνατότητες οικονομικής ανεξαρτησίας (όπως το μεγάλο έργο της κατασκευής υδροηλεκτρικού εργοστασίου στο καταστατικό μάλιστα του οποίου ορίζεται ότι το 5% των εσόδων θα διατίθεται για την ενίσχυση οικονομικά ασθενέστερων Εκκλησιών!) και κοινωνικής προσφοράς, οργάνωση της θεολογικής κατάρτισης των στελεχών, ευρεία κατηχητική πρόσβαση στο λαό, ειρηνοποιό διαλεκτική με τα άλλα θρησκεύματα, καθολική πολιτική αναγνώριση εντός και εκτός Αλβανίας.
Κι αυτό συνιστά επίσης λαμπρό τεκμήριο θεάρεστης ακεραιότητος της πίστης, της πιστότητας, της ταπεινοφροσύνης, της σωφροσύνης, της χριστοφορούμενης ιεραρχικής αυτοσυνειδησίας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αναστασίου.
Ώσπου έφθασε και η βιολογική ωρίμανση ενός ολόκληρου θυσιαστικού εκκλησιαστικού βίου, ενός βίου που ξετυλίχθηκε “εν καινότητι ζωής” ενώπιον όλου του κόσμου. Και για όσους εισέδυσαν στην λειτουργημένη και θεολατρευτική του εγκαρδίωση και για όσους εντυπωσιάσθηκαν από την (ανεξήγητη γι᾽ αυτούς) ποιότητα της προσφοράς του. Πάντως όλοι συγκλίνουν στον θαυμασμό και την αναγνώριση.
Ο ιεραπόστολος Αρχιεπίσκοπος, που μια ζωή “ευαγγελιζόταν Χριστόν”, παρέδωσε την ψυχή του εκεί στον “Ευαγγελισμό” και εκτίθεται σε ολιγοήμερη προσκύνηση στο Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Διά ζωής και θανάτου και μεταβιώσεως, ευαγγελισμός και ευγγελισμός πάλιν ευαγγελισμός!
Για να μετακομισθεί στο Ναό της Αναστάσεως του Χριστού στα Τίρανα, άλλο σύμβολο κι αυτό της ψυχής του, μιάς ψυχής “πολυμερισμένης” στα μέλη της Εκκλησίας και στην κεφαλή-Χριστός, μιάς ψυχής που μοιράστηκε τον εαυτό της σταυρο-αναστάσιμα με τόσους ανθρώπους και περιστάσεις ευαγγελισμού της Αναστάσεως.
Άφθιτος πλέον και απόθετος εν Χριστώ, δεν διακινδυνεύεται ο διπλά καρποφορηθείς πολλαπασιασμός των ταλάντων αυτού του εμβληματικού εκκλησιαστικού ανδρός. Αυτού του Αρχιεπισκόπου που θα παραμείνει ασύγκριτος στην γενέτειρα πατρίδα και σε τόσες πρόσκτητες πατρίδες, στην Μητέρα Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία και ειδικά στην αναστημένη Εκκλησία της Αλβανίας. Με το διαπεραστικό εκείνο και γλυκύτατο βλέμμα του, ακτινοβόλο μέσα από την θέα της αληθινής πατρίδος, της ουρανοεπιγείου Εκκλησίας του σωτήρός μας Θεού.
Μόλις εορτάσαμε την μαρτυρική τελείωση του Αγίου της φερωνυμίας του, του οσιομάρτυρος Αναστασίου του Πέρσου (22/01), φθάσαμε και στον εορτασμό του Οικουμενικού Διδασκάλου και Πατρός μας αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου (25/01), οπότε, μετά κι από την έσχατη ταπείνωση της υπομονής του βίου, εκλήθη να περάσει κι από την εμπειρία του εν Χριστώ θανάτου προς την ατέλειωτη τελειότητα της θείας βασιλείας και χάριτος του ζώντος Θεού.
Δεν αποτελεί τυχαία σύμπτωση ότι η κηδεία του ορίστηκε για την ημέρα των Τριών Ιεραρχών, καθώς η εκκλησιαστική του διαδρομή, η ανώτατη κι ευρύτατη θεολογική του αρτίωση, η παγκόσμια ακτινοβολία του και αναγνώριση, η ακάματη εκκλησιαστική, θεολογική και ιεραποστολική του μαρτυρία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί μίμηση των Τριών Ιεραρχών.
Ακόμη και η “Αναστασία” του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου αναλογικά ταιριάζει με την αναστημένη Ορθοδοξία στην Αλβανία του Αναστασίου.
Επιτρέψτε μου, κυριαρχημένο από την συγκίνηση, να σταθώ σε μιάν εύγλωττη ανάμνηση συμπόρευσης μαζί του πριν από χρόνια, στις 28.09.2009, τότε που κοιμήθηκε ο μακαριστός Κιλκισίου Απόστολος.
Με όλη του την χαρακτηριστική αισθαντικότητα και ευαισθησία, θέλησε να προσέλθει κι ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος στην κηδεία, για να τιμήσει τον μακαριστό Μητροπολίτη Απόστολο και να εκφράσει έτσι συνευχόμενος την ευγνωμοσύνη του στον προπεμπόμενο Ιεράρχη για την δωρεάν φοίτηση παιδιών από την Αλβανία στο Εκκλησιαστικό Λύκειο Κιλκίς (έμπνευση και έργο του μακαριστού Αποστόλου, που από χρόνια πλέον καταργήθηκε!). Σ᾽ εκείνο το Λύκειο φοιτούσαν παιδιά από την Αφρική, από την Αλβανία, την Βουλγαρία, τα Σκόπια, την Μολδαβία κ.α., διδασκόμενα την ελληνική γλώσσα, ώστε να έχουν πρόσβαση στα Ελληνικά Πανεπιστήμια ή τουλάχιστον μια απαραίτητη γλωσσική (και πολιτιστική) ελληνομάθεια.
Συμμετείχε λοιπόν ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος και μάλιστα συμπορευθήκαμε, με προεξάρχοντα τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο με Συνοδικούς και άλλους Ιεράρχες, και μάλιστα στην ανηφορική οδό που οδηγεί στην Μονή του Αγίου Γεωργίου, συνοδεύοντες πεζή την εκφορά της σορού του μακαριστού Αποστόλου, όπου και ενταφιάστηκε. Είχα την εντολή εκπροσωπήσεως του Παναγιωτάτου και Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, εκτός από την ανατεθείσα τοποτηρητεία. Ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος μου εκμυστηρεύτηκε πολλά από τις δυσχέρειες, τις αγωνίες, τις προσπάθειες, τους σχεδιασμούς, με την γνωστή απλότητα και διδακτική προσήνεια που αιχμαλώτιζε κάθε συνομιλητή του, μέχρι τελευταία. Επίσης, πολύ απλά με επήνεσε για τον επικήδειο λόγο που εκφώνησα, εξαίροντας την μεγάλη αφιλοχρηματία και ελεημοσύνη του μακαριστού και την όλη αγαθή μαρτυρία του.
Εθαύμασα τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο για την απλότητα και ανοιχτοσύνη της καρδιάς του, την πίστη και έμπνευση, την επίμονη προσανάλωση και αποτελεσματική υπομονή του.
Η αυτοπρόσωπη εκείνη προσέλευση και η κοπιώδης συμπόρευση τιμής και ευγνωμοσύνης ήταν άλλη μια αβίαστη έκφραση του βίου του, της “πορείας” του.
Επί τόσες δεκαετίες τον εθαύμασαν (και θα τον αποθαυμάζουμε) θεσμικοί και απλοί άνθρωποι, εκκλησιαστικοί και πολιτικοί, η Ορθοδοξία μας, αλλά και η ετερόδοξη χριστιανοσύνη, και προπαντός όλη η αναστημένη Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας.
Υποκλίνομαι νοερά ενώπιόν του και μαζί με όλους συνοδεύω με λειτουργικά μνημόσυνα την αιωνική πορεία του, στην άληκτη κοινωνία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Ας έχουμε την ευχή του.
† Ο Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως και Πολυκάστρου Δημήτριος