Πολιτισμός

Οχυρωματικά έργα – Γραμμή Μεταξά

Γράφει ο Κωνσταντίνος Δογιάμας

Κατά το διάστημα του μεσοπολέμου και την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η τότε ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να οχυρώσει τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Η άμυνα στηρίχθηκε σε μια γραμμή 21 οχυρών που κατασκευ’αστηκαν από το όρος Μπέλες μέχρι τον ποταμό Νέστο, η γνωστή «Γραμμή Μεταξά».

Ονομάστηκε έτσι γιατί το μεγαλύτερο μέρος κατασκευάστηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος τα είχε σχεδιάσει το 1913. Είχε γνωρίσει από κοντά την μορφολογία της περιοχής και την αδυναμία των εκτεταμένων συνόρων μεταξύ των δύο χωρών.

Η κατασκευή είχε αρχίσει το 1914-16 με σχέδια του αντισυνταγματάρχη μηχανικού Μεταξά και κατασκευάστηκαν μόνο οκτώ οχυρά λόγω περιορισμένων οικονομικών πόρων.

Την ίδια ώρα κυκλοφορούσαν έντονες φήμες ότι οι Γερμανοί απαιτούσαν να παραδοθεί το στρατηγικής σημασίας οχυρό Ρούπελ, το σημαντικότερο οχυρό στην κοιλάδα του Στρυμόνα.

Πράγματι οι Βούλγαροι πίεσαν τους συμμάχους Γερμανούς να επιτύχουν την παράδοση αυτής της πύλης εισόδου στη συμμαχία αυτών των κρατών, ουσιαστικά όμως στους Βούλγαρους.

Όταν τα νέα για τις γερμανικές απαιτήσεις έφθασαν στο Γενικό Επιτελείο ο Μεταξάς επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό Σκουλούδη και τον έπεισε ότι σε καμιά περίπτωση δεν έπρεπε να συγκρουστεί με τους Γερμανούς. Αμέσως μετά ο Σκουλούδης υπέγραψε διαταγή για την παράδοση του οχυρού.

Ήταν 26 Μαΐου 1916, πριν ακόμη μπει η Ελλάδα στον πόλεμο, λίγο πριν τη Βουλγαρική κατοχή μεταξύ 1916 και 1918. Ο Μεταξάς ανέλαβε την ευθύνη για την παράδοση του Ρούπελ και υποστήριξε ότι η παράδοση του οχυρού έγινε σύμφωνα με το άρθρο 4 της συμφωνίας της κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου με τους συμμάχους στις 17 Νοεμβρίου 1915.

Σύμφωνα με το άρθρο η ελληνική κυβέρνηση «οφείλει να αποσύρη τα ελληνικά στρατεύματα εις τρόπον ώστε να αφήσουν εις τους δύο αντιμαχόμενους στρατούς το πεδίον ελεύθερο όπως πολεμήσωσι κατ’ αλλήλων».

Μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου τα περισσότερα Ευρωπαϊκά κράτη κατασκεύασαν οχυρωματικές γραμμές για την άμυνα σε μόνιμη βάση όπως η γαλλική «γραμμή Μαζινό» και η γερμανική γραμμή «Ζίγκφριντ».

Η Ελλάδα μέχρι το 1935 δεν είχε κάνει καμία σοβαρή οχύρωση. Λόγω της στρατηγικής σημασίας της χώρας κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ελείφθει η απόφαση να οχυρωθεί η οριογραμμή Ρούπελ στις Σέρρες και Λίσσε στη Δράμα με τα ομώνυμα οχυρά.

Κατά το μήνα Αύγουστου η Διοίκηση Φρουρίου Θεσσαλονίκης (Δ.Φ.Θ.) συγκρότησε μία επιτροπή μελετών οχύρωσης η οποία αποτελείτο από τοπογράφους, γεωγράφους, μηχανικούς, αρχιτέκτονες και με τη συμμετοχή στρατιωτικών μονάδων.

Η επιτροπή υπέβαλε τη σχετική πρόταση στο υπουργείο εθνικής αμύνης και αποφασίστηκε η κατασκευή έργων οχυρώσεων για την απόκρουση επιθέσεως από τη Βουλγαρία. Η κατάσταση κάλυπτε οχυρωματικά έργα από την Ανατολική Μακεδονία (όρος Μπέλες) μέχρι την Κομοτηνή καλύπτωντας τμηματικά μία ζώνη μήκους περίπου 300 χιλιομέτρων.

Η κατασκευή ανατέθηκε σε αξιωματικούς του Μηχανικού, Πεζικού και Πυροβολικού σώματος. Ιδιαίτερα σημαντικός ήταν ο ρόλος του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου για την αντοχή του τσιμέντου και το όλο έργο κατασκευάστηκε από ελληνικά χέρια.

Εντός τριάμιση ετών, δηλαδή από το μήνα Νοέμβριο του 1936 μέχρι τον Ιούλιο του 1940, και με κόστος 1,5 δισεκατομμύριο δραχμές (ίσο με 58,5 δισεκατομμύρια ευρώ σήμερα) κατασκευάστηκαν τα έργα.

Καταναλώθηκαν 70.000 τόνοι τσιμέντου και 12.000 τόνοι σιδήρου για την κατασκευή 200.000 κυβικών μέτρων οπλισμένου σκυροδέματος, ενώ έγινε και διάνοιξη νέων δρόμων σε ακτίνα 250 χιλιομέτρων. Για την κατασκευή και αποπεράτωση των έργων χρειάστηκαν 3 εκατομμύρια ημερομήσθια. Κατά την εκπόνηση της μελέτης έγινε εκμετάλλευση του ορεινού ανώμαλου όγκου για την εκλογή καταλλήλων θέσεων των οχυρών ως και για την προσαρμογή των πυρών.

Κάθε οχυρό ήταν αυτοτελές κέντρο άμυνας αποτελούμενο από πυροβολεία, πολυβολεία, παρατηρητήρια, χειρουργεία, χώρους διοίκησης, χώρους διαμονής προσωπικού, μαγειρία, χώρους υγιεινής. Διέθεταν δε ενεργειακή αυτονομία και πλήρη προτασία από επιθέσεις χημικών αερίων.

Γύρω από τα οχυρά είχαν γίνει διπλές και τριπλές γραμμές ανάσχεσης με δίκτυα αντιαρματικών τάφρων.
Στις 6 Απριλίου 1941 η Γερμανία επιτέθηκε κατά της Ελλάδας κατά μήκος της μεθωριακής γραμμής Ελλάδας, Βουλγαρίας. Οι επιτιθέμενοι είχαν μεγάλη υπεροχή τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό όσο και σε μέσα έναντι των αμυνώμενων.

Οι Γερμανοί δεν μπόρεσαν να διασπάσουν την οχυρωματική γραμμή, γι’ αυτό και την παρέκαμψαν και κινούμενοι κατά μήκος του Αξιού ποταμού κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη. Η διάρκεια της αντίστασης των Ελλήνων στρατιωτικών διήρκησε από 6 έως 10 Απριλίου 1941. Η παράδοση του οχυρού Ρούπελ έγινε στις 10 Απριλίου όταν είχε υπογραφεί η συνθηκολόγηση μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών.

Μετά την υπογραφή της συνθήκης εστάλει τηλεφωνικό σήμα στον επικεφαλής του συγκροτήματος ταγματάρχη Γεώργιο Δουράτσο για να παραδόση το οχυρό στον Γερμανό αξιωματικό. Κατά την παράδοση του οχυρού ο Έλληνας αξιωματικός είπε στον Γερμανό ότι «τα οχυρά δεν παραδίδονται, καταλαμβάνονται». Ο δε συνταγματάρχης που παρέλαβε το οχυρό έδωσε συγχαρητήρια στο διοικητή.

Η φρουρά του οχυρού είχε 27 αξιωματικούς και 950 στρατιώτες εκ των οποίων 44 ήταν νεκροί και 152 τραυματίες. Το οχυρό Ρούπελ είχε 6.500 μέτρα υπόγειους διαδρόμους, το δε Ιστιμπέη σε απόσταση 250 μέτρων από τη γραμμή των συνόρων είχε 2.400 μέτρα υπόγειους διαδρόμους.

Πριν εγκαταλείψει το οχυρό ο διοικητής έκαψε όλα τα απόρρητα έγγραφα και τους χάρτες με τις λεπτομέρειες κατασκευής των οχυρών για να μην πέσουν στα χέρια των Γερμανών.
Εκτός από τα οχυρά είχαν κατασκευαστεί και 9 πολυβολεία από οπλισμένο σκυρόδεμα και αυτά αποτελούσαν τη δεύτερη γραμμή άμυνας των στρατιωτικών δυνάμεων.

Η αποστολή του τμήματος που επάνδρωνε τα πολυβολεία ήταν άρτια και αξιοθαύμαστη από τεχνικής πλευράς όπως και όλη η γραμμή των οχυρών προκειμένου να αμυνθούν σθεναρά σε ενδεχόμενη εισβολή για να προλάβουν τα ημέτερα τμήματα να συμπτυχθούν προς τα Κρούσια.

Στην Ομορφοπλαγια του Μπέλες υπάρχει το πολυβολείο Π-8 όπου επικεφαλής πέντε ανδρών ήταν ο έφεδρος λογίας πεζικού Δημήτριος Ίτσιος από τα Άνω Πορόια Σερρών. Με την έναρξη των εχθροπραξιών έδωσε διαταγή να φύγουν οι στρατιώτες.

Από τους πέντε οπλίτες μείνανε οι δύο που κατάγονταν από το ίδιο χωριό για να πεθάνουν αγωνιζόμενοι. Δεν φοβήθηκαν τις βολές των αεροπλάνων ούτε το πυροβολικό αλλά εξαντλήθηκαν τα 33.000 φυσίγγια που είχαν. 10 ώρες κράτησε η μάχη. Ο Δημήτριος Ίτσιος τα έριξε μέχρι το τελευταίο και κανένα δεν πήγε χαμένο, τότε και μόνο όταν χάθηκε κάθε μέσο άμυνας ο λογίας αποφάσισε την παράδοση του οχυρού για να μην οδηγήσει άσκοπα τους δύο στρατιώτες σε θάνατο.

Ο επικεφαλής Γερμανός αξιωματικός της μονάδας πήγε στο χώρο όπου κρατούνταν οι αιχμάλωτοι στρατιωτικοί και μέσω διερμηνέα ζήτησε να μάθει «τον αρχηγό» όπως γράφουν οι αναφορές του Π-8. Προφανώς περίμενε να δει κάποιον αξιωματικό της στρατιωτικής σχολής. Ο λογίας τηρώντας τους κανονισμούς έκανε δύο βήματα μπροστά, χαιρέτησε στρατιωτικά και ανέφερε «Λοχίας Πεζικού Ίτσιος ΔημΉτριος».

Έκπληκτος ο Γερμανός αξιωματικός ανταπέδωσε τον χαιρετισμό αφού προηγουμένως περιεργάστηκε τον έφεδρο λοχία. Τον οδήγησε κοντά στο Π-8 και του έδειξε τα δεκάδες πεσμένα κορμιά των καλύτερων στρατιωτών του. Τον συνεχάρη για τη γενναιότητα και στη συνέχεια βγάζοντας το πιστόλι του τον πυροβόλησε εξ επαφής στον κρόταφο.

Ο λοχίας Ίτσιος Δημήτριος ήταν ο πρώτος Έλληνας που εκτελέστηκε από τις γερμανικές δυνάμεις. Το σώμα του θάφτηκε μαζί με άλλους πεσώντες στον τόπο του μαρτυρίου στην Ομορφοπλαγιά, στον τόπο όπου πολέμησε.

Μετά τον θάνατό του απένημε το Αργυρούν Αριστείο Ανδρείας και τον προήγαγε σε επιλοχία.

Μετά τον πόλεμο, το 1946, τα οστά του Ίτσιου και των συμπατριωτών του μεταφέρθηκαν στο ηρώο του χωριού όπου το έτος 1980 έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του.

Οι Γερμανοί αξιωματικοί εξέφρασαν το θαυμασμό τους για την κατασκευή των ελληνικών οχυρών. Ακόμα και σήμερα είναι άξια θαυμασμού καθώς αντέχουν την υγρασία πολλά μέτρα κάτω από το έδαφος. Μαρμάρινη πλάκα κοσμεί το οχυρό Ρούπελ με τα ονόματα των πεσώντων στρατιωτικών.

Περισσότερα

Στα ‘’Ελευθέρια’’ του δήμου Κιλκίς μεταφέρεται η έκθεση του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων ‘’Σήκω ψυχή μου!… Εικόνες και μουσικές των προσφύγων του ’22″

O δήμος Κιλκίς εγκαινιάζει μια πολύ αξιόλογη συνεργασία με το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη […]

Δείτε ακόμα