Αρθρογραφία

Τα εγκλήματα των Τούρκων κατά των Ελλήνων του Πόντου κατά την δεκαετία 1914 – 1923

Γράφει ο Πολύκαρπος Γεωργιάδης

Με την ευκαιρία του εορτασμού των διακοσίων ετών από την Επανάσταση του 1821 σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, θέλω να παραθέσω κάποια στοιχεία για το παραπάνω θέμα.
Η Πατρίδα μας κατά τη διάρκεια των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821, έζησε ένδοξα ιστορικά γεγονότα, τα οποία μετέτρεψαν την Ελλάδα από ένα μικρό κρατίδιο του 1832, στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα. Όμως έζησε και ιστορικά γεγονότα μικρών ή μεγάλων αποτυχιών, αλλά και μεγάλων απωλειών. Η μεγαλύτερη απώλεια είναι η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, γεγονός που θεωρείται η χειρότερη καταστροφή της Ελληνικής ιστορίας μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Σταυροφόρους της Δύσης και την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους.
Η Μικρασιατική Καταστροφή είναι ένα πελώριο θέμα με πολλές διακλαδώσεις. Μία από αυτές είναι οι εκτοπίσεις – εξορίες των Ελλήνων του Πόντου.
Οι εξορίες των Ελλήνων του Πόντου είναι δύο. Η πρώτη έγινε κατά τη διάρκεια των ετών 1916 και 1917, και η δεύτερη έγινε κατά τη διάρκεια του έτους 1921.
Παρακάτω θα εξιστορήσω τις περιπέτειες και τα βάσανα της μάνας μου Σαΐας Αβραμίδου – Γεωργιάδου (1898 – 1993), που έζησε και τις δύο εξορίες. Τις περιπέτειες αυτές τις άκουσα να τις διηγείται αμέτρητες φορές. Τις κατέγραφα και τις παρέθεσα στο βιβλίο μου «ΜΝΗΜΗ ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ», Α’ και Β’ Έκδοση των ετών 1996 και 2017.
Τις αντιγράφω παρακάτω σχεδόν αναλλοίωτες:
«Η ξένοιαστη ζωή της Σαΐας τελείωσε τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1916, με τις εξορίες. Σ’ ένα γκρουπ εξορίστων εντάχθηκε η εξαμελής οικογένειά της (η μητέρα της με τα τέσσερα παιδιά της και μια εγγονή της). Η εξορία άρχισε στις 24 Δεκεμβρίου 1916, παραμονή Χριστουγέννων. Ακολούθησε την πορεία: Αρτούχ – Μερκέζ – Μαϊτορόζ Χανούμ – Περούκ – Μεσουντιέ – Νίξαρ – Τοκάτη και κατέληξε στο χωριό Σαλτούχ, 6 – 7 χιλιόμετρα από την Τοκάτη.
Καθώς πορεύονταν πέρασαν από τη Νεοκαισάρεια. Η μητέρα της Σαΐας, με τη μεγάλη της κόρη, επισκέφτηκαν τον κατάδικο Αβραάμ, πατέρα της μάνας μου. Θέλησαν να δωροδοκήσουν τον φύλακα και να τον ελευθερώσουν. Ο φύλακας άρχισε να φωνάζει και να τις διώχνει. Τις απειλούσε, αν δε φύγουν, θα τις πυροβολήσει. Άκουσε τις φωνές ο δικαστής και βγήκε έξω. Τι θέλετε; τις ρώτησε. Να δούμε τον Αβραάμ, απάντησαν. Τις άφησε. Τον είδαν για τελευταία φορά. Του είπαν: “αν θέλεις να σου δώσουμε λίγα χρήματα”. Όχι, τις είπε. Και τα λίγα που έχω, να σας τα δώσω. Χώρισαν με βαριές καρδιές. Σε λίγες ημέρες τον κρέμασαν. Οι ψυχές τους αντάμωσαν στους ουρανούς.
Η πορεία κράτησε 20 μέρες. Μετά την Τοκάτη αμόλησαν τους εξορίστους στα γύρω χωριά. Ένα μεγάλο μέρος του γκρουπ έφτασε στο Σαλτούχ και καταυλίστηκε στο σχολείο του χωριού. Το σχολείο αυτό έγινε ο ΤΑΦΟΣ των περισσοτέρων αυτών δυστυχισμένων – πλην ηρωικών τέκνων του Γένους – υπάρξεων, που πέθαναν από τις κακουχίες, τα κρύα και τις παγωνιές, από την πείνα και τη δυσεντερία, που τους έκοβε τα σωθικά. Τους έθαβαν άκλαυτους και ασαβάνωτους, τις περισσότερες φορές χωρίς παπά. Ο ένας έκλεβε τον άλλον για να επιζήσει λίγες ώρες ακόμη, όπως οι δύστυχοι Εβραίοι στους θαλάμους αερίων των Ναζί, που οι μεν ανέβαιναν επάνω στους δε, για να ζήσουν λίγες στιγμές ακόμη.
Τις τελευταίες στιγμές της ζωής τους οι εξόριστοι Πόντιοι παππούδες και γιαγιάδες μας δεν έβρισκαν αγαπημένο πρόσωπο να τους δώσει ένα ποτήρι νερό ή κάποιον να τους πει ένα γλυκό λόγο παρηγοριάς. Ποιος θα τα έκανε όλα αυτά; Ήταν όλοι κατάκοιτοι και ετοιμοθάνατοι. Κανένα προσφιλές πρόσωπο δεν μπορούσε να τους προσφέρει το γλυκό χάδι του αποχωρισμού ή να τους κλείσει τα μάτια, λέγοντας το στερνό αντίο. Εκεί, στον καταραμένο αυτό τόπο της εξορίας, ο καθένας πάλευε μεταξύ ζωής και θανάτου.
Από αυτήν την κόλαση, με τη θέληση του Θεού, βγήκε ζωντανή η Σαΐα και η μικρότερη αδελφή της Κλωνάρα, ενώ πέθαναν η μητέρα της, η μεγαλύτερη αδελφή της με την κορούλα της και ο μονάκριβος – Βενιαμίν της οικογένειας – αδελφός της. Στις διηγήσεις της η Σαΐα για τον αδελφό της Γιώργο, μέχρι το τέλος της ζωής της, δάκρυζε. Γι’ αυτόν τα δάκρυα δε στέρεψαν ποτέ.
Από τους διασωθέντες εξορίστους, μια ομάδα 300 – 400 ατόμων, μεταξύ των οποίων και η Σαΐα με την αδελφή της, γύρισε στα χωριά τους, μετά από εξορία πέντε μηνών. Βρήκαν τα σπίτια τους κατειλημμένα από Τούρκους πρόσφυγες της περιοχής Τραπεζούντας. Η επιστροφή των εξορίστων θεωρήθηκε παράνομη. Η Αστυνομία τους συγκέντρωσε γρήγορα και τους ξαναέστειλε πίσω στον τόπο της εξορίας.
Η Σαΐα κατά την πορεία της β’ φάσης αυτής της εξορίας (Ιούνιος 1917), κρύφτηκε σ’ ένα χωριό της περιοχής Νεοκαισάρειας ή Νίξαρ και προστατεύτηκε από μια κυρία ονόματι Ελένη για δέκα μήνες. Στη συνέχεια την πήρε ο αδελφός της Ελένης, που ήταν παπάς στο χωριό Παγτάτ. Εκεί έμεινε περίπου δύο χρόνια – δεν ήξερε ότι η εξορία είχε λήξει – και τέλη του 1919 γύρισε στο Γουζούλ Τσιουχούρ. Ήταν ολομόναχη. Τη φιλοξενούσε η θεία της Λεμόνα – γυναίκα του θείου της Κωνσταντίνου Αβραμίδη.
Μέσα στο 1920 παντρεύτηκε τον δάσκαλο Νικόλαο (άγνωστο επώνυμο) από το Αρτούχ. Το 1921 ο άνδρας της επιστρατεύτηκε και στάλθηκε στα Αμελέ Ταμπουρού, όπου αρρώστησε και πέθανε (1921). Μέσα στο 1921 απέκτησε μια κορούλα, τη Μόρφη.
Την εποχή αυτή τα πράγματα είχαν πάρει άσχημη τροπή για την Ελλάδα, στη Μ. Ασία. Σε πολλές περιοχές του Πόντου άρχισε νέα εξορία. Η νέα εξορία έγινε το 1921 με προορισμό το Ντηαρμπεκίρ αρχικά, και το Χαλέπι της Συρίας, στη συνέχεια. Νέα βάσανα, νέες κακουχίες. Ατέλειωτες πορείες, απερίγραπτες στερήσεις. Αφανισμός!
Σ’ ένα από τα γκρουπ της εξορίας αυτής βρέθηκε να πορεύεται και η Σαΐα. Η πεθερά της αδιαφόρησε για την τύχη της. Φορτωμένη στη ράχη της την τριών μηνών κορούλα της και ένα μπογαλάκι στα χέρια βάδιζε, βάδιζε, βάδιζε… Στα αυτιά της ηχούσαν συνεχώς οι λέξεις “Γιούρουνουζ! Γιούρουνουζ, γκιαούρ ολάν!”. (Προχωράτε! Προχωράτε, παλιοέλληνες!).
Στα πρώτα κιόλας χιλιόμετρα η ψυχούλα του 3μηνου μωρού της Σαΐας πέταξε στα ουράνια. Ήταν τόσο μικρό για να αντέξει τόσο μεγάλα βάσανα. Η δύστυχη μάνα ούτε που κατάλαβε ότι κουβαλούσε στην πλάτη της το κουφάρι του πεθαμένου μωρού της. Κι όταν το κατάλαβε, ούτε βαρυγκώμησε, ούτε έκλαψε – πού να βρει άλλα δάκρυα; Το έθαψαν πρόχειρα και συνέχισαν τη μαρτυρική πορεία.
Έτσι η Σαΐα, ξεριζωμένη από τις προγονικές της εστίες, όπως και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι συμπατριώτες της, που για τρεις χιλιετίες αποτελούσαν τον Ελληνισμό του Πόντου, άφησε τους τόπους που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Ίσως να ένοιωθε χαρούμενη για τη σωτηρία της από τα γαμψά νύχια ενός βαρβάρου και αιμοσταγούς θηρίου, που συμπυκνώνεται στη λέξη “Τούρκος”, αλλά και αφάνταστα πικραμένη και θλιμμένη για τον χαμό τόσων προσφιλών προσώπων. Πορευόταν προς το Ντηαρμπεκίρ και Χαλέπι με αρκετούς συγχωριανούς της, υπό την προστασία του θείου της Κωνσταντίνου Αβραμίδη (Πάππουκα), τον οποίο συνάντησε στο δρόμο. Είχε επιστρατευτεί και στάλθηκε στα Τάγματα Εργασίας της περιοχής Ντηαρμπεκίρ με πολλούς άλλους, όπου έβγαζαν πέτρες σε λατομεία. Δραπέτευσε και προσκολλήθηκε στο γκρουπ των εξορίστων.
Από το Χαλέπι οι ξεριζωμένοι μεταφέρθηκαν με την προστασία των Οργανώσεων του Ερυθρού Σταυρού και των Αμερικανών στη Βηρυττό, από όπου το Φθινόπωρο του 1922 έφτασαν στον Πειραιά και στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη (Σταυρούπολη). Εκεί η Σαΐα γνώρισε τον Λάζαρο Γεωργιάδη, πρόσφυγα από την Κερασούντα – πατέρα του γράφοντος – με τον οποίο παντρεύτηκε το 1924. Με τον Λάζαρο απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Κωνσταντίνο, τον Γεώργιο, τον Πολύκαρπο (τον γράφοντα την παρούσα εργασία) και τη Μαρία. Πέθανε στην Ποντοηράκλεια του Κιλκίς το 1993».

Πηγή: Το βιβλίο μου «ΜΝΗΜΗ ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ» – Τηλ.: 2310 302476

*Συνταξιούχος δάσκαλος

Περισσότερα
Δείτε ακόμα