Γενικά

Τα σιδηρουργεία του Πολυπέτρου

Γράφει ο Πολυκράτης Πανιτσίδης

Οι δεκαετίες του ‘’50 και του 60 αποτέλεσαν χρονικώς, τη μεταβατική περίοδο ενός πολιτισμού που έφευγε και ενός νέου που έφερνε η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας.

Η βασική αιτία της αλλαγής αυτής ήταν η έλευση του ηλεκτρικού ρεύματος και είχε ως αποτέλεσμα την οριστική αλλαγή πολλών επαγγελμάτων να χαθούν η να εξελιχτούν και να προσαρμοστούν στα δεδομένα της σύγχρονης εποχής αλλά και στο τρόπο ζωής των ανθρώπων.

Μπορώ να θεωρήσω τη γενιά μας τυχερή διότι έζησε τη μεταβατική αυτή περίοδο. Γνώρισε μια εποχή με πολλά πρωτόγονα χαρακτηριστικά, (έστω και στα τελευταία της) και μεγάλωσε με το ίδιο ακριβώς τρόπο που μεγάλωσαν πολλές γενιές πριν. Ταυτόχρονα ήταν από τις πρώτες γενιές, που απολάμβανε τα οφέλη της τεχνολογίας τα επόμενα χρόνια έως σήμερα.

Στην προσπάθεια καταγραφής τις ιστορίας του χωριού μου που επιχειρώ να κάνω, συμπεριλαμβάνετε και η καταγραφή των δυο σιδηρουργείων που λειτούργησαν στο παρελθόν και αποτυπώνουν ξεκάθαρα το τέλος μιας εποχής και της αρχής μιας άλλης για το επάγγελμα αυτό από παραδοσιακό που ήταν σε σύγχρονο.

Τα σιδηρουργεία αυτά ήταν των, Ιωάννη Γώγου του Γεωργίου και Χρήστου Δεμερτζή του Ηλία οι οποίοι εξάσκησαν επαγγελματικά τη δουλειά του σιδηρουργού στο Πολύπετρο για περισσότερο από πενήντα χρόνια. Με την προσωπική τους μαρτυρία καταγράφουμε την ιστορία των σιδηρουργείων τους και μαζί τους νοερά και μείς ταξιδεύουμε στις μέρες και τα χρόνια που ζήσαμε τότε.

Τα σιδηρουργεία βρίσκονταν στο κεντρικό δρόμο του χωριού το ένα απέναντι από το άλλο. Εικόνες οικίες για μικρούς και μεγάλους οι εργασίες που γίνονταν καθημερινά σε αυτά. Ο κύριος Γιάννης και ο κύριος Χρήστος, «οι σιδεράδες» με το προσωνύμιο που τους απέδωσαν οι συγχωριανοί τους, με την αξιοθαύμαστη εργατικότητα που τους διέκρινε, από νωρίς το πρωί έδιναν το έναυσμα για ζωή στο χωριό, ασκώντας ένα από τα αρχαιότερα επαγγέλματα.

Τους θυμόμαστε σκυφτούς πάνω στο αμόνι με επιμονή και αποφασιστικότητα να σφυρηλατούν με δύναμη το πυρωμένο σίδερο που έπαιρναν από το καμίνι, και μετά να το βουτούν στο κουβά με το νερό. Να εκτινάσσετε καπνός σαν από λάβα και μετά ξανά να το κτυπούν έως ότου αυτό πάρει τη μορφή που αυτοί θέλουν. Η συνεχή αυτή μάχη με το σίδερο και τη φωτιά άφηνε πάνω στο ιδρωμένο σώμα τους τη μουτζούρα. Μικρά παιδιά εμείς τότε αλλά και μεγάλοι ακόμα στεκόμασταν συχνά και παρατηρούσαμε την εργασία των σιδεράδων μας. Οι εικόνες αυτές στα παιδικά μας μάτια φαινόταν μαγικές. Μας γοήτευαν.

Στους τοίχους των εργαστηρίων τους, κρεμασμένα όλα τα εργαλεία τους στη σειρά. Κλειδιά, χειροκίνητα τρυπάνια, σφυριά και βαριοπούλες, κατσαβίδια, τσιμπίδες, τανάλιες, λίμες. Και κάτω στο δάπεδο τα σιδερένια αριστουργήματα τους, όπως αξίνες (κασμάδες), τσάπες, σκεπάρνια, φτυάρια, τσεκούρια, δρεπάνια, σφυριά, βαριές, υνιά, άροτρα, ρόδες για τα κάρα, αλλά και κάθε λογής σιδερένιο εξάρτημα από σίδερο περίμεναν τα αφεντικά τους.

Αργότερα με την έλευση του ρεύματος τα εργαλεία τους αντικαταστάθηκαν από τα ηλεκτρικά. Το καμίνι και το φυσερό έδωσαν την θέση τους στην ηλεκτροκόλυση, το χειροκίνητο τρυπάνι στο ηλεκτρικό, το σιδηροπρίονο και οι λίμες στον τροχό. Οι κατασκευές τους εκσυγχρονίστηκαν. Πόρτες μεταλλικές και παράθυρα, κιγκλιδώματα και άροτρα για τα τρακτέρ, ήταν τα νέα προϊόντα που παρήγαγαν για να καλύψουν τις νέες ανάγκες των ανθρώπων. Η δουλειά τους επεκτεινόταν εκτός από την κατασκευή των εργαλείων και στη συντήρηση και επισκευή τους, όταν φθείρονταν από την χρήση.

Η τέχνη του σιδερά είναι πολύ κουραστική και απαιτεί, πείρα, επιμονή, μεράκι και δύναμη και όλα αυτά οι «σιδεράδες» μας τα είχαν. Πριν φτιάξουν το δικό τους εργαστήριο μαθήτευσαν αφοσιωμένοι δίπλα σε έμπειρους τεχνίτες.
Είναι πολύ σημαντικό που πληροφορούμαστε από τους ιδίους το ιστορικό των σιδηρουργείων τους. Ας ακούσουμε λοιπόν τα όσα ενδιαφέροντα μας εξιστορούν:

Ονομάζομαι Γιάννης Γώγος του Γεωργίου και της Μαρίας Ρούσου.
Γεννήθηκα στο Πολύπετρο το 1929 και είμαι ο πρώτος από τα πέντε παιδιά της οικογενείας μας.
Όταν ήμουν μικρός σαν τον γιο σου, πολύ συχνά η μάνα μου με έπαιρνε και πηγαίναμε στον Άγιο Πέτρο. Ήταν από εκεί. Ο πατριός της μάνας μου ο Πέτρος Καρακοντάκης ήταν καροποιός – σιδηρουργός. Ήταν ξακουστός σιδεράς και καροποιός στην περιοχή. Πήγαινα κοντά του και «φυσούσα» το φυσερό. Παρακολουθούσα πως κατασκεύαζε τα σκεπάρνια, τα υνιά, τα τσεκούρια, τα δρεπάνια, τις τσάπες. Ήταν ειδικός σε αυτά. Έβαζε το σίδερο στην φωτιά και όταν αυτό κοκκίνιζε, το βουτούσε στο νερό να δει αν έγινε. Αυτό το επαναλάμβανε πολλές φορές έως να πάρει το χρώμα που ήθελε. Όταν έπαιρνε χρώμα μελανή σταματούσε, ήταν το κατάλληλο. Με το τρόπο αυτό το έκανε ατσαλένιο και ταιριαχτώ για τη δουλειά που ήθελε να κάνει.
Μετά πήρε την δουλειά ο θείος μου ο Διονύσης, ο αδελφός της μητέρας μου. Εκεί, από τον παππού μου έμαθα τα μυστικά της τέχνης αυτής. Μου άρεσε πολύ και από μικρός μου μπήκε η ιδέα να κάνω δικό μου μαγαζί.
Αργότερα το 1946 από την Θεσσαλονίκη, κάποιος Γιώργος Τριανταφυλλίδης ήρθε στο διπλανό χωριό Δυτικό, να ανοίξει καροποιείο – σιδηρουργείο. Είχε συγγενείς εκεί. Δεν βρήκε όμως χώρο κατάλληλο και μια μέρα ο θείος του ο μπάρμπα Γιάννης, τον έφερε στον πατέρα μου. Ρώτησε αν υπάρχει κάποιος χώρος να ανοίξει σιδηρουργείο, στο Πολύπετρο.

Ο πατέρας μου τον έβαλε στο στάβλο μας ως αρχή, μέχρι να βρεθεί κάτι καλλίτερο. Ο Γιώργος Τριανταφυλλίδης έφερε τα εργαλεία του και άρχισε να δουλεύει. Μετά το επόμενο καλοκαίρι το 1947, ο πατέρας μου έκτισε ένα καινούργιο μικρό χώρο με πλιθιά στην πλευρά του δρόμου. Ο μάστρο Γιώργος μετέφερε το εργαστήριο του στο νέο χώρο και δούλεψε μέχρι τέλους του 1947. Όλο αυτό το διάστημα δούλευα μαζί του και μάθαινα τη δουλειά. Δεκαέξι, δεκαεπτά χρονών παλικαράκι ήμουν τότε. Το χειμώνα που δουλειές δεν είχε, μας λέει ότι αποφάσισε να φύγει. Το φυσερό και όλα τα εργαλεία του, κλειδιά, σφυριά και άλλα, όπως ήταν έμειναν, τα πλήρωσε ο πατέρας μου και το μαγαζί το πήρα εγώ. Από αρχές του 1948 δούλευα μόνος μου έως και το 1951 που πήγα φαντάρος. Το καλοκαίρι του 1951 όταν εγώ έφυγα και το μαγαζί το έκλεισα, ήρθε στο χωριό στον πατέρα μου ένας καροποιός από την Ραχώνα ήταν και πρόεδρος στο χωριό του, ο Μιχάλης Καλυβάς και ζήτησε το μαγαζί να το κάνει καροποιείο. Ο πατέρας μου το έδωσε.
Όταν γύρισα από φαντάρος αρχές του 1953 τον πρότεινα να κάτσει άλλο ένα χρόνο να δουλέψουμε μαζί για να μάθω καλύτερα την δουλειά του καροποιού. Δέχτηκε, έκανε πάγκο εργασίας έφερε και άλλα εργαλεία που χρειαζόταν και δουλεύαμε μαζί. Την χρονιά αυτή παντρεύτηκα την γυναίκα μου Ελένη Κύρου και απόκτησα μαζί της τρία παιδιά. Τέλος του 1953 κατά τα Χριστούγεννα που οι δουλειές σταμάτησαν, ο Μιχάλης Καλυβάς έφυγε. Με το καινούργιο χρόνο του 1954 έμεινα μόνος μου.

Καροποιείο. Χρήστου Δεμερτζή 1950 εως 1965

Αργότερα, είδα στον Άγιο Πέτρο μια ηλεκτροκόλυση η οποία για να δουλέψει έπαιρνε κίνηση από ένα τρακτέρ. Μου άρεσε, διότι έκανε την δουλειά πιο εύκολα και επιπλέον μπορούσα να επισκευάζω κάποια σιδερικά στο χωράφι, η στο σπίτι του πελάτη. Την έβαλα στο μάτι και δυο χρόνια πριν έρθει το ρεύμα, (δεν ήξερα ακόμα αν θα έρθει και στο χωριό) γύρισα όλα τα σιδεράδικα της περιοχής, έφτασα έως και την Θεσσαλονίκη για να πάρω μια ιδέα με σκοπό να την αγοράσω. Και αγόρασα την καλύτερη με 19.500 δραχμές. Δεν είχα όμως τρακτέρ για να την λειτουργήσω, είχα όμως σκοπό να αγοράσω. Όταν ήρθε ο ηλεκτρισμός στο χωριό το 1966 την σύνδεσα στο ρεύμα και δούλεψα κατευθείαν. Μεγάλη ευκολία. Στα επόμενα χρόνια το χωριό γέμισε τρακτέρ.
Πελάτες εκτός από το Πολύπετρο είχα από όλα τα γύρω χωριά.
Πολύ δουλειά είχα, όταν ερχόταν η σπορά, χαμός γινόταν, για να προλάβω και την νύχτα δούλευα. Έκανα καλή δουλειά. Ήταν όλοι ευχαριστημένοι. Με κάγκελα δεν ασχολήθηκα. Παράλληλα δούλευα και τα χωράφια.
Όχι, δεν είχα κάποιο ατύχημα, πρόσεχα. Μόνο θυμάμαι μια φορά ήρθε ο Γιώργος ο Ναλμπάντης του Γιάννο ο πατέρας, έφερε ένα σίδερο που μπαίνει στο «ζυγό» για να το κολλήσω. Πριν ξεκινήσω του λέω.
-Μπάρμπα Γιώργο μην γελαστείς και κοιτάξεις εδώ που κολλάω!
Τελείωσα, με πλήρωσε, έφυγε. Την άλλη μέρα ήρθε και μου λέει:
-Εσύ μου είπες, αλλά εγώ δεν σε άκουσα. Το βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου, όλη την ώρα ήμουν στην βρύση και δρόσιζα τα μάτια μου.
Με τα κάρα δεν δούλεψα πολύ γιατί ήρθαν τα τρακτέρ και σταμάτησε ο κόσμος να κάνει καινούργια. Τρία μόνο κάρα κατασκεύασα. Το πρώτο κάρο που έκανα θυμάμαι ήταν του Δημήτρη Βουδούρη που ήταν πρόεδρος. Το δεύτερο στα Άθηρα και το τρίτο στη Φυλιριά. Αυτά τα έκανα και μετά σταμάτησα. Επισκεύαζα μόνο, αλλά με το που ήρθε το ρεύμα σταμάτησα εντελώς να δουλεύω με τα κάρα.
Κάποια διαστήματα που είχα πολύ δουλειά, συνεργάστηκα με τον Νίκο Αλούρη από τον Άγιο Πέτρο και τον Παναγιώτη από την Ραχώνα. Αυτός αργότερα δούλεψε και στο σιδηρουργείο του Δεμερτζή.

Η πληρωμή τα πρώτα χρόνια και μέχρι να έρθει το ρεύμα γινόταν στα αλώνια. Γυρνούσα από σπίτι σε σπίτι και μάζευα σιτάρι για να το πουλήσω στον έμπορο και να πάρω χρήματα. Ο κόσμος είχε φτώχια δεν είχε λεφτά ήταν δύσκολα χρόνια.
Σταμάτησα να δουλεύω το σιδηρουργείο τον Απρίλιο του 1997. Πενήντα χρόνια δουλειά γεμάτα μετρώ και παράλληλα και στα χωράφια με τα καπνά. Δεν είχα κάποιο ατύχημα από την δουλειά, αν και δεν πρόσεχα ιδιαίτερα. Το μόνο που υποφέρω τώρα στα γεράματα είναι από τα πόδια μου.


Ονομάζομαι Χρήστος Δεμερτζής του Ηλία και της Χρυσούλας Διαμαντή.
Γεννήθηκα στο Πολύπετρο το 1933 και είμαι ο πρώτος από τα πέντε παιδιά της οικογενείας μας. Το Δεμερτζής στα τούρκικα σημαίνει σιδεράς. Εμείς όμως από ότι γνωρίζω μέχρι και τον προπάππου μου σιδερά δεν είχαμε. Όλοι τους ήταν κτηνοτρόφοι και γεωργοί εκείνα τα χρόνια. Παλαιότερα ίσως να υπήρχε κανένας και έτσι να πήραμε το όνομα Δεμερτζής.

Από πολύ μικρός ξεκαθάρισα το επάγγελμα που ακολουθησα. Θα σου διηγηθώ μια ιστορία που έγινε η αιτία να μπω στην δουλειά αυτή.
Ήμουν δεν ήμουν 16 χρονών, όταν με τον παιδικό μου φίλο Θανάση Χειμωνίδη βοσκούσαμε τα πρόβατα μας, στα σύνορα με το διπλανό χωριό Δυτικό μέσα σε ένα βλάχικο τσιφλίκι. Ήταν μια καλοκαιρινή νύχτα. Οι ιδιοκτήτες μας αντιλήφτηκαν και καβάλα στα άλογά τους μας πήραν στο κυνήγι. Όπου φύγει, φύγει, παρατήσαμε τα πρόβατα σε μια χαράδρα και φύγαμε, γλυτώσαμε το ξύλο. Την άλλη μέρα το πρωί, πάμε στο μαντρί να αρμέξουμε τα πρόβατα. Είχα ένα παππού Χρήστο τον έλεγαν, ήρθε και αυτός για το άρμεγμα. Τότε ο Θανάσης Χειμωνίδης τον λέει.
Παππού θα μας σκότωναν οι Βλάχοι χθες βράδυ, και του εξηγεί το επεισόδιο.
Ο παππούς με πιάνει από το χέρι και μου λέει.

Στα πρόβατα δεν θα ξαναπάς.
Στο σπίτι ο πατέρας μου διαμαρτυρήθηκε και λέει στον παππού μου
Ποιος θα βοσκήσει τα πρόβατα; ποιος θα δουλέψει τα χωράφια;
Εγώ, του απαντά ο παππούς μου. Να τον πας να γίνει σιδεράς, ράφτης.
Και έτσι λίγες μέρες μετά βρέθηκα στα Γιαννιτσά να μαθαίνω τη τέχνη του σιδερά.
Τότε αυτές ήταν οι τέχνες, δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, ήταν τα κάρα τα άροτρα αυτά. Ήταν το 1949, μαθητευόμενος σιδεράς στα Γιαννιτσά σε κάποιον Σταμενίτη Διονύση. Πέντε έξη μήνες δούλεψα σε αυτόν και μετά στο σιδεράδικο του Θόδωρου Πούλκα, η καταγωγή του ήταν από την Γρίβα. Συνολικά ένα χρόνο έκατσα να μάθω την δουλειά. Φιλοξενούμουν σε ένα συγγενικό μας σπίτι. Η γυναίκα ήταν χείρα είχε δυο αγόρια και γω ένας, γίναμε τρεις. Εκεί έτρωγα και κοιμόμουν. Κατερίνα Παπά την έλεγαν. Και ο πατέρας της παπάς ήταν. Ο άνδρας της ήταν ένας Πελλοπονήσιος αστυνομικός και είχε πεθάνει.
Δούλευα όλη μέρα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Η δουλειά μας ήταν να επισκευάζουμε σβάρνες ξύλινες και σιδερένιες, ξύλινα και σιδερένια άροτρα. Επίσης διορθώναμε αλέτρια και σβάρνες που ζευόταν σε ζώα. Δεν πληρωνόμουν ούτε χαρτζιλίκι. Μια μόνο φορά στο χρόνο επάνω είπα το αφεντικό. – Καλό έργο έχει στο σινεμά! Και έβγαλε με έδωσε δυο δραχμές και πήγα είδα το έργο. Μου άρεζε η δουλειά και την έμαθα εύκολα.
Έτσι στο χρόνο επάνω καταλάβαινα πως ήμουν έτοιμος να ανοίξω το δικό μου σιδεράδικο. Πήγαμε με τον πατέρα μου στην Γουμένισσα και από τον Εφραίμ Σιδηρόπουλο αγοράσαμε τα εργαλεία του πατέρα του Παναγιώτη ο οποίος είχε σκοτωθεί στο αντάρτικο.

Το 1950 εκεί που σήμερα είναι το σπίτι του αδελφού μου, στην άκρη του δρόμου κτίσαμε το μαγαζί. Ένα χώρο οκτώ επί επτά μέτρα περίπου, κτισμένος με πλιθιά και πέτρα, έτσι όπως ακριβώς φαίνεται στην φωτογραφία. Η φωτογραφία αυτή είναι μόλις άνοιξα το σιδηρουργείο – Καροποιείο.
Ξεκίνησα τη δουλειά με τον Μιχάλη Καλυβά τον καροποιό από την Ραχώνα, ήταν πρόεδρος εκεί. Μέσα σε ένα χρόνο έμαθα και καροποιός. Επειδή είχε πολύ δουλειά και τα γύρω χωριά έρχονταν, λέει μια μέρα ο Μιχάλης θα φέρω και έναν ακόμα για βοήθεια και έφερε τον Παναγιώτη Γεωργίτση από την Ραχώνα και αυτός τεχνίτης. Αυτός έκανε μαθητευόμενος έξη χρόνια πριν, ως καροποιός, ήξερε την δουλειά καλά. Είναι αυτός που φαίνετε στην φωτογραφία. Τρία άτομα γίναμε. Στην φωτογραφία φαίνεται επίσης και ο Χρίστος Πεχλιβάνης του Παντελή δέκα χρόνων ήταν τότε. Την φωτογραφία την έβγαλε ένας πλανόδιος φωτογράφος με το τρίποδα στο χέρι. Περνούσε από το δρόμο, τον φώναξα και μας έβγαλε.

Ο Μιχάλης Καλυβάς δυο χρόνια περίπου δούλεψε και σταμάτησε, έμεινα με τον Παναγιώτη. Με τον Παναγιώτη δουλέψαμε τέσσερα, πέντε χρόνια. Εδώ που ήταν στο χωριό γνώρισε την Ντίνα Τσιντσιάδη την οποία παντρεύτηκε και πήγαν να ζήσουν στον Εύρωπο. Μαζί μου ήταν μέχρι το 1954.
Μετά είχα τον Δημήτρη Παυλίδη από την Γουμένισσα ο οποίος ήταν μέχρι το 1957.
Μετά μέχρι το 1960 ήρθε από την Μεσιά ο μπάρμπα Δημητρός Γεωργιάδης. Αυτός πιο πολύ με έδινε οδηγίες, ήταν ηλικιωμένος. Όλοι αυτοί δούλευαν μόνο τα καλοκαίρια που είχαμε και δουλειά.

Από το 1960 έως και το 1966 που το σταμάτησα το κηροποιείο δούλευα μόνος μου. Το έκλεισα λόγω του ότι ήρθε το ρεύμα στο χωριό και βγήκαν μηχανήματα ηλεκτρικά. Αλλά και επειδή άρχισαν τα κάρα να μην έχουν και πολύ δουλειά γιατί ήρθαν τα τρακτέρ και τα αυτοκίνητα.
Έτσι για τους λόγους αυτούς σταμάτησα να δουλεύω με τα κάρα και δούλευα ως σιδεράς στο νέο μαγαζί που έκανα δίπλα στο παλιό το οποίο υπάρχει έως σήμερα. Πήγα αγόρασα εργαλεία ηλεκτρικά από την Θεσσαλονίκη, τροχό, ηλεκτροκόλυση για κολλήματα, γιατί παλιά τότε, δεν είχαμε τα κάναμε τα σιδερικά στο καμίνι, με την φωτιά τα κολλούσαμε. Άρχισα να κατασκευάζω μεταλλικές πόρτες, κουφώματα, παράθυρα, κάγκελα, σκελετούς για τα αντίσκηνα που ξέραιναν τα καπνά κ.α.
Από το 1949 έως το 2010 που σταμάτησα στα 80 μου χρόνια, δούλεψα κάνοντας την ίδια δουλειά. Πριν πάρουμε το ρεύμα κουράστηκα πάρα πολύ. Η δουλειά ήταν δύσκολη, στο καμίνι όλη μέρα που γινόταν οι κολλήσεις, καλοκαίρι με την κάψα, να κολλάς τα σίδερα και αργότερα με την ηλεκτροκόλυση και το οξυγόνο. Η κάπνα ήταν τόσο πολύ που οι πελάτες μου έβγαιναν έξω από το μαγαζί, δεν μπορούσαν να την ανεχτούν. Εμένα αυτή η μυρωδιά σαν να με ξεκούραζε…. την συνήθισα, ενώ ήταν ανθυγιεινή. Δύσκολη και ανθυγιεινή δουλειά. Από τα αδέλφια μου εγώ δεν φορώ γυαλιά. Δόξα το θεό ούτε πνευμόνια ούτε μάτια τίποτα. Μόνο από την πολύ ορθοστασία σήμερα υποφέρω από τα πόδια μου. Έκανα δυο φορές εγχείρηση. Και ακόμα υποφέρω. Από τα άλλα είμαι καλά.

Παντρεύτηκα το 1957 την Δέσποινα Μπεκτασιάδου. Το 1959 έκανα καινούργιο σπίτι. Αποκτήσαμε δυο κοριτσάκια. Παράλληλα έβαζα και καπνά. Σηκωνόμασταν με την γυναίκα μου τρεις η ώρα το πρωί και πηγαίναμε στα καπνά. Μαζεύαμε το καπνό, ερχόμασταν σπίτι, τα παιδιά μικρά. Για το βελόνιασμα ερχόταν κοριτσάκια από την γειτονιά και βελόνιαζαν. Τα πλήρωνα. Και εγώ πήγαινα στο μαγαζί.

Από τις 24 ώρες δούλευα 20. Και τα βράδια με ξυπνούσαν πολλές φορές όταν πάθαιναν ζημιές στα οργώματα. Στην πόλη είναι αλλιώς ήρθε η ώρα να σχολάσεις, έκλεινες το μαγαζί. Εδώ χωριό είναι, είναι αλλιώς δεν μπορείς να πεις όχι, τον εξυπηρετείς τον άλλον.
Η πελατεία μου ήταν από το χωριό αλλά και τα γύρω χωριά. Η πληρωμή εκείνα τα πρώτα χρόνια γινόταν στα αλώνια με σιτάρι το οποίο πήγαινα από σπίτι σε σπίτι και το μάζευα. Λεφτά δεν υπήρχαν. Βερεσέ, δραχμή δεν έπαιρναν οι άνθρωποι από πουθενά. Τον Αύγουστο στα αλώνια έβγαινα και πληρωνόμουν σε σιτάρι. Αν ήταν 2 δραχμές εγώ το έπαιρνα τρεις, και με την σειρά μου το πουλούσα στον έμπορο δυο. Δεν γινόταν αλλιώς έτσι έκανα την είσπραξη.
Αργότερα βέβαια ήταν καλλίτερα τα πράγματα, ο κόσμος είχε χρήματα και πλήρωνε.

Κλείνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω τους κυρίους Γιάννη Γώγο και Χρήστο Δεμερτζή οι οποίοι ανταποκρίθηκαν με μεγάλη προθυμία στην πρόταση μου να μου πουν για το επάγγελμά τους. Την εργασία αυτή, τους την αφιερώνω. Είναι δικιά τους.

Περισσότερα
Δείτε ακόμα