Αρθρογραφία

Χριστούγεννα στη Βασιλίδα των Πόλεων

Η ημέρα της Γεννήσεως του Χριστού, θεωρήθηκε πάντα «η γενέθλιος ημέρα της αναγεννήσεως της ανθρωπότητος». Ημέρα υπέρτατης χαράς κι ευφροσύνης. Και περισσότερο από οποιανδήποτε άλλη χώρα – σε οποιανδήποτε εποχή – γιορταζόταν με τη μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια στην Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα της βυζαντινής αυτοκρατορίας που υπήρξε για τόσους ιστορικούς αιώνες το λίκνο του Χριστιανισμού. Γιατί, από τον άμβωνα της Αγίας Σοφίας μιλούσε κάποτε στο συγκεντρωμένο πλήθος των Χριστιανών της βασιλεύουσας ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Η πασών των εορτών επεδήμησεν εορτή και την οικουμένην ευφροσύνης επλήρωσεν. Εορτή η των απάντων ακρόπολις, η πηγή και η ρίζα των παρ’ ημίν αγαθών δι’ ής ο ουρανός ηνεώχθη, πνεύμα κατεπέμφθη, τα διεστώτα ηνώθη, το σκότος εσβέσθη, το φως έλαμψεν, οι δούλοι γενόνασιν ελεύθεροι, οι εχθροί υιοί, οι αλλότριοι κληρονόμοι…».
Το κοσμοϊστορικό γεγονός της γεννήσεως του Σωτήρος έχει συνδεθεί με την Βασιλίδα των Πόλεων, την Κωνσταντινούπολη, εκεί, όπου επί δέκα αιώνες γιορταζόταν με αφάνταστη μεγαλοπρέπεια η έλευσις του Κυρίου στην αμαρτωλή γη. Πραγματικά σε κανένα άλλο μέλος του κόσμου δεν γιορτάσθηκε η Γέννηση του Χριστού με βαθύτερη συγκίνηση, μεγαλοπρέπεια και κατάνυξη, παρ’ όση στην Βασιλεύουσα την Επτάλοφο Πόλη της Θεοτόκου. «Τι ήτανε, εκείνο το Βυζάντιο», γράφει ο Κόντογλου στην «Πονεμένη Ρωμιοσύνη» του. «Το Βυζάντιο πρωτάνοιξε την “πύλην την κεκλεισμένην” και μπόρεσε και είδε ο άνθρωπος εκείνα τα θαυμάσια, που είπε ο Χριστός πώς δεν μπορέσανε να τα δούνε οι σοφοί κ’ οι συνετοί της αρχαιότητας. Η Κωνσταντινούπολη είναι “Σιών αγία, μήτηρ των εκκλησιών, Θεού κατοικητήριον”. Η αμαρτία και τα πάθη, που ανάψανε με τόση έξαψη μέσα στα τείχη της, φωτίσανε με την άγρια φλόγα τους πιο πολύ τον ηλιοστάλακτον θρόνον της αγιότητος, και η βαρειά μυρουδιά της ακολασίας σκεπάστηκε από την πάντερπνον οσμήν της πνευματικής ευωδίας».
Το βυζαντινό παλάτι είναι το μέγα κέντρο της Ορθοδοξίας, ο δυνατός προβολέας που αυγάζει το σκότος του μεσαίωνα. Εκεί, συντελείται, η καθιερωμένη τελετή με όλους τους κανόνες και με όλη την ευσέβεια. Την παραμονή της μεγάλης εορτής, ύστερα από διαταγή του αυτοκράτορος, ειδοποιείτο ο έπαρχος ότι την επομένη θα γίνη «πρόκενσος» δηλαδή πομπική μετάβαση του αυτοκράτορος στην Αγία Σοφία. Οι δρόμοι στρώνονταν με πριονίσματα αρωματισμένου ξύλου και φύλλα δάφνης. Αριστερά και δεξιά υπήρχαν κλάδοι φοίνικος και λουλούδια. Κάθε λίγο στύλοι ανθοστόλιστοι ήταν γεμάτοι από γιρλάντες με σπάνια λουλούδια και αργυρές αλυσίδες, στις οποίες είχαν κρεμαστεί χρυσά και αργυρά καντήλια – μια και η διαδρομή γινόταν πολύ πριν φέξει. Άγνωστο, επίσης είναι και αξίζει να το αναφέρουμε, ότι όλος ο πολύτιμος διάκοσμος των «προκένσων», που φτιάχνονταν στα καλύτερα ταπητουργεία και σ’ όλους τους τόπους παραγωγής πολυτίμων καλλιτεχνικών ειδών, τα οποία αποτελούσαν την δόξαν και την πλουτοφόρο δύναμη της αυτοκρατορίας, δανείζονταν στον αυτοκράτορα για να χρησιμοποιηθούν στον κατάλληλο διάκοσμο της εορτής. Μέσα στα ανάκτορα κατεγράφονταν με επιμέλεια όλα τα είδη που έδιναν οι παραγωγοί και καταστηματάρχες, ώστε να τους επιστρραφούν μετά την γιορτή. Έτσι γινόταν ένα είδος εκθέσεως της παραγωγής ολόκληρης της αυτοκρατορίας, που έκανε να μένουν κατάπληκτοι όσοι επιφανείς ξένοι βρίσκονταν στην Βασιλεύουσα. Και τούτο είχε και μία σκοπιμότητα: την υπογράμμιση της Ορθόδοξης Πίστης, την προβολή της αίγλης της, ώστε να θελήσουν οι αλλόδοξοι να γίνουν Χριστιανοί, να ελκυστούν από το μεγαλείο και την μεγαλοπρέπειά της, όπως συνέβη με τους Ρώσους.
Ολόκληρος ο ναός της Αγίας Σοφίας στολιζόταν μέσα κι έξω με πολύτιμους τάπητες και υφάσματα. Κι αυτά ακόμη τα αγάλματα που βρίσκονταν έξω από τον πρώτο ναό της χριστιανοσύνης, ντύνονταν με «τρίχαπτα» και άλλα πολυτελέστατα υφάσματα, καθώς κι η εξέδρα από την οποία παρακολουθούσαν την πομπή οι ξένοι και φιλοξενούμενοι. Γι’ αυτούς γινόταν η μεγάλη επίδειξη των θαυμασίων καλλιτεχνημάτων, που έπαιρνε τις διαστάσεις πραγματικής εκθέσεως της ευμάρειας της βυζαντινής, της ρωμαίικης αυτοκρατορίας.
Μέσα στον αυτοκρατορικό κοιτώνα, οι βεστήτορες, οι ειδικοί επί των ενδυμάτων υπηρέτες, ντύνουν τον αυτοκράτορα με γιορτινά φορέματα, εξαίσιας λαμπρότητας. Και ο πραιπόσιτος, ανώτερος αξιωματικός, στεφανώνει τον Βασιλέα, τον αυτοκράτορα, τον ισαπόστολο. Έτσι έτοιμος βγαίνει από τον κοιτώνα του ο αυτοκράτωρ και συναντά τους ανωτάτους αξιωματικούς και λειτουργούς του κράτους, στρατηγούς και πατρικίους, και τους εν γένει «τα πρώτα οφφίκια κατέχοντας», που είναι ντυμένοι με πολυτελέστατες ενδυμασίες τα «αλλάξιμα», «τύρεα», τσώνες τους «κογχευτούς», «μαρζαύλια», κλπ. Οι προσερχόμενοι ανώτεροι λειτουργοί με στολές από χρυσό και προφύρα, μ’ ευλάβεια βαθειά πλησιάζουν τον αυτοκράτορα, τον προσκυνούν και τάσσονται γύρω του. Όλοι μαζί πηγαίνουν από τα βασιλικά διαμερίσματα του παλατιού στην αίθουσα του χρυσοτρικλίνου, όπου βρίσκεται ο θρόνος. Εκεί, φθάνει σε λίγο το «μανδάτον», το μήνυμα δηλαδή του Πατριάρχη με τον πατριαρχικόν άρχοντα ρεφενδάριον και η πομπή ξεκινά.
Πόση μεγαλοπρέπεια μαζί και επιβλητικότητα! Ένα έξοχο θέαμα: στην όλη παράταξη προηγείται η ράβδος του Μωϋσέως, που φυλάγεται στο θησαυροφυλάκιο των ανακτόρων. Κατόπιν ο «περικαλλής σταυρός» του Μεγάλου Κωνσταντίνου και ακολουθεί όλη η βυζαντινή δόξα: Σημαίες, νικηφόροι, λάβαρα, κομπιδουκτόρια, σκήπτρα, σίγνα, στέμματα των βασιλέων και των νικημένων εχθρών της βυζαντινής αυτοκρατορίας, διάφορα άλλα πολεμικά λάφυρα, αφάνταστης αξίας και πολυτέλειας. Ακολουθεί ο αυτοκράτωρ περιστοιχιζόμενος από ανωτάτους βαθμούχους της πολιτείας. Κατόπιν έρχεται η Αυγούστα, η αυτοκράτειρα δηλαδή, με τις ακολούθους της. Σ’ όλο το δρόμο ως την Αγία Σοφία, ο λαός γεμίζει τους δρόμους και περιμένει τους βασιλείς του. Τα σπίτια καταστόλιστα. Αρώματα και λιβάνια καίουν οι δέσποινες κι όλη η ατμόσφαιρα είναι γλυκειά και μυρωμένη. Στους εξώστες των σπιτιών ανεμίζουν περήφανες οι σημαίες που γεμίζουν όλο το γνωστό κόσμο, στ’ ακρότατα σύνορα της ενδοξοτάτης βυζαντινής αυτοκρατορίας: η κίτρινη σημαία με τον μαύρο δικέφαλο αετό, η δοξασμένη ελληνική σημαία. Σε διάφορα σημεία της βασιλεύουσας είναι τοποθετημένα τα αποσπάσματα των διαφόρων ταγμάτων της πρωτεύουσας με την προσωπική ηγεσία των αρχηγών τους. Μόλις πλησιάζει ο αυτοκράτωρ αρχίζουν να ψάλλουν ύμνους των Χριστουγέννων, ιδίως δε το «Αστήρ εν Βηθλεέμ ανέτειλεν» κι ενώ ο λαός ξεσπά σ’ ενθουσιώδεις επευφημίες: «Πολλά, πολλά, πολλά τα έτη του φιλοχρίστου Βασιλέως, της Αυγούστας και των Πορφυρογεννήτων». Εν τέλει η πομπή φθάνει στην Αγία Σοφία υπό τις ψαλμωδίες των «κρακτών» (των ψαλτών δηλαδή) και του πλήθους που επευφημεί, ευχόμενο «πολλοί υμίν οι χρόνοι η ένθεος Βασιλεία».
Μέσα στον ιερό ναό της του Θεού Σοφίας, υποδέχονται τους βασιλείς, οι δήμαρχοι των «Πρασίνων» και των «Βενετών» (των δύο κομμάτων – δήμων του κράτους), «οι δημοκράται» όπως τους ονομάζει ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος. Μόλις έμπαινε η μεγαλοπρεπής πομπή στην Αγία Σοφία, αι «κράκται» έψελναν: «Ο πάσης κτίσεως πληρωτής και δεσπότης ακενώτω κενώσει τη προ ημάς εκκενούται ίνα τον άνω πληρώσει κόσμον, εκ του ημών κατωτάτου γένους». Ο πραιπόσιτος ακολούθως αφαιρεί το στέμμα και ο αυτοκράτωρ εισέρχεται ασκεπής εντός του ναού, όπου τον υποδέχεται ο Πατριάρχης, ο οποίος τον ασπάζεται και τον κρατά από το χέρι. Αρχίζει η Θεία Λειτουργία. Ρίγη συγκινήσεως διατρέχουν το φιλόχριστο πλήρωμα της του Θεού Σοφίας. Κάτω από τους πελωρίους θόλους ακούγονται τα υπέροχα μοναδικά λόγια, οι εξαίσιοι ύμνοι, οι κανόνες του Μαϊουμά Κοσμά και του Ρωμανού του Μελωδού, του «Πινδάρου της εκκλησιαστικής ωδής». Ο αυτοκράτωρ μεταλαμβάνει ακολούθως των αχράντων μυστηρίων, ασπάζεται τους ανωτέρους κληρικούς και αποσύρεται στο μέγα «μουτατώριον» ένα μεγάλο διαμέρισμα απ’ όπου παρακολουθεί την Θεία Λειτουργία. Μετά το «Μετά Φόβου Θεού» καλεί τους ανωτάτους άρχοντας και κληρικούς να προγευματίσουν μέσα στο τρίκλινο που είναι στο «μέγα μουτατώριον».
Μετά το πέρας της λειτουργίας ο Πατριάρχης έστεφε μπροστά στον νάρθηκα τον αυτοκράτορα, επανατοποθετούσε δηλαδή το στέμμα, και η πομπή επέστρεφε με την ίδια μεγαλοπρέπεια και υπό τις ζητωκραυγές και τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις του βυζαντινού λαού στο παλάτι, όπου ο αυτοκράτωρ προσέφερε δώρα συνήθως «σακκούλια με χρυσά νομίσματα» – όπως μας πληροφορεί ο ίδιος Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος. «Ο Βασιλεύς δίδωσιν λαμβάνων εκ του αργύρου τα βαλλαντίδια». Υστερα, οι φιλόχριστοι βασιλείς καλούν σε συμπόσιο τον περιούσιο λαό από όλες τις κοινωνικές τάξεις και ζητιάνους ακόμη «εν ταύτη τη λαμπρά και περιδόξω του Χριστού γενεθλίων ημέρα».
Το συμπόσιο γίνεται στο τρίκλινο ή τριβουνάλιο του Ιερού Παλατιού, όπου βρίσκονται τα κοσμήματα του αυτοκρατορικού θησαυρού. Στη διάρκεια του συμποσίου αυτού, 240 είναι οι παρακαθήμενοι, στα 19 μεγάλα τραπέζια: ανώτατοι λειτουργοί του κράτους, οι ξένοι πρεσβευτές και επισκέπτες, οι αιχμάλωτοι και όμηροι που βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη, οι υποτελείς ηγεμόνες, με τις εθνικές τους στολές, έμποροι, ιδιώτες, διανοούμενοι, άλλοι φτωχοί πολίτες της αυτοκρατορίας, προσκεκλημένοι του αυτοκράτορος. Δύο χοροί, οι ψάλτες της Αγίας Σοφίας και των Αγίων Αποστόλων ψέλνουν τον ύμνο του Ρωμανού του Μελωδού: «Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει…».
Εξω από το Παλάτι, ο λαός γιορτάζει, χαίρεται την μεγάλη ημέρα της ελεύσεως του Κυρίου στη γη. Και οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπάνε το χαρμόσυνο άγγελμα. Χτυπάνε, κι ο απόηχός τους, έρχεται μετά δέκα αιώνες ως σήμερα ως τ’ αυτιά μας, να μας πει για την πιο λαμπρή σελίδα της θρησκευτικής ιστορίας του Γένους μας.
Φτάνει κι ο εξαίσιος απόηχος των «κρακτών» της Μεγάλης Εκκλησίας της Σοφίας του Θεού, που «πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικιά μας θα ναι» – θα τελειώσει κάποτε το μαγάρισμά της από τους αντίχριστους Αγαρηνούς – οι ευλαβείς, κατανυκτικές ψαλμωδίες οι οποίες «επί πτερύγων ανέμων» ταξιδεύουν ως το ταπεινό σπήλαιο και «γονατίζουν» ενώπιον του «Ηλίου της Δικαιοσύνης», του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και άρχεται το πανηγύρι της αμωμήτου Ορθοδόξου Πίστεως: «Τί σοι προσενέγκωμεν Χριστέ, ότι ώφθης επί γης ως άνθρωπος δι’ ημάς; Έκαστον γάρ των υπό σου γενομένων κτισμάτων, την ευχαριστίαν σοι προσάγει: οι Αγγελοι τον ύμνον, οι ουρανοί τον Αστέρα, οι Μάγοι τα δώρα, οι Ποιμένες το θαύμα, η γη το σπήλαιον, η έρημος την φάτνην, ημείς δε Μητέρα Παρθένον, ο προ αιώνων Θεός ελέησον ημάς».

Περισσότερα
Δείτε ακόμα