Οικονομία

«Γολγοθάς» χωρίς τέλος γιά την Ελλάδα η κρίση

Γράφει ο Πολύκαρπος Βασιλειάδης

Τρείς μόλις μήνες μετά την έξοδο από το διεθνές πρόγραμμα σωτηρίας, η χώρα μας αντιμετωπίζει εκ νέου σοβαρά δημοσιονομικά και οικονομικά προβλήματα και κυρίως προβλήματα με το τραπεζικό της σύστημα για το οποίο δυστυχώς όπως διαφαίνεται ανώδυνη λύση δεν υπάρχει.

Τα λεφτά δεν φτάνουν (ή καλύτερα φτάνουν μέχρι το 2021) ενώ η εμπιστοσύνη των επενδυτών είναι μηδενική καθώς είναι ολοφάνερο ότι η προσπάθεια για σταδιακή αποκλιμάκωση που επιχειρείται από την πολιτική και οικονομική ηγεσία των Αθηνών χάνει συνεχώς έδαφος.

Οι τράπεζες φέρουν έντονα τα σημάδια της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης και οι δανειολήπτες όλο και περισσότερο αδυνατούν να ανταποκριθούν στις οφειλές τους αφού οι υποχρεώσεις ως ποσοστό είναι το υψηλότερο στην Ε.Ε, και αν λάβουμε υπόψη ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των κεφαλαίων των τραπεζών αποτελείται από τις αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις τους, τότε γίνεται αντιληπτό γιατί οι επενδυτές όχι μόνο είναι επιφυλακτικοί, άλλα δικαιολογημένα άφαντοι…

Είναι γεγονός ότι το πρόβλημα είναι κοινό αλλά είναι αλήθεια επίσης ότι υπάρχουν και μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις τέσσερις συστημικές τράπεζες με κάποιες να βρίσκονται σε καλύτερη θέση από τις άλλες και μία εξ αυτών να ελέγχεται για την κεφαλαιακή επάρκειά της.

Η επενδυτική κοινότητα δεν νοιάζεται όμως για το ποιός είναι χειρότερα ή λιγότερο χειρότερα. Βλέπει ότι τράπεζες απαξιωμένες υποαποδίδουν σε σχέση με τις λοιπές ευρωπαϊκές κατά 72% μόνο για φέτος (και κατά 450% τα τελευταία 4 έτη).

Στις αρχές του 2018, ο ESM διενήργησε έλεγχο αντοχής (stress test) ειδικά για τις ελληνικές τράπεζες και τις πέρασε σχεδόν όλες με άριστα. Κατά το πόρισμα, μόνο η Πειραιώς έπρεπε να λάβει μέτρα, έχοντας ανάγκες 500 με 600 εκατομμύρια ευρώ, πρόβλημα που ξεπεράστηκε με μία μελέτη η οποία θεωρητικά αποδείκνυε ότι εύκολα θα αντλούσε το αναγκαίο ποσό από τις αγορές έως το τέλος του έτους (τέλος 2018) εκδίδοντας ομόλογα τιτλοποιημένων δανείων μειωμένης εξασφάλισης, χωρίς να έρθουν χρήματα έως σήμερα στα ταμεία της τράπεζας.

Αντίθετα μάλιστα επιδεινώθηκε η κατάσταση και στις άλλες τράπεζες. Οι εποπτικές αρχές (ΕΚΤ – Τράπεζα Ελλάδος) έχουν ευθύνη γιατί συνεχίζουν να εθελοτυφλούν σε βασικά διαρθρωτικά προβλήματα τα οποία συνεχώς μεταθέτουν για αργότερα (τα κρύβουν προσωρινά κάτω από το χαλί) και μόλις πρόσφατα κατατέθηκε από τον Διοικητή της Τ.Ε κ. Στουρνάρα πρόταση προς εξέταση με πολλά ωστόσο αδιευκρίνιστα και αστήρικτα σημεία που εφόσον τα αποδεχτούν οι τραπεζίτες, θα σταλούν για εξέταση -έγκριση στην Κομισιόν.

Μέχρι στιγμής αυτό που γίνεται είναι να δίνεται πίστωση χρόνου και να μετακυλίονται τα προβλήματα για την επόμενη χρονιά, εστιάζοντας σε νούμερα και σειρά στόχων που ποτέ δεν επιτυγχάνονται και ποτέ δεν θα επιτευχθούν.

Οι ελληνικές τράπεζες επανεκτιμούν ξανά ότι σίγουρα μπορούν να μειώσουν το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε κάτω του 20% μέχρι το τέλος του 2021 (σήμερα είναι πάνω από 60% κατά μέσο όρο).

Δηλαδή εκτιμούν ότι θα εισπράξουν πάνω από 35 δις καθυστερημένες οφειλές. Η ΕΚΤ συνηγορεί δια της σιωπής της αλλά οι αναλυτές αμφισβητούν ότι αυτός ο στόχος είναι ρεαλιστικός ή ότι μπορεί να υλοποιηθεί αφού οι συστημικές τράπεζες θεωρούνται ευθύς εξαρχής ότι αποτελούν τον αδύναμο κρίκο και παρουσιάζουν σοβαρές ανισσοροπίες για αυτό τελευταία πληθαίνουν τα σενάρια περί συγχώνευσή τους ή επανατοποθέτησής τους σε ένα νέο τραπεζικό σχήμα (είναι γνωστά τα σενάρια περί συγχώνευσης Πειραιώς – ΑΛΦΑ) με συμβολικό τίμημα (ελπίζουμε όχι και με συνέπειες για τους καταθέτες τους).

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα χρειάζεται μια δυναμική αλλαγή – απαλλαγή από τα βαρίδια και τα λάθη του παρελθόντος, άλλως κινδυνεύει να καταρρεύσει από την νόσο του ”παλαιομοντελισμού του”. Το πιο επείγον για όλους τους αρμοδίους είναι να σταματήσει η χρηματιστηριακή αιμορραγία των τραπεζών των οποίων η αξία έχει απομειωθεί 80% μόνο κατά τους τελευταίους 6 μήνες.

Εάν π.χ. τράπεζα αποτύχει να αντλήσει τα απαιτούμενα κεφάλαια (είτε μέσω έκδοσης ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης, είτε μέσω αύξησης ΜΤΧ) υπάρχει ορατός κίνδυνος να παραβιάσει τους κανόνες κεφαλαιακών απαιτήσεων, θέτοντας σε σοβαρό κίνδυνο τους ανθρώπους που την εμπιστεύτηκαν και την εμπιστεύονται.

Οι επιλογές – λύσεις δεν είναι πολλές. Αφενός οι εποτπικές αρχές πρέπει να αποφασίσουν για ακόμη μία ανακεφαλαιοποίηση που θα κοστίζει εκ νέου αρκετά χρήματα αλλά θα τακτοποιήσει και πάλι κάπως τους ισολογισμούς των τραπεζών, ή θα πρέπει να υιοθετήσουν μία άλλη επιλογή (ίσως πολύ επώδυνη για αρκετούς), αλλά οριστική λύση.

Μία ενδιάμεση λύση αποτελεί η πολυσυζητημένη δημιουργία μίας bad bank η οποία θα αντλήσει κεφάλαια από την έκδοση δανειακών ομολόγων τιτλοποιημένων κατασχεμένων ακινήτων και θα ”αγοράσει” εξυπηρετούμενα και μη εξυπηρετούμενα, εξασφαλισμένα και μη εξασφαλισμένα δάνεια σε τρέχουσες τιμές αγοράς. Με αυτόν τον τρόπο τα δεσμευμένα κεφάλαια που θα απαιτηθούν θα είναι πολύ λιγότερα, το τραπεζικό σύστημα θα επανέλθει και η κεντρική κυβέρνηση θα αρχίσει να ελέγχει μία ανεξέλεγκτη έως σήμερα κατάσταση.

Ναι, φυσικά και υπάρχουν μειονεκτήματα και σε αυτό το εγχείρημα όπως το ότι μπορεί να θεωρηθεί κρατική βοήθεια και να μην λάβει την σχετική έγκριση από την κομισιόν. Επίσης σημαντικό μειονέκτημα αποτελεί η επιβάρυνση των φορολογουμένων – δημοσίου για ακόμη μία φορά αλλά με ποσά πολύ λιγότερα από όσα θα χρεωθούμε εάν οι πολιτικοοινομικοί ταγοί συνεχίσουν την ίδια πολιτική του μπαλώματος – αγοράς χρόνου.

Χαρακτηριστικό είναι το κόστος των 110 δις έως σήμερα χαμένων κεφαλαίων για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που φαίνεται ότι μηδενίζονται για 4η φορά, χωρίς να έχει λυθεί ο ”γόρδιος δεσμός”.
Είναι εύλογο το ερώτημα. Μα δεν το σκέφτηκαν έως σήμερα ; Θωρώ ότι το σκέφτηκαν πάρα πολλές φορές αλλά φοβάμαι ότι οι τελικοί λήπτες των αποφάσεων εξυπηρετούν σκοπιμότητες, ή αδιαφορούν, ή έχουν άλλα σχέδια κατά νου (βλέπε ποιοί είναι πίσω από τις εισπρακτικές και τις εταιρίες διαχείρισης δανείων).

Εάν η κεντρική κυβέρνηση είχε αποφασίσει εξαρχής την λειτουργία της ΄΄κακής τράπεζας” αρκετά από τα χρήματα θα είχαν εξοικονομηθεί (θα χρειάζονταν περίπου 40 δις και όχι 110 δις) και το κλίμα εμπιστοσύνης σαφώς θα ήταν καλύτερο.

Για ακόμη μία φορά φαίνεται ότι οι αρμόδιοι θα ακολουθήσουν τον λάθος δρόμο της ανακεφαλαιοποίησης, του 4ου σίγουρου μνημονίου και της διολίσθησης στην συνεχόμενη ύφεση καθυστερώντας απλά το αναπόφευκτο με προσδιορισμένη ημερομηνία λήξης ( 2021).
Αν δεν κοπούν οι δεσμοί με το παρελθόν και αν δεν σταλούν οι έως τώρα λήπτες των αποφάσεων σε απολογία, ίσως και τιμωρία ως ”μετεξεταστέοι μαθητές”, ούτε το τραπεζικό σύστημα θα έχει μέλλον ούτε και ο ”γόρδιος δεσμός” θα σπάσει ποτέ.

* Οικονομολόγος, τραπεζικός διαμεσολαβητής, υπεύθυνος επιχειρήσεων ΕΒΕ Κιλκίς

Περισσότερα
Δείτε ακόμα