110η Επέτειος – Ο πρώτος Βαλκανικός πόλεμος του 1912, Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, της Γουμένισσας και οικισμών της Παιονίας
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ – 1912
Τον Οκτώβριο του 1912 οι κυβερνήσεις των βαλκανικών κρατών Ελλάδας, Σερβίας, Βουλγαρίας και Μαυροβουνίου συμφώνησαν στην από κοινού δράση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που κατέρρεε.
Το σύνολο του Ελληνικού Στρατού κατανεμήθηκε σε δύο μεγάλα μέρη. Στον Στρατό της Θεσσαλίας και στον Στρατό της Ηπείρου. Ο πρώτος είχε διοικητή τον Αρχιστράτηγο Διάδοχο Κωνσταντίνο και ο δεύτερος τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη.
Με το πρόσταγμα της επίθεσης εναντίον της Τουρκίας άρχισε ο Πρώτος Βαλκανικός πόλεμος (5-10-1912). Από την πρώτη στιγμή τα αποτελέσματα των συμμάχων ήταν θετικά. Ο Ελληνικός Στρατός υπακούοντας στις πολιτικές αποφάσεις της Κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου, με επικεφαλής τον τότε Διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο πέρασε τα ελληνοτουρκικά σύνορα. Έδωσε αποφασιστικές μάχες στην Ελασσόνα (6 Οκτωβρίου) και στα Στενά του Σαρανταπόρου (9-10 Οκτωβρίου). Ακολούθησε η μάχη των Σερβίων, ελευθερώθηκε η Κοζάνη.
Στις 17 του ίδιου μήνα έδιωξε τον εχθρό από την Κατερίνη και προωθήθηκε μέχρι και τις εκβολές του Αλιάκμονα. Την επόμενη ημέρα, 18 Οκτωβρίου, ο υποναύαρχος Νικόλαος Βότσης ανατίναξε μέσα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης το τουρκικό θωρηκτό «Φετίχ Μπουλέντ». Η Βέροια ήταν η νέα έδρα του Στρατηγείου.
Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ, 19-20/10/1912,
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 26-10-1912
Στον κάμπο των Γιαννιτσών στις 19-20 Οκτωβρίου 1912 κρίθηκε η τύχη της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας. Κοντά στον περίφημο βάλτο, όπου είχε παιχθεί το αποφασιστικότερης σημασίας μέρος του Μακεδονικού Αγώνα, αναμετρήθηκαν οι ελληνικές με τις τουρκικές δυνάμεις. Δίπλα στην Πέλλα, την πρωτεύουσα του αρχαίου μακεδονικού βασιλείου στεφανώθηκε με τα κλαδιά της νίκης ο Ελληνικός Στρατός ανοίγοντας το δρόμο για τη μακεδονική πρωτεύουσα.
Οι ελληνικές δυνάμεις πέρασαν τον Αξιό και το Στρατηγείο εγκαταστάθηκε στο χωριό Τόψιν, τη σημερινή Γέφυρα. Εκεί άρχισαν οι διαπραγματεύσεις με την ηγεσία του ηττημένου τουρκικού στρατού για την παράδοση της πόλης. Στις 26 Οκτωβρίου, ημέρα μνήμης του προστάτη της Αγίου Δημητρίου, μετά την προώθηση των ελληνικών δυνάμεων δυτικά και βόρεια της πόλης, οι Τούρκοι υπέγραψαν την παράδοσή της. Παραδίδοντας ο Ταχτσίμ Πασάς το σπαθί του στον Κωνσταντίνο παρέδιδε σε ελληνικά χέρια και τη Μακεδονία.
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΑΣ, 22-23/10/1912
Σύμφωνα με το πολεμικό σχέδιο του Ελληνικού Στρατηγείου δύο μεραρχίες, η 4η και η 6η , στις οποίες στη συνέχεια προστέθηκαν και λίγες δυνάμεις της 7ης, προχώρησαν δυτικά των Γιαννιτσών προς τη Γουμένισσα και την κοιλάδα του Αξιού. Σκοπός οι εκδίωξη των τουρκικών δυνάμεων που κατευθύνονταν βορειοδυτικά. Ο απολεισμός τους να ανασυγκροτηθούν και η κατάληψη της κωμόπολης και της γέφυρας Γουμενίτσης. Έτσι ονομάζονταν και αναγράφονταν η γέφυρα του τρένου στο ύψος Αξιούπολης και Πολυκάστρου. Επίσης στόχος του Ελληνικού Στρατού ήταν η ζεύξη του Αξιού στο ύψος Αγίου Πέτρου – Αξιοχωρίου.
Ο Κρώφορδ Πράις, ανταποκριτής της εφημερίδας TIMES, ο οποίος παρακολούθησε από κοντά τον πόλεμο έγραψε: “….. Οι Έλληνες επροχώρησαν την 6ην των μεραρχίαν προς το αριστερόν και κατέλαβον την πόλιν και τον σταθμόν της Γουμέντζης, δεσπόσαντες τοιουτοτρόπως της γεφύρας, η οποία ζευγνύει εις το σημείον τούτο τον Αξιόν. Αναμφιβόλως η στρατηγική αύτη κίνησις είνε η εξαναγκάσασα τον Χασάν Ταχσίν πασσά να εγκαταλείψη το πρώτον του σχέδιον, κατά το οποίον προτίθετο να αντιτάξη αντίστασιν εις Τοψίν, να υποχωρήση δε προς την Θεσσαλονίκην…”.
Προηγουμένως, κατά τη διάρκεια της μάχης των Γιαννιτσών, στους κατοίκους της Γουμένισσας και της γύρω περιοχής ήταν ορατός ο κίνδυνος να περιέλθει ο τόπος τους στη ζώνη επιρροής του βουλγαρικού στρατού. Οι δυνάμεις τους κατευθύνονταν προς το νότο εγκαθιστώντας φρουρές σε πόλεις, κωμοπόλεις και οικισμούς από τους οποίους διέρχονταν. Τότε, εσπευσμένα και αυτοβούλως, αντιπροσωπεία των κατοίκων της Γουμένισσας κινούμενη από πατριωτισμό και πίστη στην ελληνική ιδέα έσπευσε προς το αρχηγείο του Ελληνικού Στρατού στα Γιαννιτσά, στον ίδιο τον Αρχιστράτηγο και Διάδοχο Κωνσταντίνο. Ζήτησε την άμεση αποστολή και εγκαθίδρυση ελληνικής φρουράς στην πόλη τους, πριν προλάβουν να φθάσουν οι από βορρά προς νότο κινούμενοι σύμμαχοι Βούλγαροι.
Η αντιπροσωπεία μετέφερε και παρέδωσε στη διοίκηση του Στρατού πολλά φορτία τροφίμων, φρούτων, ιδιαίτερα σταφυλιών, και ό,τι άλλο ήταν εφικτό για να ανακουφίσει τους πολεμιστές στα διαλείμματα των μαχών. Η παράκληση και η προσφορά εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα. Η ελληνική διοίκηση ανταποκρίθηκε αμέσως στο αίτημα των κατοίκων της Γουμένισσας. Έδωσε εντολή, την επόμενη ημέρα της μάχης, όπως ήδη προαναφέρθηκε, και μετά από ολιγόωρη ανάπαυλα των ανδρών, στρατιωτικά τμήματα να κατευθυνθούν προς αυτήν. Εκτίμησε προφανώς, πως η κατάληψή της σήμανε αυτόματα και έλεγχο της ευρύτερης περιοχής, της Υποδιοίκησης Γουμενίτσης, της μετέπειτα, από το 1927, επαρχίας Παιονίας .
Αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων ένας νεαρός επίστρατος δημοσιογράφος, ο Στράτος Κτεναβέας, μας πληροφορεί πως στις 22 Οκτωβρίου αναχώρησε η μεραρχία του προς τον Αξιό με εντολή να διέλθει από τη Γουμένισσα. Έτσι και έγινε. Η Ιστορία του Στρατού αναφέρει: “…Η Γουμένισσα και η σιδηροδρομική γέφυρα Πολυκάστρου στον Αξιό είχαν καταληφθεί από το ελληνικό τμήμα στις 22 και 23 Οκτωβρίου αντίστοιχα …”.
Την επομένη έγινε η παράδοση της κωμόπολης από τις τουρκικές στρατιωτικές αρχές στις ελληνικές, των οποίων επικεφαλής ήταν ο αξιωματικός Βενετσάνος Καπετανάκης. Εκείνος που επικεφαλής του τμήματός του εισήλθε πρώτος. Τελέστηκε δοξολογία και αναπέμφθηκαν ευχαριστίες προς τον Θεό για την ελευθερία που ήρθε ξανά στον τόπο μετά από πεντακόσια περίπου χρόνια. Ακολούθησαν πανηγυρισμοί των κατοίκων.
Οι Βούλγαροι που κατευθύνονταν όλο και νοτιότερα υποστήριξαν στη συνέχεια τη δική τους προτεραιότητα κατοχής της κωμόπολης, με το πρόσχημα πως ομάδα ενόπλων τους είχε εισέλθει σε αυτήν στις 21 Οκτωβρίου. Ήρθαν στην περιοχή στις 7 Νοεμβρίου και ως σύμμαχοι, όπως έκαναν και σε άλλους απελευθερωμένους από τον Στρατό μας τόπους. Εγκαταστάθηκαν αμφισβητώντας την ελληνική προτεραιότητα και δημιουργούσαν επεισόδια. Ο χειμώνας του 1912-1913 ήταν πολύ δύσκολος. Τελικά οι Έλληνες αξιωματικοί εκκαθάρισαν την κωμόπολη και την περιοχή από τους ενοχλητικούς συμμάχους, όπως έγινε και στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης.
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΠΑΙΟΝΙΑΣ, 23-25/10/1912
Μετά τη μάχη των Γιαννιτσών η προέλαση δύο ελληνικών μεραρχιών και άλλων δυνάμεων προς την τότε επαρχία Γουμενίσσης, ήταν αιτία να καταφθάσουν όχι μόνο στη Γουμένισσα αλλά και στους λοιπούς τόπους. Το βράδυ της 23ης Οκτωβρίου εισήλθαν στην Αξιούπολη. Με πρωτοβουλία του προέδρου του Σκρα Αναστασίου Σταυρίδη και άλλων πατριωτών εγκατέστησαν και εκεί φρουρά. Επίσης στις 23 τμήματα της 4ης μεταστάθμευσαν στον Άγιο Πέτρο. Από τις 23 ως και τις 26 η 6η αναπτύχθηκε από την Αγροσυκιά, τότε ανήκε στη Γουμένισσα, μέχρι τα χωριά του κάμπου δίπλα στον Αξιό, τα Άθυρα, τη Μεσιά, τον Ευρωπό, του οποίου οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι ακολούθησαν τον τουρκικό στρατό που οπισθοχωρούσε και τα Ρίζια. Στις 24-25 επιτεύχθηκε η ζεύξη του Αξιού στο ύψος Αγίου Πέτρου – Αξιοχωρίου. Η ανατολική πλευρά του ποταμού, τα χωριά Άσπρος, Αξιοχώρι και τα εκείνα της Θεσσαλονίκης ήταν υπό ελληνικό έλεγχο.
Στις 29 Οκτωβρίου μετά την εκκαθάριση της Θεσσαλονίκης από το βουλγαρικό στρατό που είχε εισέλθει στην πόλη με άδεια των Ελλήνων, το ευζωνικό σύνταγμα του Κ. Κωνσταντινόπουλου διατάχθηκε να μεταβεί σιδηροδρομικά στη Γευγελή και να την καταλάβει. Το βράδυ της 30ης έφθασε και διανυκτέρευσε στο Πολύκαστρο και την επομένη πεζή και μετά πορεία έξι και πλέον ωρών κάτω από δυνατή βροχή και δια μέσου των χωριών Πευκόδασος, Μικρόδασος και Εύζωνοι έφθασε στη Γευγελή, στην οποία πριν λίγο είχε εισέλθει μικρή ομάδα Σέρβων ιππέων.
Έτσι και το βόρειο τμήμα του σημερινού Δήμου Παιονίας ήταν σε ελληνικά χέρια. Με τη Διάσκεψη του Λονδίνου (Μάιος 1913) που ακολούθησε χαράχτηκε ο οροθετική γραμμή μεταξύ των ελληνικών και βουλγαρικών δυνάμεων. Ξεκινούσε από τη Δοϊράνη, διχοτομούσε τις λίμνες Αρτζάν – Αματόβου, λίγο πιο πέρα από το Πολύκαστρο, κατευθύνονταν προς την Πικρολίμνη και κατέληγε στο 14ο χλμ. της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης – Κιλκίς.
Πολύ γρήγορα οι σχέσεις της Βουλγαρίας με τους άλλους συμμάχους της, Έλληνες, Σέρβους, Μαυροβούνιους και Ρουμάνους διαταράχθηκαν και ακολούθησε νέα πολεμική αναμέτρηση, ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος (1913). Μέρος αυτού ήταν η μάχη της γραμμής Κιλκίς – Λαχανά (19-21/6/1913).