Αρθρογραφία

Νίκος Καπετανίδης, ένας εξέχων άνθρωπος του πνεύματος και αγωνιστής δημοσιογράφος

Αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες, λέει ο Μπρεχτ. Και τρισαλίμονο σ’ εκείνη, που δεν έχει και αναγκάζεται να κατασκευάσει. Ο Πόντος δεν είχε ανάγκη για κανένα από τα παραπάνω δύο, γιατί η ζωή εκεί ήταν ηρωική, στα χρόνια της γενοκτονίας. «Η Μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται με το στρέμμα. Με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα», τονίζει ο Παλαμάς.
Ο Νίκος Καπετανίδης γεννήθηκε στη Ριζούντα του Πόντου το 1889. Το 1905 τελειώνει τις Γυμνασιακές του σπουδές στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας και εργάζεται κατόπιν στην Τράπεζα του Φωστηρόπουλου της πόλης.
Από μαθητής γυμνασίου διάβαζε βιβλία και περιοδικά, που εκδίδονταν στην Αθήνα, όπως π.χ. το «Παναθήναια» και «Η διάπλασις των παίδων». Το 1910-1911 συνεργάζεται με τον Φίλωνα Κτενίδη, που εξέδιδε το Περιοδικό «Επιθεώρησις» στην Τραπεζούντα. Η έκδοση του περιοδικού «Επιθεώρησις», γινόταν ανά 15νθήμερο και κυκλοφόρησε σε 24 τεύχη, από τα οποία τα 6 τελευταία υπό τη διεύθυνση του Νίκου Καπετανίδη, που ήταν και τα καλύτερα, σύμφωνα με τον ίδιο τον Κτενίδη.
Τη διεύθυνση του περιοδικού την ανέλαβε ο Καπετανίδης, όταν ο Κτενίδης πήγε στην Αθήνα να σπουδάσει ιατρική. Για τη συνεργασία τους αυτή, αλλά και γενικότερα για τη φιλία τους ο Κτενίδης έγραψε στο περιοδικό «Ποντιακή Εστία» (τεύχος Μαΐου 1950) τα εξής: «Όταν έφυγα από την Τραπεζούντα για τις σπουδές μου (στην Ελλάδα), άφησα τη διεύθυνση του περιοδικού «Επιθεώρησις», που εξέδιδα από το 1910 – σε ποιον άλλο; -στον Νίκο (Καπετανίδη). Τα έξι τελευταία τεύχη τα έβγαλε εκείνος. Ήταν τα καλύτερα από τα είκοσι της όλης σειράς».
Να τονίσουμε ότι στην Τραπεζούντα από το 1880 και μετά παρατηρείται μια έντονη εκδοτική δράση, καθημερινού, εβδομαδιαίου και περιοδικού τύπου, με ενημερωτικό αλλά και εθνικοπατριωτικό περιεχόμενο.
Ο Νίκος Καπετανίδης ήταν πολυγραφότατος και μελετηρός, όσον ολίγοι, και ενθουσιώδης όσον κανείς, γράφει ο Φίλων Κτενίδης. «Στα δώδεκα (1912) μας χώρισε ο πόλεμος. Ξανανταμώνουμε στον άλλον πόλεμο, στα 1917, για λίγον καιρό. Εν τω μεταξύ ο απεσταλμένος χρονογράφος εξελίχθηκε σε δυναμικό αρθρογράφο και έβγαλε δική του εφημερίδα, την «Σάλπιγγα» κατά τη ρώσικη κατοχή. Με την αναχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από την Τραπεζούντα οι περισσότεροι νέοι εγκατέλειψαν τον τόπο. Ο Νίκος έμεινε… Ήταν πλέον δημοσιογράφος με την πλήρη επίγνωση του καθήκοντος και της αποστολής του. Έμεινε στην Τραπεζούντα και εξέδωκε νέαν εφημερίδα την ΕΠΟΧΗ… Ο Καπετανίδης ήταν αγωνιστής και θαρραλέος δημοσιογράφος, ξεχωριστός στυλίστας με δικό του ύφος. Με άρθρα τόσο ορμητικά, τόσο ζωντανά, που δεν τα συναντά κανείς στην ελληνική δημοσιογραφία τόσο συχνά…(Γ.Ν. Λαμψίδη, «Τοπάλ Οσμάν, εκδόσεις Βιβλία για όλους).
Εξαιτίας των καταγγελιών του Καπετανίδη κατά των Τούρκων, μέσω της εφημερίδας του, ήταν πλέον φανερός ο κίνδυνος της ζωής του. Σε άρθρο του Φίλωνα Κτενίδη δημοσιευμένο στην Ποντιακή Εστία το 1975 με τίτλο: «Ο δήμιος του Πόντου Τοπάλ Οσμάν» στα γραφεία της «Εποχής», αναφέρεται: «…την 20η Μαρτίου 1920 ο Νίκος Καπετανίδης ειδοποιείται ότι ο Τοπάλ Οσμάν αγάς ευρισκόμενος στην Τραπεζούντα, επιθυμούσε να επισκεφθεί τα γραφεία της εφημερίδας «Εποχής». Ο λόγος της επίσκεψής του – γράφει η ειδοποίηση – ήταν να τον δει και να τον γνωρίσει προσωπικά…» Ο Νίκος δέχτηκε την επίσκεψη δηλώνοντας ότι θα τον περιμένει. Στην συνέχεια απευθυνόμενος στους συνεργάτες του είπε: «Το κεφάλι μου δεν στέκεται καλά στους ώμους μου». Τότε οι φίλοι του τον συμβούλεψαν να φύγει, να πάει στην Σάντα. Ο Νίκος όμως αρνήθηκε. Κατά τη συνάντησή τους, που έγινε στα γραφεία της εφημερίδας, πραγματοποιήθηκε ο παρακάτω διάλογος:
«Γιατί γράφεις στην εφημερίδα σου εναντίον μου; Εγώ αγαπώ τους Έλληνες πατριώτες (καρντασλάρ – αδέλφια) και φροντίζω για την ησυχία τους. Τιμωρώ μόνο όσους δεν είναι πιστοί στην Οθωμανική πατρίδα… Λυπούμαι γιατί μερικοί «γκιαούρ» σπεύδουν πάντα χωρίς καμιά αφορμή να καταγγέλλουν ψέματα στους Συμμάχους…» Ο καθαυτός σκοπός της επίσκεψης του Τοπάλ Οσμάν δεν ήταν να γνωρίσει το Ν. Καπετανίδη, αλλά να τον απειλήσει και να τον τρομοκρατήσει. Να τον προειδοποιήσει να σταματήσει να δημοσιεύει για τα εγκλήματα του… O Καπετανίδης αντιλήφθηκε τους κινδύνους που διέτρεχε η ζωή του, λόγω της δράσης του. Ένιωσε τον θάνατο να τον πλησιάζει. Ούτε φοβήθηκε όμως ούτε και πτοήθηκε. Ήταν ολόψυχα ταγμένος στον αγώνα του για τη δημιουργία ποντιακού κράτους.
Στις 5 Μαρτίου 1921 κυκλοφορεί το τελευταίο φύλλο της εφημερίδας «Εποχή». Πέντε μέρες αργότερα, στις 10 Μαρτίου 1921, συλλαμβάνεται με την κατηγορία ότι βρέθηκε μια επιστολή του Κ. Κωνσταντινίδη στο σπίτι του. Κατηγορήθηκε μαζί με άλλους 68 πατριώτες ότι αγωνίζονταν για την ανεξαρτησία του Πόντου. Στην συνέχεια οι 69 εθνομάρτυρες οδηγήθηκαν στα δικαστήρια της Αμάσειας, γνωστά και ως Δικαστήρια Ανεξαρτησίας.
Τα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας συστήθηκαν το 1921 στην πόλη της Αμάσειας, για δεύτερη φορά, αφού έδρασαν κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και καταργήθηκαν κατόπιν με την υπογραφή της ανακωχής. Τέτοια Δικαστήρια ιδρύθηκαν και στο Ικόνιο και την Κασταμονή, αλλά χειρότερο όλων αποδείχθηκε αυτό της Αμάσειας. Εκεί προηγήθηκε το τακτικό στρατοδικείο το οποίο σπάνια καταδίκαζε σε θάνατο. Το κάπως μαλακό εκείνο στρατοδικείο καταργήθηκε ύστερα από λίγο και έφτασε στην Αμάσεια το «περιοδεύον δικαστήριο ανεξαρτησίας με πρόεδρο το δικηγόρο Εμίν Βέη, που άρχισε αμέσως το εξοντωτικό του έργο.

Στο βιβλίο του Δημ. Ψαθά η «Γη του Πόντου» ο καθηγητής του Γυμνασίου Αμισού Παντελής Χ. Βαλιούλης, υπόδικος και αυτός, που μόλις κατάφερε να ξεφύγει το θάνατο, μιλά με κάθε λεπτομέρεια για το δράμα εκείνων των ημερών αλλά και για το μεγαλείο που επέδειξαν οι αδίκως καταδικασθέντες και απαγχονισθέντες Έλληνες του Πόντου: «Καθώς τους ξεχώρισαν έτσι και τους ξεμάκρυναν για να τους απομονώσουν, τους έβλεπε κι ο Νίκος Καπετανίδης κι αντί να φοβηθεί για τη δική του τύχη, ευχήθηκε να ήταν μαζί τους. «Δεν δύναμαι να παραστήσω την ομαδικήν εκείνην έξοδον», αναφέρει ο Βαλιούλης: «Ήτο μεγάλη νεκρική πομπή ή επίσημος εθνική πανήγυρις; Δικαίως κατά την ώραν εκείνην ο δημοσιογράφος εκ Τραπεζούντος Νίκος Καπετανίδης ανεφώνησε: -Κρίμα να χάσω μίαν τέτοια ευκαιρία εθνικής πανηγύρεως!…
Κλείστηκαν στον θάλαμο των μελλοθανάτων… και καθ’ όλη την τελευταία εκείνην τραγική νύκτα δεν έπαυσαν να προσεύχονται… τέλος έψαλαν και την νεκρώσιμη ακολουθία τους, και ασπάσθηκαν αλλήλους δια του τελευταίου ασπασμού. Ύστερα τους οδήγησαν στον τόπο της αγχόνης. Επικεφαλής στην πορεία έθεσαν τον γέροντα αρχιμανδρίτη Πλάτωνα Αϊβαζίδη. Στο στήθος, πάνω στο ράσο του καρφίτσωσαν την θανατική απόφαση. Μετά τον απαγχονισμό όλων, δεν άργησε να φτάσει η σειρά της δίκης των Τραπεζούντιων. Συγκατηγορούμενοι του Νίκου Καπετανίδη από την Τραπεζούντα ήταν ο βουλευτής, Ματθαίος Κωφίδης και ο Αλέξανδρος Ακριτίδης (έμπορος).
Το πόσο δεν τους έλειψε το θάρρος, ούτε την κρίσιμη εκείνη ώρα, που βρισκόντουσαν κατάντικρυ στον θάνατο, το δείχνει η περήφανη στάση του εκδότη της «Εποχής», γράφει ο Σταυρός Νικολαΐδης, στον «θρήνο» των πόλεων και των ηρώων του Πόντου: «Όταν ο πρόεδρος Εμίν Βέης του ανέγνωσε το κατηγορητήριο, ότι επεδίωκε την ανεξαρτησία του Πόντου, ο Τραπεζούντιος δημοσιογράφος Νίκος Καπετανίδης, τον διέκοψε: -Όχι, κύριε πρόεδρε! Εγώ ήθελα την απ’ ευθείας ένωση του Πόντου με την Ελλάδα!… Κάτω απ’ τον ίσκιο της αγχόνης χρειαζόταν θάρρος υπεράνθρωπο για να μπορεί να μιλά έτσι. Αγωνιστής άφοβος, αληθινός και συνεπής με τα γραφτά του, μέχρι την έσχατη ώρα, ψυχή μέχρι τα τρίσβαθά της ελληνική, αντίκρισε τον θάνατο με καταφρόνια. Στα τελευταία γράμματα που έστελνε στο σπίτι του έγραφε: «Θα μάθετε από τους ολίγους που θα περισωθούν ότι μήτε το θάρρος μήτε η ψυχραιμία μ’ εγκατέλειψαν ως την τελευταία μου στιγμή… Εν τούτοις η ψυχή μου βαρύτατα πενθεί διότι σας αφήνω για πάντα… Τέτοιος θάνατος σαν τον δικό μου είναι ωραίος, δοξασμένος… Γι’ αυτό μη λυπηθείτε… Εσύ, μανούλα μου, εγκαρτέρησε. Ετίμησα τα στήθια σου και τ’ όνομά σου με τον θάνατό μου… Ο θάνατος είναι τιμή για όλους μας. Θαρσείτε και καρτερείτε, μια φορά κανείς πεθαίνει…».
Αγωνιζόμενος ο Καπετανίδης για τ’ άφταστα άφησε άφοβα την ψυχή του να πετάξει στα ουράνια, μέσα από τα δεσμά της αγχόνης, ανηφορίζοντας τη στράτα που χάραξαν οι αρχάγγελοι της λευτεριάς, από το Αρκάδι ως το Κούγκι κι από το Σούλι ως το Κάστρο της κοπέλας, στο Καπού Καγιά της Μπάφρας.
Μόνον οι ήρωες βαδίζουν στην αγχόνη χαμογελώντας. Προϋπόθεση αναγκαία για την ελευθερία είναι η αυτοθυσία. Ελευθερία, λέει ο Καζαντζάκης, σημαίνει «να μάχεσαι στη γης χωρίς ελπίδα». Να πεθαίνεις για ιδανικά που κοσμούν τη ζωή. Ο θάνατος του ήρωα δίνει αξία στη ζωή. Και, ο Καπετανίδης τίμησε τη ζωή με το θάνατό του. Η τελευταία του κραυγή, λίγο πριν την αγχόνη, ήταν: -Ζήτω η Ελλάς! Κι ήταν μόλις 32 ετών.

Περισσότερα
Δείτε ακόμα