Αγροτικά

Μετακίνηση ελαιώνων στον Βορρά φέρνει ο νέος κλιματικός χάρτης

Μείωση της παραγωγής από ακραία καιρικά φαινόµενα και ασθένειες. Πρωίµιση τρύγου έως και έναν µήνα, µε επιπτώσεις στην ποιότητα της πρώτης ύλης και κατ’ επέκταση και του κρασιού. Ηπιότεροι χειµώνες που οδηγούν σε µειωµένη καρπόδεση στα πυρηνόκαρπα. Μετατόπιση της ελαιοκαλλιέργειας σε πιο βόρεια γεωγραφικά διαµερίσµατα, αλλά και προβλήµατα σε βοσκοτόπια και λειµώνες, λόγω της ξηρασίας.

Το ισοζύγιο που επιφυλάσσει η συντελούµενη κλιµατική αλλαγή για τον εγχώριο γεωργοκτηνοτροφικό τοµέα είναι αρνητικό και οι ευνοηµένοι -γιατί αναµένεται ότι θα υπάρξουν και τέτοιοι, καθώς οι επιπτώσεις του φαινοµένου διαφέρουν ανάλογα µε την περιοχή, τις καλλιέργειες και τα συστήµατα εκτροφής- εντέλει, θα είναι λιγότεροι από τους χαµένους.

Το γεγονός ότι η µεσογειακή λεκάνη αποτελεί ένα από τα δύο hot spot, παγκοσµίως (σ. σ. το άλλο είναι η Αρκτική), όπου η µέση θερµοκρασία αυξάνει τρεις φορές ταχύτερα από ό,τι στα άλλα σηµεία του πλανήτη, βάζει την Ελλάδα στο «κάδρο» των χωρών που θα επηρεαστούν από τη µεταβολή στο κλίµα, µε µεγάλα θύµατα τις µικρές εκµεταλλεύσεις, που θα δυσκολευτούν να προσαρµοστούν λόγω έλλειψης κεφαλαίων.

Γεωγραφικά, η Κρήτη, η Ανατολική Πελοπόννησος και η ∆υτική Ελλάδα έχουν αρχίσει ήδη να βιώνουν την πίεση που ασκείται -και αναµένεται να ενταθεί στα επόµενα χρόνια- στον πρωτογενή τοµέα από τη µείωση των βροχών και την αύξηση της ξηρασίας, µε αποτέλεσµα να προβάλει ως αναπόφευκτη η λύση της αναδιάρθρωσης.

Σε καλύτερη µοίρα αναµένεται να βρεθούν τα πιο βόρεια γεωγραφικά πεδία της χώρας και καλλιέργειες που βασίζονται σε γηγενείς ποικιλίες. Αλλά και πάλι η πρόβλεψη δεν είναι οριζόντια. Έτσι οι καλλιέργειες που απαιτούν περισσότερες ώρες ψύχους κατά τη διάρκεια του χειµώνα για να αποδώσουν, όπως και τα εκτακτικά συστήµατα εκτροφής, µε βάση τα υφιστάµενα µοντέλα πρόβλεψης, είναι βέβαιο ότι θα πληγούν.

Τα συµπεράσµατα αυτά προέκυψαν στη διάρκεια διαδικτυακού forum που διοργάνωσε το δίκτυο Climpact σε συνεργασία µε το Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, την Παρασκευή 30 Οκτωβρίου, µε θέµα «Μετριασµός των επιπτώσεων και προσαρµογή της ελληνικής γεωργίας στην κλιµατική αλλαγή» και συµµετοχή διακεκριµένων επιστηµόνων, µε υψηλή εξειδίκευση σε εµβληµατικές καλλιέργειες της χώρας.

Σε µια γενικότερη τοποθέτηση ο καθηγητής Πανεπιστηµίου Κρήτης και µέλος του Εθνικού Αστεροσκοπείο Αθηνών, Νίκος Μιχόπουλος ανέφερε πως αναµένουµε στην Ελλάδα µείωση στην απόδοση των καλλιεργειών, λόγω αύξησης της συχνότητας ακραίων καιρικών φαινοµένων, µείωσης της διαθεσιµότητας νερού εξαιτίας παρατεταµένων περιόδων ξηρασίας, πολλαπλασιασµού των ασθενειών, παρασίτων και ζιζανίων, διάβρωσης του εδάφους και αρνητικές επιπτώσεις στη γονιµότητά του, οι οποίες θα φέρουν µείωση και της ποικιλότητας των καλλιεργειών.

«Με βάση τα µοντέλα πρόγνωσης αναµένεται πως θα επηρεαστεί και η Ανατολική Πελοπόννησος όπου καταγράφονται ζητήµατα στον υδροφόρο ορίζοντα από τη µείωση των βροχών, ενώ ήδη σοβαρό είναι το πρόβληµα στην Κρήτη», είπε και εκτίµησε πως «κατά την άποψή µου ναι, θα αναγκαστούµε να πάµε σε αναδιαρθρώσεις».

Μέχρι και έναν µήνα η πρωίµιση του τρύγου στην Ελλάδα

Μετατόπιση αµπελώνων σε υψόµετρο ή κοντά στη θάλασσα και κυρίως σε περιοχές χαµηλότερης θερµοκρασίας, σε πιο γόνιµα εδάφη ή ακόµη και αλλαγή του ίδιου του προϊόντος, µε επικέντρωση στα ερυθρά και τα γλυκά επιδόρπια κρασιά, προβλέπεται για τον ελληνικό αµπελώνα στο τέλος του αιώνα, καθώς, αν επιβεβαιωθούν οι εκτιµήσεις, οι περισσότερες περιοχές της χώρας θα έχουν καταστεί πολύ θερµές για την οινοποιήσιµη αµπελοκαλλιέργεια.

Την εκτίµηση αυτή εξέφρασε ο αναπληρωτής καθηγητής του τµήµατος Γεωπονίας- εργαστήριο Αµπελουργίας του ΑΠΘ, Στέφανος Κουνδουράς, σηµειώνοντας ότι ήδη στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από µια εν εξελίξει µεγάλη µελέτη που πραγµατοποιεί το εργαστήριο Αµπελουργίας µε τον τοµέα µετεωρολογίας κλιµατολογίας του τµήµατος γεωλογίας του ΑΠΘ, την τελευταία 30ετία παρατηρείται πολλή µεγάλη αυξητική τάση στις ηµερήσιες ελάχιστες τιµές της θερµοκρασίας και λιγότερο στις µέγιστες.

Εστιάζοντας στις περιοχές Καβάλας και Νάουσας, οι οποίες είναι κατ’ εξοχήν αµπελοκαλλιεργητικές, ο καθηγητής τόνισε ότι στην Καβάλα έχει καταγραφεί µια αύξηση της τάξης των 2oC στη µέση ελάχιστη ηµερήσια θερµοκρασία των µηνών του καλοκαιριού και σηµαντική άνοδο και στη βλαστική περίοδο, ενώ στη Νάουσα το τρίµηνο του καλοκαιριού η άνοδος φτάνει τους 2,5oC.

«Σε όλη την Ελλάδα, παρατηρούµε πρωιµίσεις στον τρύγο από 5 έως και 23 ηµέρες και σε ορισµένες περιπτώσεις µέχρι και 1 µήνα κυρίως για τις διεθνείς ποικιλίες, που είναι πρωιµότερες. Ωστόσο σε περιπτώσεις συνδυασµού ποικιλίας περιοχής που οδηγεί σε όψιµη ωρίµανση -τέτοιες έχουµε το Αµύνταιο µε το Ξινόµαυρο, τη Μαντινεία µε το Μοσχοφίλερο, τη Ζίτσα µε τη Ντεµπίνα- αυτή η µετατόπιση στον τρύγο νωρίτερα, µπορεί να είναι ευνοϊκή τουλάχιστον βραχυπρόθεσµα, γιατί θα µετατοπίσει την περίοδο του τρύγου σε µια πιο ευνοϊκή περίοδο», όπως είπε.

Λύση για την πρωίµιση, το αργοπορηµένο κλάδεµα

Για την αντιµετώπιση του προβλήµατος της πρωίµισης ο οµιλητής είπε πως οι αµπελουργοί πρέπει, µεταξύ άλλων, να κάνουν αργοπορηµένο κλάδευµα, που µπορεί να επιφέρει µέχρι και 20 ηµέρες οψίµηση του βλαστικού κύκλου, να µειώνουν την επιφάνεια του φυλλώµατος (σ. σ. ξεφύλλισµα) ώστε να περιορίζεται η φωτοσυνθετική επιφάνεια και να αξιοποιούν υλικά όπως ο καολίνης που αντανακλά το ηλιακό φως.

Για την ξηρασία, που απειλεί νησιωτικούς αµπελώνες, όπως της Σαντορίνης, µε δεδοµένο ότι η άρδευση δεν συνιστά βιώσιµη πρακτική, τόνισε ότι ενδείκνυται επιστροφή στο παλιό κυπελοειδές σχήµα διαµόρφωσης, οι πιο χαµηλές πυκνότητες φύτευσης, η αλλαγή κατεύθυνσης των γραµµών σε προσανατολισµό Ανατολή-∆ύση, αντί Βορρά-Νότου, που αυξάνει το θερµικό φορτίο στο φύλλωµα και η χρήση ανθεκτικών υποκειµένων. «Το πιο δυναµικό στοιχείο που έχει η Ελλάδα, όµως, είναι οι γηγενείς ποικιλίες, οι οποίες βάσει των ηµεροµηνιών κατανοµής τρυγητού, είναι πολύ πιο όψιµες από τις ξενικές και πιο ανθεκτικές στη ξηρασία», υπογράµµισε ο ίδιος.

«Όπλο» έναντι της κλιµατικής αλλαγής οι τοπικές ποικιλίες

Ως «όπλο» για την αντιµετώπιση της κλιµατικής αλλαγής στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται οι ντόπιες ποικιλίες και για την ελαιοκαλλιέργεια, στην οποία ήδη παρατηρείται πρωίµιση σε σχέση µε το χρόνο συγκοµιδής του καρπού, ενώ ένα πιθανό όφελος ίσως να είναι η µείωση κάποιων παθογόνων όπως ο ∆άκος, κάτι που όµως δεν έχουµε δει µέχρι τώρα, όπως λένε οι επιστήµονες.

«Οι αρνητικές επιδράσεις της κλιµατικής αλλαγής είναι περισσότερες και πιο σηµαντικές κι έχουν να κάνουν µε τις υψηλές θερµοκρασίες και µε το γεγονός ότι αυτές επηρεάζουν αρνητικά τη διαφοροποίηση των οφθαλµών, την ανθοφορία και την καρπόδεση και τελικά την παραγωγή του ελαιοδέντρου. Το φαινόµενο αυτό λέγεται εαρινοποίηση», ανέφερε ο αναπληρωτής καθηγητής δενδροκοµίας του ΑΠΘ και συντονιστής της δράσης «∆ρόµοι της Ελιάς», Αθανάσιος Μολασιώτης, υπογραµµίζοντας πως ποικιλίες που απαιτούν περισσότερο ψύχος για µεγάλο διάστηµα το χειµώνα, όπως είναι η χονδροελιά Χαλκιδικής θα επηρεαστούν πολύ περισσότερο, έναντι για παράδειγµα της Κορωνέικης.

Ο οµιλητής ανέφερε ακόµη πως µε βάση το σενάριο για αύξηση κατά 1,8oC της θερµοκρασίας, η Ελλάδα θα έχει σηµαντική µείωση παραγωγής και η καλλιέργεια θα µετατοπιστεί σε πιο βόρειες χώρες, όπως η Κροατία.

Περισσότερα
Δείτε ακόμα