Γενικά

Οι Καστανιές της Θράκης, οι Καστανιώτες, ο εκπατρισμός, οι Καστανιές του Κιλκίς

ΚΑΚΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Της Παγώνας Κακανοπούλου

Μέρος α’

Εγώ θα αναφερθώ στην εγκατάσταση των Καστανιωτών στο Κιλκίς, ξεκινώντας από το πού ζούσαν και πως και πώς τους βρήκαν τα μεγάλα γεγονότα που τελικά τους ανάγκασαν να εκπατρισθούν, την περιπέτεια μέχρι την τελική εγκατάσταση και λίγα λόγια για την πορεία τους στο νέο τόπο.

Προηγουμένως, όμως θα ήθελα να αναφερθώ στο περιρρέον κλίμα και στις μεγάλες ανακατατάξεις που συνέβαιναν στην ευρύτερη περιοχή, προσπαθώντας να τονίσω πράγματα λιγότερο φωτισμένα. Δεν θα τολμήσω να πω άγνωστα διότι ειδικά για την περίοδο αυτή έχουν γραφτεί χιλιάδες κείμενα, από ιστορικές μελέτες και βιβλία μέχρι μυθιστορήματα, ταινίες, τραγούδια όλα με μεγάλη συναισθηματική φόρτιση καθώς η εποχή αυτή είχε άφθονο αίμα, πόνο, δυστυχία, μίση, κακουχίες ακόμη και αλληλοσπαραγμούς.

Οι Καστανιώτες ήρθαν στο Κιλκίς σε έναν «καθαρό» τόπο. Το λέω αυτό για να τονίσω το εξής: Είναι η εποχή της δημιουργίας των εθνικών κρατών. Ο κανόνας για την δημιουργία ενός βιώσιμου και δυνατού εθνικού κράτους υπαγόρευε όσο το δυνατόν ευρύτερη περιοχή, μεγαλύτερη έκταση-επικράτεια, πλουτοπαραγωγικές πηγές, ποτάμια, έξοδο στη θάλασσα αλλά και ομοιογενή και «καθαρό» πληθυσμό. Αυτό το τελευταίο προαπαιτούμενο ήταν που έκανε όλους στους στρατούς που κατακτούσαν ή αλλιώς απελευθέρωναν εδάφη, να εκτοπίζουν, να εξανδραποδίζουν ή να γενοκτονούν εις βάρος των αλλοεθνών που έτυχε να ευρίσκονται στα καταλαμβανόμενα εδάφη.

Όλοι, σχεδόν χωρίς καμμία εξαίρεση, δεν απέφυγαν αυτόν τον κανόνα. Ο απελευθερωμένος τόπος έπρεπε να παραδοθεί καθαρός. Εξαρτάται από τον ζήλο κάθε στρατού η πιστή εφαρμογή των κανόνων, γι’ αυτό και έχουμε διαφοροποιήσεις ως προς την ένταση του φαινομένου και τις επαγόμενες εκατόμβες. Έτσι οι τοπικοί Βούλγαροι του οικισμού Γκερμπασέλ που διάλεξαν τελικά οι Καστανιώτες για να εγκατασταθούν στη νέα τους πατρίδα είχαν ήδη εξαφανισθεί από δεκαετίας από τη δράση του Ελληνικού στρατού.

Οι πληθυσμοί είχαν επίγνωση της κατάστασης και συνήθως αποχωρούσαν μαζί με τον ηττημένο στρατό που εκκένωνε τις περιοχές. Όσοι έμεναν δεν είχαν τις πιθανότητες με το μέρος τους. Όλη η περιοχή με τα γύρω χωριά ήταν ελεύθερη για εγκατάσταση. Υπήρχε μία έκθεση του αμερικανικού ιδρύματος Κάρνεγκι, που συντάχτηκε το 1914 και ακριβώς αναφέρεται στο βίαιο αυτών των εκτοπίσεων στην περιοχή μας. Δεν αναφέρονται σ’ αυτή την έκθεση όμως οι εκκαθαρίσεις του μουσουλμανικού στοιχείου στην πόλη του Κιλκίς από τους Βουλγάρους, οι οποίοι κυρίευσαν την πόλη και την γύρω περιοχή τον Οκτώβριο του 1912 και την κράτησαν έως την 21η Ιουνίου του 1913.

Επίσης να τονίσω ότι ο ερχομός των Καστανιωτών έγινε ήρεμα χωρίς πολλές εξάρσεις και δράματα και ήταν από τους τελευταίους που ήρθαν αφού είχε υπογραφεί η συνθήκη της Λωζάννης. Μέχρι την υπογραφή της συνθήκης είχαν έρθει περί το 1.150.000 προσφύγων και μετά την υπογραφή ήρθαν και άλλες 250.000. Σ’ αυτούς τους τελευταίους συμπεριλαμβάνονται τα χωριά της Ανατολικής Θράκης που ήταν κοντά στην Κωνσταντινούπολη.

Το χωριό Καστανιές τις επαρχίας Μετρών ή Τσατάλτζας βρισκόταν στην ανατολική Θράκη απείχε περί τα 40 χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη βρισκόταν πολύ κοντά στο δρόμο Κωνσταντινούπολης – Αδριανούπολης και απείχε περί τα 20 χιλιόμετρα τόσο από τον Εύξεινο Πόντο όσο και από την θάλασσα του Μαρμαρά. Στο προαύλιο της Πόλης κατελήφθη μόνο μία φορά από τους Ρώσους το 1878 όταν έφτασαν αυτοί μέχρι τον Αγιο Στέφανο το σημερινό αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης όπου και υπογράφτηκε η γνωστή συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που δημιουργούσε την μεγάλη Βουλγαρία και η οποία αναθεωρήθηκε επι τα χείρω για τους Βουλγάρους από την συνθήκη του Βερολίνου του ιδίου έτους.

Οι Καστανιές, που σήμερα λέγονται Κεστανελίκ και πού έχουν γίνει ο τόπος όπου ανεγείρουν και αγοράζουν βίλλες οι Τούρκοι αστοί και νεόπλουτοι καθώς η εξάπλωση της Κωνσταντινούπολης έφτασε μέχρι εκεί, βρίσκονται στην ανατολική πλευρά των υψωμάτων της Τσατάλτζας, υψώματα που ήταν σε όλες τις δύσκολες στιγμές η τελευταία γραμμή άμυνας των Τούρκων.
Κρίσιμη για την τύχη του χωριού και των κατοίκων του ήταν η περίοδος των Βαλκανικών Πολέμων όπου η ισχυρότερη βαλκανική χώρα, η Βουλγαρία επέδραμε κατά της Ανατολικής Θράκης, με στόχο την ίδια την οθωμανική πρωτεύουσα.

Η απεγνωσμένη άμυνα των Τούρκων οργανώθηκε στα υψώματα της Τσατάλτζας και οι Καστανιώτες βοήθησαν με ότι μέσα διέθεταν την τουρκική προσπάθεια. Μια προσπάθεια που έμοιαζε απελπισμένη επειδή η αυτοκρατορία μόλις είχε ηττηθεί από τους Ιταλούς στη Λιβύη και δεχόταν επίθεση από τέσσερα βαλκανικά κράτη ταυτοχρόνως.

Οι Βούλγαροι αναχαιτίστηκαν στην Τσατάλτζα. Η βοήθεια που προσέφεραν οι Καστανιώτες τότε οδήγησε τις τουρκικές αρχές να εξαιρέσουν τις Καστανιές από το «πογκρόμ», που ακολούθησε δύο χρόνια αργότερα, εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών της ανατολικής Θράκης.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έμπαινε τότε στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Γερμανών, των Κεντρικών Δυνάμεων δηλαδή και οι Γερμανοί σύμβουλοι, που ήρθαν σε αρωγή των Τούρκων, συμβούλεψαν τις τουρκικές αρχές να εκκαθαρίσουν την Θράκη και τις άλλες περιοχές από τα χριστιανικά στοιχεία.
Οι Καστανιώτες δεν είχαν θύματα από το «πογκρόμ» των Νεοτούρκων επειδή δεν μπήκαν στο δίλημμα να συνεργαστούν με τους εισβολείς Βούλγαρους, οι οποίοι ως Χριστιανοί υπόσχονταν τον θάνατο του θηρίου, στους χριστιανικούς πληθυσμούς που συναντούσαν.

Οι Καστανιώτες συνέπραξαν με τους Τούρκους για να υπερασπίσουν τα σπίτια τους, ενώ την ίδια στιγμή το ελληνικό κράτος ήταν σε πόλεμο και αυτό με τους Τούρκους.

Και επειδή εδώ σας μιλάω ως δημοσιογράφος και όχι ως επαγγελματίας ιστορικός, η γνώμη μου είναι ότι δεν υπήρχε η αίσθηση της ύπαρξης ενός ισχυρού ελληνικού κράτους, στο οποίο οι κάτοικοι της ανατολικής Θράκης θα προσέβλεπαν και δεν περίμεναν ποτέ να φθάσει κοντά τους ώστε να ενωθούν με αυτό. Καθόλου δε δεν τους περνούσε από το μυαλό ότι σε λίγο καιρό θα χρειαστεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους για πάντα. Την εποχή που συμβαίνουν αυτά, η γνώση για το ελληνικό κράτος είναι ότι έχει αστείο στρατό, που πολύ εύκολα οι τουρκικές δυνάμεις της Θεσσαλίας πριν λίγα χρόνια το 1897 τον συνέτριψαν και ήταν ικανές να κυριεύσουν ολόκληρη την ελεύθερη τότε Ελλάδα.

Κατά την έναρξη δε των Βαλκανικών Πολέμων οι Βούλγαροι δεν είχαν καθόλου σε υπόληψη τον ελληνικό στρατό, οι δε Γερμανοί στρατιωτικοί σύμβουλοι των Τούρκων θεωρούσαν ότι δεν υπήρχε περίπτωση αυτός ο στρατός να διασπάσει το Σαραντάπορο και το Μπιζάνι.

Επίσης να πούμε ότι παρ’ όλες τις κατοπινές επιτυχίες αυτού του στρατού στους Βαλκανικούς Πολέμους, δεν του αναγνωρίστηκε υψηλό αξιόμαχο επειδή αυτές οι επιτυχίες έγιναν σε συνεργασία με άλλους στρατούς και επι αντιπάλων δεχομένων πολλαπλές επιθέσεις από πολλές πλευρές.

Η αξιοπιστία αυτού του στρατού κρίθηκε στη μάχη του Σκρά το Μάιο του 1918. Ο ίδιος ο Βενιζέλος που είχε στο μυαλό του, ό,τι του έδωσε αργότερα η συνθήκη των Σεβρών, ήξερε πάρα πολύ καλά τη γνώμη των συμμάχων και εχθρών για την ποιότητα του στρατεύματος, γι αυτό και πήγε ο ίδιος στο μέτωπο της Παιονίας στο αρχηγείο της Κούπας μαζί με τον δευτερότοκο γιο του Κωνσταντίνου τον Αλέξανδρο, που είχε γίνει βασιλιάς της Ελλάδας, χωρίς βέβαια να παραιτηθεί ο Κωνσταντίνος.

Επί αρκετές μέρες πριν την επίθεση Βενιζέλος και Αλέξανδρος εμψύχωναν τους στρατιώτες των μεραρχιών Κρήτης, Σερρών και Αρχιπελάγους επειδή η επιτυχής έκβαση της μάχης σε μία θεωρητικά απόρθητη περιοχή όπως ήταν το Σκρά ντι Λέγκεν, θα έκρινε και το αξιόμαχο του ελληνικού στρατεύματος. Και πράγματι οι θυσίες αυτών των στρατιωτών που κατέλαβαν το Σκρά, αποκατέστησαν σε εξαιρετικό βαθμό την αξιοπιστία του ελληνικού στρατού και οδήγησαν στην λήψη της εντολής από την Αντάντ για την εκστρατεία στη Μ. Ασία προς σεβασμό της Συνθήκης των Σεβρών.

Ζητώ συγγνώμη γι’ αυτές τις μακροσκελείς παρεκβάσεις, αλλά θεωρώ ότι η ιστορία ενός μικρού χωριού που μάλιστα δεν έχει να παρουσιάσει και εκατόμβες θυμάτων είναι από τη φύση περιορισμένη. Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν λοιπόν θεωρούμε λογική την επιλογή των αρχών του χωριού να συμπράξουν με τους Τούρκους εναντίον των Βουλγάρων και αυτό δεν ξεχάστηκε από τους Τούρκους όταν αυτοί πήραν ξανά το «επάνω χέρι» πολύ σύντομα μετά την ήττα της Βουλγαρίας στον δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο.
Βέβαια μετά από λίγο καιρό η Οθωμανική Αυτοκρατορία εισέρχεται στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αυστρουγγρικής Αυτοκρατορίας ακολουθούμενη και από την Βουλγαρία.

Οι Έλληνες είναι ουδέτεροι, ελέω Κωνσταντίνου, γαμπρού του Κάιζερ της Γερμανίας, παρά την επιθυμία του Βενιζέλου ο οποίος γνωρίζει ότι η διεύρυνση του ισχνού του κράτους περνά μέσα από συμμετοχές σε πολέμους και ότι η ουδετερότητα, που σε αυτή τη φάση ευνοεί τις Κεντρικές Δυνάμεις, ισοδυναμεί με στασιμότητα και συρρίκνωση.

Μέρος β’

Οι Καστανιώτες ακολουθούν τις επιλογές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στρατεύονται στον τουρκικό στρατό. Πολύτιμη πηγή πληροφοριών εδώ είναι η μεταπτυχιακή εργασία του Κώστα Τζιάρα, που κατάγεται από τις Καστανιές ο οποίος βασίστηκε κυρίως σε προφορικές μαρτυρίες παππούδων που δεν υπάρχουν πιά.
Εκεί αναφέρεται ότι όσοι στρατεύτηκαν κανονικά δεν γύρισε κανείς πίσω στην οικογένειά του και έμειναν πολλές χήρες εκείνη την εποχή. Αναφέρθηκε βεβαίως ότι υπήρχε και η δυνατότητα συνεννόησης με τους κατά τόπους στρατολόγους έναντι αδράς αμοιβής.

Οι εύποροι Καστανιώτες δίνοντας περίπου τριάντα χρυσές λίρες κατόρθωσαν να κρατήσουν τους γιούς τους και βεβαίως υπήρχαν και πολλοί που λιποτάκτησαν, έφυγαν στο εξωτερικό και δεν γύρισαν πίσω ποτέ.
Υπήρχαν αρκετοί εύποροι Καστανιώτες επειδή η γειτνίαση με την Κωνσταντινούπολη καθόριζε και τη φύση των επαγγελμάτων των Καστανιωτών.

Μιλάμε για ένα χωριό με πάνω από διακόσιες οικογένειες πριν την ανταλλαγή. Από αυτές μόνο δέκα ή το πολύ είκοσι είχαν ασχολία με την γεωργία και την κτηνοτροφία έχοντας στην κατοχή τους ένα μικρό κλήρο δεκαπέντε ή είκοσι στρεμμάτων, αλλά ήταν αυτοί που διάλεξαν τόπο στην νέα πατρίδα με βάση τις γνώσεις τους. Οι υπόλοιποι ήταν τσαγκάρηδες, ράφτες, καρροποιοί, πεταλωτήδες, μυλωνάδες κλπ.
Είχαν δηλαδή ό,τι επαγγέλματα θα είχε μια αστική περιοχή, υποστηρικτικά μιας μεγαλούπολης της εποχής και μάλιστα πρωτεύουσα μιας μεγάλης αυτοκρατορίας. Αξίζει να αναφερθεί μία περιπέτεια του φούρναρη και μυλωνά του χωριού, ονόματι Τσακαλάκη, ο οποίος είχε κάνει μεγάλη περιουσία επειδή είχε αναλάβει την προμήθεια με ψωμί του τουρκικού στρατού από τον φούρνο και τον μύλο του. Ο μυλωνάς και φούρναρης αυτός, είχε λόγους να είναι έξαλλος εναντίον των μπολσεβίκων που κατέλαβαν την εξουσία στη Ρωσία το 1917.

Οι μπολσεβίκοι λοιπόν κατήργησαν τα ρούβλια του τσάρου όταν ανέλαβαν την εξουσία και φυσικά δεν φρόντισαν να ειδοποιήσουν τον ατυχή φούρναρη για την πράξη τους αυτή. Όταν εμφανίστηκαν πολλοί Ρώσοι προσφέροντας ρούβλια σε εξαιρετική τιμή, ο άτυχος και άπληστος εν τέλει Τσακαλάκης εκμηδένισε τα αποθεματικά του σε χρυσό μετατρέποντάς τον σε άχρηστα ρούβλια, με αποτέλεσμα να πτωχεύσει και δεν είχε χρήματα ούτε για την κηδεία του, όπως χαρακτηριστικά είπε ο συγχωριανός του που θυμόταν το γεγονός και το ανέφερε στο Κώστα Τζιάρα.

Κατά την διάρκεια του πολέμου στα χωριά αυτά σημειώνονταν επιθέσεις από Τσέτες, αλλά στις Καστανιές δεν συνέβη καμμία από αυτές διότι οι Τούρκοι από τα γύρω χωριά ζητούσαν την προστασία των Καστανιών, λόγω των καλών σχέσεων και των χρήσιμων επαγγελμάτων που βρίσκονταν εκεί και δεν χρειαζόταν να μετακινηθούν μέχρι τις Μέτρες ή την Κωνσταντινούπολη. Επίσης αναφέρεται από όλους σχεδόν τους παππούδες μας η ύπαρξη ενός κανονιού ιδιοκατασκευή κάποιου Καστανιώτη, που έριχνε άσφαιρα μόνο με μπαρούτι και που έδινε την εντύπωση του βαριά οπλισμένου χωριού.

Οι νικητές του Α Π Π στους οποίους συγκαταλεγόταν και η Ελλάδα του Βενιζέλου, κατέλαβαν την Ανατολική Θράκη αλλά στον ελληνικό στρατό απαγορεύτηκε η προσέγγιση της Κωνσταντινούπολης, πράγμα που ίσχυε εξ αρχής λόγω αντιρρήσεων του Τσάρου, αλλά και άλλων συμμάχων όπως των Ιταλών και των Γάλλων, που συνέχισαν αυτήν την πολιτική παρ’ όλο που ο Τσάρος αποχώρησε από το στρατόπεδο των νικητών και τελικώς και από την Ιστορία.

Αξίζει να εστιάσουμε λίγο στην στάση των Ιταλών. Οι Ιταλοί έβλεπαν με κακό μάτι την ελληνική επέκταση ιδιαιτέρως στην Βόρειο Ήπειρο που τη θεωρούσαν δικό τους προνομιακό πεδίο δράσης. Τους ενδιέφερε κυρίως ο έλεγχος της Κέρκυρας και της απέναντι ακτής με σκοπό τον έλεγχο της Αδριατικής. Επίσης επειδή κατέλαβαν τα Δωδεκάνησα στην διάρκεια του πολέμου της Λιβύης, γνωρίζοντας τις προθέσεις του Βενιζέλου για επέκταση στη Μικρά Ασία άρχισαν να ετοιμάζουν και οι ίδιοι επίθεση στο εσωτερικό της Τουρκίας.
Η ιταλική στάση είναι ιδιαίτερα σημαντική διότι καθόρισε πολλές από τις ελληνικές κινήσεις. Η Βόρεια Ήπειρος εκκενώθηκε από τον ελληνικό στρατό που την απελευθέρωσε κατ΄ απαίτησιν των Ιταλών για να συναινέσουν στην παραχώρηση των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα και για να υπογραφεί η Συνθήκη των Σεβρών.

Επίσης για την υπογραφή αυτής της Συνθήκης έπιασαν τόπο οι απαιτήσεις του Ιταλού πρεσβευτή για διεξαγωγή εκλογών τον Νοέμβριο του 1920 με τις γνωστές συνέπειες για τον Βενιζέλο και τον τόπο. Αλλά και οι Γάλλοι ήταν αρνητικοί στην ελληνική παρουσία στην Κωνσταντινούπολη επειδή θεωρούσαν τον Βενιζέλο άνθρωπο των Άγγλων και ότι δια του ελληνικού στρατού θα επήρχετο αγγλική κυριαρχία στα Στενά. Η αντίδραση του Κεμάλ στην συνθήκη των Σεβρών ήταν κάτι παραπάνω από βολική για τους Γάλλους και τους Ιταλούς και φυσικά για τους Μπολσεβίκους για τους οποίους αξίζει να πούμε λίγα πράγματα παραπάνω.

Οι Καστανιώτες λοιπόν δεν ήρθαν σε επαφή με τον ελληνικό στρατό εκείνη την εποχή, παρ’ όλο που ήταν σε σχετικώς κοντινή απόσταση, αλλά είχαν έρθει σε επαφή με το γαλλικό στρατό κατοχής. Μάλιστα αναφέρεται ότι πολλοί Καστανιώτες προσπαθούσαν να κλέψουν οικοδομικά υλικά από τα κτίσματα που φυλάσσονταν πυρομαχικά του γαλλικού στρατού. Κάποιοι τα κατάφεραν, κάποιοι όμως έπεσαν σε γαλλικές ενέδρες και ένας από τους Καστανιώτες, ο Ευθυβούλης ακρωτηριάστηκε από γαλλικές ριπές πολυβόλων.

Στην αποτυχημένη εκστρατεία κατά των μπολσεβίκων στην Ουκρανία έλαβαν μέρος και Καστανιώτες διότι αρκετοί στρατεύθηκαν πλέον από τον ελληνικό στρατό μετά την διάλυση του στρατού του Σουλτάνου και τη μεταφορά της εστίας αντίστασης των Τούρκων στην Ανατολία υπό τον Κεμάλ.
Ο Κεμάλ που γίνεται πλέον ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής των εξελίξεων, διείδε, ότι μία συμφωνία με τους μπολσεβίκους του Λένιν σίγουρα θα του εξασφάλιζε τα νώτα και ίσως ήταν και η μοναδική του ελπίδα για να επιτύχει τους σκοπούς του. Πραγματικά αυτή η συμφωνία άλλαξε τον ρου των γεγονότων υπέρ του Κεμάλ. Θεωρούμε ότι αξίζει εδώ μία παρέκβαση για να τονιστούν κάποιες λεπτομέρειες.

Στις 20 Απριλίου 1920, τρεις ημέρες μετά το άνοιγμα της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης, ο Κεμάλ έγραψε ένα γράμμα στο όνομα της κυβέρνησής του στον Λένιν, ζητώντας τη θέσπιση διπλωματικών σχέσεων και στρατιωτική βοήθεια για να “πολεμήσουν τις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις” μαζί. Στις 02 Ιουνίου 1920 ο Τσιτσέριν απάντησε επίσημα στην εν λόγω επιστολή.
Οι Σοβιετικοί συμφώνησαν να παίξουν το ρόλο του μεσολαβητή οριοθετώντας τα σύνορα μεταξύ της Τουρκίας, της Αρμενίας και του Ιράν.
Η αντισοβιετική αρμενική κυβέρνηση του Ντάσνακ υπέστη ταυτόχρονη επίθεση από Τούρκους και Σοβιετικούς.

Στις 13 Απριλίου 1920 ανοίγει επίσημα η Σοβιετική πρεσβεία στην Άγκυρα. Ήταν η μόνη ξένη πρεσβεία στην Άγκυρα εκείνη τη στιγμή. Ακολούθησε στρατιωτική βοήθεια που συμπεριελάμβανε στολές, τουφέκια, πολυβόλα, ραδιόφωνα, βλήματα.
Στις 16 Μαρτίου 1921 υπεγράφη η επίσημη Συνθήκη της «σοβιετικής τουρκική φιλίας και αδελφοσύνης». Ο Κεμάλ πήρε το Καρς, το Αρνταγκάν και το Αρτβίν και 10 000 000 χρυσά ρούβλια μεταφέρθηκαν στον Κεμάλ σε δόσεις.

Χρησιμοποίησε τα Σοβιετικά χρήματα για να αγοράσει γαλλικές και ιταλικές στρατιωτικές προμήθειες.
Τον Αύγουστο του 1921 ο Μιχαήλ Φρούνζε διορίστηκε ο Σοβιετικός πρεσβευτής στην Τουρκία. Έγινε στρατιωτικός σύμβουλος του Κεμάλ.

Εκείνη τη στιγμή από το Νοβοροσίσκ, το Τουάψε και το Βατούμ ο Κεμάλ πήρε 39 000 τουφέκια, 327 βαριά πολυβόλα, 54 μεγάλα κανόνια, 63.000.000, 147 000 βλήματα και άλλα. Όσο τσαρικό στρατιωτικό υλικό έμεινε στις ανατολικές επαρχίες δόθηκε δωρεάν στους Τούρκους μαζί με ένα στρατό από πρώην Τούρκους αιχμαλώτους στη Ρωσία. Το 1921 τα δύο ρωσικά αντιτορπιλικά («Ζυβάι» και «Ζούτκι») παραδόθηκαν στην Τουρκία. Οι Ρώσοι μετέφεραν σε τεμάχια ένα πλήρες εργοστάσιο στην Άγκυρα, μαζί με όλες τις απαραίτητες πρώτες ύλες, τεχνογνωσία και εκπαιδευτές. Ακολούθησε και χρυσός για να κρατηθεί το κεμαλικό καθεστώς ζωντανό. Ο Ούπμαλ-Αγκάρσκι έδωσε στον Κεμάλ 200,6 κιλά καθαρού χρυσού που του είχε υποσχεθεί νωρίτερα.

Τον Απρίλιο 1922 ο Αράλωφ έδωσε 20 000 χρυσά ρούβλια για να στήσει ο Κεμάλ τις μηχανές προπαγάνδας της εποχής που ήταν ο κινηματογράφος και οι εφημερίδες. Η πρώτη κεμαλική ταινία «Απελευθέρωση» είναι στην πραγματικότητα μια σοβιετική παραγωγή. Στις 3 Μαϊου 1922 ο Αράλωφ έδωσε στην Άγκυρα άλλα 3 500 000 χρυσά ρούβλια. Ήταν η τελευταία δόση των 10 000 000 υποσχέθηκε ένα χρόνο πριν. Στη Λωζάννη η σοβιετική Ρωσία ήταν η δύναμη που έκανε τη διπλωματική επιτυχία του Κεμάλ μια πραγματικότητα.
Ο Λένιν δεν ήταν μόνο ένας αληθινός φίλος σε ανάγκη, αλλά επίσης ένα χρήσιμο φόβητρο. Είναι ένα μέρος του μύθου της ιδιοφυΐας του Κεμάλ.

Μέρος γ’

Στις 16 Μαρτίου του 1921 λοιπόν υπεγράφη η επίσημη συνθήκη της «Σοβιετο-τουρκικής Φιλίας και Αδελφότητας». Βέβαια αυτή η εξέλιξη ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής του Λένιν, όπως διαμορφώθηκε μετά την Επανάσταση και η οποία επιβλήθηκε «πραξικοπηματικά» επί της κεντρικής επιτροπής του κόμματος των μπολσεβίκων και οδήγησε στην εξαιρετικά κακή για τη ρωσική πλευρά, συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ..

Η άποψη της τότε αριστερής αντιπολίτευσης -συμπεριλαμβανομένου του Τρότσκι τότε και των αναρχικών, κατά τις διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς στις αρχές του 1918, αντιστοιχούσε στις φυσικές εξελίξεις και ευνοούσε κατά πολύ τόσο τα κινήματα των λαών της Εγγύς Ανατολής (Αρμένιοι, Έλληνες), όσο και αυτά του γερμανικού εργατικού κινήματος. Η άποψη αυτή αρνιόταν την ειρήνευση με τις Κεντρικές Δυνάμεις και υποστήριζε την πρόταση για συνέχιση του πολέμου και μετατροπή του σε επαναστατικό. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι λίγους μήνες μετά οι Κεντρικές Δυνάμεις ηττήθηκαν από την Αντάντ, παρά την αποχώρηση των Ρώσων από το συμμαχικό στρατόπεδο, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η άποψη των Αριστερών προς τον Λένιν δυνάμεων είχε ρεαλιστικότερη προσέγγιση των πραγμάτων.

Η επιβολή της μειοψηφικής άποψης του Λένιν με προκλητικές μεθόδους, όπως επανάληψη των συνεδριάσεων της ηγετικής ομάδας του κόμματος των μπολσεβίκων μέχρι να αποδεχτούν με πίεση την άποψη του, ήταν αυτή που οδήγησε το Μάρτιο του 1918 στη δυσβάστακτη, ακόμα και για τους μπολσεβίκους, Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ και διαμόρφωσε το ιστορικό πλαίσιο. Εάν είχαν επικρατήσει οι Αριστεροί επί του Λένιν, η εξέλιξη θα μπορούσε να έχει οδηγηθεί στην αντιδιαμετρική κατεύθυνση από αυτήν όπου τελικά οδηγήθηκε.

Εδώ θα μου επιτρέψετε μία ακόμη παρέκβαση. Ο Λένιν ξεκίνησε από την Ελβετία και διέσχισε την εχθρική Γερμανία μέσα σε σφραγισμένο βαγόνι έχοντας στην κατοχή του γερμανικό χρυσό με προορισμό τη Ρωσία όπου πήγαινε να κάνει την επανάστασή του. Και οδήγησε τελικά τους Ρώσους στο Μπρέστ Λιτόφσκ. Ο Κεμάλ βαθύς γνώστης των γερμανικών μυστικών από την εποχή της Καλλίπολης ακόμη, ήξερε ότι σίγουρα στο πρόσωπο του Λένιν θα βρεί έναν πρόθυμο ακροατή. Και πέτυχε την «Σοβιετοτουρκική Φιλία και Αδελφότητα». Τα αναφέρω αυτά απλά σαν ιστορικές συμπτώσεις.

Η άλλη πλευρά που βάλλεται από τότε συνεχώς γι αυτό το θέμα απαντά ως εξής: Υπήρξε προσπάθεια της σοβιετικής Ρωσίας για διαμεσολάβηση μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής πλευράς προκειμένου να επιτευχθεί ειρηνική λύση στην διαμορφούμενη κατ
άσταση στην Μικρά Ασία. Ο ιστορικός και τότε γενικός γραμματέας του ΣΕΚΕ (Κ)- Γιάννης Κορδάτος αναφέρει σχετικά ότι τον Απρίλιο του 1922 κατέφθασε μυστικά στην Ελλάδα απεσταλμένος της Τρίτης Διεθνούς και του υπουργείου εξωτερικών και στρατιωτικών της Σοβιετικής Ρωσίας.

Είχε εντολή να διερευνήσει τη δυνατότητα μεσολάβησης της χώρας του για ειρηνικό τερματισμό του μικρασιατικού πολέμου μέσα από επαφές που θα είχε με την ηγεσία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος (αυτός ο τρόπος άφιξης του ξένου απεσταλμένου και η μέθοδος διερεύνησης οφείλονταν στην ανυπαρξία διπλωματικών σχέσεων των δύο κρατών). Ακολούθως, συναντήθηκε με τον Γ. Κορδάτο, τον ενημέρωσε για τον σκοπό της παρουσίας του και του ζήτησε να ανακοινώσει στην ελληνική κυβέρνηση την άφιξή του, καθώς και την επιθυμία της χώρας του για μεσολάβηση στο Μικρασιατικό Ζήτημα. Η πρότασή του περιελάμβανε την υπογραφή ανακωχής ανάμεσα στην Ελλάδα και τον Κεμάλ και καθεστώς αυτονομίας για την περιοχή της Μικράς Ασίας. Ως αντάλλαγμα ζητούσε από την ελληνική κυβέρνηση να αναγνωρίσει, έστω και ντε φάκτο, την σοβιετική εξουσία.

Ο Σοβιετικός απεσταλμένος τόνισε μεταξύ άλλων: «Γι’ αυτό θέλουμε να μείνουνε οι Έλληνες στην Μικρασία, όχι από κούφιο συναισθηματισμό, αλλά από ρεαλιστική αντίληψη για το αύριο και μεθαύριο. Οι μειονότητες στην Τουρκία στάθηκαν από τη μία μεριά τροχοπέδη στον ολοκληρωτικό εξισλαμισμό της Βαλκανικής και Ανατολής και από την άλλη έγιναν η πηγή που τροφοδότησε τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα των λαών της Βαλκανικής από το 1770 ως τα χτες.»

Ο ηγέτης του ΣΕΚΕ συναντήθηκε με τον Ν. Στράτο (αντιπολίτευση τότε) και τον Α. Καρτάλη (υπουργό στην κυβέρνηση Γούναρη) προκειμένου να τους μεταφέρει τις σοβιετικές προτάσεις χωρίς, ωστόσο, θετικό αποτέλεσμα. Ο τελευταίος μάλιστα, όπως γράφει ο ίδιος ο Κορδάτος, τον έβρισε και τον έδιωξε.

Η νεαρή σοβιετική εξουσία επιχείρησε επανειλημμένως να προσεγγίσει την Ελλάδα και να αποκαταστήσει τις μεταξύ τους διπλωματικές σχέσεις, από το 1920 ακόμα, την ίδια δηλαδή χρονιά που η συμμετοχή της στην απαράδεκτη στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία έλαβε άδοξο τέλος. Η ελληνική πλευρά, ωστόσο, δεν ανταποκρίθηκε (η Ελλάδα αναγνώρισε τελικά την Σοβιετική Ένωση στις 8 Μαρτίου του 1924, υπέγραψε δε το πρώτο εμπορικό σύμφωνο δύο χρόνια μετά, το 1926).

Το 1924 λοιπόν αρχίζει η συντεταγμένη έξοδος των Καστανιωτών που έφθασαν με ότι υπάρχοντα μπορούσαν να μεταφέρουν στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης και από εκεί με πλοία στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης. Οι επιτροπές που κλήθηκαν να διαλέξουν τόπο πήγαν σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας και κατέληξαν στον σημερινό χώρο του οικισμού στο Κιλκίς όπου περιβάλλονταν από τρία ποτάμια, με άφθονη βοσκή και λίγα κουνούπια. Το παλιό χωριό Γκερμπασέλ που ήταν ακριβώς απέναντι από το σημερινό, προς την πλευρά του σιδηροδρομικού σταθμού του Μεταλλικού, ήταν κατεστραμμένο. Βρέθηκε σωστό μόνο ένα μεγάλο σπίτι που είχε καταλάβει μία οικογένεια κτηνοτρόφων οι Μπροζαίοι. Μετά μία σύντομη αψιμαχία οι Μπροζαίοι απεχώρησαν στο σημερινό χωριό Ηλιόφωτο δίπλα στην Μεγάλη Στέρνα. Αυτό το σπίτι λειτούργησε αρχικά ως σχολείο όπως μας είπε σε συνέντευξη που πήραμε ο Παναγιώτης Ασημακίδης που έχει γεννηθεί στο παλιό χωριό το 1920 και θυμάται τις πρώτες μέρες της εγκατάστασης.

Η αρχική εγκατάσταση έγινε σε σκηνές μέχρι να ετοιμαστούν τα σπίτια που ήταν προκατασκευασμένα. Ο κύριος Παναγιώτης είπε ότι περάσανε δύο Καλοκαίρια και έναν Χειμώνα στις σκηνές, μέχρι να γίνει η διανομή των σπιτιών. Ακολούθησε περίοδος δύσκολης προσαρμογής όπου παλαιοί υπάλληλοι και τεχνίτες που δεν είχαν την δυνατότητα να στήσουν εκ νέου τις δουλειές τους, μετατράπηκαν σε αγρότες και κτηνοτρόφους. Βέβαια πάρα πολλοί άνοιξαν και στη νέα πατρίδα τις δουλειές τους με αποτέλεσμα να γνωρίσει ακμή το χωριό προπολεμικά. Αλλά ο πόλεμος και ο εμφύλιος σταμάτησαν αυτή την άνθιση.
Ένα αξιοσημείωτο γεγονός είναι και το εξής:

Οι Καστανιώτες ήρθαν από την «πατρίδα» όπως λέγανε με πολλά αρχαιοελληνικά ονόματα. Στο χωριό θα συναντήσεις ονόματα όπως Πολύβιος, Θεμιστοκλής, Αριστείδης, Επαμεινώνδας, Λεωνίδας, Σοφοκλής, Μενέλαος, Πελοπίδας, Μιλτιάδης, Άρτεμις, Ευτέρπη, Καλυψώ, Κλειώ, Ερατώ, Αντιγόνη, Ευρυδίκη, Κλεονίκη, Σωκράτης, Οδυσσέας. Πολλά από αυτά αντέχουν ακόμη. Έπειτα όμως από την αντεπίθεση της Εκκλησίας με το επιχείρημα «μη βάζετε ονόματα στα παιδιά που δεν γιορτάζουν» έχουμε σχετικό περιορισμό.

Από την συνέντευξη του Παναγιώτη Ασημακίδη που αποτελεί μία πραγματική παρακαταθήκη, θα ξεχωρίσω κάποια πράγματα: Κατ’ αρχάς οι Καστανιώτες παρέμειναν σφικτή ομάδα και δεν έσπασε από διαφορετικές ιδεολογικές απόψεις. Καλά τα δόγματα αλλά πάνω από όλα ο αδελφός, ο συγγενής, ο κουμπάρος, ο συμπέθερος. Όλοι αυτοί προηγούνταν της αριστερής και δεξιάς κατάτμησης. Αποτέλεσμα οι Καστανιές δεν είχαν θύματα στον εμφύλιο. Όταν χρειάστηκε οι αριστεροί προστάτεψαν τους δεξιούς και αντίστροφα.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό από τη μαρτυρία του κυρ Παναγιώτη είναι ότι οι αριστερές ιδέες ήρθαν στο χωριό από έναν με παρατσούκλι «αεροπόρος» από τη Μεγάλη Βρύση που μυστικά συγκέντρωσε τη νεολαία νύχτα και όλοι εντάχτηκαν στο κόμμα. Γρήγορα όμως μετά λίγο καιρό υπήρξαν διαφοροποιήσεις με αποτέλεσμα να γίνουν διαχωρισμοί από τότε, που κρατούν μέχρι και σήμερα από οικογένεια σε οικογένεια, με τις εξαιρέσεις βέβαια πάντα παρούσες.
Και ως κατακλείδα να πω ότι αυτό η μισοαστική καταγωγή φαίνεται ότι κρατεί ακόμη με τους Καστανιώτες να έχουν το νου πάντα στην πόλη και να μην επενδύουν εύκολα στο χωριό τα όνειρά τους, τα σπίτια τους κλπ. Όποιοι μπορούν πάνε Θεσσαλονίκη ή τώρα τελευταία στο Κιλκίς.

* Ομιλία σε εκδήλωση στο Κιλκίς με γενικό θέμα «Αφιέρωμα μνήμης στον εκπατρισμό των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης
** Δημοσιογράφου

Σημείωση: Το δίλημμα γιά ‘μένα που κλήθηκα να μιλήσω γιά μιάν εξαιρετικά σημαντική περίοδο της ελληνικής Ιστορίας όπως ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή και η εκκένωση της Θράκης συγκεκρίμενα ήταν αν θα πρέπει να ωραιοποιήσω τις καταστάσεις ή να πω καθαρά τις εκτιμήσεις μου και την αίσθησή μου από την μελέτη των πηγών και των βιβλίων. Κατέληξα στο δευτερο αν και είναι δυσάρεστο πολλές φορές επειδή δεν στερείται εντελώς βάσεως η άποψη που λέει, ότι πολλές φορές «η γυμνή αλήθεια πληγώνει» και κάποιες φορές πρέπει να αποκρύπτεται.

Περισσότερα
Δείτε ακόμα