Αρθρογραφία

Τα παράδοξα της κοινωνικής πολιτικής στην Ελλάδα

Η οικονομική ύφεση των τελευταίων ετών έχει κατατάξει όλο και περισσότερους συμπολίτες μας κάτω από το όριο της φτώχειας. Οδήγησε σε συρρίκνωση της απασχόλησης, επιδείνωση της σωματικής και ψυχικής υγείας και μετέτρεψε το σύγχρονο ευρωπαϊκό πρότυπο κοινωνικής πρόνοιας σε ένα πρότυπο κράτους φιλανθρωπίας. Άνθρωποι, που είχαν σχεδιάσει με βεβαιότητα την ζωή τους και των μέλλον των παιδιών τους, βρέθηκαν επιδοματούχοι του ΟΑΕΔ ή ακόμη και με βιβλιάριο πρόνοιας.

Πάνω από το 40% των νέων των παραγωγικών ηλικιών 25-35 είναι άνεργοι ή υποαπασχολούνται ανασφάλιστοι. Το κράτος κλείνει ερμητικά τα μάτια στην ανασφάλιστη εργασία, στα χρέη των πολιτών στις τράπεζες, στην φτώχεια που διογκώνεται, στις κοινωνικές ανισότητες που μεγεθύνονται. Το επίδομα θέρμανσης, τα προγράμματα στέγασης και επισιτισμού, τα κοινωνικά παντοπωλεία που ξεφύτρωσαν παντού, θυμίζουν τον «εκκλησιαστικό δίσκο» του «ό,τι προαιρείσθε». Ο πολίτης, ο έντιμος νοικοκύρης της προηγούμενης πενταετίας, κατέληξε επαίτης που προσπαθεί να επιβιώσει και να συντηρήσει την οικογένειά του.

Γνωρίζουμε καλά, ότι οι δυσκολίες που φέρνει η οικονομική κρίση δεν πρόκειται να λήξουν μέσα στα επόμενα χρόνια. Η Πολιτεία επιμένει να λειτουργεί «πυροσβεστικά» σε όλα τα θέματα και ιδίως σε αυτά της κοινωνικής πολιτικής. Πώς όμως, θα ανακόψουμε την σύγχρονη τάση να γίνονται οι φτωχοί φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι; Πώς θα επανεντάξουμε στην αγορά εργασίας το δυναμικό μας; Γιατί άραγε δεν υποκαθιστούν τα προγράμματα, κάθε είδους, επισιτισμού με προγράμματα εργασίας και απασχόλησης;

Προφανώς, κάποιοι θέλουν εμάς επαίτες, και αυτούς φιλάνθρωπους. Εμείς επιζητούμε την εργασία για όλους. Ακόμη και για ειδικές κοινωνικά ευάλωτες ομάδες χρειάζεται να προωθηθεί η απασχόληση. Τα πάσης φύσεως επιδόματα, να επανασυνδεθούν με την ένταξη στην αγορά εργασίας.

Η προσφορά στο σύνολο, η συμμετοχικότητα, η εργασία, καθιστά τον άνεργο ή το άτομο με αναπηρία χρήσιμο για την κοινωνία. Ουσιαστικά το κοινωνικό κράτος που προλαμβάνει και δε θεραπεύει αποκλειστικά, στοχεύει στην επανενεργοποίηση του πολίτη. Αντί, λοιπόν, να αυξάνουμε τα επιδόματα πρόνοιας και αλληλεγγύης που καθιστούν τον Έλληνα ανάπηρο δια βίου, ας προσπαθήσουμε να τον ενισχύσουμε να συμμετέχει στην ζωή.

Η κοινωνική πολιτική αποτελούσε ανέκαθεν μια «δεξαμενή» ψήφων για τους κάθε λογής υποψηφίους, της κεντρικής πολιτικής και πολύ περισσότερο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Δυστυχώς, αν η τακτική αυτή δεν υποχωρήσει ως παρωχημένη και οπισθοδρομική, η οικονομική κρίση θα θεριεύει. Και τούτο διοτι η πρόοδος μιας κοινωνίας στηρίζεται στην ευημερία και στην εξέλιξη του δυναμικού της.

Χαίρομαι πολύ με τους υπερήφανους Έλληνες που αναζητούν μια δουλειά και όχι με αυτούς που απλώνουν τα χέρια για μια σακούλα τρόφιμα. Όχι οτι δεν αναγνωρίζω ότι σε μια μερίδα ανθρώπων υπάρχει αυτή η ανάγκη, δεν είναι όμως μεγαλύτερη από ότι πριν από λίγα χρόνια. Δεν αυξήθηκαν οι άνθρωποι που είναι ανάπηροι και αδύναμοι να εργαστούν. Αυτό χρειάζεται να καταλάβουμε. Άρα δε χρειαζόμαστε την φιλανθρωπία του κράτους, όσο τον σχεδιασμό μιας κοινωνικής πολιτικής με προοπτική.

Πίστη στο ότι είμαστε ικανοί και επαρκείς ως Έλληνες χρειάζεται. Δεν έχουμε ανάγκη από βοηθήματα, αλλά από λιγότερους δυσβάσταχτους φόρους και λιγότερες κοινωνικές αδικίες. Και πώς μπορεί ένας πολίτης να επανενεργοποιηθεί; Όταν ασφαλώς, έχει ένα ικανοποιητικό επίπεδο σωματικής και ψυχικής υγείας.

Ένας στους έξι Έλληνες 18 μέχρι 70 ετών έχει αναπτύξει σημαντική ψυχοπαθολογία ενώ ένας στους δώδεκα σοβαρή ψυχοπαθολογία. Μάλιστα, το 75% των ανθρώπων που εμφανίζουν κάποια ψυχική νόσο δεν λαμβάνουν καμμία θεραπεία για αυτήν.

Ενώ, λοιπόν, οι απαιτήσεις στον τομέα της ψυχικής υγείας αυξάνονται, οι παροχές ελαττώνονται λόγω των περικοπών στις κοινωνικές δαπάνες. Έτσι, οι καταθλιπτικοί ασθενείς, «βουλιάζουν» ολοένα και περισσότερο στην κατάθλιψη και γίνονται όλο και πιο αντιπαραγωγικοί. Από την άλλη, όσοι πάσχουν από κάποια αγχώδη διαταραχή, μπορεί να εμφανίζουν όλο και περισσότερες κρίσεις πανικού ή να σωματοποιούν την ψυχική νόσο, με αποτέλεσμα να καθηλώνονται στο σπίτι και να αποκλείονται από το εργατικό δυναμικό της χώρας.

Όλα τα παραπάνω, υποδηλώνουν με σαφήνεια ότι η σύγχρονη κρίση είναι περισσότερο κοινωνική, ιδεολογική, πολιτική και πολύ λιγότερο οικονομική. Η επένδυση στην έρευνα μπορεί να επιφέρει πολύ πιο θεαματικά αποτελέσματα από ότι οι επιμέρους βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις που δεν επιλύουν αλλά δρουν ως πρόσκαιρο παυσίλυπο. Όπως, άλλωστε, και η επένδυση σε ανθρώπους που δεν επέπλευσαν στην επιφάνεια της πολιτικής σκηνής ως φελλοί αλλά έχουν βαθειά γνώση τι σημαίνει κοινωνικό κράτος πρόληψης, πρόνοιας και δικαίου.

Περισσότερα
Δείτε ακόμα