Ομιλία Δ.Τσιαμαντά γιά τα Μαρτυρικά χωριά Κλειστό (Μούσγαλη) Αμπελόφυτο (Μουρσαλί) και Κυδωνιά (Κοτσαλάρ)
Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2022 Τα Κρούσια ή Δύσωρο ευρίσκονται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού Κιλκίς, στα όρια
Οι συμπατριώτες μας αντιδρούν και οργανώνουν τον αγώνα τους εναντίον του κατακτητή. Δημήτριος Τσιαμαντάς
Μνημείο Πεσόντων
με το νομό Σερρών, με υψηλότερη κορυφή περίπου 800 μέτρων στο μέσον του.
Τα Κρούσια αποτελούν ένα πλέγμα σειράς μικρών βουνών, ύψους 600 έως 860 μέτρων και αρχίζουν νότια της κοιλάδας των Ποροϊων, με κατεύθυνση τα όρια των νομών Κιλκίς και Σερρών μέχρι τον οικισμό Κάτω Θεοδωράκι, που συνεχίζεται με το Μαυροβούνι, τον Βερτίσκο και νοτιότερα με τα Κερδύλλια.
Το μήκος της κορυφογραμμής είναι περίπου 15 χιλιόμετρα και καλύπτεται στο μεγαλύτερο μέρος της από δάση. Είναι πλούσια σε χλωρίδα και πανίδα τα βουνά αυτά και ευρίσκονται πολύ κοντά στον υδροβιότοπο της Κερκίνης. Από τις πλαγιές των Κρουσίων πηγάζει και ο ποταμός Γαλλικός.
Τα τρία ορεινά χωριά του νομού Κιλκίς, το Κλειστό (Μούσγαλη) Αμπελόφυτο (Μουρσαλί) και Κυδωνιά (Κοτσαλάρ) ευρίσκονται στην ανατολική πλευρά της οροσειράς των Κρουσίων, σε υψόμετρο περίπου 700 μέτρων μεταξύ των χωριών Ελληνικό και Ποντοκερασιά και απέναντι από το Λαχανά.
Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατοικούνταν από μουσουλμάνους και υπάγονταν στον καζά του Αβρέτ Χισάρ.
Το 1914, στις απαρχές του Μεγάλου Πολέμου, ο τουρκικός πληθυσμός εγκαταλείπει τους οικισμούς και μεταναστεύει στην Τουρκία.
Τα χωριά, διοικητικά πλέον υπάγονται στην υποδιοίκηση Κιλκίς του νομού Θεσσαλονίκης.
Το 1922 με την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας στα χωριά αυτά εγκαθίστανται πρόσφυγες Ποντιακής καταγωγής.
Οι κάτοικοί τους μέχρι το 1878 κατοικούσαν στον Πόντο και συγκεκριμένα στην περιοχή της Αργυρούπολης.
Μετά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο και την ήττα της Ρωσίας φοβούμενοι αντίποινα των Τούρκων εγκαταλείπουν τις πατρογονικές τους εστίες, όπου έζησαν αιώνες οι πρόγονοί τους και εγκαθίστανται στην περιοχή του Καρς που είχε παραχωρηθεί στην Ρωσία.
Εδώ ζουν για σαράντα περίπου χρόνια.
Στα τέλη του 1920 αναγκάζονται να εγκαταλείψουν για δεύτερη φορά τα σπίτια τους και μέσα από ένα οδοιπορικό θανάτου φθάνουν στη Θεσσαλονίκη μέσω Βατούμ.
Ύστερα από ταλαιπωρίες και βάσανα επιλέγουν τελικά, το 1922, τα τρία αυτά χωριά ως τόπο εγκατάστασής τους.
Σταδιακά και μέσα από πολλές δυσκολίες οι πρόσφυγες βάζουν τη ζωή τους σε μια σειρά.
Ανοικοδομούν τα χωριά τους και αναπτύσσουν τις γεωργικές και δασικές καλλιέργειες, ασχολούνται με την κτηνοτροφία.
Ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τους βρίσκει σε μια δημιουργική φάση της ζωής τους. Τη στιγμή που άρχισαν να ξεπερνούν βασικά προβλήματα, όπως μαρτυρά και η εξέλιξη του πληθυσμού, ξεσπά ο πόλεμος.
Σύμφωνα με στοιχεία της απογραφής του 1940, στο Κλειστό ζουν 109 κάτοικοι, στην Κυδωνιά 83 και στο Αμπελόφυτο 55 κάτοικοι, σύνολο 247.
Το χρονικό της τραγωδίας
Το ολοκαύτωμα των χωριών Αμπελόφυτο, Κυδωνιά και Κλειστό είναι μεταξύ των πρώτων σε μια αλυσίδα μαρτυρικών τόπων από τους Γερμανούς το φθινόπωρο
του 1941.
Στις 6 Απριλίου 1941, ως γνωστόν, τα Γερμανικά στρατεύματα επιτίθενται εναντίον της Ελλάδας. Σε σύνοψη τα ιστορικά γεγονότα που σηματοδοτούν τη Γερμανική εισβολή είναι οι μάχες των οχυρών Μεταξά, η παράκαμψή τους μέσω Γιουγκοσλαβίας, η άφιξη των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη στις 10 Απριλίου, η συνθηκολόγηση του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας, η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941, η μάχη της Κρήτης το Μάιο του 1941.
Στα τέλη Ιουλίου 1941 ιδρύεται η πρώτη ένοπλη αντάρτικη ομάδα με την κωδική ονομασία
‘’Αθανάσιος Διάκος’’ η οποία δραστηριοποιείται στον ορεινό όγκο των Κρουσίων.
Τα τρία χωριά, το Αμπελόφυτο, η Κυδωνιά και το Κλειστό βρέθηκαν στο επίκεντρο των διεργασιών συγκρότησης και δραστηριοποίησης της ανωτέρω ομάδας.
Στα χωριά αυτά συγκροτήθηκε επιτροπή που ανέλαβε την τροφοδοσία των ανταρτών.
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1941 οι αντάρτες στήνουν ενέδρα, στο 62ο χιλιόμετρο της οδού Θεσσαλονίκης – Σερρών σε Γερμανικό φορτηγό, σκοτώνουν τους δύο Γερμανούς στρατιώτες που επέβαιναν σ’ αυτό, λαφυραγωγούν τον οπλισμό τους και βάζουν φωτιά στο όχημα.
Οι Γερμανοί κατακτητές αντιδρούν με πρωτοφανή αγριότητα.
Στόχος τους είναι να καταπνίξουν κάθε αντιστασιακή εκδήλωση διά πυρός και σιδήρου, να σκορπίσουν τον τρόμο και να επιβάλουν τη βαρβαρότητα ως πολιτικό δόγμα με άτεγκτη στρατιωτική ισχύ.
Στις 25 Οκτωβρίου 1941, ημέρα Σάββατο, ισχυρές μηχανοκίνητες δυνάμεις του 382ου Γερμανικού Συντάγματος Πεζικού περικυκλώνουν από μακριά, σε δύο ζώνες την περιοχή, εισβάλλοντας ταυτόχρονα και στα τρία χωριά, Αμπελόφυτο, Κυδωνιά και Κλειστό.
Αποστολή τους είναι μην αφήσουν τίποτε όρθιο και να σκοτώσουν τον ανδρικό πληθυσμό.
Χωρίς χρονοτριβή ερευνούν τα σπίτια και διαχωρίζουν τον ανδρικό πληθυσμό από τα γυναικόπαιδα, στα οποία δίνουν προθεσμία μίας ώρας για να εγκαταλείψουν την περιοχή και να κατευθυνθούν προς Λαχανά.
Χωρίς καθυστέρηση συγκεντρώνουν τον ανδρικό πληθυσμό από 16 έως 65 ετών και τον εκτελούν.
Στο Αμπελόφυτο και στην Κυδωνιά εκτελούν τους άνδρες στις πλατείες των χωριών. Την ίδια μοίρα έχουν δέκα κάτοικοι από το Ίσωμα και ένας από την Κορωνούδα, που βρέθηκαν για εργασίες τους εκείνη την ημέρα στην Κυδωνιά, εκτελέσθηκαν και αυτοί.
Στο Κλειστό τους συγκεντρώνουν μέσα στην Εκκλησία. Κλείνουν την πόρτα και από τα παράθυρα ρίχνουν χειροβομβίδες και εκρηκτικά.
Κατόπιν, εισβάλλουν μέσα στην Εκκλησία και σε όσους επέζησαν δίνουν τη χαριστική βολή. Η ναζιστική θηριωδία δεν έχει τέλος. Με σκαπανείς ανατινάζουν την Εκκλησία και πυρπολούν τις κατοικίες και τις αποθήκες των τριών χωριών. Συνολικά εκτελέσθηκαν 88 Έλληνες.
Το τριπλό ομαδικό έγκλημα των Γερμανών εντάσσετο στην κατατρομοκράτηση και στην πολιτική των λεγομένων αντιποίνων.
Το ολοκαύτωμα του Αμπελόφυτου, της Κυδωνιάς και του Κλειστού δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός. Είχαν προηγηθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα, ανάλογα εγκλήματα με 222 εκτελέσεις Ελλήνων στα Κάτω Κερδύλια στις 17 Οκτωβρίου 1941 και στο Μεσόβουνο Κοζάνης με 165 εκτελέσεις Ελλήνων στις 23 Οκτωβρίου 1941.
Πρόκειται για τα πρώτα ολοκαυτώματα στην Ευρώπη. Τα οποία συνεχίστηκαν δυστυχώς σε άλλες μαρτυρικές πόλεις και χωριά όπως τα Καλάβρυτα, ο Βιάννος, το Δίστομο, ο Χορτιάτης.
Βαρύ το τίμημα της αντίστασης, πληρώθηκε με ποτάμια αίματος που σχημάτισαν την άλικη χοάνη των μαρτυρικών χωριών και πόλεων.
Το Αμπελόφυτο, η Κυδωνιά, το Κλειστό, τα τρία μαρτυρικά χωριά των Κρουσίων έσβησαν για πάντα από το χάρτη. Η φρίκη του ολοκαυτώματος απέτρεψε την επαναδημιουργία τους και σήμερα μόνο κάποιες επιγραφές και ελάχιστα ερείπια είναι οι διασωζόμενες πηγές της ύπαρξής τους.
Οι Πόντιοι πρόσφυγες κάτοικοί τους γλύτωσαν από το Κεμαλικό καθεστώς και με χίλια βάσανα ήρθαν σ’ αυτά τα ιερά χώματα μετά τον ξεριζωμό του ’22 για να ξαναφτιάξουν μια νέα ζωή. Αλλιώς ονειρεύονταν τη ζωή τους. Μοίρα σκληρή όμως έκοψε τόσο βίαια και τόσο άδικα το νήμα της ζωής τους και ρήμαξε τα χωριά τους.
Σε τρεις ημέρες, στις 25 Οκτωβρίου 2022 συμπληρώνονται 81 χρόνια από την αποφράδα εκείνη ημέρα.
Και σήμερα είναι η πρώτη φορά, 81 χρόνια μετά, που λαμβάνει χώρα οργανωμένα από επίσημο φορέα, αυτό το μνημόσυνο και η προσήκουσα απόδοση τιμής στους νεκρούς μας.
Το Δημοτικό Συμβούλιο Κιλκίς στις 11.10.2013 με ομόφωνη, την υπ’ αριθ.119/2013, απόφασή του αιτήθηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών την αναγνώριση των χωριών Κλειστού, Αμπελοφύτου και Κυδωνιάς του ανατολικού Κιλκίς, ως μαρτυρικών χωριών.
Με το υπ’ αριθμόν 139/2014 Προεδρικό Διάταγμα τα χωριά Κλειστό, Αμπελόφυτο και Κυδωνιά χαρακτηρίσθηκαν ως μαρτυρικά χωριά.
Σήμερα, 22 Οκτωβρίου 2022 ήρθαμε εδώ στον ιερό τούτο χώρο για να απευθύνουμε προς τους εκτελεσθέντες από τα Γερμανικά στρατεύματα την προσευχή μας για την αιώνια ανάπαυση των ψυχών τους.
Ήρθαμε εδώ, για την εκπλήρωση του χρέους μας, που αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για την ασφαλή πορεία του έθνους στον δρόμο που οριοθετήθηκε από το αίμα σας.
Ήρθαμε εδώ, όχι για να γιορτάσουμε, αλλά για να τιμήσουμε τη δική σας θυσία.
Ήρθαμε εδώ, ταπεινοί προσκυνητές, όπως τόσο ταπεινοί ήταν και οι θυσιασθέντες και με θρησκευτική ευλάβεια και βαθύτατο σεβασμό να τιμήσουμε τους μάρτυρες της Πατρίδας μας.
Ήρθαμε εδώ, να γονυκλιθούμε προς το μεγαλείο της θυσίας σας, να θαυμάσουμε την σιωπή σας, να αγναντέψουμε το ύψος της μεγαλοσύνης σας, να ανανεώσουμε το στεφάνι της δόξας σας.
Ήρθαμε εδώ, να ανοίξουμε ένα παράθυρο στη μνήμη σας, για να εισέλθει το δάκρυ του ορφανού, το κλάμα της μάνας, ο αναστεναγμός του γέρου πατέρα και
η συγκίνηση ημών των προσκυνητών.
Ήρθαμε εδώ για να ενισχύσουμε τη μνήμη μας, για να μη δυνηθεί ο χρόνος να ξεθωριάσει
την οφειλόμενη προς εσάς ευγνωμοσύνη, αφού μέσα από τα πλέγματα της μνήμης αναδύεται η αιμάτινη παρουσία σας. Κρούει την καρδιά μας και συνθέτει ευφρόσυνο βυζαντινό ύμνο που καθηλώνει τις αισθήσεις και φωτίζει τη ζωή με το ανέσπερο φως αγγελικού φέγγους της Θεοσώστου Εκκλησίας μας.
Αυτό το φως τροφοδοτεί την παράδοση και μας φορτώνει μνήμη και χρέος.
Εμείς οι προσκυνητές, σήμερα, νιώθουμε ταυτοχρόνως με την συγκίνηση και χαρά που προέρχεται από την εκπλήρωση του χρέους της θύμησης, τα λόγια του μεγάλου Ινδού φιλοσόφου Ζαγκόρ ‘’Κοιμήθηκα και ονειρευόμουν πως η ζωή είναι χαρά. Ξύπνησα και είδα πως η ζωή είναι χρέος, πάλεψα και με απορία, είδα πως το χρέος είναι και χαρά’’.
Αδέλφια μας που εκτελεσθήκατε από τα κατοχικά στρατεύματα, εμείς δεν σας ξεχνούμε και το νερό της λησμονιάς, ποτέ δεν θα το πιούμε.
Αλλά ήρθε η ώρα να σιωπήσω και να πω
Κοιμηθείτε αθάνατοι μάρτυρες της Πατρίδας.
Αξιωματικός ε.α.