Αρθρογραφία

ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΜΕ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΗΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ

Γράφει ο Χρήστος Ίντος

Η Γουμένισσα επί σειρά αιώνων, όπως και η συνώνυμη επαρχία της, υπάγονταν μέχρι το 1922 στην μητροπολιτική περιφέρεια Βοδενών (Εδέσσης). Πάντα τύχαινε της προσοχής και του ενδιαφέροντος των τότε οικείων Επισκόπων που τακτικά την επισκέπτονταν, στα πλαίσια των καθηκόντων τους. Συνέβαλαν ουσιαστικά στην ανάπτυξη του θρησκευτικού και εθνικού φρονήματος των κατοίκων της περιοχής με τη δημιουργία έργων υποδομής, λειτουργίας των ναών και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Μεγάλης και αποφασιστικής σημασίας ήταν η συμβολή τους στις παραπάνω δράσεις την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, από την περίοδο του φυλετισμού με τη δημιουργία της βουλγαρικής εξαρχίας το 1872 μέχρι και την απελευθέρωση της περιοχής το 1912. Μια περίοδο σαράντα και πλέον χρόνων, κατά την οποία ο ελληνισμός της Ηπείρου, Μακεδονίας και Θράκης δοκιμάστηκε κάτω από την πίεση ποικίλων προπαγανδών αλλά και ένοπλων φάσεων του αγώνα εκείνου.

Από την χορεία των Επισκόπων που ποίμαιναν την αρχιερατική περιφέρεια Γουμενίσσης την εν λόγω περίοδο εν συντομία αναφερόμαστε σε τρεις:

Ιερόθεος, Μητροπολίτης Βοδενών
Συνδέθηκε ιδιαίτερα με τη Γουμένισσα. Συνέβαλε αποφασιστικά στην προώθηση των ελληνικών γραμμάτων στην κωμόπολη την οποία επισήμως επισκέφτηκε στις 20 Νοεμβρίου 1876. Σε ειδική τελετή επικύρωσε το βιβλίο πράξεων της τοπικής Δημογεροντίας (1863-1894) και τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας για την ανάδειξη επιτρόπων των ναών και των εφόρων των ελληνικών σχολείων.

Ένα χρόνο αργότερα στις 25 Νοεμβρίου 1877 με τους επιτρόπους, τους εφόρους και τους προύχοντες της κωμόπολης συνέταξαν από κοινού κανονισμό λειτουργίας των εκκλησιαστικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της κωμόπολης. Συνέβαλε στην ανέγερση του περικαλλούς και εντυπωσιακού διδακτηρίου των Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Γουμενίσσης και στη σύνταξη καταλόγου συνεισφοράς των κατοίκων υπέρ αυτού.

Το σχολείο σταδιακά και κατά πτέρυγες ανεγέρθηκε την περίοδο 1882 – 1894. Στον κατάλογο των δωρητών αναφέρεται πρώτος ο Μητροπολίτης, ο οποίος προσέφερε το ποσό των δέκα λιρών (Χρ. Ίντος, Η Εκπαίδευση στον Ν. Κιλκίς την τελευταία περίοδο της τουρκοκρατίας, Γουμένισσα, 1992).

Ο Ιερόθεος Τριανταφυλλίδης ή Χατζηπαππάς υπηρέτησε στη Μητρόπολη Βοδενών από το 1875 μέχρι το 1896. Κατάγονταν από την Κωνσταντινούπολη, όπου γεννήθηκε το 1821, και σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Ως ιεροδιάκονος υπηρέτησε στη Θεσσαλονίκη και την περίοδο 1853-1851 ως επίσκοπος στην επισκοπή Καμπανίας που υπάγονταν στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης.

Από το 1861 ως το 1875 ποίμανε τη Μητρόπολη Στρωμνίτσης και από το έτος εκείνο μέχρι το τέλος της ζωής του τη Μητρόπολη Βοδενών (Κ. Γ. Σταλίδης, Η Ιερά Μητρόπολη Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας, τ. Α΄, Επίσκοποι, Έκδοση Ι. Μ. Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας, Έδεσσα 2006, σ. 226-239).

Στέφανος, Μητροπολίτης Βοδενών

Ο Βοδενών κυρός Στέφανος Δανιηλίδης (προσωπικό αρχείο).

Είναι ο Μητροπολίτης με την παραίνεση και την προτροπή του οποίου συντάχθηκε ο Κώδικας Διαθηκών Γουμενίσσης, στον οποίο συμπεριλήφθηκαν όλες οι διαθήκες που είχαν σχέση με δωρεές κατοίκων της κωμόπολης προς τα εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά τοπικά ιδρύματα. Ποίμανε την Μητροπολιτική περιφέρεια Έδεσσας την περίοδο της ένοπλης φάσης του Μακεδονικού Αγώνα (1904 – 1910).

Το όνομά του συνδέθηκε με τη Γουμένισσα, ιδιαίτερα με την οργάνωση και δράση των κατοίκων στον Αγώνα εκείνον. Η υπογραφή του Στεφάνου υπάρχει σε πλήθος εγγράφων που αφορούν στη Γουμένισσα της ποιμαντορικής του περιόδου του στην Έδεσσα, όπως διοριστήρια και αποδείξεις λογαριασμών πληρωμής εκπαιδευτικών, φωτογραφίες του προς γνωστά πρόσωπα της κωμόπολης (Χρ. Ίντος, Κώδικας Διαθηκών Γουμενίσσης, σ. 28-29, ανάτυπο).

Χαρακτηριστική είναι η πρωτοβουλία του, μετά τη δολοφονία του Μητροπολίτη Κορυτσάς Φωτίου (9-9-1906), να τελεσθεί σε όλες τις εκκλησίες της περιφέρειάς του την Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 1906 μνημόσυνο. Ο ίδιος χοροστάτησε στο μνημόσυνο που τελέστηκε στον Άγιο Πέτρο Γουμενίσσης, προφανώς να τονώσει το ηθικό των κατοίκων του χωριού που έχει χαρακτηρισθεί «ως το Σούλι της Μακεδονίας» αλλά και όλης της επαρχίας.

Έγγραφο (1877) της Δημογεροντίας Γουμενίσσης με την υπογραφή του Βοδενών Ιεροθέου (προσωπικό αρχείο).

Την ίδια ημέρα τα πανηγυρικότερα μνημόσυνα τελέστηκαν (με τη σειρά που αναγράφονται στην Εκκλησιαστική Αλήθεια», εφημερίδα του Πατριαρχείου) στη Γουμένισσα, τα Γιανιτσά, τη Γευγελή και την Έδεσσα (Κ. Σταλίδης, όπου παραπάνω, σελ. 327 με παραπομπές στο ΕΑ, ΚΣΤ΄(1906), τ. 30, φ. 39 (16-09-1906), σ. 463-464 κλπ).

Ο Στέφανος Δανιηλίδης κατάγονταν από τη Λήμνο. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις της Ι. Μ. Ανδριανουπόλεως και το 1902 εκλέχτηκε επίσκοπος Μυρέων. Το 1904 εκλέχτηκε Μητροπολίτης Βοδενών. Την περίοδο 1910-1912 ποίμανε την Ι. Μ. Πελαγωνίας (Μοναστηρίου) και από το 1912 ως το θάνατό του, το 1948, υπηρέτησε τη Μητρόπολη της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Λήμνου.

Αλέξανδρος, Επίσκοπος Λίτης (Λητής)

Ο Θεσσαλονίκης κυρός Αλέξανδρος (προσωπικό αρχείο).

Ο Επίσκοπος, ως αναπληρωτής του Βοδενών Ιεροθέου και αργότερα ως Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, είχε αναπτύξει ιδιαίτερες σχέσεις με τη Γουμένισσα. Φωτογραφίες του με ιδιόχειρη αφιέρωση διασώζονταν, όπως και προκατόχων του, σε αρκετά σπίτια Γουμενισσιωτών. Συνέδραμε σημαντικά την κωμόπολη την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα διευκολύνοντας ως Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης τη σύνθεση και την επικοινωνία κατοίκων της με το εκεί ελληνικό προξενείο.

Ο Αλέξανδρος Ρηγόπουλος, γεννήθηκε το 1851 στην Ανδριανούπολη, φοίτησε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και χειροτονήθηκε διάκονος. Από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως αρχιμανδρίτης διορίστηκε ιεροκήρυκας στη Μακεδονία με σκοπό να εμψυχώνει τους Χριστιανούς.

Το 1881 εκλέχτηκε τιτουλάριος επίσκοπος Λίτης (Λητής Μακεδονίας) για να αναπληρώνει στα καθήκοντά του τον Μητροπολίτη Βοδενών Ιερόθεο, ο οποίος είχε εκλεγεί μέλος της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αναπλήρωσε τον Ιερόθεο για δέκα ολόκληρα χρόνια και συνέδεσε το όνομά του με τη Μητρόπολη Εδέσσης.

Το 1891 εκλέχτηκε Μητροπολίτης Βάρνας, υπηρέτησε Μητροπολίτης Πελαγωνίας (1891-1892), Νεοκαισαρείας (1892-1903), Θεσσαλονίκης (1903-1910), Νικομηδείας (1910-1921) και από τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι το 1928 παρεπιδημούσε στη Θεσσαλονίκη όπου και πέθανε (όπου παραπάνω, σ. 241-252).

Περισσότερα
Δείτε ακόμα