Κοινωνία

Τα «σκαλοπάτια» των αναμνήσεων «βγάζουν» πάντα στα… «Σκαλοπάτια»

Γράφει ο Πέτρος Σημαιοφορίδης*

Ένα βράδυ… σκαλίζοντας τό μισοσκονισμένο μου αρχείο, ανέσυρα από εκεί την παρακάτω ανακοίνωση τής εποχής εκείνης.

Τι το ήθελα; «Ξύπνησαν» καΙ με «ταρακούνησαν» μνήμες γεμάτες συγκίνηση, νοσταλγικές να με περπατούν στις ρυτίδες του χρόνου.

Ξεπερνώντας, όμως, το στιγμιαίο σοκ της κινηματογραφικής ταινίας μισού αιώνα περίπου, αυτό, που κυριάρχησε μέσα μου, ήταν η υποχρέωση να αφιερώσω κάποιες προσωπικές απόψεις και εικόνες για τα περίφημα “Σκαλοπάτια”.

Δεν γνωρίζω ακριβώς πότε ξεκίνησαν.Τα βρήκα γύρω στα 1966, όταν οι γονείς μας αγόρασαν το σπίτι μας επί της οδού Νίκης, σήμερα Ελ. Βενιζέλου, να γειτνιάζει με τα «Σκαλοπάτια”.

Κοντά στην προσευχή (απέναντι η εκκλησία των Δεκαπέντε Μαρτύρων),τα γράμματα (3ο δημοτικό σχολείο), τα πρώτα ποδοσφαιρικά βήματα (οι αλάνες του σχολείου και τών αξιωματικών) και η διασκέδαση (κέντρο “Σκαλοπάτια).

Τόσο κοντά, λοιπόν, που ο πολύ καλός μου φίλος Γιάννης μου θύμισε, ότι εμείς οι χορευταράδες, κυρίως ο αδελφός μου ο Λάκης, είχαμε την πολυτέλεια να «πεταγόμαστε» στο σπίτι, να αλλάζουμε τα μουσκεμένα ρούχα από τον χορό και να επιστρέφουμε δριμύτεροι.

Ναι 1966, διότι εκεί αποθεώσαμε τα πρώτα ποδοσφαιρικά μας ινδάλματα.

Τελικός ποδοσφαίρου Αγγλία-Δυτική Γερμανία. Μοναδική, ασπρόμαυρη φυσικά, τηλεόραση στην γειτονιά και τις ελάχιστες στη πόλη.

Μία οικογενειακή επιχείρηση της εποχής στα δυτικά τής πόλης τού Κιλκίς με μεγάλη ιστορία.
Ποιός Κιλκισιώτης, και όχι μόνο, δεν γνώριζε αλλά και διασκέδασε; Δεν άφησε το δάκρυ του νά κυλήσει;
Την χαρά του να διαβεί;

Τον πόνο του να κατρακυλήσει; Τον έρωτα του νά πετάξει; Την απόρριψή του να σκοντάψει στα σκαλοπάτια του κέντρου διασκέδασης; (Εξ’ ού και η ονομασία).

Ιδιοκτήτης η ήρεμη δύναμη, ό θείος Παύλος (δεν «χαλούσε χατίρι» σέ κανένα πελάτη).

Σύντροφός του και αρχόντισσα τής κουζίνας η κυρία Φωφώ («κολλητή» της μητέρας μου).

Ο γαμπρός τους ο κυρ- Λευτέρης, που ήταν ο ψητάς της κουζίνας, δεν λέω μας πρόσεχε λίγο παραπάνω με εκείνες τις τεράστιες μπριζόλες, και όχι μόνο, διότι την άλλη ημέρα θα μας έπιανε με τα αδέλφια μου να μιλάει ατελείωτες ώρες για τα παιχνίδια του Κιλκισιακού στο γνωστό στέκι τής γειτονιάς, του “Μάκαλη” του Θεόδωρου, όπου πίναμε την περίφημη κιλκισιώτικη γκαζόζα τής εποχής (δεν θυμάμαι την εταιρεία, Νεκταρόλα ή Φλωριάνα ή … και τα ή και Ερμής).

Ο γιός του ο Γιάννης και φίλος μας (παρεμπιπτόντως και … καλός τερματοφύλακας στην ομάδα τής γειτονιάς) που συντόνιζε τραπέζια κλπ., κυρίως όμως την μουσική (σημερινός DJ).

Εμείς τον βάζαμε “γλείψιμο” για τις παραγγελίες μας, από την τεράστια στοίβα των δίσκων κυρίως 45 στροφών.

Αλήθεια, με πόση μαεστρία έβρισκε τα τραγούδια, σαν … ηλεκτρονικός υπολογιστής της εποχής μας.
Κοντά του πάντα και βοηθός ο μικρότερος αδελφός του, ο Παναγιώτης.

Ποιός φοιτητής δεν ποθούσε να βρεθεί στις διακοπές του στα “Σκαλοπάτια” με την παρέα του, και όχι μόνο, γιαάνα φουντώσει τούς νεανικούς του έρωτες;

Ποιός φαντάρος δεν προτιμούσε καμμία φορά να «πνίξει» την νοσταλγία του γιά τούς δικούς του ανθρώπους, τον “σεβντά” του σε μερικά ποτηράκια κρασιού παραπάνω και ας έτρωγε και καμμιά ημέρα φυλακή;

Πόσοι συμπατριώτες μας, οικονομικοί μετανάστες, κυρίως Καλοκαίρι ξεχάστηκαν στην ανεμελιά της πατρίδος τους με χορό και τραγούδια όπως το “Στο σταθμό τού Μονάχου”, δημοτικά καί πολλά ποντιακά για την ξενιτιά;

Πόσοι εκκολαπτόμενοι έρωτες, πόσες γνωριμίες, αρραβώνες, γάμοι, χωρισμοί, χοροί φορέων, συλλόγων κλπ πραγματοποιήθηκαν στα “Σκαλοπάτια”;

Τα Καλοκαίρια, που έβγαζαν τα τραπεζάκια έξω κάτω από την ευλογία τής κληματαριάς,, εκείνα τα μουσικά ακούσματα από τά δυνατά ηχεία, πολλές φορές και από «ζωντανή» μουσική, διαπερνούσαν τα ανοικτά παράθυρα παρακαλώ (άγνωστες λέξεις κλοπές, αιρ κοντίσιον καί τά συναφή) αγαλλίαζαν την ψυχή μας και μας νανούριζαν τραγούδια του Καζαντζίδη, του Διονυσίου, του Αγγελόπουλου, του Καλαντζή, τής Μαρινέλλας, δημοτικά, ποντιακά…

Δεν λέω, μερικές φορές όταν οι βαθμοί του αλκοόλ ξεπερνούσαν τα όρια, μας ξυπνούσαν οι φωνές, οι παρεξηγήσεις, οι καυγάδες, που είχαν και αυτά την ομορφιά τους βρε αδερφέ.

Εδώ να ομολογήσω με γλυκιά ανάμνηση και το δικό μου πρώτο αθώο μεθύσι στον χορό των αποφοίτων του εξαταξίου γυμνασίου Κιλκίς (1973).

Και όταν «έπιανε» ο Χειμώνας, θυμάμαι εκείνες τις μεγάλες ξυλόσομπες, που ζέσταιναν γιά λίγο την αίθουσα, διότι στην συνέχεια όλοι χουχουλιάζαμε με τά χνώτα, τον καπνό και, κυρίως, την διάθεση για να γίνουμε όλοι μία παρέα, για να χορέψουμε το “Καραπιπερίμ” ή να φέρουμε μία στροφή στο “Βρέχει φωτιά στην στράτα μου”, σε δημοτικά, ποντιακά, αλλά και λίγα Ευρωπαϊκά καί καμμίά φορά στο ” Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο” από τους «Ολύμπιανς» με παντελόνια – «καμπάνες» παρακαλώ!
Απορίας άξιον πώς χωρούσαν τόσα άτομα σε μία μικρή πίστα;

Ιδιαίτερη αναφορά, και να μην το ξεχνάμε, ότι ήταν οικογενειακή ταβέρνα-κέντρο διασκέδασης ,και όπως αντιλαμβάνεστε εμείς οι «κυνηγοί» του έρωτα παραμονεύαμε μήπως και «σκάσουν μύτη» τα πρόσωπα με τούς γονείς τους….γιά να διασταυρώσουμε κανένα βλέμμα παρηγοριάς!

Ήταν εποχές, που πιστεύαμε ότι μπορούσαμε να «κατακτήσουμε τον κόσμο», όλο και «κτίζαμε» τα μεγαλεπήβολα αέναα όνειρά μας των νεανικών μας χρόνων, με βασικό καταλύτη τον έρωτα, μερικές φορές “πλατωνικό”, “ιπποτικό”, πείτε τον όπως θέλετε, “ΘΕΟΣ” ήταν, είναι και θα παραμείνει αυτός και εμείς με πείσμα πετροβολούσαμε τον ουρανό να κατεβάσουμε αυτόν τον “ΘΕΟ”!

ΚΑΛΕΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ με υγεία πάντοτε!

*Μαθηματικός

Περισσότερα
Δείτε ακόμα