Κοινωνία

Μία ιστορική κωμόπολη, τρεις σημαντικοί σταθμοί της σύγχρονης Ιστορίας μας

Του Χρήστου Καραθόδωρου*

Ακριβώς διακόσια χρόνια πριν οι Μακεδόνες πήραν τα όπλα μαζί με τους άλλους Έλληνες στον γενικό ξεσηκωμό της Επανάστασης του 1821. Και εδώ στην Παιονία, οι κάτοικοι δεν έμειναν αμέτοχοι. Υπάρχουν αναφορές για γεγονότα και πρόσωπα της περιοχής από την εποχή εκείνη. Όμως, οι προσπάθειες τότε δεν καρποφόρησαν. Η Μακεδονία παρέμεινε υπό τον οθωμανικό ζυγό για ακόμη 91 χρόνια. Στα 91 αυτά χρόνια, που ακολούθησαν, πολλά συνέβησαν. Εξισλαμισμοί, διωγμοί, εξεγέρσεις, εθνικοί και θρησκευτικοί ανταγωνισμοί και ξένες επιβουλές.

Οι Μακεδόνες ποτέ δεν έπαυσαν να εργάζονται για την απελευθέρωση και την ένωση με το ελληνικό κράτος. Ήδη, από την δεκαετία του 1840, μόλις δέκα χρόνια μετά το τέλος της Επανάστασης του ‘21, είχε διαδοθεί ότι η περιοχή των Γιαννιτσών προετοιμάζεται για μεγάλη εξέγερση, κάτι που ώθησε τις οθωμανικές αρχές να λάβουν έκτακτα μέτρα στην περιοχή.

Η κατάσταση, όμως, πλέον δεν ήταν απλή. Ο εχθρός δεν ήταν μόνον το οθωμανικό κράτος. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις ώθησαν μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις να ασχοληθούν περισσότερο με την περιοχή μας, την Μακεδονία, καθώς έβλεπαν, ότι μπορούν να αποκομίσουν οφέλη από την καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έτσι, στην Μακεδονία άρχισαν να δρουν πολυποίκιλες αποστολές αλληλοσυγκρουόμενων ή και συνεργαζόμενων δυνάμεων.

Πρώτη η Αυστρουγγαρία συνέλαβε την ιδέα της καθόδου στο Αιγαίο, αφού συνεχώς επεκτεινόταν στα Βαλκάνια. Το «όπλο» της σ’ αυτήν την επιδίωξη ήταν η Ουνία και οι αντίστοιχες ιεραποστολές. Σχεδόν ταυτοχρόνως, η Ρωσία, που είχε ασκήσει βέτο, ώστε τα πρώτα ελληνικά σύνορα να μην υπερβούν την Λαμία, συνέλαβε την ιδέα της καθόδου στις «θερμές» θάλασσες. Για τον λόγο αυτό ανέπτυξε τη θεωρία του Πανσλαβισμού, ώστε να προσεγγίσει και να αφυπνίσει τα βαλκανικά σλαβικά έθνη και ιδίως το βουλγαρικό.

Οι επόμενες έξι δεκαετίες έμελε να δημιουργήσουν μια αφόρητη κατάσταση στην Μακεδονία, καθώς αποτέλεσε μια εστία διαρκούς σύγκρουσης και ανασφάλειας. Μέσα σ’ αυτόν τον ορυμαγδό, οι κάτοικοι της Μακεδονίας, αλλά και της Παιονίας ειδικότερα, έπρεπε αφ’ ενός μεν να επιβιώσουν απέναντι στον πολλαπλό εχθρό, αφ’ετέρου δε να βρουν το σθένος και τις δυνάμεις να «παλέψουν» για την απελευθέρωσή τους. Αυτό το κλίμα οδήγησε σε μιάν από τις πιό ένδοξες σελίδες της νεώτερης ελληνικής Ιστορίας, τον Μακεδονικό Αγώνα, που ήταν η κορύφωση αυτών των προσπαθειών.

Αναδρομή 1850 – 1904
Μετά την καταστολή της Επανάστασης του ‘21 στην Μακεδονία, ακολούθησε μια περίοδος σκληρής καταστολής από το οθωμανικό κράτος. Πολλοί Έλληνες διώχθηκαν ή εξισλαμίστηκαν βιαίως και ταυτοχρόνως μουσουλμανικοί πληθυσμοί από την Μικρά Ασία μεταφέρθηκαν εδώ.

Οι αθρόες καταστροφές και πυρπολήσεις οικισμών ως αντίποινα για την συμμετοχή στην Επανάσταση, παρέλυσαν την οικονομία, ιδιαίτερα της κεντρικής Μακεδονίας. Μια οικονομία, που στηριζόταν κατά κύριο λόγο στα γεωργοκτηνοτροφικά προϊόντα και την μεταποίησή τους. Αυτό είχε ως άμεσο αποτέλεσμα να χαθούν εργατικά χέρια και να εγκαταλειφθεί η γη. Το γεγονός αυτό έφερε πολλούς Βαλκάνιους από βορειότερα, στην περιοχή προκειμένου να εργασθούν. Τις πρώτες τρεις δεκαετίες μετά την Επανάσταση (1830 – 1860), παρατηρήθηκε ραγδαία υποχώρηση της ελληνικής γλώσσας και ταυτόχρονη σταδιακή εξάπλωση σλαβικών γλωσσών στην περιοχή της Μακεδονίας.

Το 1850 αναλαμβάνει εφημέριος στην Μονή Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη ο Λε Λαρέκ, και εγκαινιάζεται μια νέα περίοδος, όπου κυριαρχεί ο ουνιτικός προσηλυτισμός. Η γαλλική αποστολή συγχρηματοδοτείται, επίσης, από την Αυστρουγγαρία. Ο στόχος είναι οι σλαβόφωνοι, είτε Έλληνες, είτε Βούλγαροι. Ιδρύονται σχολεία της βουλγαρικής γλώσσας, όπου οι μοναχοί προσφέρουν δωρεάν εκπαίδευση. Επίσης, οι Ουνίτες οπαδοί απαλλάσσονται από εκκλησιαστικούς φόρους. Η Ουνία είναι πολύ ελκυστική στους εξαθλιωμένους κατοίκους της υπαίθρου και σύντομα αποκτά πολλούς οπαδούς στην περιοχή της Παιονίας και του Κιλκίς.

Οι Μακεδόνες, όμως, δεν έχουν εγκαταλείψει την προσπάθεια. Το 1854 ξεσπά η Μακεδονική Επανάσταση με αρχηγούς τον Θεόδωρο Ζιάκα και τον Τσάμη Καρατάσο που έλαβε χώρα στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, όπως η Μεγάλη Βρετανία και ιδίως η Γαλλία ήταν αντίθετες και υποστήριξαν ανοιχτά το Οθωμανικό κράτος. Το γαλλικό πολεμικό ναυτικό κανονιοβολούσε συνεχώς τους επαναστάτες στην Χαλκιδική, φοβούμενο μην εισέλθουν στην Θεσσαλονίκη. Κατόπιν τούτων, οι επαναστάτες αναγκάστηκαν σε συνθηκολόγηση.

Το 1867, με αφορμή την Κρητική Επανάσταση, οι Μακεδόνες ξεσηκώνονται εκ νέου σε Χαλκιδική και Δυτική Μακεδονία. Ειδικά στο Μοναστήρι και στο Μορίχοβο, οι επαναστάτες πέτυχαν την πρόσκαιρη απελευθέρωση, ανακηρύσσοντας την «Ελεύθερη Ελλάδα», αλλά αναγκάσθηκαν να αποσυρθούν το Φθινόπωρο, λόγω των οθωμανικών πιέσεων και την πλήρη απουσία βοήθειας απ’ το ελληνικό κράτος που φοβήθηκε τις διπλωματικές επιπτώσεις.

Ήδη από το 1856, είχε ξεκινήσει μια προσπάθεια αφύπνισης των Βουλγάρων, και Ρώσοι πράκτορες κατέκλυσαν τα Βαλκάνια και τη Μακεδονία. Το 1870 η Ρωσική διπλωματία πέτυχε, τελικώς, την έκδοση Σουλτανικού διατάγματος για την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Ο τελευταίος όρος του Διατάγματος, επέτρεπε στη Βουλγαρική Εκκλησία να επεκτείνεται εάν «τα δύο τρίτα των Ορθοδόξων μιας περιοχής επιθυμούν να ενταχθούν στην Βουλγαρική Εκκλησία». Αυτός ο όρος ήταν η αιτία για τις μετέπειτα βουλγαρικές βιαιότητες.

Το 1872 ο Βουλγαρουνίτης επίσκοπος Κιλκίς Νείλος Ισβόρωφ μεταστράφηκε στην Βουλγαρική Εξαρχία συμπαρασύροντας μαζί του και όλους σχεδόν του Ουνίτες οπαδούς του, που ήταν αρκετοί στις περιφέρειες Κιλκίς και Γευγελής.

Το 1878 η Ρωσία πέτυχε την δημιουργία αυτόνομου βουλγαρικού κράτους με την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, που περιελάμβανε σχεδόν όλη την Μακεδονία. Αυτό οδήγησε στην Μακεδονική Επανάσταση του 1878, που ξεκίνησε από το Λιτόχωρο και επεκτάθηκε σε όλη την Μακεδονία με τους Μακεδόνες να αντιμετωπίζουν τον πολλαπλάσιο οθωμανικό στρατό απ’ άκρη σ’ άκρη. Στην περιοχή της Παιονίας πολλοί κάτοικοι πήραν τα όπλα και συμμετείχαν στην Επανάσταση και ιδίως η Ειδομένη, οι Εύζωνοι και βορειότερα η Γευγελή και το Τίκφες. Οπλαρχηγοί της εποχής ήταν ο Δέλλιος Κοβάτσης κι ο Στοΐδης απ’ την Ειδομένη και ο Πέτρος Αβραμίδης από το Τίκφες. Η εξέγερση πέτυχε την ακύρωση της Συνθήκης. Το 1880 οι Τούρκοι έκαψαν ένα μέρος της Αξιούπολης ως αντίποινα για την συμμετοχή των κατοίκων στην Επανάσταση.

Την δεκαετία του 1890, η βουλγαρική πίεση στην περιοχή αυξήθηκε κατακόρυφα μετά και την ίδρυση των δύο βουλγαρικών οργανώσεων, που δρούσαν με ένοπλα τμήματα σ’ όλη τη Μακεδονία. Τα τραγικά αυτά γεγονότα οδήγησαν στον ατυχή Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1896 και στη Μακεδονική Επανάσταση του 1897. Μία νέα επανάσταση, στην οποία συμμετέσχε αθρόα ο μακεδονικός Ελληνισμός σ’ ολόκληρη την Δυτική και Κεντρική Μακεδονία. Τελικά, κι αυτή η εξέγερση καταπνίγηκε στο αίμα, αναπτέρωσε όμως το ηθικό των Μακεδόνων, κρατώντας την ελπίδα της απελευθέρωσης «ζωντανή».

Το 1903, η ρωσική διπλωματία με τον βραχίονά της στα Βαλκάνια, το νεοσύστατο βουλγαρικό κράτος συνέλαβε την ιδέα μιας εκτεταμένης προβοκάτσιας, έτσι ώστε να αναγκάσει τις διεθνείς δυνάμεις να παρέμβουν στα εσωτερικά του οθωμανικού κράτους. Έτσι, υποκινήθηκε η βουλγαρική εξέγερση του Προφήτη Ηλία (Ίλιντεν), που οδήγησε στα ακραία οθωμανικά αντίποινα κατά των χριστιανικών πληθυσμών, και ιδίως των Ελλήνων, και έσυρε την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Συμφωνία της Μυρστέγης, στην Αυστρία. Εκεί αποφασίστηκε η παρουσία διεθνούς αστυνομίας εντός του οθωμανικού κράτους, που θα επιβλέπει τα πράγματα, ενώ για τους κομιτατζήδες που θα συλλαμβάνονταν, προέβλεπε ότι θα παραδίδονταν στο βουλγαρικό κράτος. Αυτό οδήγησε σε «ζώνες» επιρροής μέσα στη Μακεδονία. Η Γευγελή και η ευρύτερη περιοχή ήταν στην ρωσική ζώνη επιρροής με αποτέλεσμα να δρουν ανεξέλεγκτα πολυάριθμοι Βούλγαροι ένοπλοι, οι οποίοι απολάμβαναν πέραν της υποστήριξης της ρωσικής αστυνομίας και την ασυλία της Μυρστέγης. Γεγονός που οδήγησε ακόμη και Έλληνες οπλαρχηγούς, όπως ο Τραϊανός Δογιάμας από την Καστανερή και ο Παύλος Γραμματικός απο το Πολύπετρο να εγγράφονται τυπικά στην βουλγαρική οργάνωση για λόγους επιβίωσης. Αμφότεροι, βεβαίως δολοφονήθηκαν αργότερα από τους Βουλγάρους.

Μακεδονικός Αγώνας-Ιστορικό
Στις αρχές του 1904 ο οπλαρχηγός Κώτας Χρήστου από την Ρούλια Φλώρινας, κατέβηκε στην Αθήνα, προκειμένου να ζητήσει βοήθεια απ’ το Ελληνικό κράτος. Εκεί συνάντησε το διάδοχο Κωνσταντίνο, και του εξέθεσε την κατάσταση, που βίωνε ο μακεδονικός Ελληνισμός για τριάντα και πλέον χρόνια, τόσο από την οθωμανική καταπίεση όσο κι από την βουλγαρική δράση. Αυτό έμελε να προκαλέσει μία στροφή του ελληνικού κράτους ως προς την Μακεδονία και να εμπλακεί ενεργώς.

Τον Μάρτιο του ίδιου έτους η κυβέρνηση έστειλε τέσσερις αξιωματικούς, για να διερευνήσουν την κατάσταση στη Μακεδονία. Μεταξύ αυτών και ο Παύλος Μελάς. Ο Παύλος Μελάς πραγματοποίησε άλλες δυο περιοδείες στην Μακεδονία. Η αναφορά του ήταν θετική ως προς την ανάπτυξη ένοπλης δράσης, αλλά κυρίως αντιλήφθηκε την ανάγκη της ηθικής υποστήριξης των Μακεδόνων και της οργάνωσης υποστηρικτικού δικτύου πληροφοριών. Η πρώτη αυτή προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να εμπλακεί αμέσως, υπήρξε ουσιαστικώς η έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα.

Ο Παύλος Μελάς στις περιοδείες του στα χωριά και τις κωμοπόλεις της Δυτικής Μακεδονίας, αντιλήφθηκε την ψυχολογία του Μακεδόνα, την κόπωση από την βουλγαρική βία τριάντα και πλέον ετών, την απόγνωση των σλαβόφωνων που αναγκάζονταν να υπογράψουν ένταξη στην Εξαρχία και ουσιαστικώς πείσθηκε ότι η μεγαλύτερη βοήθεια που μπορεί να προσφέρει το ελληνικό κράτος, δεν ήταν η στρατιωτική, αλλά η απλή παρουσία της Ελλάδας δίπλα τους, που ως τότε φαινόταν να τους έχει εγκαταλείψει. Φυσικά, αναγνώρισε και την ανάγκη δόμησης ενός δικτύου πληροφοριών, τομέας στον οποίο υπερτερούσαν οι Βούλγαροι.

Ο θάνατος του Παύλου Μελά σε συμπλοκή με οθωμανικό απόσπασμα στη Στάτιστα Καστοριάς στις 13 Οκτωβρίου του 1904 «βύθισε» στο πένθος τόσο τους Μακεδόνες, όσο και όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Ήταν ένας τραγικός χαμός ενός αξιωματικού,που στις τρεις περιοδείες του στην Μακεδονία, μπήκε στην καρδιά του κάθε Μακεδόνα. Ήταν η ζωντανή παρουσία του Ελληνικού κράτους και ταυτόχρονα η ελπίδα για απελευθέρωση. Ήταν αυτός που έφερε τα εχέγγυα, ότι το ελληνικό κράτος συμπάσχει με τον πόνο των Μακεδόνων. Και ταυτοχρόνως, ήταν ο άνθρωπος που αγάπησε τους Μακεδόνες, που έσκυψε στα προβλήματά τους και προσφέρθηκε να μπει μπροστά.

Την επομένη του θανάτου του Παύλου Μελά, τα πάντα άλλαξαν. Εκατοντάδες εθελοντές, απ’ ολόκληρο το ελληνικό κράτος, ακόμη και από την Κρήτη, τη Μικρά Ασία, τη Θράκη και τον Πόντο, έσπευσαν να συνδράμουν τα μακεδονικά σώματα που άρχισαν να οργανώνονται, για να αντιμετωπίσουν συντεταγμένα πλέον την βουλγαρική απειλή. Αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού τοποθετήθηκαν σε θέσεις είτε διοικητικές είτε στρατιωτικές, προκειμένου η ένοπλη δράση στην Μακεδονία να αποκτήσει, επί τέλους, ένα επιχειρησιακό σχέδιο.

Νωρίτερα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, προέβη σε μία στροφή στην ανάμιξή του στο ζήτημα. Ως τότε η Εκκλησία κρατούσε μία μετριοπαθή στάση, προσπαθώντας να μην υποδαυλίζει τον ελληνοβουλγαρικό ανταγωνισμό, επενδύοντας στην συνεννόηση και την προσέγγιση. Στις αρχές του 20ού αιώνα, όμως, είχε γίνει πλέον αντιληπτό, ότι η κατάσταση ωθείται στα άκρα, μετά και την διεθνή εμπλοκή. Έτσι, αντικαταστάθηκαν οι επίσκοποι της Μακεδονίας με νεώτερους και δραστήριους ιεράρχες, ώστε να μπορούν να βοηθήσουν την εθνική υπόθεση. Εν τω μεταξύ, στο κάδρο των εθνικών ανταγωνισμών στην Μακεδονία, είχαν μπει και η Ρουμανία με την Σερβία, προσπαθώντας και αυτές να προσεγγίσουν κατοίκους και να τους προσεταιριστούν.

Η ελληνική αντίδραση στην βουλγαρική πίεση των πληθυσμών είχε ξεκινήσει από τον Αύγουστο του 1904 στην Δυτική Μακεδονία και συνεχίσθηκε και κατά το 1905, με την δημιουργία δεκάδων ένοπλων ομάδων, τόσο μέσα στο Μοναστήρι, όσο και στην ύπαιθρο, στρατολογώντας εκατοντάδες κατοίκους της περιοχής αφ’ ενός και αφ’ ετέρου με την είσοδο δεκάδων αξιωματικών του Ελληνικού στρατού. Έτσι, στις αρχές του 1905 η Δυτική Μακεδονία είχε δημιουργήσει ένα αξιόλογο δίκτυο ενόπλων υπό τον Γεώργιο Τσόντο (καπετάν Βάρδα), αλλά και υποστήριξης με την εποπτεία του προξενείου Μοναστηρίου υπό τον Δημήτριο Καλλέργη.

Στην Κεντρική Μακεδονία, ο πρόξενος Θεσσαλονίκης Λάμπρος Κορομηλάς, με την άφιξή του το Μάιο του 1904, δέχεται τις έντονες πιέσεις των κατοίκων του Βλαδόβου (Άγρα Πέλλας) γιά ανάληψη ένοπλης δράσης κατά των Βουλγάρων, και συγκροτείται ένοπλο σώμα στα βόρεια της Νάουσας με Μακεδόνες μαχητές. Έως τον Αύγουστο του 1904, και μπροστά στο Βουλγαρικό κίνδυνο συγκροτήθηκαν ένοπλα σώματα στη Δοϊράνη, την Μπογδάντσα (σήμερα στα Σκόπια), την Στρώμνιτσα και τα Γιαννιτσά. Ο γενικός διοικητής του βιλαετίου Θεσσαλονίκης, Χιλμή Πασάς αντιλήφθηκε την ένοπλη συγκρότηση των Ελλήνων και αντιτάχθηκε σ’ αυτήν. Ο Λάμπρος Κορομηλάς τον Σεπτέμβριο του 1904 ζητούσε απεγνωσμένα οικονομική και στρατιωτική βοήθεια από το ελληνικό κράτος, αλλά αυτή δεν είχε φτάσει ακόμα. Η μόνη βοήθεια έως τότε ήταν η αποστολή ικανών αξιωματικών, ώστε να στελεχωθεί το προξενείο Θεσσαλονίκης, όπως οι Γεώργιος Κακουλίδης, Κωνσταντίνος Μαζαράκης, Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, Σπύρος Σπυρομήλιος, Μιχαήλ Μωραΐτης, Δημήτριος Κάκκαβος και Ιωάννης Αβράσογλου. Ωρισμένοι από τους αξιωματικούς, έδρασαν αργότερα κι ως επικεφαλής ενόπλων ομάδων. Πολλοί εγκαταστάθηκαν στην επαρχία ως δάσκαλοι, έμποροι ή ιερωμένοι προκειμένου να οργανώσουν τις τοπικές άμυνες.

Η ελληνική αντεπίθεση του 1906 σε όλο τον γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας, είχε ως αποτέλεσμα την υποχώρηση των βουλγαρικών σωμάτων και την ανακούφιση των Μακεδόνων, αλλά και την αναπτέρωση του ηθικού τους. Ήδη, από το 1905, οι ντόπιοι πληθυσμοί βλέποντας την ενίσχυση των ενόπλων σωμάτων με ικανούς αξιωματικούς, συνέρρεαν αθρόα στα σώματα των Μακεδονομάχων και πολλοί ήδη άρχισαν να αναλαμβάνουν επικεφαλής αυτών. Στο Βάλτο των Γιαννιτσών, επικεφαλής των ελληνικών δυνάμεων ήταν ο αξιωματικός Παναγιώτης Παπατζανετέας και υπαρχηγός του ο Μιχαήλ Αναγνωστάκος (καπετάν Ματαπάς). Στις αρχές Οκτωβρίου του 1906 έφτασαν στην Λίμνη των Γιαννιτσών ο Τέλλος Άγρας (Σαράντος Αγαπηνός) και ο Ιωάννης Δεμέστιχας (καπετάν Νικηφόρος) προς ενίσχυση. Οι ελληνικές δυνάμεις με τη βοήθεια των ντόπιων μαχητών και ιδιαίτερα του Γκόνου Γιώτα, κατάφεραν έως το τέλος του 1906 να περιορίσουν την βουλγαρική δράση. Την ίδια χρονιά στη Δυτική Μακεδονία, η ελληνική πλευρά είχε καταφέρει να κάνει αισθητή την παρουσία της σ’ όλο το γεωγραφικό χώρο και να περιορίσει σημαντικά τους Βούλγαρους. Επικεφαλής των ένοπλων σωμάτων ήταν οι Γεώργιος Δικώνυμος Μακρής, Αντώνιος Βλαχάκης (καπετάν Λίτσας), Παύλος Γύπαρης, Κωνσταντίνος Γκούτας από το Μεσολούρι Γρεβενών, Κωνσταντίνος Ντόγρας από το Βογατσικό, Γεώργιος Λεπιντάτος (καπετάν Αρκούδας) από την Σαμαρίνα, Ανδρέας Παναγιωτόπουλος απ’ την Κλεισούρα Καστοριάς και Λουκάς Κόκκινος απ’ το Μέγαρο Γρεβενών. Στην Ανατολική Μακεδονία την οργάνωση ανέλαβαν ο πρόξενος Σερρών Αντώνιος Σαχτούρης κι ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος. Τα πράγματα εκεί ήταν ιδιαιτέρως δύσκολα, καθώς αφ’ ενός οι βουλγαρικές δυνάμεις βρίσκονταν πολύ κοντά στην Βουλγαρία και αφ’ ετέρου η τουρκική διοίκηση καταδίωκε τους Έλληνες. Οπλαρχηγοί, όπως οι Γεώργιος Γιαγκλής από την Ιερισσό, Δούκας Γαϊτατζής (καπετάν Ζέρβας) από τις Σέρρες και παπα-Πασχάλης Τσιάγκας από το Λειβαδοχώρι Σερρών κατάφεραν να αντιτάξουν σημαντική αντίσταση στην βία των βουλγαρικών σωμάτων.

Το 1907 υπήρξε ένα σημείο καμπής του Μακεδονικού Αγώνα στην Κεντρική Μακεδονία που κατέληξε στο θάνατο του καπετάν Άγρα. Οι προσπάθειές του για συνεννόηση με την βουλγαρική πλευρά απέδειξαν, ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό. Στο μεταξύ οι Βούλγαροι είχαν προσεταιριστεί την ρουμανική κίνηση και συνεργάζονταν από κοινού εναντίον των Ελλήνων. Για τον λόγο αυτό δόθηκε προτεραιότητα να εκκαθαριστεί το Βέρμιο από ρουμανίζοντες που δρούσαν στα νώτα των ελληνικών σωμάτων. Την αποστολή αυτή ανέλαβαν οι Κωνσταντίνος Γαρέφης και Στέργιος Κουκουτέγος (καπετάν Τάσος) από την Βέροια.

Στην Δυτική Μακεδονία, τα ελληνικά σώματα κατάφεραν από το 1907 ν’ αποκτήσουν τον έλεγχο, με επικεφαλής τους Παύλο Ρακοβίτη απ’ το Κρατερό Φλώρινας, Πέτρο Χρήστου από τη Βελουσίνα Πελαγονίας, Στογιάννη Τσίτσο απ’ τη Μπέσιστα Μοριχόβου, Τραϊανό Μπραγιάννη απ’ το Ζίχοβο Μοριχόβου και Παύλο Νεράντζη (καπετάν Περδίκα) από τη Σιάτιστα. Στα τέλη Μαΐου του 1907, ο Γεώργιος Τσόντος επέστρεψε στην περιοχή Καστοριάς γιατί πολλοί Έλληνες είχαν εξοντωθεί απ’ τους Βούλγαρους κι η κατάσταση ήταν απογοητευτική. Έτσι, με την βοήθεια των οπλαρχηγών Ιωάννη Δοξογιάννη, Σίμου Ιωαννίδη απ’ τα Άλωνα Φλώρινας και Ηλία Πίνη από το Φλάμπουρο Φλώρινας κατάφερε να επαναφέρει την ηρεμία εκδιώκοντας τα Βουλγαρικά σώματα. Οι Βούλγαροι, μπροστά στην ήττα απάντησαν με δολοφονίες, με αποτέλεσμα να εξάψουν τα πνεύματα και η σύγκρουση να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, με εκατέρωθεν αντεκδικήσεις.

Στην Κεντρική Μακεδονία, η ελληνική πλευρά έως το 1908 είχε καταφέρει να επιβληθεί των βουλγαρικών σωμάτων, τόσο σε στρατιωτικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Η βουλγαρική οργάνωση είχε να αντιμετωπίσει και την αποστροφή του ντόπιου πληθυσμού, καθώς μετά τις τελευταίες νίκες, οι Μακεδόνες αναθάρρησαν και έδειξαν την αντίθεσή τους στα βουλγαρικά συμφέροντα.

Μακεδονικός Αγώνας στην Παιονία
Ο αγώνας ήταν σκληρός και στην Παιονία.
Τον Αύγουστο του 1904 συγκροτήθηκε μυστική πολιτοφυλακή στην Μπογδάντσα. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ξεκίνησε τη δράση του το ένοπλο σώμα του Αυγέρη στην περιοχή από Γουμένισσα ως Άγιο Πέτρο, ενώ το σώμα του Ιωάννη Ραδιναλή από το Τίκφες δρούσε από τη Ράδινα ως το Σκρα. Τον ίδιο μήνα βουλγαρικά σώματα εισέβαλαν στη Γκίρτσιστα και έκαψαν την δασκάλα Αικατερίνη Χατζηγεωργίου στο σχολείο του χωριού. Στα τέλη Σεπτεμβρίου ο Ιωάννης Ραδιναλής συγκρούστηκε με βουλγαρικά σώματα στην Ρασίνα (σημερινό Ράετς στα Σκόπια) και στην Κοπρίσνιτσα και τα διέλυσε. Στις αρχές Οκτωβρίου το βουλγαρικό κομιτάτο έδωσε εντολή να ενωθούν όλοι οι κομιτατζήδες της περιοχής σε ένα σώμα και η δράση του Ιωάννη Ραδιναλή περιορίστηκε. Τον ίδιο μήνα Ελληνικό σώμα στη Γκίρτσιστα πέτυχε την επαναφορά των δασκάλων στο χωριό και λίγες μέρες αργότερα νίκησε δύο βουλγαρικά σώματα σε συμπλοκές. Όταν, όμως, στις 16 Οκτωβρίου το σώμα μετέβη στην Φούρκα, οι κομιτατζήδες βρήκαν ευκαιρία κι έκαψαν αρκετές Ελληνικές οικίες στη Γκίρτσιστα.

Την 1η Νοεμβρίου του 1904, τα σώματα της Μπογδάντσας του Λεωνίδα Παπαμαλέκου και του Εμμανουήλ Κατσίγαρη αιφνιδίασαν τον κομιτατζή Θεόδωρο στην οικία του, αλλά η πολιορκία λύθηκε λόγω της ελεύσεως τουρκικού αποσπάσματος. Στις αρχές Νοεμβρίου, στην περιοχή Μπογδάντσας δρούσαν δύο ελληνικά σώματα. Το ένα με το Λεωνίδα Παπαμαλέκο και το Γεώργιο Δοϊτσίνη απ’ τους Ευζώνους και το δεύτερο με τον Εμμανουήλ Κατσίγαρη και το Μιχαήλ Σιωνίδη.

Εκείνες τις ημέρες, οι κομιτατζήδες κατήγγειλαν στην ρωσική αστυνομία της Γευγελής την θέση του ελληνικού σώματος και Τουρκικό απόσπασμα περικύκλωσε τους Έλληνες συλλαμβάνοντας έξι Μακεδονομάχους, μεταξύ των οποίων και τον αρχηγό Μιχαήλ Σιωνίδη. Την περίοδο εκείνη ο Ιωάννης Ραδιναλής αναδιοργάνωσε το σώμα του που τώρα πια αριθμούσε δεκαπέντε Μακεδόνες και τρεις Κρητικούς. Την ίδια περίοδο ο Γκόνος Πελτέκης απ’ τον Αρχάγγελο δρούσε με το σώμα του απ’ τον Άσπρο μέχρι το Μελισσοχώρι και την λίμνη του Λαγκαδά, ενώ παράλληλα οργανώθηκε κι η Ελληνική πολιτοφυλακή στη Γευγελή. Οι Βούλγαροι απάντησαν με τη δολοφονία του προκρίτου της Γκίρτσιστας Δημητρίου Σαμολαδά.

Η παρουσία των ελληνικών σωμάτων αναπτέρωσε το ηθικό των κατοίκων κι άρχισαν από τον Δεκέμβριο του 1904 να αποκηρύσσουν την Εξαρχία. Τον ίδιο μήνα διαλύθηκε το 80μελές σώμα του Γεωργίου Σερίδη από το Φλάμπουρο Φλώρινας κοντά στον Άγιο Πέτρο, σε μια προσπάθεια να καταδιώξει τον κομιτατζή Αποστόλ Πετκώφ, από Τουρκικό απόσπασμα και ο ίδιος συνελήφθη. Ο Λάμπρος Κορομηλάς πέτυχε την απελευθέρωση του Μιχαήλ Σιωνίδη και των πέντε συντρόφων του απ’ τις φυλακές Γευγελής, ενώ τον ίδιο καιρό, ο Ιωάννης Σακελλαρόπουλος (καπετάν Ζήριας), που δρούσε στην Γευγελή, πέτυχε την εκκλησιαστική λειτουργία στην Γκίρτσιστα και πάλι στα ελληνικά.

Στις αρχές του 1905 πολλά χωριά της περιοχής αποκήρυξαν της Εξαρχία, βλέποντας τις βουλγαρικές πιέσεις να ελαττώνονται.

Στα τέλη Φεβρουαρίου του 1905 το σώμα του Ιωάννη Σακελλαροπούλου πέτυχε να διαλύσει το σώμα του Αποστόλ Πετκώφ σε μάχη στο Μικρόδασος, κατά την οποία σκοτώθηκαν πολλοί κομιτατζήδες. Το βουλγαρικό σώμα κατά την προσπάθειά του να διαφύγει, «έπεσε» πάνω σε τουρκικό απόσπασμα και υπέστη νέες βαρύτατες απώλειες.

Το 1905 τοποθετήθηκε ο Παναγιώτης Κλείτος στην Γευγελή, ενώ συγκροήθηκαν πολιτοφυλακές σε Γουμένισσα, Ευζώνους, Αξιούπολη, Άγιο Πέτρο και Σκρα.

Τον Απρίλιο του 1905 ξεκίνησε την δράση του στο Πάικο το σώμα του Μιχαήλ Μωραΐτη. Την ίδια περίοδο στην Αξιούπολη δρούσε το σώμα του κομιτατζή Τάνε. Ο Μιχαήλ Μωραΐτης συνέτριψε βουλγαρικά σώματα σε μάχες στα Λειβάδια, στην Κάρπη και στην Καστανερή.

Στις 18 Μαΐου του 1905, όμως, ο Παναγιώτης Μωραΐτης σε συμπλοκή με ιουρκικό απόσπασμα στην Κάρπη, έχασε την ζωή του. Επικεφαλής τέθηκε ο Ιωάννης Κατσικογιάννης. Την ίδια περίοδο ήρθε στην περιοχή και ο Γεώργιος Κακουλίδης με το σώμα του.

Το Καλοκαίρι του 1905 δρούσε στην περιοχή το σώμα του κομιτατζή Νικόλωφ. Έως τον Οκτώβριο, ο Γεώργιος Κακουλίδης εξόντωσε είκοσι σημαίνοντα στελέχη της βουλγαρικής οργάνωσης, αλλά στα τέλη του Οκτώβρη συνελήφθη από τις τουρκικές αρχές και μαζί του και οι δύο υπαρχηγοί του Αυγέρης και Νικόλαος Νέσιος από τα Λειβάδια.

Στον Άγιο Πέτρο η πολιτοφυλακή υπό τους Ιωάννη Ήλκο και Νικόλαο Καραστογιάννη είχε αναπτύξει αξιόλογη δράση και είχε εκτοπίσει την δράση των κομιτατζήδων από το χωριό.

Το 1906 σημαδεύτηκε από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού στο Πάικο, που είχαν ως αποτέλεσμα την ανακοπή της ένοπλης δράσης από Έλληνες και Βουλγάρους. Μόνο το σώμα του Στέργιου Ναούμ από τα Λειβάδια συνέχισε την δράση του.

Την ίδια χρονιά συγκροτήθηκε το σώμα του Γεωργίου Καραϊσκάκη από την Μπογδάντσα, αποτελούμενο από δώδεκα άνδρες, που, μαζί με το σώμα του Μιχαήλ Σιωνίδη, απώθησαν τους κομιτατζήδες βορείως των Σιδηρών Πυλών του Αξιού.

Το 1907 εισήλθε στο Πάικο ο αξιωματικός Γεώργιος Παπαδόπουλος με δέκα άνδρες. Παράλληλα και ο Παναγιώτης Κλείτος συγκρότησε σώμα στο Πάικο και τέθηκε επικεφαλής. Στην περιοχή δρούσε και το σώμα του Λάζαρου Δογιάμα από την Καστανερή με τ’ αδέρφια του Γκόνο και Δημήτριο. Το καλοκαίρι του 1907, ο Λάζαρος Δογιάμας με το σώμα του συγκρούστηκε με κομιτατζήδες στην Γρίβα, αλλά η συμπλοκή έληξε, καθώς έγιναν αντιληπτοί από τουρκικό απόσπασμα. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, συγκροτήθηκε νέο ελληνικό σώμα με επικεφαλής τον Πέτρο από τους Ευζώνους.

Το 1908, σημαντική ήταν η δράση του σώματος του Λάζαρου Δογιάμα στην περιοχή. Από την Γρίβα διακρίθηκε ο Χρήστος Πίψος, ενώ από τα Λειβάδια οι Αναστάσιος Κουλίνας και Νικόλαος Νταβέλης.

Μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων οι Βούλγαροι επανήλθαν στην περιοχή, καθώς οι Έλληνες είχαν παραδώσει τα όπλα, ενώ η τουρκική διοίκηση είχε σταματήσει τους ελέγχους λόγω της μεταβατικής καταστάσεως. Για να αντιμετωπίσουν την βουλγαρική επάνοδο οι κάτοικοι, και ενώ οι αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού είχαν αποχωρήσει, πήραν πάλι τα όπλα. Στην Μπογδάντσα επαναδραστηριοποιήθηκε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, στην Γευγελή ο Λάζαρος Δογιάμας και στα Λειβάδια ο Τάγκος.

Αποτίμηση 1908 – 1912
Ο Μακεδονικός Αγώνας έληξε απότομα λόγω της Επαναστάσεως των Νεοτούρκων. Οι Νεότουρκοι, ενώ από την μια υπόσχονταν τον εκσυγχρονισμό κι εξευρωπαϊσμό της Τουρκίας, το Σύνταγμα και την Δημοκρατία, από την άλλη αποστρέφονταν τους αλλόθρησκους Χριστιανούς, και ειδικότερα στη Μακεδονία έδειχναν μιάν επιείκεια προς την βουλγαρική βία, ελπίζοντας ότι αυτή θα ανακόψει την ελληνική δυναμική στην περιοχή.

Η λήξη του Μακεδονικού Αγώνα βρήκε τον Ελληνισμό της Μακεδονίας σε μία πλεονεκτικότερη θέση, καθώς κατάφερε να επιβιώσει από την «λαίλαπα» των προηγούμενων σαράντα ετών, που οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην βουλγαρική επιθετικότητα. Αναπτέρωσε το ηθικό του Ελληνισμού, που κατάφερε να ξεπεράσει την ήττα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, καθώς το αποτέλεσμα του Μακεδονικού Αγώνα, τόσο κατά των Βουλγάρων όσο και κατά των Τούρκων, ήταν σαφώς θετικό.

Οι μεγάλες πληθυσμιακές μάζες του μακεδονικού Ελληνισμού μπόρεσαν να συγκρατηθούν στις προαιώνιες εστίες τους, κάτι που φάνταζε ανέφικτο στο ξεκίνημα του Αγώνα. Η Βουλγαρία αντιλήφθηκε εντόνως την Ελληνική παρουσία στην περιοχή, και τίποτ πλέον δεν ήταν το ίδιο. Αυτό είχε μεγάλο αντίκτυπο στην ψυχολογία της βουλγαρικής πολιτικής, κάτι που διαφάνηκε κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, όταν ο βουλγαρικός στρατός κινήθηκε προς την Θράκη, καθώς θεώρησε την Μακεδονία ως μία δύσκολη υπόθεση.

Μία άλλη σημαντική συνέπεια του Μακεδονικού Αγώνα, ήταν η εντατικοποίηση της στρατιωτικής και πολιτικής δράσης του συνόλου των Μακεδόνων, αλλά και όσων άλλων συνεισέφεραν σ’ αυτήν την υπόθεση. Οι άοκνες προσπάθειες διπλωματών, εκπαιδευτικών, στρατιωτικών, προκρίτων, αστών και χωρικών σ’ αυτά τα τέσσερα χρόνια, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το εκτεταμένο δίκτυο των Βουλγάρων, την πάγια οθωμανική διοίκηση και την διεθνή αστυνόμευση των Γάλλων, των Βρετανών και των Ρώσων, εξάλειψε τις εσωτερικές έχθρες, τους διχασμούς και τα πάθη και δημιούργησε μία πρωτοφανή ενότητα του Ελληνισμού υπό το φόβο των δύο σημαντικών εχθρών του, των Τούρκων και των Βουλγάρων. Σε μιάν ιστορική συγκυρία, όπου οι Βούλγαροι μαστίζονταν από εσωτερικές έριδες και διενέξεις και οι Τούρκοι ζούσαν επαναστάσεις και αμφισβήτηση του Σουλτάνου, η Ελλάδα θα εισερχόταν στον επικείμενο Βαλκανικό Πόλεμο σε πνεύμα πλήρους ομονοίας και με προμετωπίδα τον αναγεννημένο μακεδονικό Ελληνισμό.

Απελευθέρωση της Αξιούπολης
Σαν σήμερα, 10 Οκτωβρίου1912, διεξήχθη η Μάχη του Σαρανταπόρου, η πρώτη πολεμική επιχείρηση του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Ο Ελληνικός Στρατός, μετά από επιτυχείς επιχειρήσεις στην Δυτική Μακεδονία, εισέρχεται στην πεδιάδα της Κεντρικής Μακεδονίας, και εκεί δίνει την μεγαλύτερη μάχη εναντίον των Τούρκων, την Μάχη των Γιαννιτσών, στις 20 Οκτωβρίου.

Ο δρόμος για την Θεσσαλονίκη έχει ανοίξει. Πριν την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης όμως, η 4η και η 6η Μεραρχία διατάσσονται να κατευθυνθούν προς Πάικο, Γουμένισσα και σιδηροδρομική γέφυρα Αξιού. Τότε η σιδηροδρομική γέφυρα βρισκόταν στην συμβολή του Μεγάλου Ρέματος (Κοτζά Ντερέ) στον Αξιό, στο Πέρασμα της Τσιγγάνας, όπως λεγόταν. Κατά την πορεία τους προς τον Αξιό κι αφού είχαν πρώτα απελευθερώσει την Γουμένισσα στις 22 Οκτωβρίου, ένα τάγμα πεζικού του 2ου συντάγματος, ξεκίνησε με στόχο την είσοδο στην Αξιούπολη. Πλησιάζοντας, μία διμοιρία υπό τον ανθυπολοχαγό Φίλιππο Βώκο, δύναμης εξήντα ανδρών, ανέλαβε να εισέλθει στην Αξιούπολη, ώστε να διαπιστώσει αν υπάρχει αντίσταση. Οι οδηγοί προπορεύτηκαν, ώστε να ειδοποιήσουν τους κατοίκους. Οι Αξιουπολίτες υποδέχτηκαν την διμοιρία το βράδυ της 23ης Οκτωβρίου, μην πιστεύοντας στα μάτια τους. Οι πρόκριτοι της Αξιούπολης με τον ιερέα, παίρνοντας τα κατάλληλα μέτρα προφύλαξης, ανέλαβαν να οδηγήσουν και το υπόλοιπο τάγμα εντός της κωμοπόλεως, που έφτασε κατά τα ξημερώματα της 23ης Οκτωβρίου του 1912. Οι στρατιώτες ζήτησαν να μείνουν στην εκκλησία και στο σχολείο. Εκεί, αναπαύθηκαν για λίγες ώρες, χωρίς να πάρουν μέτρα ασφαλείας, καθώς το εθνικό αίσθημα των κατοίκων τους ανακούφισε. Οι κάτοικοι της Αξιούπολης παρέμειναν άγρυπνοι φρουροί, όσο οι στρατιώτες αναπαύονταν. Το πρωί, πριν ακόμα ξημερώσει, όλη η κωμόπολη ήταν κυριολεκτικά στο πόδι, ανυπόμονοι να δουν από κοντά τους Έλληνες στρατιώτες. Οι στρατιώτες, αφού χαιρετήθηκαν με τους ανθρώπους, που συνέρρευσαν να τους καμαρώσουν, συνέχισαν για την γέφυρα του Αξιού, όπου είχαν αναλάβει την φύλαξή της.

Έτσι το βράδυ της 23ης Οκτωβρίου του 1912 μία μακραίωνη ιστορία τουρκικού ζυγού έλαβε τέλος, και η κωμόπολη της Αξιούπολης, ένιωσε, επί τέλους, τον άνεμο της ελευθερίας.-

*Αναπληρωτής διευθυντής περιοχής Κιλκίς του ΔΕΔΔΗΕ, ομιλητή της εκδήλωσης με την οποία η Αξιούπολη τίμησε τις επετείους του Μακεδονικού Αγώνα, του θανάτου του Παύλου Μελά και της απελευθέρωσής της

Περισσότερα

Συγχαρητήριο του «Μαχητή»

Το δημοσιογραφικό συγκρότημα του «Μαχητή» συγχαίρει θερμά την Χριστίνα Ζώτου από τον Καμπάνη: -Για τις άριστες κύριες και μεταπτυχιακές σπουδές […]

Δείτε ακόμα