Αρθρογραφία

Η συνέχιση του Αγώνα από τους Μακεδόνες στη Νότια Ελλάδα

Γράφει ο Χρήστος Π. Ίντος

Μετά την καταστολή των επαναστατικών κινημάτων στη Χαλκιδική, τον Όλυμπο και το Βέρμιο, πολλοί κάτοικοι των περιοχών αυτών αλλά και από όλη τη Μακεδονία αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες και ως πρόσφυγες να αναζητήσουν προστασία σε άλλους τόπους. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών το δέχτηκαν οι Βόρειες Σποράδες. Άλλες ομάδες κατευθύνθηκαν προς άλλα νησιά του Αιγαίου και τη Στερεά Ελλάδα. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαβιούσαν ήταν τραγικές. Έλειπε το ψωμί και τα βασικά μέσα για την επιβίωση.

Πολλοί άνδρες οργάνωσαν πειρατικές ομάδες και με ορμητήρια τις Σποράδες άρχισαν επιδρομές σε νησιά και ακτές ηπειρωτικών περιοχών. Η κατάσταση δημιούργησε προβλήματα και τοπικοί άρχοντες ζήτησαν την παρέμβαση των ανώτερων αρχών για να περιοριστεί το φαινόμενο. Κάποιοι τους διασκορπισμένους, όταν ηρέμησαν κάπως τα πράγματα, επέστρεψαν στα σπίτια τους με την άδεια των οθωμανικών αρχών.

Οι Μακεδόνες μαχητές που κατέφυγαν στη Νότια Ελλάδα συνέχισαν τον απελευθερωτικό αγώνα στο πλευρό των εκεί αγωνιστών. Αποτέλεσαν τον πυρήνα του πρώτου τακτικού στρατιωτικού σώματος της Ελλάδας. Άλλοι αγωνίστηκαν στο πλευρό παλιών τους οπλαρχηγών, όπως του Διαμαντή και του Καρατάσου,. Έδωσαν μάχες σε όλη των επαναστατημένη Ελλάδα και οι επιτυχίες τους ήταν αξιόλογες. Ο Διαμαντής με δύναμη 250 ανδρών έδρασε στη Σκιάθο και τη Σκόπελο. Ο Καρατάσος με υπαρχηγό τον Αγγελή Γάτσο και πρωτοπαλίκαρο τον γιό του Τσάμη βοήθησε τον Γ. Καραϊσκάκη στις επιχειρήσεις των Αγράφων. Έφθασε στο Μεσολόγγι και τέθηκε υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Στις μάχες που δόθηκαν το καλοκαίρι του 1922 ο ίδιος ο Καρατάσος και το σώμα του διακρίθηκαν για την αγωνιστικότητα και την αποτελεσματικότητά τους.

Ο Αγ. Γάτσος με σώμα 100 ανδρών διακρίθηκε στη μάχη των Δερβενακίων και εντυπωσίασε τους συμπολεμιστές του. Ο Διαμαντής έλειψε κάποια περίοδο στον Όλυμπο, επέστρεψε και το σώμα του είχε καταλυτικό ρόλο στα γεγονότα της Εύβοιας. Όταν επέστρεψε ο Άρειος Πάγος, η ανώτατη διοικητική αρχή των Ελλήνων, τον όρισε Γενικό Διοικητή του μεγάλου νησιού. Εκεί τον Μάιο του 1823 αποβίβασαν οι Τούρκοι ισχυροί δύναμη πεζών και ιππέων που εξανάγκασε τους Έλληνες να αποσυρθούν αναχωρώντας από το νησί.

Αναστάσιος Καρατάσος (Γερο-Καρατάσος), ανδριάντας στη Βέροια, (πηγή, Βικιπαίδεια)

Στο Τρίκερι τον Αύγουστο του 1823 περίπου 2000 Μακεδόνες και Θεσσαλοί με αρχηγούς τους Καρατάσο, Γάτσο, Λιακόπουλο και Μπασδέκη αγωνίστηκαν και τελικά σε συμφωνία με τους αντιπάλους άφησαν την περιοχή και αποσύρθηκαν για άλλη μια φορά στις Σποράδες.

Πολύ σημαντική ήταν η συμμετοχή και η δράση των Μακεδόνων το 1824 στα Ψαρά. Μαζί με τους κατοίκους του μικρού ηρωικού νησιού προέβαλαν γενναία αντίσταση να το υπερασπιστούν από τους Τούρκους. Ήταν δύο σώματα Μακεδόνων. Το ένα 1000 ανδρών από μαχητές του Ολύμπου που είχε κληθεί και μισθοδοτούνταν από τους Ψαριανούς και ένα άλλο που υπερασπίζονταν την ακρόπολη του νησιού. Στις 24 Ιουνίου 1824 οι Τούρκοι με αλλεπάλληλες επιθέσεις εξόντωσαν τους περισσότερους και πυρπόλησαν την κωμόπολη. Όσοι διασώθηκαν κατέφυγαν για προστασία στη Μονή Αγίου Νικολάου. Ήταν γυναικόπαιδα, Ψαριανοί και 600 περίπου Μακεδόνες. Στις επιθέσεις που δέχτηκαν αντιστάθηκαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Όταν διαπίστωσαν πως ο αγώνας ήταν μάταιος, έβαλαν φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και ανατινάχτηκαν. Θάφτηκαν στα ερείπια με τους εχθρούς[1]. Από τους καπεταναίους των Μακεδόνων που υπερασπίστηκαν τα Ψαρά ήταν οι Χαλκιδικιώτες Λάμπρος και Κότας, ο Νάνος Τουρούντζιας από τη Σιάτιστα, ο Ιωάννης Τσόντσας από την Κοζάνη και ο Γούλας Δράσκος από τον Όλυμπο[2].

Ο Εθνικός ποιητής Δ. Σολωμός με το γνωστό επίγραμμα για τα Ψαρά, στων οποίων “… την ολόμαυρη ράχη περπατούσε η Δόξα μονάχη μελετώντας τα λαμπρά παλληκάρια…” ήθελε να αποτυπώσει ποιητικά τον αγώνα του νησιού και την καταστροφή του. Έγραφε και για τους Μακεδόνες που θυσιάστηκαν εκεί για την ελευθερία της Πατρίδας.

Στη Σχινόλακα της Μεσσηνίας 200 Μακεδόνες με αρχηγό τον Καρατάσο στις 18 Μαΐου 1825 επέτυχαν την πρώτη ελληνική νίκη κατά των δυνάμεων του Ιμπραήμ. Οχυρωμένοι στα σπίτια του χωριού αντιμετώπισαν μεγάλες δυνάμεις Αιγυπτίων και επί τέσσερεις ώρες τους κτυπούσαν προκαλώντας μεγάλες απώλειες. Οι πολεμιστές προέρχονταν από διάφορα μέρη της Μακεδονίας. Αργότερα, το 1830, ο Ιωάννης Κωλέττης έγραψε στα απομνημονεύματά του. …Πρώτος ο γερο-Καρατάσος εταπείνωσε την οφρύν του Άραβος εις τα πεδία της Μεσσηνίας…. Τα ίδια είπαν ο Δεληγιάννης και ο Κολοκοτρώνης.

Ο Σπυρίδων Τρικούπης έγραψε: «Tην δε 16, εν τάγμα Αιγυπτίων έπεσεν επί τούς υπό την οδηγίαν του Καρατάσου. Εκλεκτοί και εμπειροπόλεμοι ήσαν οι υπό τον αρχηγόν τούτον Μακεδόνες και άξιοι αυτού, καθώς και ούτος άξιος αυτών• διό, γενομένης σφοδράς μάχης, αν και δεν ήλθον εις βοήθειάν των οι εν Κρεμμυδίω, ενίκησαν οι ολίγοι ούτοι πολεμήσαντες μόνοι, έτρεψαν τους εχθρούς και επήραν υπέρ τα 100 λογχοφόρα όπλα ερριμμένα επί του πεδίου της μάχης και τα έστειλαν εις Τριπολιτσάν.[3]»

Και ο Νικόλαος Κασομούλης : «Ο Καρατάσιος …… (και οι άνδρες του) εκαρτέρεσαν όλοι, και μετά την φωτιάν – φωτιά πανταχόθεν (και αυτοί), και ετρόμαξεν τόσο τους Αιγυπτίους, ώστε αφού πολέμησαν έως 4 ώραις, και εφονεύθησαν πολλοί (από αυτούς), ατακτήσαντες, άφησαν πλήθος όπλα και φονευμένους και έφυγαν κακήν κακώς κυνηγημένοι από τους Έλληνας[4].

Στήλη οικιστών Μακεδόνων στη Σκάλα Αταλάντης, (πηγή, Βικιπαίδεια)

Άλλοι 200 Μακεδόνες υπό την αρχηγία του Τόλιου Λάζου εντάχθηκαν στην αποστολή του Καλλέργη και αναχώρησαν το 1825 για την Κρήτη με σκοπό να ενισχύσουν τον εκεί επαναστατικό αγώνα[5].

Αρκετοί ήταν οι Μακεδόνες που κατέφθασαν στο Μεσολόγγι (1825-26). Μαζί τους και ο Νικόλαος Κασομούλης που θα αναδειχθεί αξιόλογος αρχηγός και μαχητής αλλά και από τους σημαντικότερους ιστορικούς του αγώνα. Συμμετείχαν στην υπεράσπιση της πόλης, αγωνίστηκαν και υπέφεραν από τις στερήσεις μαζί με τους κατοίκους της και τους Ρουμελιώτες υπερασπιστές της. Μαζί με αυτούς οι Μακεδόνες συγκρότησαν την “Αθάνατη Φρουρά”. Έπεσαν οι περισσότεροι κατά την έξοδο με πρώτο από όλους τον Σερραίο πυροβολητή Κωνσταντίνο Μπαλτά.

Άλλοι Μακεδόνες κατατάχτηκαν στο σώμα, του Μάρκου Μπότσαρη, του Καραϊσκάκη, του Κανέλλου Δεληγιάννη και του Κολοκοτρώνη. Όπου και αν πολέμησαν οι Μακεδόνες “… εις το Μεσολόγγι, το Πέτα, την Κιάφα, το Τρίκερι, τας Θήβας, τα Δερβανάκια, τον Σχοινόλακαν, το Κρεμμύδι, την Ύδραν, τα Ψαρά, την Κρήτην, την Σκιάθον, την Αταλάντην, την Εύβοιαν, την Στερεάν και αλλαχού …… εθυσιάσθησαν και κατεστράφησαν χωρίς να ευτυχήσουν να ίδουν ελευθερουμένην και την ιδιαιτέραν των πατρίδα. ……. Μας έδωσαν υπέροχα δείγματα ηρωισμού και αυταπαρνήσεως, κοσμούντα την ιστορίαν της εποχής εκείνης, κληροδοτήσαντες εν τέλει εις τους επιγενομένους δόξαν και περγαμηνάς επί της πανελληνίου ευγνωμοσύνης”[6].

Μνημείο στη Σχινόλακα Μεσσηνίας για τους αγωνιστές υπό τον Γερο-Καρατάσο, (πηγή, Διαδίκτυο)

Οι Μακεδόνες οπλαρχηγοί με αναφορές τους προς την Ελληνική Κυβέρνηση ζητούσαν να ενταχθούν στο γενικότερο πλαίσιο των επαναστατικών διεργασιών και οι επαρχίες τους, ιδιαίτερα του Ολύμπου και των Πιερίων. Αυτό όμως αφέθηκε στις πρωτοβουλίες των τοπικών καπεταναίων, προκρίτων και ιερωμένων. Οι τοπικοί καπετάνιοι συναντήθηκαν στις 3 Νοεμβρίου 1827 στην Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου Ολύμπου και απευθύνθηκαν στην Κυβέρνηση ζητώντας γενικό αρχηγό και πολεμοφόδια για να συνεχίσουν τον αγώνα και όταν θα ορίζονταν τα όρια του νέου ελληνικού κράτους να συμπεριλαμβάνονταν και η Μακεδονία. Μπροστά στην κίνηση αυτή η Υψηλή Πύλη διέταξε εκκαθαρίσεις στη Μακεδονία και τότε καταστράφηκε και η Μονή του Αγίου Διονυσίου (Οκτώβριος 1828). Απάντηση δόθηκε τον Ιούλιο του 1829 από τον κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια. Οι τύχη τους (Θεσσαλών και Μακεδόνων) “…εξαρτάται αποκλειστικά από τις διαθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων …”[7]. Ο Κυβερνήτης ήταν “…περισπασμένος από τα πελώρια προβλήματα που αντιμετώπιζε στην ερημωμένη ελεύθερη Ελλάδα…” σημειώνεται σε άλλη ιστορική πηγή[8].

Μετά τη δημιουργία του νεότερου ελληνικού κράτους μη μπορώντας να γυρίσουν στη Μακεδονία που παρέμεινε κάτω από τον τουρκικό ζυγό δημιούργησαν τη Νέα Πέλλα κοντά στην Αταλάντη, όπου και εγκαταστάθηκαν. Ο νέος οικισμός δημιουργήθηκε μετά από έρανο που διενεργήθηκε μεταξύ των αποδήμων Μακεδόνων. Πρωτοστάτησε ο απόδημος Μακεδών Κωνσταντίνος Μπέλλος από τη Βλάστη. Πρώτος αυτός έκανε τη δική του προσφορά, ακολούθησαν και άλλοι[9].

[1]    Α. Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Θεσσαλονίκη 1969, ς. 621-6Ενθυμήματα .

[2]    Ι. Κ. Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες εις τους υπέρ της Πατρίδος αγώνας 1796-1832, Θεσσαλονίκη 1950, σ. 161.

[3]    Σ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Γ. από τη Βικιπαίδεια.

[4]    Ν. Κασομούλης, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων (1821-1833), τ. Β΄, σ. 40-41.

[5]    Ι. Κ. Βασδραβέλλης, Ο. π., σ. 173.

[6]    Ό. π., σ. 179.

[7]    Άρτεμη Ξανθοπούλου – Κυριακού, “Η επανάσταση του 1821 και η Μακεδονία”, στο Η νεότερη και σύγχρονη Μακεδονία, τ. Α΄, σ. 475.

[8]    Μακεδονία, 4000 χρόνια ιστορίας και πολιτισμού, Εκδοτική Αθηνών, σ. 444.

[9]    Α. Κ. Βακαλόπουλος, ό. π., σ. 616.

Περισσότερα
Δείτε ακόμα

Δραματική μείωση

Η στήλη συναντήθηκε τελευταία με τον πρώην δήμαρχο Κρουσίων (Κρουσσών) Γεώργιο Γαβριηλίδη, και η ερώτηση μας σχετιζόταν με το πολύ […]